Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ………. τον οποίο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του, Αναστασία Στάικου (ΑΜ … ΔΣ Πειραιώς).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Κριθαρά (ΑΜ … Δ.Σ. Αθηνών) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
Ο ενάγων – εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη διαδικασία περιουσιακών διαφορών, την από 26-9-2017 (ΓΑΚ.. και ΕΑΚ…./2017 έκθεσης κατάθεσης) αγωγή του, κατά του εναγόμενου – εκκαλούντος. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 4691/2018 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών – εναγόμενος άσκησε την από 30-11-2018 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε, στις 5-12-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ……… και ΕΑΚ ……/2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 12-4-2019, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ……/2019 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 2ης Απριλίου 2020, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 (από 13-3-2020 έως 31-5-2020), και στη συνέχεια, προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο της 3ης-9-2020 με τη με αριθμό 74/2020 πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ιωάννη Αποστολόπουλου, Εφέτη, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, ο εκκαλών εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε, και ο εφεσίβλητος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, και ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις, που είχε προκαταθέσει.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 30-11-2018 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ……../5-12-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ…../12-4-2019, κατά της με αριθμό 4691/22-10-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών, επί της από 26-9-2017, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ…../2017 αγωγής του εφεσίβλητου εναντίον του εκκαλούντος, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων στις 27-3-2018, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον ηττηθέντα εναγόμενο, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στον εκκαλούντα και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής, στις 22-10-2018, μέχρι την κατάθεση της έφεσης, στις 5-12-2018, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, και 518 § 2 ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ………… παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων, και ήδη εφεσίβλητος, με την από 26-9-2017 αγωγή του ιστορεί α) την εξέλιξη της απονομής ποινικών ευθυνών για την πυρκαγιά της 17ης-7-2010 στην περιοχή Μετόχι – Ρη στα όρια των κοινοτήτων Καπανδριτίου και Βαρνάβα, β) το διορισμό από την Πυροσβεστική Υπηρεσία της ……….. για τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης για την ακριβή διάγνωση της αρχικής εστίας και της αιτίας της πυρκαγιάς της 20ης-8-2012 στο δήμο Πόρου, και στη συνέχεια ότι έχουν ασκηθεί αγωγές αποζημίωσης κατά της ………. από τους πυροπαθόντες αυτής, μεταξύ των οποίων και ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, ο οποίος για την υποστήριξη της αγωγής του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας, με σκοπό να εμφανίσει το δίκτυο της ….. σε κακή κατάσταση, αιτία πρόκλησης πυρκαγιών, και αναποτελεσματική επιθεώρηση του δικτύου από τα στελέχη της εταιρίας, τόσο στις από 29-3-2017 προτάσεις του όσο και στην από 13-4-2017 προσθήκη, επικαλέστηκε και προσκόμισε αθέμιτα αντίγραφα της με αριθμό 28303/2015 απόφασης του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε ο ίδιος (ενάγων) ως υπαίτιος της πρόκλησης της ανωτέρω πρώτης πυρκαγιάς, ενώ με τη με αριθμό 4479/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών αθωώθηκε, ότι ο εναγόμενος χρησιμοποίησε αντίγραφα της ανωτέρω καταδικαστικής απόφασης δημοσιοποιώντας ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του ιδίου (ενάγοντος) χωρίς νόμιμο δικαίωμα, αφού δεν εμπλεκόταν στην αναφερόμενη ποινική διαδικασία, χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, και χωρίς τη συγκατάθεσή του, ότι με τις ενέργειές του ο εναγόμενος προσέβαλε βάναυσα την προσωπικότητά του, την τιμή και την υπόληψή του, υπέστη, δε, ψυχική δοκιμασία, αδόκητο διασυρμό και πλήγμα στο κοινωνικό, υπηρεσιακό και επαγγελματικό προφίλ του. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ο ενάγων ζητούσε, όπως το αίτημά του παραδεκτά περιορίστηκε με τις προτάσεις του, που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να του καταβάλλει το ποσό των 35.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του εναγόμενου λόγω της αδικοπραξίας του, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί, και να καταδικαστεί ο τελευταίος στη δικαστική δαπάνη του. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία, έγινε μερικά δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 3.000 ευρώ για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και τα δικαστικά έξοδα ύψους 460 ευρώ, απορρίπτοντας, όμως, ως ουσιαστικά αβάσιμα τα αιτήματα απαγγελίας προσωπικής κράτησης και κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την έφεσή του για λόγους αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητεί την εξαφάνιση αυτής και την καθ’ ολοκληρία απόρριψη της αγωγής του αγωγής του εφεσίβλητου.
Κατά το άρθρο 1 του ν. 2472/1997 «προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 95/46 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης.10.1995, αντικείμενο του νόμου αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι για τους σκοπούς του νόμου τούτου νοούνται ως: α) «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κάθε είδους πληροφορίες που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων», β).., γ).., δ) «επεξεργασία κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή», ε) (όπως ήδη αντικαταστάθηκε το εδάφιο αυτό με την παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3471/2006) «αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα («αρχείο») κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια», στ)…, ζ) «υπεύθυνος επεξεργασίας οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η) …, θ) …, ι) «αποδέκτης το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν είναι τρίτος ή όχι»…. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 ε` του ίδιου νόμου, «Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι, στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών». Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία, που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2 γ` του ν. 2472/1997 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 2915/2001), που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο, «Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: … γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου». Προϋπόθεση για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας). Στο άρθρο 22 παρ. 4 του ίδιου ν. 2472/1997 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις, για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα. Στην παρ. 1 του άρθρου 23 αυτού με τίτλο «αστική ευθύνη» ορίζεται, ότι «φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση, αν δε προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον». Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του ως άνω άρθρου 23 του ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά παράβαση των διατάξεων του ως άνω νόμου, προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1977 ή (και) των κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφ’ ενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφ’ ετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και, ως εκ τούτου, το πρόσωπο, που παραβιάζει τις εν λόγω διατάξεις, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έναντι του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, που υπέστη ηθική βλάβη, από την παραβίαση, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα, σύμφωνα και με την περί τούτου ρητή διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 της ως άνω Οδηγίας (βλ. ΑΠ 171/2019, ΑΠ 1740/2013, ΑΠ 637/2013) (ΑΠ 1264/2020, ΤΝΠ Νόμος). Στη, δε, § 2 ορίζεται ότι η κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του νόμου τούτου ορίζεται κατ’ ελάχιστο στο ποσό των 2.000.000 δραχμών (ήδη 5.869,40 ευρώ), εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια (ΑΠ 476/2009). Ο καθορισμός βέβαια με τη διάταξη αυτή ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποίησης σκοπό έχει να διασφαλίσει την προστασία των πολιτών από ιδιαίτερα έντονες προσβολές της τιμής και της υπόληψής τους και εντάσσεται στα μέτρα που λαμβάνει η Πολιτεία, υλοποιώντας την επιβαλλόμενη από το άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος υποχρέωσή της για σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου. Όμως, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 § 1 εδ. δ` του Συντάγματος και την θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η καθιέρωση για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποίησης στο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 2.000.000 δραχμών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή έννοια αναλογική, διότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών, στις οποίες (περιπτώσεις) και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο όριο χρηματικής ικανοποίησης, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε. Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη ως αντισυνταγματική είναι ανίσχυρη και δεν πρέπει να εφαρμόζεται από το δικαστήριο της ουσίας, με την έννοια του προσδιορισμού στο καθοριζόμενο από αυτήν ποσό χρηματικής ικανοποίησης, όχι κρίνοντας αυτήν ως εύλογη, αλλά θεωρώντας ότι δεσμεύεται από την ανωτέρω διάταξη, μολονότι το είδος και η βαρύτητα της προσβολής δε δικαιολογούν τον καθορισμό του εν λόγω ποσού (βλ. Ολ.ΑΠ 6/2011) (ΑΠ 252/2018, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ τυποποιείται το τεκμήριο αθωότητας, ως βασική κατεύθυνση της ποινικής δίκης. Αντίστοιχου περιεχομένου διατάξεις περιλαμβάνουν, επίσης, τόσο το άρθρο 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο 1966, όσο και το άρθρο 11 παρ. 1 της από 10-12-1948 Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κείμενα τα οποία αποτελούν σήμερα υπερεθνικές διατάξεις, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 Συντάγματος. Πλέον, το τεκμήριο αθωότητας έχει λάβει εξέχουσα θέση στο ποινικό δικονομικό δίκαιο της χώρας μας. Παρά ταύτα, μόλις πρόσφατα, πρώτα με το ν. 4596/2019 και έπειτα με την τροποποίηση του ν. 4620/2019, διατυπώθηκε ρητά στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και στο άρθρο 71 αυτού ρητά ορίζεται ότι «οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο». Η φύση του τεκμηρίου αθωότητας είναι σύνθετη: αποτελεί όχι μόνο γενική αρχή και δικονομική εγγύηση αλλά και δικαίωμα του κατηγορουμένου, ανάλογα με την πτυχή του που κάθε φορά έχει ανάγκη προστασίας. Ως δικαίωμα, αποτελεί ιδιαίτερο δικαίωμα (στοιχείο) της προσωπικότητας του κατηγορουμένου συνιστάμενο στην προστασία του από την πρόωρη απόδοση της ενοχής. Άρα, όποτε προσβάλλεται το τεκμήριο, συμπροσβάλλεται παράλληλα και η προσωπικότητα του κατηγορουμένου, αφού η αθωότητα αυτού προτού καταδικαστεί αμετάκλητα συνιστά συστατικό της τιμής και της υπόληψής του. Ωστόσο, αμφισβητούμενο είναι αν το τεκμήριο αθωότητας δεσμεύει, όχι μόνο τις ενέργειες της δικαστικής εξουσίας και των λοιπών φορέων κρατικών λειτουργιών, αλλά και τους ιδιώτες. Κατά την ορθότερη άποψη, και αν ακόμη δεν γίνει δεκτό ότι το τεκμήριο αθωότητας ως ατομικό δικαίωμα τριτενεργεί (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.), αποδέκτες του τεκμηρίου αθωότητας είναι οπωσδήποτε και οι ιδιώτες, αφού το τεκμήριο αθωότητας συνιστά απόρροια του γενικότερου δικαιώματος της προσωπικότητας το οποίο οφείλουν να σέβονται όλοι κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 Συντ., 57 επ. ΑΚ. Επομένως, η παραβίαση του τεκμηρίου από ιδιώτη, όπως όταν λ.χ. γίνεται επίκληση και αποδεικτική χρήση μίας καταδίκης του προσβαλλόμενου προτού αυτός καταδικαστεί αμετάκλητα, δεν θεμελιώνει ιδιαίτερη και αυτοτελή αξίωση προστασίας με ιδρυτικό κανόνα ευθύνης το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, διότι δεν υπάρχει ειδική διάταξη αστικού περιεχομένου που να την αναγάγει σε τέτοια αυτοτελή αιτία αποζημίωσης, όπως λ.χ. συμβαίνει με τη διάταξη του άρθρου 23 ν. 2472/1997 για την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων. Στην περίπτωση της παράβασης του τεκμηρίου αθωότητα ιδρυτικός κανόνας της ευθύνης είναι μόνον οι διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ (ΑΠ 1264/2020, όπ.π.).
Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου απόφαση, και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στις 20-8-2012 εκδηλώθηκε πυρκαγιά σε αγροτική έκταση με ελαιόδενδρα και ξηρά χόρτα, θάμνους στην περιοχή «….» Τροιζηνίας, η οποία εξαιτίας ισχυρών ανέμων, που επικρατούσαν στην περιοχή, επεκτάθηκε και σε άλλες αγροτικές και δασικές εκτάσεις, σε οικίες διαφόρων ιδιοκτητών μέχρι και την περιοχή ….. Προκειμένου να διαπιστωθούν τα αίτια της ανωτέρω πυρκαγιάς η Πυροσβεστική Υπηρεσία της περιοχής (Π. Κ. Τροιζηνίας) διόρισε ως πραγματογνώμονα την …….. . με ειδικότητα ηλεκτρολόγου – μηχανικού Τ.Ε., η οποία περιλαμβανόταν στο οικείο πίνακα πραγματογνωμόνων της Εισαγγελίας Πειραιώς, όπως αποδεικνύεται από την από 23-8-2012 έκθεση ορκωμοσίας πραγματογνώμονα. Με την από 18-2-2013 έκθεση πραγματογνωμοσύνης η προαναφερόμενη ηλεκτρολόγος – μηχανολόγος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προπεριγραφόμενη πυρκαγιά οφείλεται σε θερμο – διηλεκτρικό φαινόμενο στους αγωγούς μεταξύ του δικτύου και δίστηλου υποσταθμού της ΔΕΗ στο σημείο, όπου εκδηλώθηκε η πυρκαγιά, με την πτώση θερμών και πυρακτωμένων τηγμάτων των αγωγών στην ξερή βλάστηση, όπου δεν είχε γίνει προληπτικός καθαρισμός σύμφωνα από συνεργεία της ΔΕΗ και σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες οδηγίες της τελευταίας. Μεταξύ των πληγέντων από τις συνέπειες της ανωτέρω πυρκαγιάς ήταν ο εναγόμενος, ο οποίος προς αποζημίωσή του για τις ζημίες, που υπέστη στην ακίνητη περιουσία του, άσκησε την από 16-12-2016, με αριθμό κατάθεσης …../19-12-2016, αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας κατά της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……. ……» και διακριτικό τίτλο «…….., η οποία αποτελούσε καθολική διάδοχος της ……….. Με την ανωτέρω αγωγή ο εκκαλών (εκεί ενάγων), αφού εξέθετε τις καταστροφές στην αγροτική περιουσία του – καλλιέργειες από την πυρκαγιά της 20ης-8-2012 και την αιτία της τελευταίας, όπως προέκυπτε από την από 18-2-2013 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ανωτέρω …………, ζητούσε την καταβολή αποζημίωσης για τη θετική και αποθετική ζημία του, ύψους 98.360,64 ευρώ, και για την ηθική βλάβη που υπέστη, ύψους 10.000 ευρώ. Προς υποστήριξη και ουσιαστική απόδειξη του περιεχομένου της αγωγής του ο εκκαλών (εκεί ενάγων) κατέθεσε και σχολίασε, στις από 29-3-2017 προτάσεις του και στην από 13-4-2017 προσθήκη – αντίκρουση, τη με αριθμό 28303/2015 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που αφορούσε στην απόδοση ποινικών ευθυνών για την πρόκληση πυρκαγιάς στις 17-7-2010 στην περιοχή Καπανδριτίου – Βαρνάβα, με την παράθεση των ακόλουθων χωρίων αντίστοιχα α) «21. Αντίγραφο της υπ’ αρ. 28303/2015 αποφάσεως του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκαν οι διευθυντές της …. σε φυλάκιση τεσσάρων (4) ετών έκαστος και χρηματική ποινή 25.000€ έκαστος, για την πυρκαγιά που έλαβε χώρα στην περιοχή Καπανδριτίου – Βαρνάβα στις 17/7/2010. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή μάρτυρας υπεράσπισης των διευθυντών της … ήταν και ο νυν μάρτυρας και καθηγητής κ. ………. Ομοίως, κατετέθη και η τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Υπαρχηγού Π/Σ Ε.Α. κ. ……. Επίσης, ελήφθησαν υπόψιν τεχνικές εκθέσεις του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, αλλά και η έκθεση πραγματογνωμοσύνης και η κατάθεση της πραγματογνώμονος …….. (σελ.12). Αυτός προφανώς είναι ο λόγος που καταφέρεται η αντίδικος κατά της πραγματογνώμονος!!» (σελίδα 26 των προτάσεων του εκκαλούντος – εκεί ενάγοντος), και β) «Εν προκειμένω, θα περιορισθώ μόνο στα στοιχεία που βρίσκονται στην διάθεση μου και τα προσκομίζω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας. Συγκεκριμένα, από την υπ’ αρ. 28303/2015 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (Σχετ.21 των κοινών σχετικών) καταδικάστηκαν οι διευθυντές της …… σε φυλάκιση τεσσάρων (4) ετών έκαστος και χρηματική ποινή 25.000€ έκαστος, για την πυρκαγιά που έλαβε χώρα στην περιοχή Καπανδριτίου – Βαρνάβα στις 17/7/2010. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή μάρτυρας υπεράσπισης των διευθυντών της ……. ήταν και ο νυν μάρτυρας και καθηγητής κ. ………. Ομοίως, κατετέθη και η τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Υπαρχηγού Π/Σ Ε.Α. κ. ……… Επίσης, ελήφθησαν υπόψιν τεχνικές εκθέσεις του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, αλλά και η έκθεση πραγματογνωμοσύνης και η κατάθεση της πραγματογνώμονος …….. (σελ. 12). Αυτός προφανώς είναι ο λόγος που καταφέρεται η αντίδικος κατά της πραγματογνώμονος!! Όμως, όπως προαναφέρθηκε, εάν δεν ήταν ικανή κατά την άποψή τους να εκτελέσει το συγκεκριμένο έργο είχαν δικαίωμα να καταθέσουν ενώπιον των αρμοδίων Δικαστηρίων αιτήσεις εξαιρέσεως της από τον Πίνακα Πραγματογνωμόνων. Τέτοια αίτηση όμως δεν προσάγεται, γιατί απλούστατα δεν έχει υποβληθεί.» (σελίδα 28 της προσθήκης – αντίκρουσης του εκκαλούντος – εκεί ενάγοντος). Πρέπει να σημειωθεί ότι από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του σχετικού με αριθμό 21, όπως αναφέρεται στις προαναφερόμενες προτάσεις και προσθήκη αντίκρουση, δηλαδή της με αριθμό 28303/17-6-2015 απόφασης του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, είχαν διαγραφεί τα ονόματα των κατηγορούμενων σε όλο το περιεχόμενο αυτής. Η παραπάνω δικαστική απόφαση (28303/2015) που αφορά πρωτόδικη ποινική καταδίκη αποτελεί ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο του ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου, καθόσον αναφέρεται σε ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του και σε καταδίκη του με ποινή φυλάκισης, ο τελευταίος, δε, αποτελεί το υποκείμενο των δεδομένων, που περιέχονται στην απόφαση αυτή, και τα οποία συνιστούν αρχείο προσωπικών δεδομένων κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 ε’ και 3 § 1 του Ν 2472/1997, αφού είναι διαρθρωμένο σύνολο ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, όπως η καταχώρησή τους σε βιβλία με αύξοντα αριθμό μήνυσης, δικογραφίας, ή και απόφασης, αλλά και με αλφαβητικά ευρετήρια των εμπλεκομένων φυσικών προσώπων. Την απόφαση αυτή δεν αποδείχθηκε ότι συνέλεξε ο εκκαλών (εκεί ενάγων) νόμιμα, καθόσον, παρά τους ισχυρισμούς του και τις δηλώσεις της πληρεξούσιας δικηγόρου του, δεν προσδιορίζεται εάν και ποιος διάδικος, που συμμετείχε στην ανωτέρω ποινική υπόθεση, παρέλαβε τη συγκεκριμένη απόφαση, ώστε να κατατεθεί στα σχετικά των προτάσεων και της προσθήκης – αντίκρουσης του εκκαλούντος (εκεί ενάγοντος) στο Ειρηνοδικείο Καλαυρίας. Η συλλογή, δε, αυτή, συνιστά μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που περιλαμβάνονται σε αρχείο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η κατάθεση σε αντίγραφο της εν λόγω ποινικής απόφασης (28303/2015) και ο σχολιασμός της στις προτάσεις και στην προσθήκη – αντίκρουση του εκκαλούντος (εκεί ενάγοντος) αποτελεί επεξεργασία, υπό την έννοια του άρθρου 2 περ. δ` Ν 2472/1997 (χρήση, διαβίβαση, διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση), ευαίσθητου δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα, η οποία έγινε χωρίς άδεια της Αρχής του άρθρου 7 Ν 2472/1997. Ωστόσο, όπως προαναφέρεται, ο εκκαλών (εκεί ενάγων) τόσο στις προτάσεις και στην προσθήκη – αντίκρουση, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Καλαυρίας από την πληρεξούσια δικηγόρο του, αναφέρεται γενικά σε καταδίκη διευθυντών της …. χωρίς αναφορά του ονόματος του εφεσίβλητου (εκεί μη διαδίκου), επικεντρώνοντας το σχολιασμό στους μάρτυρες υπεράσπισης, οι οποίοι εμφανίζονται μονίμως ως μάρτυρες της εναγόμενης εκεί εταιρίας (…………), και στους πραγματογνώμονες, ιδίως, δε, στην ………., σε βάρος της οποίας και του περιεχομένου της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης αυτής καταφερόταν η εναγόμενη εκεί εταιρία (………) με στόχο να πλήξει το κύρος, τυπικά προσόντα, της πραγματογνώμονα, να αποδυναμωθεί το συμπέρασμά της για την ευθύνη της εναγόμενης εκεί εταιρίας, και να δικαιωθεί η τελευταία με την απόρριψη της αγωγής αποζημίωσης του εκεί ενάγοντος (εκκαλούντος). Επιπλέον, το φωτοτυπικό αντίγραφο της ανωτέρω ποινικής απόφασης (28303/2015) του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών προσκομίσθηκε ανωνυμοποιημένο ως προς τα ονόματα των κατηγορούμενων σε όλα τα σημεία που αναφέρονται, και τα ονόματα των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, εκτός από τα ονόματα των μαρτύρων του κατηγορητηρίου …….. και ………. ……., και του μάρτυρα υπεράσπισης …….. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται η ύπαρξη έννομου συμφέροντος του εκκαλούντος (εκεί ενάγοντος), ο οποίος, αντιδρώντας στην προσπάθεια της εναγόμενης εκεί εταιρίας (…….) να ακυρώσει το αποτέλεσμα της πραγματογνωμοσύνης της …….., και στην ενδεχόμενη απόρριψη της αγωγής αποζημίωσής του, έπρεπε να αποδείξει τη συνεχή χρησιμοποίηση από την εναγόμενη εκεί εταιρία των ίδιων μαρτύρων υπεράσπισης προσκομίζοντας την ποινική απόφαση με αριθμό 28303/2015 του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία ως επίσημο δημόσιο έγγραφο είχε μεγαλύτερη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με άλλο αποδεικτικό μέσο. Επομένως, εφόσον αποδείχθηκε ότι η ποινική απόφαση που προσκομίσθηκε στο Ειρηνοδικείο Καλαυρίας ήταν ανωνυμοποιημένη και σκοπός του εκκαλούντος (εκεί ενάγοντος) ήταν η ευδοκίμηση της αγωγής του προς αποζημίωσή του από πυρκαγιά, που εκδηλώθηκε στις 20-8-2012, στην περιοχή «…….» Τροιζηνίας, στην αγροτική εκμετάλλευση που διατηρούσε στην περιοχή .. …. Τροιζηνίας, καταδεικνύεται ότι η κατάθεση και επίκληση της ανωτέρω ποινικής απόφασης, η οποία ήταν συναφής και πρόσφορη για το σκοπό που διαδόθηκε (εμπεριστατωμένη αναφορά συγκεκριμένου συνήθους μάρτυρα υπεράσπισης της εναγόμενης εκεί εταιρίας), δεν έγινε με δόλο παράνομης επεξεργασίας ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου του εφεσίβλητου (εκεί μη διαδίκου), ούτε με πρόθεση να δημιουργηθούν δυσμενείς εντυπώσεις στους παράγοντες της διαδικασίας για το πρόσωπο του, αφού είχε διαγραφεί το όνομά του, αλλά ως υπερασπιστική μέθοδος προς ισχυροποίηση του συμπεράσματος της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης της ……….., λειτουργία, που δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί με ηπιότερα μέσα. Για τους παραπάνω λόγους θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παροχή άδειας προς τον εκκαλούντα (εκεί ενάγοντα) για κατ’ εξαίρεση επεξεργασία, με τη μορφή της κατάθεσης και επίκλησης, ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου, που ήταν αναγκαία για την άσκηση και υπεράσπιση δικαιώματος του τελευταίου ενώπιον δικαστηρίου κατ’ άρθρο 7 § 1 περ. γ` Ν 2472/1997. Ωστόσο, η χρήση της ανωτέρω απόφασης, κατάθεση και επίκλησή της ανωνυμοποιημένης, που ήταν αναγκαία και πρόσφορη για να στηρίξει την απόδειξη των ισχυρισμών του εκκαλούντος (εκεί ενάγοντος), το δε ικανοποιούμενο συμφέρον αυτού (ευδοκίμηση της αγωγής αποζημίωσής του) ήταν προφανώς υπέρτερο από το αντίστοιχο έννομο συμφέρον του εφεσίβλητου (εκεί μη διαδίκου), να μη διαδίδεται περαιτέρω η πρωτόδικη ποινική του καταδίκη σύμφωνα με το τεκμήριο αθωότητας, έστω στον περιορισμένο κύκλο προσώπων του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας, δηλαδή Δικαστή και Γραμματέα κατά την εκδίκαση της αγωγής σε πόλη διαφορετική από αυτήν όπου κατοικεί και όπου δικάστηκε, δεν υπερέβη το σκοπό της επεξεργασίας με βάση την αρχή της αναλογικότητας, όπως υπαγορεύεται από το άρθρο 4 στοιχ. β` Ν 2472/1997, εφόσον η ένδικη ποινική απόφαση χρησιμοποιήθηκε ανωνυμοποιημένη, σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα του εφεσίβλητου – ενάγοντος στην πρωτοβάθμια δίκη, …………, ο οποίος αναφέρει α) ότι δεν γνωρίζει αν προσκομίσθηκε η ποινική απόφαση ως σώμα με αναφορά στο όνομα του εφεσίβλητου (εκεί μη διαδίκου) και αν έγινε αναφορά μία ή δύο φορές στην ίδια ποινική απόφαση στα δικόγραφα που κατατέθηκαν από τον εκκαλούντα (εκεί ενάγοντα), και γενικά δεν γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο διαδόθηκε η ανωτέρω ποινική απόφαση, αλλά υποθέτοντας κατέθεσε ότι έγινε γνωστή στα στελέχη της εναγόμενης εκεί εταιρίας (…….) από τη νομική υπηρεσία της τελευταίας («μέσω των δικηγόρων»), β) ότι η αρνητική φήμη στους κύκλους της εταιρίας (……) για τον ενάγοντα, ήδη εφεσίβλητο, δημιουργήθηκε τα Χριστούγεννα του έτους 2016, ενώ οι προτάσεις του εκκαλούντος (εκεί ενάγοντος) κατατέθηκαν πλέον των τριών (3) μηνών αργότερα (29-3-2017 και 13-4-2017), και γ) ότι ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, υπέστη επαγγελματική ζημία αόριστα, χωρίς να προσδιορίζεται πώς ζημιώθηκε επαγγελματικά και σε ποιο μέτρο, π.χ. εάν υποβαθμίστηκε στην ιεραρχία της εταιρίας (………..) σε σχέση με άλλους συναδέλφους του της ίδιας κατηγορίας, εάν μετατέθηκε δυσμενώς, εάν γενικά χειροτέρευσε η θέση του στην υπηρεσία του, ή σε κάθε περίπτωση εάν συγκεκριμένη μη περιουσιακή ζημία του ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου, που ανάγεται στην προσβολή της προσωπικότητάς του, συνδέεται με την χρήση της ανωνυμοποιημένης ένδικης ποινικής απόφασης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ζημία του ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου, που ανάγεται στην προσβολή της προσωπικότητάς του και στην ηθική βλάβη του, το, δε, πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε σε αντίθετη κρίση, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου ως άνω λόγους της έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη, αφού κρατηθεί, δε, η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί στην ουσία της, πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 183, 179 ΚΠολΔ), ενώ αναφορικά με το παράβολο, ποσού 100 ευρώ, που ο εκκαλών προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσής του, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του σε αυτόν (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης αυτής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την από 30-11-2018, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……./2019, έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 4691/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακών διαφορών).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου (με κωδικό αριθμό …….., ποσού 100 ευρώ) της έφεσης στον καταθέσαντα για την άσκηση της έφεσης.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό κατάθεσης ……./2017 αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 13-1-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ