ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων
ΑΠΟΦΑΣΗ 291/2022
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Βαμβακά, Εφέτη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 13 Ιανουαρίου 2022 για να δικάσει
την υπόθεση μεταξύ :
Της αιτούσας : της εταιρείας με την επωνυμία « … LIMITED» αλλοδαπή εταιρεία που εδρεύει στο …., επί της οδού …., νόμιμα εκπροσωπούμενης στην Ελλάδα από το διευθυντή της …., κάτοικο Δήμου …., οδός …., την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Σπυρίδων Βλασσόπουλος.
Της καθ’ ης η αίτηση : της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων με την επωνυμία «….» (….) και διακριτικό τίτλο «….» με έδρα την Αθήνα, …., με αριθμό Γ.Ε.Μ.Η. …. και Α.Φ.Μ. …. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, που εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσας αρχικά δυνάμει της από 12.9.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, όπως αυτή τροποποιήθηκε, επ’ ονόματι και για λογαριασμό της εταιρείας «….», με έδρα στο …. (με αρ. μητρώου …. και διεύθυνση ….) και στη συνέχεια δυνάμει της από 16.3.2021 σύμβασης ως ειδικής διαχειρίστριας της εδρεύουσας στο … Ιρλανδίας εταιρείας με την επωνυμία «….», την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Τατιάνα Γιακουμάκη.
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 22.12.2021 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …./2021 και προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως παραπάνω αναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα ανέπτυξαν προφορικά και αναφέρονται στα γραπτά υπομνήματα που νομότυπα κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
Με την υπό κρίση αίτηση η αιτούσα επικαλούμενη ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, ζητεί να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθ’ ης η αίτηση σε βάρος της με την επίδοση της από 26.5.2021 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της …/2021 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της …/….2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …. με την οποία κατασχέθηκε και εκτίθεται σε αναγκαστικό πλειστηριασμό, στις 26.1.2022, το περιγραφόμενο στην αίτηση ακίνητό της, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ασκηθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από 22.12.2021 έφεσής της κατά της 446/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η από 19.7.2021 με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021 ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ αυτής (αιτούσας) κατά της επισπευδόμενης εκτελέσεως. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αίτηση παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 937 παρ. 1 περ. β’ εδ. γ’ ΚΠολΔ) κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. σε συνδ. με 937 παρ. 1 περ. β’ εδ. γ’ ΚΠολΔ) δεδομένου ότι η αίτηση κατατέθηκε στις 29.12.2020, ήτοι προ πέντε (5) και πλέον εργασίμων ημερών από την ημέρα του πλειστηριασμού (26.1.2022) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 933 και 937 παρ. 1 περ. β’ εδ. γ’ ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Με εκτελεστό τίτλο την …/2.2.2021 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η καθ’ ης η αίτηση εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων με την επωνυμία «….» επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της οφειλέτιδάς της – αιτούσας και με τη …/….2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …. επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας αυτής και συγκεκριμένα επί της υπό στοιχεία Μι κεφαλαίο Δύο Λατινικό (Μ-ΙΙ) οριζόντιος ιδιοκτησίαν- κατοικίας του τμήματος κεφαλαίο (Β) οικοδομής, αποτελούμενης από δύο αυτοτελή και συνεχόμενα τμήματα υπό τα αλφαβητικά στοιχεία Άλφα κεφαλαίο (Α) και Βήτα κεφαλαίο (Β), που αποτελεί μία χωριστή και ανεξάρτητη ιδιοκτησία – κατοικία, κτισμένη επί οικοπέδου κείμενου στη Δημοτική Ενότητα … και επί της οδού …, αρ. 3, η οποία εκτίθεται σε αναγκαστικό πλειστηριασμό στις 26.1.2022 προς ικανοποίηση μέρους της επιδικασθείσας απαίτησης της ποσού 50.000 ευρώ. Κατά της ανωτέρω σε βάρος της πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης, η αιτούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 19.7.2021 με Γ.Α.Κ…./2021 και Ε.Α.Κ. …/2021 ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, επί της οποίας εκδόθηκε η 446/2021 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή. Κατά της εν λόγω απόφασης η ηττηθείσα ανακόπτουσα και νυν αιτούσα άσκησε παραδεκτώς ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την ενσωματωμένη στο δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης από 22.12.2021 με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021 έφεσή της, με την οποία, παραπονούμενη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων που προσκομίσθηκαν, ζητεί να εξαφανισθεί η ως άνω εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η ανακοπή της.
Το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 5621/1931 «περί συγχωνεύσεως ανωνύμων εταιρειών», που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. 174/1963, ορίζει, ότι η εταιρεία εις ην υπήχθη ετέρα τοιαύτη, υποκαθίσταται αυτοδικαίως και άνευ οιασδήποτε άλλης διατυπώσεως εις άπαντα εν γένει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της συγχωνευθείσης εταιρίας, της τοιαύτης μεταβιβάσεως εξομοιουμένης προς την καθολικήν διαδοχήν». Παρόμοιες διατάξεις περιέχονται και στο άρθρο 4 ν. 2292/1953 «περί συγχωνεύσεως ανωνύμων τραπεζικών εταιριών», το άρθρο 55 παρ. 2 ν. 3190/1955 «περί ΕΠΕ» κλπ. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν περί συγχωνεύσεως εταιριών συνήθως ιδίου τύπου, είτε υπό την μορφήν της ενώσεως, είτε της απορροφήσεως (υπαγωγής) ή της εξαγοράς πλειόνων εταιριών από άλλη. Το φαινόμενο τούτο αποκαλείται «οιονεί καθολική διαδοχή». Η νέα εταιρία υπεισέρχεται αυτοδικαίως στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συγχωνευομένων εταιριών και οι υπέρ και κατά των τελευταίων τούτων εταιριών εκτελεστοί τίτλοι, εκτελούνται υπέρ και κατά της νέας εταιρίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 1 και 3, 75 παρ. 1 περ. α και 80 παρ. 1 του ν. 2190/1920, που προστέθηκαν με το π.δ. 498/31.12.1987, για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της από 9.10.1978 τρίτης κοινοτικής οδηγίας 78/855/ΕΟΚ για το εταιρικό δίκαιο, σε περίπτωση συγχώνευσης ανωνύμων εταιρειών με σύσταση νέας εταιρείας οι συγχωνευόμενες εταιρείες λύνονται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση και συνιστάται νέα ανώνυμη εταιρεία, στην οποία οι διαλυόμενες εταιρείες μεταβιβάζουν το σύνολο της περιουσίας τους (ενεργητικό και παθητικό), από δε τη καταχώρηση στο Δελτίο Ανωνύμων Εταιρειών της εγκριτικής αποφάσεως της Διοικήσεως, αυτοδικαίως και ταυτοχρόνως, χωρίς καμία άλλη διατύπωση, η νέα εταιρεία υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εταιρειών που λύονται και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή, τόσο για τις συγχωνευόμενες εταιρείες, όσο και έναντι τρίτων. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξαμένης εκτελέσεως, είναι δε ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση έλαβε άλλοθεν γνώση της διαδοχής. Ως νομιμοποιούντα το διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να κοινοποιούνται είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Ως προς την υποχρέωση ειδικότερα συγκοινοποιήσεως των νομιμοποιητικών εγγράφων και στην περίπτωση της οιονεί καθολικής διαδοχής, η οποία επέρχεται λόγω συγχωνεύσεως ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών, με δεδομένη τη συνθετότητα και την ποικιλία των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η συγχώνευση των ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων, που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρυθμίσεως του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, όλων των εγγράφων που απαιτεί ο νόμος για τη συντέλεση της συγχώνευσης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρυθμίσεως του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι και ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, αλλά και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια, παρεμποδίζοντας την πρόσβαση των δανειστών αδικαιολογήτως στην εκτελεστική διαδικασία. Η αναγκαστική εκτέλεση βάζει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, όπως άλλωστε υποδεικνύει η ίδια η ρύθμιση του νόμου, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της συγχωνεύσεως και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος. Καθώς δε τα αποτελέσματα της συγχωνεύσεως επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση τόσο για τις συγχωνευόμενες εταιρείες, όσο και έναντι τρίτων από την έγκριση και καταχώρηση της εγκριτικής πράξεως της διοικήσεως στο Μητρώον Ανωνύμων Εταιρειών, από το ίδιο δε χρονικό σημείο εκχωρούνται οι απαιτήσεις και αναλαμβάνονται οι υποχρεώσεις της νέας εταιρείας, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της τελευταίας αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν την συγχώνευση, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα προηγούμενα οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της συγχωνεύσεως καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των συγχωνευομένων εταιρειών. Προς τα έξω η συγχώνευση λαμβάνει σάρκα και οστά μόνο με την έγκριση και καταχώρηση τα εγκριτικής πράξεως στο Μητρώον Ανωνύμων Εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την νέα εταιρεία, που προήλθε από τη συγχώνευση των τραπεζικών ανωνύμων εταιρειών, είναι η απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, με την οποία εγκρίνεται η συγχώνευσή τους, καθώς και η σχετική ανακοίνωση της καταχώρησης όλων των συγχωνευόμενων εταιρειών στο Μητρώον Ανωνύμων Εταιρειών. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Ως προς το συμβολαιογραφικό έγγραφο συγχωνεύσεως, η ενδεχόμενη υποχρεωτική συγκοινοποίησή του μετά των αμέσως ανωτέρω εγγράφων όχι μόνο δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο, αλλά δεν εξυπηρετεί και καμία πρακτική σκοπιμότητα, ενώ αντιθέτως μόνο προσκόμματα στην εκτέλεση και δυσανάλογη επιβάρυνση του οφειλέτη συνεπιφέρει. Βέβαια είναι ακριβές ότι η συμβολαιογραφικώς καταρτιζόμενη σύμβαση συγχωνεύσεως αποτελεί, από ουσιαστική άποψη, τον σημαντικότερο όρο και το ουσιωδέστερο έγγραφο της διαδικασίας της συγχωνεύσεως. Δεν έχει, ωστόσο, αποφασιστική σημασία για τη νομιμοποίηση της επισπεύδουσας εταιρείας, που προήλθε από την συγχώνευση. Δεν συνιστά έγγραφο, που αποδεικνύει τη νομιμοποίηση της νέας εταιρείας στη θέση των παλαιών. Μπορεί η σύμβαση της συγχωνεύσεως να περιλαμβάνει όλους τους όρους και τις ειδικότερες συμφωνίες των συμβαλλομένων εταιρειών, αυτό όμως ελάχιστα ενδιαφέρει τον οφειλέτη. Τον οφειλέτη δεν τον ενδιαφέρει η ευρωστία ή η φερεγγυότητα της νέας εταιρείας, αλλά μόνον αν αυτή διαδέχθηκε νομότυπα τις αρχικές εταιρείες. Εφόσον πιστοποιείται από την αρμόδια διοικητική αρχή, ύστερα από έλεγχο της νομιμότητας, το νομότυπο της συγχωνεύσεως και επακολουθεί η κατά νόμον καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών η νέα εταιρεία υποκαθίσταται αυτοδικαίως στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της απορροφούμενης εταιρείας δίκην καθολικής διαδοχής και η νομιμοποίηση της νέας εταιρείας αποδεικνύεται έτσι πλήρως και τα δικαιώματα του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη κατοχυρώνονται, επίσης, πλήρως και από κάθε άποψη, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην καθολική διαδοχή, όπου αρκεί η κοινοποίηση του κληρονομητηρίου για την εκπλήρωση της νομοτυπικής μορφής του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η ουσιαστικού δικαίου σύμβαση κοινοποιείται μόνο στην περίπτωση της ειδικής διαδοχής, διότι εκεί είναι απαραίτητη η αναγωγή στις επιμέρους συμφωνίες (λ.χ. της εκχωρήσεως), ώστε να διαπιστωθεί ο φορέας του επιδίκου δικαιώματος, που αποτελεί ουσιαστικό συστατικό στοιχείο της νομιμοποιήσεως. Αντίθετα, στην περίπτωση της (οιονεί) καθολικής διαδοχής, ανάγκη για εξακρίβωση του φορέα συγκεκριμένων δικαιωμάτων της διαδοχής δεν υφίσταται. Η περιουσία της απορροφώμενης εταιρείας μεταβαίνει ως σύνολο στην απορροφώσα εταιρεία, ώστε να αρκούν τα έγγραφα, που πιστοποιούν τη συνολική αυτή περιουσιακή μετατόπιση για την απόδειξη της αλλαγής του φορέα του συνόλου των ουσιαστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, άρα και της νομιμοποιήσεως (ΑΠ Ολομ 12/1999, ΑΠ 345/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής κατά της από 26.5.2021 επιταγής προς πληρωμή η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης η ανακοπή δεν της κοινοποίησε τα νομιμοποιούντο αυτήν έγγραφα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι δυνάμει της από 12.9.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταβιβάσθηκαν από την «ΤΡΑΠΕΖΑ …. Α.Ε.» στην εδρεύουσα στο … Ιρλανδίας εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «….», μεταξύ άλλων, οι απαιτήσεις της …. σύμβασης δανείου που καταρτίσθηκε από την αρχική δικαιούχο (δικαιοπάροχο της ΤΡΑΠΕΖΑΣ …. Α.Ε.) ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… Α.Ε.» με τους πιστούχους και εγγυητές μεταξύ των οποίων και η καθ’ ης η εκτέλεση. Ότι στη συνέχεια δυνάμει της από 12.9.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων η εταιρεία «….» ανέθεσε αρχικά στην ΤΡΑΠΕΖΑ … Α.Ε. και στη συνέχεια στην εταιρεία με την επωνυμία «….», η οποία μετονομάσθηκε ήδη σε «….», την είσπραξη των απαιτήσεων μεταξύ των οποίων και τα δικαιώματα από την παραπάνω σύμβαση δανείου. Ότι στη συνέχεια με την 13924/2020 απόφαση του τμήματος Ασφαλιστικών ΑΕ και Χρηματοδοτικών Ιδρυμάτων της Διεύθυνσης Εταιρειών της Γενικής Διεύθυνσης Αγοράς της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων εγκρίθηκε η διάσπαση δια απόσχισης του κλάδου της Τραπεζικής δραστηριότητας της «ΤΡΑΠΕΖΑ … ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (με αριθμό ΓΕΜΗ … και Α.Φ.Μ. …) με σύσταση νέας εταιρείας – πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ … ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (επωφελούμενη) και λόγω της διάσπασης δια απόσχισης του κλάδου η τελευταία υποκαταστάθηκε, δυνάμει καθολικής διαδοχής, στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της διασπώμενης μεταξύ των οποίων και τα δικαιώματα που απέρρεαν από την παραπάνω σύμβαση πώλησης. Ότι στις 10.3.2021 η εταιρεία «….» προέβη σε επανεκχώρηση στην «ΤΡΑΠΕΖΑ … ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (επωφελούμενη) μέρους των απαιτήσεων που της μεταβιβάσθηκαν με την από 12.9.2019 σύμβαση πώλησης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ένδικη. Ότι η καθ’ ης, ανάμεσα σε άλλα έγγραφα, κοινοποίησε στην ανακόπτουσα τις …/….2020 και …./….2020 ανακοινώσεις καταχώρισης και δημοσίευσης στο ΓΕΜΗ (με αριθμούς καταχώρισης στο ΓΕΜΗ … και …. αντίστοιχα) της με αριθμό …. απόφασης του υπουργείου ανάπτυξης και επενδύσεων με την οποία εγκρίθηκε η διάσπαση δια απόσχισης κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας της «ΤΡΑΠΕΖΑ … ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (με αριθμό ΓΕΜΗ … και Α.Φ.Μ. …) με τη σύσταση νέας εταιρείας – πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ … ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (επωφελούμενη με αριθμό ΓΕΜΗ …. και Α.Φ.Μ. ….). Ότι η καθ’ ης παρέλειψε να της κοινοποιήσει επίσημο αντίγραφο της …/18.12.2019 σύμβασης διάσπασης του συμβολαιογράφου Πειραιά ….., όπως και συστατικό έγγραφο της εταιρείας «….» στην οποία επανεκχωρήθηκε η ένδικη απαίτηση δυνάμει την από 16.3.2021 σύμβασης πώλησης.
Από τις διατάξεις των άρθρων 81 παρ. 1 και 3, 84 παρ. 4, 85 παρ. 1 και 88 παρ. 1 του ν. 2190/1920, συνάγεται ότι η μεταβίβαση του συνόλου της περιουσίας της διασπώμενης εταιρίας στις επωφελούμενες τοιούτες, συνιστά καθολική διαδοχή, άλλωστε ρητώς ορίζεται τούτο στο άρθρο 75 παρ. 1 περ. α’ του πιο πάνω νόμου, για την περίπτωση της συγχώνευσης ανωνύμων εταιριών με την σύσταση νέας εταιρίας, η οποία συνιστά όμοια με την διάσπαση περίπτωση, με μόνη διαφοροποίηση, ότι στη συγχώνευση ολόκληρη η περιουσία των συγχωνευόμενων εταιριών χωρίς να διανέμεται, όπως συμβαίνει στην διάσπαση, μεταβιβάζεται στη νέα εταιρία που συνιστάται. Επομένως, μετά την ολοκλήρωση της διάσπασης, δια της καταχώρισης στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της εγκριτικής απόφασης της διάσπασης, αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση, οι επωφελούμενες εταιρείες υποκαθίστανται σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της διασπώμενης εταιρείας και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή, τόσο μεταξύ της διασπώμενης και των επωφελούμενων εταιρειών, όσο και έναντι των τρίτων. Ακολούθως, τα έγγραφα που νομιμοποιούν τη νέα εταιρεία που προήλθε από τη διάσπαση δια απόσχισης είναι η εγκριτική της απόσχισης απόφαση και η καταχώριση της στο Μητρώο ανωνύμων εταιριών, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τα οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αιτούσας, έχουν ήδη κοινοποιηθεί σε αυτή, ενώ η επικαλούμενη από την τελευταία παράλειψη κοινοποίησης του συμβολαιογραφικού εγγράφου διάσπασης δεν προβλέπεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις, δεν εξυπηρετεί κάποια πρακτική σκοπιμότητα και δεν συνεπιφέρει ακυρότητα στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ακολούθως, ο προαναφερόμενος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου έφεσης.
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 4354/2015 αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση οι απαιτήσεις των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια “, εφόσον ο δανειολήπτης είναι καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 1α του ν. 2251/1993,” είναι να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής μέσα σε δώδεκα (12) μήνες πριν από την προσφορά, πριν ή μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής σύμφωνα και με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας (ν. 4224/2013). Εξαιρούνται από την ως άνω προϋπόθεση απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, όπως αυτή ισχύει. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 4224/2013 θεσπίστηκε για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος με την απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ Β’ 2289/27.8.2014 «ΕΠΑΘ 116/25.8.2014» ή «Κώδικας») ο Κώδικας Δεοντολογίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 31.12.2014, τροποποιήθηκε με τις αποφάσεις της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων με αρ. 129/2/16.2.2015 (ΦΕΚ Β’ 486/31.3.2015) και 148/10/5.10.2015 (ΦΕΚ Β’ 2219/15.10.2015) και αναθεωρήθηκε με την υπ’ αριθμό 195/1/29.07.2016 (ΦΕΚ Β’ 2376/02.08.2016) απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Βασική υποχρέωση που συνεπάγεται η εφαρμογή του Κώδικα αποτελεί η τήρηση των διαδικασιών του, πριν την τυχόν καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης. Ο Κώδικας πρέπει να τηρείται από κάθε πιστωτικό και χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ και εφαρμόζεται σε κάθε μορφής οφειλής με καθυστέρηση άνω των 30 ημερολογιακών ημερών έναντι κάθε ιδρύματος που εφαρμόζει τον Κώδικα. Κάθε ίδρυμα σύμφωνα με τον Κώδικα υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να θεσπίσει λεπτομερώς καταγεγραμμένη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ), στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρωτοφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές, εφόσον διατηρούν τον χαρακτηρισμό του «συνεργάσιμου δανειολήπτη» όπως ορίστηκε με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης ιδιωτικού Χρέους του Ν. 4224/2013. Ειδικότερα, ένας δανειολήπτης είναι συνεργάσιμος έναντι των δανειστών του όταν: (ϊ) παρέχει πλήρη και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας στους δανειστές, (ΐί) είναι διαθέσιμος σε επικοινωνία με τον δανειστή και ανταποκρίνεται με ειλικρίνεια και σαφήνεια σε κλήσεις και επιστολές των ανωτέρω εντός 15 εργασίμων ημερών, (iii) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών προς το ίδρυμα αναφορικά με την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα μεταβολής της ή από την ημέρα που θα του ζητηθούν ανάλογες πληροφορίες, από τους ανωτέρω, (ίν) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών, οι οποίες θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην μελλοντική οικονομική του κατάσταση εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα που θα περιέλθουν σε γνώση του και (ν) συναινεί σε διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης αναδιάρθρωσης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον κώδικα. Η ΔΕΚ του Κώδικα αποτελείται από πέντε στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο το ίδρυμα, μεταξύ άλλων, επικοινωνεί με τον πρωτοφειλέτη και, αν υπάρχει, τον εγγυητή, αποστέλλοντάς τους γραπτή ειδοποίηση εντός των επόμενων 15 ημερολογιακών ημερών, με την οποία, μεταξύ άλλων, αυτοί ενημερώνονται για τα στοιχεία της ληξιπρόθεσμης οφειλής και την ένταξή τους στη ΔΕΚ, λαμβάνουν το «Ενημερωτικό Φυλλάδιο προς τους Δανειολήπτες με οικονομικές δυσχέρειες» και, αν είναι φυσικά πρόσωπα, την «Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης» (ΤΥ.Κ.Ο.Π.) ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, το τυποποιημένο έντυπο του ιδρύματος για την υποβολή πληροφόρησης από νομικά πρόσωπα και καλούνται να συμπληρώσουν με ακρίβεια και πληρότητα το αντίστοιχο έντυπο και να το προσκομίσουν στο ίδρυμα εντός 15 εργασίμων ημερών, προκειμένου στη συνέχεια να έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο Στάδιο 2 της ΔΕΚ. Αν ο δανειολήπτης δεν ανταποκριθεί εμπρόθεσμα στην ανωτέρω ειδοποίηση, τότε χαρακτηρίζεται ως «μη συνεργάσιμος» και το ίδρυμα δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση και να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του χωρίς περαιτέρω προειδοποίηση. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται συγκέντρωση οικονομικών και λοιπών πληροφοριών του δανειολήπτη. Κατά το τρίτο στάδιο γίνεται αξιολόγηση των υποβληθέντων οικονομικών στοιχείων. Ειδικότερα, για κάθε κατηγορίας δανειολήπτη και εγγυητή, αξιολογούνται ενδεικτικά στοιχεία όπως η οικονομική του κατάσταση, το συνολικό ύψος και η φύση των χρεών του, η τρέχουσα ικανότητά του για αποπληρωμή των οφειλών του, το ιστορικό της οικονομικής του συμπεριφοράς και η προβλεπόμενη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών. Αν, ειδικότερα, ο δανειολήπτης ή ο εγγυητής αποτελεί επιχείρηση, επιπροσθέτως αξιολογούνται, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή της επιχείρησης, στοιχεία όπως το υποβληθέν επιχειρηματικό σχέδιο. Το ίδρυμα, καθ’ όλη τη διάρκεια του σταδίου της αξιολόγησης, οφείλει να καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια, για να συνεργαστεί με τον δανειολήπτη, προκειμένου να προσδιορίσει με ακρίβεια την ικανότητά του για αποπληρωμή του χρέους, με στόχο να καταλήξουν σε μια κατάλληλη λύση. Επιπροσθέτως, το ίδρυμα οφείλει να προβεί σε αξιολόγηση της αξίας τυχόν εμπράγματης εξασφάλισης (ή άλλου περιουσιακού στοιχείου που θα μπορούσε με τη συναίνεση του δανειολήπτη να αποτελέσει πρόσθετη εξασφάλιση). Κατά το τέταρτο στάδιο γίνεται πρόταση κατάλληλων λύσεων στον δανειολήπτη (λύση ρύθμισης, λύση οριστικής διευθέτησης). Από το ίδρυμα θα πρέπει να επιλέγεται η καταλληλότερη, κατά περίπτωση, λύση. Για τους σκοπούς του Κώδικα ως «κατάλληλη λύση» θεωρείται εκείνη που διασφαλίζει τη συμμόρφωση του τις εποπτικές του υποχρεώσεις. Ειδικότερα, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε λύσης, λαμβάνονται υπόψη, σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη συμμόρφωσης του ιδρύματος προς ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις, καθώς και οι ειδικότερες για τη διαχείριση των καθυστερήσεων κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες η ΤτΕ έχει θέσει με την ΠΕΕ 42/30.5.2014 στα εποπτευόμενα από αυτή ιδρύματα για το σχεδίασμα και αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης. Το πέμπτο στάδιο περιλαμβάνει τη διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Κώδικας επιβάλλει στα ιδρύματα που δεσμεύονται από αυτόν την τήρηση, μεταξύ άλλων, των πέντε σταδίων της ΔΕΚ του Κώδικα πριν το ίδρυμα προβεί σε καταγγελία της οικείας σύμβασης και εκκινήσει νομικές ενέργειες αναγκαστικής είσπραξης της καθυστερούμενης απαίτησης. Τίθεται ζήτημα κατά πόσο η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο στην τήρηση του Κώδικα ίδρυμα καθιστά, άνευ ετέρου, την καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης άκυρη ως αντίθετη, κατά την AK 174, σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Κατ’ αρχάς, από καμία ρύθμιση του Κώδικα δεν προκύπτει ότι στον προστατευτικό του σκοπό εμπίπτει και ο έλεγχος του κύρους των επιχειρουμένων (συμβατικά προβλεπόμενών) καταγγελιών, των οποίων άλλωστε το περιεχόμενο δεν αποδοκιμάζεται από τον νόμο. Αντίθετα, σκοπός του (Κώδικα) είναι η επιλογή της «καταλληλότερης» κατά περίπτωση λύσης για τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό πιστώσεων σε καθυστέρηση, αφού ληφθεί από τα ιδρύματα υπόψη η υποχρέωση τους για συμμόρφωση προς τις ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές της Τράπεζας της Ελλάδος. Η τελευταία, άλλωστε, ορίζεται, σύμφωνα με τον Κώδικα ως η αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση και τον έλεγχο του τρόπου εφαρμογής του, για την πλήρη και αποτελεσματική ρύθμιση των οικείων συστημάτων από τα υπόχρεα ιδρύματα, καθώς και η μόνη δυνάμενη να απαιτεί τα απαραίτητα κατά την κρίση της διορθωτικά μέτρα και να επιβάλλει τις κατά νόμο κυρώσεις στο μη συμμορφούμενο ίδρυμα, σε περίπτωση συστηματικής μη εφαρμογής του Κώδικα και αδυναμιών των συστημάτων, δεν δύναται όμως να παρεμβαίνει ή να επιλαμβάνεται εξατομικευμένων διαφορών μεταξύ ιδρύματος και δανειολήπτη. Συνεπώς, και από το γράμμα του Κώδικα καθίσταται σαφές ότι η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο ίδρυμα συνιστά αθέτηση εποπτικής υποχρέωσης, παρέχουσα στην ΤτΕ ως ελέγχουσα αρχή τη δυνατότητα να απαιτεί από το μη συμμορφούμενο ίδρυμα τη λήψη των απαραίτητων μέτρων και να του επιβάλλει κυρώσεις, χωρίς να προκύπτει ότι ο Ν. 4224/2013 ή ο Κώδικας αποβλέπει και στην επαγωγή ακυρότητας στις περιπτώσεις όπου η καταγγελία έλαβε χώρα χωρίς την τήρηση της ΔΕΚ. Τέλος, και στο πλαίσιο εφαρμογής της Πράξης του Διοικητή της ΤτΕ (ΠΔ/ΤΕ) 2501/31.10.2002 και της κανονιστικής απόφασης 178/19.7.2004 της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ) της ΤτΕ, οι οποίες επιβάλλουν στα δεσμευόμενα από αυτές ιδρύματα συγκεκριμένες υποχρεώσεις ενημέρωσης των συναλλασσομένων με αυτά, γίνεται δεκτό ότι η αθέτηση των υποχρεώσεων αυτών συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσεως συνέπειες, χωρίς να έχει τεθεί ζήτημα ακυρότητας συμβατικών όρων αποκλειστικά λόγω της αντίθεσης του περιεχομένου τους προς τις ανωτέρω κανονιστικές πράξεις. Ενόψει των ανωτέρω, από τον σκοπό και το κείμενο το Κώδικα συνάγεται ότι τυχόν παράβασή των κανόνων που συγκροτούν τη ΔΕΚ συνεπάγεται μόνον εποπτικής φύσεως κυρώσεις και, συνεπώς, η μη τήρηση της ΔΕΚ από τα υπόχρεα ιδρύματα, δεν επιφέρει κατά την ΑΚ 174 αυτοδίκαιη ακυρότητα της πραγματοποιηθείσας καταγγελίας. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τους στόχους του Κώδικα, αλλά και την προηγηθείσα παράθεση των 5 Σταδίων της ΔΕΚ, ο Κώδικας εξειδικεύει τις σχετικές με την καταγγελία υποχρεώσεις που απορρέουν από την αντικειμενική (συναλλακτική) καλή πίστη κατά το στάδιο που προηγείται της άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας (ΑΚ 281), όπως το περιεχόμενο της συναλλακτικής καλής πίστης διαμορφώθηκε ειδικότερα στον χώρο των πιστωτικών συναλλαγών υπό τη σοβούσα οικονομική κρίση που οδήγησε στην αλματώδη αύξηση του αριθμού των καθυστερούμενων οφειλών. Επομένως, σε περίπτωση καθυστέρησης δανειολήπτη να καταβάλει συγκεκριμένο ποσό σε χρηματοδοτικό ή πιστωτικό ίδρυμα κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας, χωρίς την προηγούμενη, εν όλω ή εν μέρει, τήρηση της ΔΕΚ του Κώδικα από το ίδρυμα, θα μπορούσε να ελεγχθεί ως προς το ενδεχόμενο καταχρηστικότητας κατά την ΑΚ 281, λαμβανομένων όμως υπόψη και των γενικότερων περιστάσεων της κρινόμενης εκάστοτε περίπτωσης, όπως η γενικότερη οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, το συνολικό ύψος και η φύση των χρεών του, η τρέχουσα ικανότητά του για αποπληρωμή των οφειλών του, το ιστορικό της οικονομικής του συμπεριφοράς και η προβλεπόμενη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών και αν πρόκειται για επιχείρηση, το τυχόν υποβληθέν επιχειρηματικό σχέδιο (ΕφΠατρ 142/2020, ΕφΛαρ 507/2019, ΕφΛαρ 275/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αιτούσα με το δεύτερο λόγο ανακοπής ισχυρίζεται ότι οι μεταβιβάσεις της ένδικης απαίτησης τυγχάνουν άκυρες διότι δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις των νόμων 4354/2015 και 4224/2013 προϋποθέσεις, καθόσον δεν προσκλήθηκαν ο δανειολήπτης και ο εγγυητής εντός προθεσμίας 12 μηνών πριν από την προσφορά προς πώληση προκειμένου να διακανονίσουν τις οφειλές τους, σύμφωνα με σχετική γραπτή πρόταση ρύθμισης από το πιστωτικό ίδρυμα. Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεδομένου ότι τυχόν παράβαση των οριζόμενων από τις διατάξεις της παρ, 2 του άρθρου 3 του ν.4354/2015 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας (ν. 4224/2013) δεν επιφέρει ακυρότητα των μεταβιβάσεων της ένδικης απαίτησης και της καταγγελίας της σύμβασης
Από τις διατάξεις των άρθρων 915 και 916 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την, υπό την μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, παροχή έννομης προστασίας, απαιτείται ως προϋπόθεση, εκτός από την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, η ύπαρξη απαιτήσεως, η οποία να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Βέβαιη είναι η απαίτηση όταν δεν εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία που προϋπήρχε πριν από την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση, όταν από τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο, χωρίς την ανάγκη συνεκτίμησης και άλλων εγγράφων με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής. Εξάλλου, η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισμός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόμα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι οφειλόμενου. Μάλιστα, ούτε η μείωση του ποσού, λόγω καταβολών καθιστά ανεκκαθάριστη την παροχή, αφού η καταβολή στηρίζει ένσταση περιορισμού της απαίτησης (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014, ΕφΑθ 4901/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αιτούσα με τον τελευταίο λόγο ανακοπής, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, εκθέτει ότι η …/16..6.2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …. πάσχει λόγω αοριστίας, μετά τον περιορισμό του ποσού για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση σε αυτό των 50.000 ευρώ και δεδομένου ότι με την από 26.5.2021 επιταγή προς πληρωμή υποχρεώθηκε στην καταβολή του ποσού των 206.821,29 ευρώ. Ο πιο ο οποίος είναι νόμιμος, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι αποδείχθηκε ότι η αιτούσα με την από 26.5.2021 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της …/2021 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επιτάχθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης ποσό 200.821,29 ευρώ για κεφάλαιο πλέον τόκων υπερημερίας από 9.3.2020, ποσό 4048,25 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, 100 ευρώ για σύνταξη επιταγής προς πληρωμής και 43,40 ευρώ για κοινοποίηση της επιταγής με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή, Με την προσβαλλόμενη …/16..6.2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …. επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στο αναλυτικά περιγραφόμενο ακίνητο για το ποσό των 50.000 ευρώ. Το ποσό αυτό αποτελεί μέρος του επιδικασθέντος κεφαλαίου δυνάμει της παραπάνω διαταγής πληρωμής και για το οποίο επιτάθηκε με την πιο πάνω από 26.5.2021 κοινοποιηθείσα επιταγή προς πληρωμή, με ρητή επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος της υπέρ ης η εκτέλεση για την είσπραξη του υπολοίπου επιταχθέντος ποσού, με άλλη αναγκαστική κατάσχεση ή αναγγελία στον ίδιο ή σε άλλον πλειστηριασμό, καθ’ ότι ο περιορισμός στο ως άνω ποσό έγινε αποκλειστικά και μόνο για μείωση των εξόδων. Επομένως ο παραπάνω περιορισμός του ποσού για το οποίο επιβλήθηκε η προσβαλλόμενη κατάσχεση είναι ορισμένος και δεν καθιστά την οφειλή ανεκκαθάριστη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ανακόπτουσα και ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Με αυτά τα δεδομένα δεν πιθανολογείται η – ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος της αιτούσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η αίτηση, λόγω της ήττας της και κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ και 84 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλει σε βάρος της αιτούσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου, στις 20 Ιανουαρίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους με την παρουσία και της γραμματέα.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ