ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 193/2022
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Eλληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Παναγιώτα Κλουκίνα, με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ,
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Ιωάννη Ρεκκέ με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ.
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 26.9.2014 (με Γ.Α.Κ…../2014 και Ε.Α.Κ. …../2014) αγωγή κατά του νυν εκκαλούντος, επί της οποίας εκδόθηκε η 3206/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εναγόμενο με την από 31.10.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ../2019 και Ε.Α.Κ. …/2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (κατόπιν καταθέσεως της εφέσεως στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …./2019) η 5.11.2020, οπότε η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος και ο πληρεξουσίος δικηγόρος της εφεσίβλητης, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται από το πινάκιο μετ’ αναβολή προς συζήτηση από την αρχική δικάσιμο της 5.11.2020 κατ’ άρθρο 226 παρ.4 εδ.4 του ΚΠολΔ, όπως η σχετική διάταξη εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, η από 31.10.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ…/2019 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …/2019) έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως Ελληνικού Δημοσίου κατά της 3206/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε την από 26.9.2014 (με Γ.Α.Κ. …/2014 και αριθ. καταθ. …/2014) αγωγή της νυν εφεσίβλητης ……… κατά του εκκαλούντος. Η παραπάνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 του ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα ημερών κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς από την προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη υπ’ αριθ. … Ε’/4.10.2019 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της εκκαλούμενης απόφασης επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 4.10.2019, το τελευταίο δε άσκησε την έφεσή του την 1.11.2019 (βλ. την από 1.11.2019 έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά ……….). Επομένως, η εν λόγω έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικασθεί με την τακτική διαδικασία ως πρωτοδίκως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ενδίκου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr).
Με την από 26.9.2014 αγωγή της η ενάγουσα (εφεσίβλητη) υποστήριζε ότι δυνάμει του με αριθμό …/1976 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….. νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, έγινε κυρία με αγορά από τους ………. και ……., ενός αγρού, ευρισκόμενου στην περιοχή “…” του δημοτικού διαμερίσματος Αιαντείου του Δήμου Σαλαμίνας, φέροντα τον αριθμό …, εντός του Ο.Τ. …. της από Ιουλίου 2010 πράξης εφαρμογής πολεοδομικής μελέτης του Δήμου Σαλαμίνας, με την οποία εντάχθηκε αυτός στο σχέδιο πόλης. Ότι τον Οκτώβριο του 1976, με άτυπη αγορά από τον ………, που ενεργούσε ως εκπρόσωπος των ως άνω δύο πωλητών και έναντι του ποσού των 80.000 δραχμών, απέκτησε τη νομή του όμορου προς το ανωτέρω ανατολικού αγροτεμαχίου, που πλέον φέρει τον αριθμό 01 εντός του ίδιου Ο.Τ., εμφαινόμενου στο από Μάρτιο του 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………, υπό τα αλφ. στοιχεία ΑΒΓΔΑ, έκτασης 232,88 τ.μ., το οποίο συνορεύει βόρεια επί πλευράς 24,84 μέτρων με την εγκεκριμένη οδό …, νότια επί πλευράς μήκους 21 μέτρων με το υπ’ αριθ. …. οικόπεδο του ίδιου Ο.Τ., ανατολικά επί πλευράς μήκους 8,90 μέτρων με την εγκεκριμένη οδό .. (πρώην ….) και δυτικά επί πλευράς μήκους 11,88 μέτρων με το υπ’ αριθ. … οικόπεδο του ίδιου Ο.Τ., ιδιοκτησίας της. Ότι έκτοτε και σε ό,τι αφορά το αμέσως παραπάνω με αριθμό …. οικόπεδο, η ενάγουσα αφού το παρέλαβε, ασκούσε ανεμπόδιστα με διάνοια κυρίου τη νομή αυτού για διάστημα άνω της εικοσαετίας και συγκεκριμένα καταμετρώντας, οριοθετώντας, περιφράσσοντας και δενδροφυτεύοντας αυτό, με αποτέλεσμα να καταστεί κυρία του οικοπέδου με έκτακτη χρησικτησία. Ότι ωστόσο κατά την κτηματογράφηση της περιοχής, η ενάγουσα εξ αγνοίας της παρέλειψε να δηλώσει στον ΟΚΧΕ το δικαίωμα πλήρους κυριότητάς της στο παραπάνω ακίνητο, με αποτέλεσμα κατά την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου στις 12.2.2007, το ακίνητο αυτό που έλαβε ΚΑΕΚ …………., να καταχωρισθεί στο κτηματολογικό βιβλίο της Δήμου Σαλαμίνας Αττικής ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη άμεσο έννομο συμφέρον από την προσβολή του εμπράγματου δικαιώματός της, ένεκα της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, η ενάγουσα ζητούσε: α) να αναγνωριστεί κυρία του επίδικου ακινήτου με το αμέσως παραπάνω ΚΑΕΚ, το οποίο αποτυπώνεται στο από Μάρτιο του 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………., με τα αλφαβητικά στοιχεία ΑΒΓΔΑ, έκτασης 232,88 τ.μ. και β) να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής στο κτηματολογικό βιβλίο του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε την αγωγή και α) αναγνώρισε κατά την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή της Σαλαμίνας ότι η ενάγουσα τυγχάνει, δυνάμει της χρησικτησίας του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, πλήρης και αποκλειστική κυρία του αποτυπωμένου υπό στοιχεία ΑΒΓΔΑ στο από Μάρτιο του 2014 συνταχθέν τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……, οικοπέδου, κείμενου εντός σχεδίου πόλης, επί των οδών ……. και …, στη θέση “…” του Ο.Τ. …….. του Δήμου Σαλαμίνας, με εμβαδόν 232,88 τ.μ. και ΚΑΕΚ ……. και β) διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας και στο παραπάνω ΚΑΕΚ, με την καταχώρηση της ενάγουσας πλήρους και αποκλειστικής κυρίας δυνάμει της παραπάνω αναφερόμενης ειδικής χρησικτησίας. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι συνέτρεχαν εν προκειμένω στο πρόσωπο της ενάγουσας οι προϋποθέσεις της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, την οποία θεώρησε ως επικουρική βάση της αγωγής και η οποία χωρεί έναντι δημοσίων κτημάτων, καθώς η ενάγουσα νεμόταν το επίδικο ακίνητο επί τριάντα έτη, ήτοι μέχρι το έτος 2006, οπότε κατέστη κυρία και έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο ουδέποτε την όχλησε αμφισβητώντας την άσκηση της νομής της, ούτε πρότεινε τη συνδρομή κακής πίστης στο πρόσωπό της κατά τον χρόνο που αυτή απέκτησε τη νομή του ακινήτου. Δεχόμενη την παραπάνω βάση της ειδικής χρησικτησίας του προαναφερόμενου νόμου, η εκκαλούμενη έκρινε ατελέσφορους τους ισχυρισμούς του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου περί κτήσης κυριότητας του ακινήτου δυνάμει της από 9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και των από 3.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1.7.1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, δικαιώματι πολέμου, λόγω κατάληψης και δήμευσής της, άλλως βάσει της ως άνω Συνθήκης και των ανωτέρω Πρωτοκόλλων ως έκταση που ανήκε προ της Επανάστασης του 1821 σε οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι κατά τον χρόνο υπογραφής των πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλείψει την εν λόγω εδαφική έκταση και αναχώρησαν από την εν λόγω περιοχή της Αττικής, χωρίς το επίδικο γεωτεμάχιο να καταληφθεί από τρίτον πέραν του Ελληνικού Δημοσίου, άλλως ως δημόσια, κατά το οθωμανικό σύστημα, έκταση που περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο σαν διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου in globo, άλλως βάσει των διατάξεων του β.δ. της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” ως δάσος, άλλως βάσει των διατάξεων του β.δ. της 3/15.12.1833, ως λιβάδι ή βοσκότοπος, άλλως βάσει των διατάξεων του από 10.7.1837 Νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων” σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 παρ.1 ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ, ως αδέσποτη έκταση, άλλως με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή του το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 4 παρ.1 και 2 του ν. 3127/2003, καθώς μεταξύ των απαιτούμενων προϋποθέσεων που έπρεπε να συντρέχουν για να ισχύσει σε βάρος του Δημοσίου η παραπάνω ειδική χρησικτησία ήταν η ενάγουσα νομέας να απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου και να το νέμεται αδιατάρακτα για τριάντα έτη που φθάνουν χρονικά μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19.3.2003. Ότι ωστόσο, εν προκειμένω, δεν υφίστατο η προϋπόθεση της αδιατάρακτης νομής του ακινήτου για τριάντα έτη μέχρι την 19.3.2003, αφού, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η ενάγουσα φέρεται να νέμεται το επίδικο ακίνητο από το έτος 1976 και τα τριάντα έτη να τα συμπλήρωσε το έτος 2006.
Πριν το Δικαστήριο προχωρήσει στην εξέταση των λόγων της υπό κρίση έφεσης, σημειώνεται ότι το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει με τις κατατεθείσες ενώπιον αυτού (του Δικαστηρίου) προτάσεις του κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ τους πρωτοδίκως με τις από 15.4.2019 προτάσεις του προβληθέντες ισχυρισμούς α) της ένστασης απαραδέκτου της ασκηθείσας αγωγής σε περίπτωση μη εγγραφής της στα κτηματολογικά φύλλα του οικείου κτηματολογικού γραφείου κατά τις συνδυαστικές διατάξεις των άρθρων 12 παρ.1 περ. Ιβ’ και 13 παρ.2 εδ. δ’ του ν. 2664/1998, όπως και του άρθρου 220 ΚΠολΔ, β) της ένστασης απαραδέκτου της συζήτησης της ασκηθείσας αγωγής σε περίπτωση μη προσκόμισης αντιγράφων κτηματολογικών φύλλων και αποσπασμάτων κτηματολογικών διαγραμμάτων των ακινήτων, των οποίων ζητείται η διόρθωση και γ) ένσταση απαραδέκτου συζήτησης της ασκηθείσας αγωγής λόγω μη προσκόμισης πιστοποιητικού καταβολής ΕΝΦΙΑ. Ωστόσο, το εκκαλούν δεν έχει αμφισβητήσει με λόγο έφεσης ότι τηρήθηκαν οι παραπάνω προϋποθέσεις του παραδεκτού της αγωγής στον πρώτο βαθμό και δεν έχει προσβάλει την κρίση της εκκαλούμενης απόφασης που δέχεται ότι προσκομίσθηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τα ως άνω υπό στοιχεία α’ και β’ απαιτούμενα πιστοποιητικά, ως εσφαλμένη, όπως δεν έχει προσβάλει ως εσφαλμένη και την κρίση της εκκαλούμενης ότι η μη προσκομιδή εκ μέρους της ενάγουσας του πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ για το επίδικο ακίνητο δεν καθιστά της συζήτηση της αγωγής απαράδεκτη, γιατί η διάταξη του άρθρου 54Α του ν. 4174/2013 που το προβλέπει κρίνεται μη εφαρμοστέα ως αντισυνταγματική, εξαρτώντας το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο από την εκπλήρωση φορολογικής υποχρέωσης, το δε εφετείο κατ’ άρθρο 522 ΚΠολΔ εξετάζει την υπόθεση με την άσκηση της έφεσης μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Ως εκ τούτου, απαραδέκτως προτείνονται με τις προτάσεις του εκκαλούντος υπό τη μορφή της επαναφοράς των ισχυρισμών του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ελλείψεις που θα έπρεπε να αποτελέσουν αυτοτελείς λόγους έφεσης κατά της εκκαλούμενης απόφασης. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η εφεσίβλητη νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου α) το υπ’ αριθ. πρωτ. …./1.10.2014 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας από το οποίο σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. ………./26.9.2014 έκθεση κατάθεσης της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι έχει τηρηθεί η κατ’ άρθρο 220 παρ.1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ.1 περιπτ. Ιβ’ και παρ.5 και 13 παρ.2 εδ. δ’ του ν. 2664/1998 προδικασία για την άσκηση της αγωγής και β) το υπ’ αριθ. πρωτ. …../7.3.2014 ακριβές αντίγραφο του οικείου κτηματολογικού φύλλου για το επίδικο ακίνητο καθώς και τα από 20.2.2019 και από 7.3.2014 αποσπάσματα κτηματολογικού διαγράμματος.
Σχετικά με τον πιο πάνω αναφερόμενο λόγο έφεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 4 παρ.1 και 2 του ν. 3127/2003, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Με το άρθρο 4 του ν. 3127/2003 “τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2664/1998 για την Κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις” ορίζονται τα εξής: “Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ίδιου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-02-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α και β προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ” (παρ. 1). “Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2000 τ.μ.. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ., οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνον εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31-12-2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή” (παρ. 2). Με τις διατάξεις αυτές θεσπίζεται εξαίρεση από τον κανόνα ότι επί δημοσίων κτημάτων νομέας κατά πλάσμα του νόμου είναι το Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα κτητικής ή αποσβεστικής παραγραφής, ο οποίος καθιερώνεται από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου” που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926, και του άρθρου 21 του ν.δ/τος της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π”, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, εκτός εάν η τριακονταετής νομή της έκτακτης χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915, αφού μετά τη χρονολογία αυτή δεν επιτρέπεται ούτε έκτακτη χρησικτησία επί των ακινήτων του Δημοσίου. Έτσι, κατ’ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, κατ` εξαίρεση είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία και επί δημοσίου κτήματος, όταν αυτό βρίσκεται σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό προϋφιστάμενο του 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, εμβαδού μέχρι 2000 τ.μ., εφόσον κάποιος το νέμεται αδιαταράκτως μέχρι την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19-3-2003, επί δέκα έτη με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία υπέρ του ίδιου του νεμομένου ή νεμηθέντος ή υπέρ των δικαιοπαρόχων του, εφόσον ο νόμιμος τίτλος έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 28-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής ο επικαλούμενος κυριότητα ή οποιοσδήποτε από τους δικαιοπαρόχους του ήταν κακής πίστης, ή επί τριάντα έτη, εκτός αν κατά την κτήση της νομής ο επιληφθείς της νομής του ακινήτου ήταν κακής πίστης, δηλαδή εφόσον δεν συνέτρεχαν κατά το χρόνο κτήσης της νομής στο πρόσωπο του οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ. Η ρύθμιση αυτή ως ειδική και εξαιρετική επιτρέπει την απόκτηση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα του Δημοσίου, εφόσον κάποιος που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου, νέμεται αδιατάρακτα τούτο για τριάντα έτη που όμως φθάνουν χρονικά μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19-3-2003, υπό τις λοιπές διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις στην παρ. 1 περ. α` και β` του ίδιου νόμου και όχι, εφόσον κάποιος που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου το νέμεται αδιατάρακτα επί τριάντα έτη οποτεδήποτε πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου και μάλιστα δεν ενδιαφέρει αν αυτός συνεχίζει να νέμεται το ακίνητο του Δημοσίου αδιατάρακτα και μετά την έναρξη της ισχύος του εν λόγω νόμου. Τούτο προκύπτει τόσον από την γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων που χρησιμοποιούν τη φράση “νέμεται μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα ετών” και όχι νεμήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος αυτού, όσο και από το γενικότερο δικαιοπολιτικό σκοπό τους, ο οποίος συνίσταται στην κατ` εξαίρεση και υπό προϋποθέσεις νομιμοποίηση των αυθαιρέτως κατεχομένων δημοσίων κτημάτων που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλης ενόψει της σύνταξης του Εθνικού Κτηματολογίου, αλλά και στην προστασία των δημοσίων κτημάτων, η οποία δεν συντελείται με την ολική κατάργηση του κανόνα του απαράγραπτου των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των ακινήτων του που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλης για τον μετά την 11-9-1915 χρόνο, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση που γινόταν δεκτή η τελευταία εκδοχή. Άλλωστε, στον ίδιο νόμο δεν περιέχεται όσον αφορά το άρθρο 4 η γενική καταργητική ρήτρα, που κατά κανόνα τίθεται στους νόμους, ότι κάθε διάταξη που είναι αντίθετη με τον παρόντα νόμο ή ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτόν καταργείται (βλ. ως προς τον χρόνο συμπλήρωσης της ειδικής αυτής χρησικτησίας σε βάρος του Δημοσίου, ΟλΑΠ 11/2015, στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 585/2021, ΕφΑΔ & ΠολΔ 2021, σελ. 1324, ΑΠ 712/2020, 807/2019, 187/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, ΤριμΕφΑιγ 56/2021, ΕφΑΔ & ΠολΔ 2021, σελ. 1332, ΜονΕφΠειρ 236/2021, στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε ότι η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη κατέστη κυρία του επίδικου ακινήτου σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3127/2003, καθώς εκείνη νεμόταν αυτό από το έτος 1976 και για τριάντα έτη, ήτοι μέχρι το έτος 2006 και έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς το τελευταίο να την οχλήσει και να αμφισβητήσει έτσι τη νομή της και χωρίς στη μεταξύ τους δίκη να προτείνει εκείνο τη συνδρομή κακής πίστης στο πρόσωπό της κατά τον χρόνο που αυτή απέκτησε τη νομή του επιδίκου, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4 του ν. 3127/2003. Τούτο, καθώς ο χρόνος των τριάντα ετών της ειδικής χρησικτησίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου κατά τη σχετική διάταξη θα έπρεπε να έχει συμπληρωθεί την 19.3.2003, κάτι που δεν θα μπορούσε να συμβεί με το επίδικο, αφού κατά τις παραδοχές της εκκαλούμενης απόφασης η ενάγουσα άρχισε να νέμεται το ακίνητο τον Οκτώβριο του έτους 1976 και άρα στις 19.3.2003 δεν είχε συμπληρώσει ούτε 27 χρόνια νομής, ο δε νόμος 3127/2003 δεν προβλέπει δυνατότητα συμπλήρωσης της ειδικής χρησικτησίας των τριάντα ετών σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου σε χρόνο μεταγενέστερο της έναρξης ισχύος του, στις 19.3.2003. Περαιτέρω, όμως, από την ανάγνωση του ένδικου αγωγικού δικογράφου σαφώς προκύπτει ότι σε αυτό δεν περιείχετο έστω ως επικουρική βάση της αγωγής, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η κτήση κυριότητας του επίδικου ακινήτου από την ενάγουσα σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου βάσει της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 του ν. 3127/2003. Αντίθετα, η ενάγουσα υποστήριξε ότι απέκτησε τη νομή του από ιδιώτες τον Οκτώβριο του 1976 και ότι το νεμόταν ανεμπόδιστα επί είκοσι χρόνια, ισχυριζόμενη ότι το Δημόσιο δεν είχε κανένα δικαίωμα στο παραπάνω ακίνητο (βλ. 5η παράγραφο στην πρώτη σελίδα του 4ου φύλλου της αγωγής). Για να γίνει δεκτό ότι υπήρχε επικουρική βάση στην αγωγή περί κτήσης κυριότητας του επίδικου κατά το άρθρο 4 του ν. 3127/2003, θα έπρεπε να διαλαμβάνεται έστω υποθετικά στην αγωγή ότι το επίδικο ήταν σε κάποιο χρονικό σημείο, ιδιοκτησία του Δημοσίου, κάτι το οποίο αρνείται στην αγωγή της η ενάγουσα. Η ιστορική και νομική βάση της ένδικης αγωγής αφορά στην εκ μέρους της ενάγουσας κτήση κυριότητας του επίδικου ακινήτου με τα προσόντα της κοινής έκτακτης χρησικτησίας των άρθρων 1045 και 1046 ΑΚ και ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των διατάξεων αυτών πρέπει να ερευνηθεί. Το εκκαλούν επαναφέρει με τις κατ’ έφεση προτάσεις του κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, τους ισχυρισμούς που είχε προβάλλει πρωτοδίκως περί αοριστίας της ένδικης αγωγής. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι το αγωγικό δικόγραφο πάσχει από αοριστία ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου (υλικό αντικείμενο της διαφοράς), καθώς στην ένδικη αγωγή ως προς τον προσδιορισμό του επιδίκου γίνεται αναφορά στο από Μαρτίου 2014 τοπογραφικό διάγραμμα οικοπέδου του πολ. μηχανικού ……….., το οποίο όμως δεν προσαρτάται στην αγωγή, ούτε προσδιορίζεται σε αυτή, το επίδικο με αναφορά των συντεταγμένων κορυφών του στο σύστημα γεωγραφικών συντεταγμένων ΕΓΣΑ 87, ούτε προσδιορίζονται τα μήκη και οι λοιπές διαστάσεις των πλευρών του. Ότι τέτοιος προσδιορισμός είναι αναντίρρητα αναγκαίος δεδομένης πλέον της δυνατότητας προσδιορισμού της θέσης των ακινήτων με το σύστημα συντεταγμένων ΕΓΣΑ 87 και της αντίστοιχης υποχρέωσης των ιδιοκτητών ακινήτων για ακριβή προσδιορισμό της θέσης τους με συντεταγμένες κατά το σύστημα αυτό, ώστε να καταχωρούνται τα σχετικά στοιχεία από τα αρμόδια κτηματολογικά γραφεία αλλά και της αντίστοιχης αναγκαιότητας για την περιγραφή των διεκδικούμενων ακινήτων στα ένδικα βοηθήματα με τον ίδιο τρόπο (σύστημα ΕΓΣΑ), ώστε οι εκδιδόμενες δικαστικές αποφάσεις να περιλαμβάνουν τα ορθά κατά την ισχύουσα πλέον νομοθεσία στοιχεία συντεταγμένων για τον προσδιορισμό των επιδίκων. Ότι ως αποτέλεσμα της παράλειψης αναφοράς των συντεταγμένων κορυφών στο προβολικό σύστημα ΕΓΣΑ 87, καταλείπονται αμφιβολίες ως προς την ταυτότητα του επίδικου ακινήτου και καθίσταται αδύνατος ο έλεγχος και η αντίκρουση των ισχυρισμών της αντιδίκου, με συνέπεια τη μη θεραπεύσιμη αοριστία του δικογράφου της αγωγής. Ο παραπάνω ισχυρισμός τυγχάνει εν μέρει ουσία αβάσιμος, εν μέρει μη νόμιμος. Ειδικότερα, το επίδικο ακίνητο προσδιορίζεται επακριβώς στην αγωγή κατά θέση, έκταση και όρια, αφού αναφέρεται ότι βρίσκεται στη θέση “….” του Δημοτικού Διαμερίσματος Αιαντείου του Δήμου Σαλαμίνας, επί των οδών …. και … (πρώην …), ότι είναι ενταγμένο στο σχέδιο πόλης σύμφωνα με το ΦΕΚ 728/10.7.2003, στο υπ’ αριθ. … οικόπεδο του Ο.Τ. …, ότι η έκτασή του είναι 232,88 τ.μ. και ότι συνορεύει βόρεια σε πλευρά μήκους 24,84 μέτρων με την οδό …, νότια σε πλευρά μήκους 21 μέτρων με το υπ’ αριθ. … οικόπεδο του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου ιδιοκτησίας αγνώστου, ανατολικά σε πλευρά μήκους 8,90 μέτρων με την οδό … (πρώην ..) και δυτικά σε πλευρά μήκους με το υπ’ αριθ. … οικόπεδο του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου, ιδιοκτησίας της ίδιας της ενάγουσας, ……….. Ιδίως όμως αναφέρεται το ΚΑΕΚ που έχει λάβει κατά την κτηματογράφησή του που είναι ο αριθμός ……….. Ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) του επιδίκου ακινήτου, ο οποίος είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο, προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2664/1998). Πρόκειται για μία ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου. Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο (άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 2664/1998). Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου (βλ. σχετ. ΜονΕφΑθ 2375/2016 στην ΤΠΝ Νόμος, Δ. Παπαστερίου, Κτηματολογικό Δίκαιο, έκδ. 2013 σελ. 687). Κάθε ένα από τα ψηφία που τον αποτελούν προσδιορίζει συγκεκριμένη πληροφορία και συγκεκριμένα τα δύο πρώτα ψηφία το Νομό στον οποίο βρίσκεται το γεωτεμάχιο, τα επόμενα τρία ψηφία το Δήμο ή Δημοτικό Διαμέρισμα κλπ, τα αμέσως επόμενα δύο ψηφία τον «κτηματολογικό τομέα» (πχ. συνοικία), το δύο προτελευταία δύο ψηφία την «κτηματολογική ενότητα» (πχ. οικοδομικό τετράγωνο) και τέλος τα τελευταία τρία ψηφία τον αύξοντα αριθμό του γεωτεμαχίου εντός της ενότητας (πχ. οικόπεδο ή αγροτεμάχιο). Ο αριθμός μετά την πρώτη κάθετο δηλώνει τον αριθμό της καθέτου ιδιοκτησίας, αν έχει συσταθεί επί των κτισμάτων του γεωτεμαχίου και ο αριθμός μετά τη δεύτερη κάθετο προσδιορίζει τον αριθμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον έχει συσταθεί τοιαύτη. Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο – γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο κτηματολογικό διάγραμμα, και όχι τμήμα του, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ, χωρίς να απαιτούνται η θέση, τα σύνορα, το εμβαδόν, οι πλευρικές διαστάσεις ή η τυχόν επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος, όπως απαιτείται στις λοιπές εμπράγματες αγωγές για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου, καθόσον ελλοχεύει ο κίνδυνος όπως η περιγραφή του ακινήτου να μην ταυτίζεται με το γεωτεμάχιο, που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο ΚΑΕΚ, με συνέπεια να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες και αντιφάσεις στην αγωγή. Εάν βέβαια, το επίδικο αποτελεί τμήμα ενός μείζονος γεωτεμαχίου, οπότε σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής θα επέλθουν χωρικές μεταβολές, τότε η περιγραφή του επιδίκου τμήματος πρέπει να γίνει με λεπτομερή περιγραφή κατά θέση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και συντεταγμένες κορυφών σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87, η οποία θα πρέπει να ταυτίζεται με το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, που επί ποινή απαραδέκτου θα πρέπει να προσκομισθεί κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με την τροποποίηση με το Ν. 4164/2013 (ΜονΕφΠειρ 349/2020 στο efeteio-peir.gr, ΜονΕφΠειρ 138/2020 στη lex.gr, ΜονΕφΑθ 2375/2016 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως στην προκειμένη περίπτωση που το επίδικο δεν αποτελεί τμήμα μείζονος γεωτεμαχίου δεν χρειαζόταν να αναφέρονται οι συντεταγμένες κορυφές του στο σύστημα γεωγραφικών συντεταγμένων ΕΓΣΑ 87, αλλά αρκούσε ο ΚΑΕΚ, ούτε απαιτείτο να προσαρτηθεί στην αγωγή το από Μαρτίου 2014 τοπογραφικό διάγραμμα οικοπέδου του πολ. μηχανικού ………., το οποίο επικαλείται η ενάγουσα, καθώς γίνεται λεπτομερής περιγραφή του επίδικου ακινήτου στο αγωγικό δικόγραφο, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, με αποτέλεσμα την πλήρη ταυτοποίησή του, τα δε αντίθετα που υποστηρίζει το εναγόμενο τυγχάνουν μη νόμιμα. Επιπλέον, το εκκαλούν επανέφερε τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του περί αοριστίας της αγωγής ως προς την κτήση κυριότητας (ποιοτική αοριστία). Ειδικότερα ότι η ενάγουσα δεν επικαλείται αδιάκοπη σειρά νόμιμων τίτλων προκειμένου να θεμελιώσει το επικαλούμενο από αυτήν δικαίωμα κυριότητας, καθόσον ισχυρίζεται ότι απέκτησε το επίδικο ακίνητο με άτυπη αγορά από τον ….., ενεργούντα ως αντιπρόσωπο των …….. και ………. Ότι περαιτέρω η ενάγουσα δεν επικαλείται συγκεκριμένες υλικές εμφανείς διακατοχικές πράξεις που διενεργούσαν οι δικαιοπάροχοί της επί του επίδικου, το είδος των πράξεων νομής, αλλά ούτε και το πρόσωπο του δήθεν ασκούντος τις διακατοχικές πράξεις, μήτε τα χρονικά διαστήματα άσκησής τους κατά το κρίσιμο νομικώς χρονικό διάστημα της τριαντακονταετίας έως την 11.9.1915. Ότι η ως άνω αόριστη περιγραφή δεν επιτρέπει κατά τον ουσιαστικό έλεγχο της αγωγής να ερευνηθεί η συνδρομή στο πρόσωπο της ενάγουσας και των φερόμενων ως δικαιοπαρόχων της των προσόντων της χρησικτησίας. Ότι εντέλει τυγχάνουν απορριπτέες αμφότερες οι νομικές βάσεις της αγωγής, τόσο η παράγωγης κτήσεως, όσο και της πρωτότυπης, αφού η ενάγουσα δεν επικαλείται, ως όφειλε, συγκεκριμένες πράξεις, δια των οποίων να στοιχειοθετείται η απαιτούμενη για την έκτακτη χρησικτησία εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου τριαντακονταετής άσκηση νομής έως την 11.9.1915, η κρινόμενη αγωγή καθίσταται αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα. Τα παραπάνω υποστηριζόμενα από το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν τυγχάνουν απορριπτέα εν μέρει ως ουσία αβάσιμα και εν μέρει ως μη νόμιμα. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ` άρθρο 1051 ΑΚ. Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αυτή στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής που άσκησε συνεχώς επί είκοσι τουλάχιστον έτη πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, δυνάμενος να συνυπολογίσει, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Τα ίδια ισχύουν και επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου μεταξύ ιδιώτη (ως ενάγοντα) και Ελληνικού δημοσίου (ως εναγομένου). Εξάλλου, κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή, όπως καθορίζονταν με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και πλέον για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και όχι αυτός της άσκησης της αγωγής του άρθρου 6 § 2 του Ν. 2664/1998 (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 721/2015, ΑΠ 1500/2013, ΕφΑθ 600/2016, ΕφΑθ 618/2015, ΕφΠατρ 226/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου παραπέμπει η ΜονΕφΠειρ 138/2020 δημ. στη lex.gr). Στην προκειμένη περίπτωση ως προς το επίδικο ακίνητο, η ενάγουσα διαλαμβάνει στο αγωγικό δικόγραφο όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να θεμελιώσει το δικαίωμα κτήσης κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Η ενάγουσα δεν επικαλείται παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου, αφού η ίδια κάνει λόγο για άτυπη αγορά αυτού από τους πωλητές και μέχρι τότε κυρίους και νομείς του και όχι για πώληση και μεταβίβαση σε αυτή της κυριότητας του ακινήτου με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή του, επικαλούμενη περαιτέρω ότι κατέστη κυρία αυτού ασκώντας ανεμπόδιστα τη νομή του, διανοία κυρίου, για διάστημα άνω της εικοσαετίας, με τις αναφερόμενες στο δικόγραφο διακατοχικές πράξεις, οπότε δεν υποχρεούτο για το ορισμένο της αγωγής της να επικαλεστεί αδιάκοπη σειρά νόμιμων τίτλων των δικαιοπαρόχων της, όπως μη νόμιμα υποστηρίζει το εναγόμενο. Ομοίως δεν απαιτείτο να επικαλεσθεί συγκεκριμένες υλικές εμφανείς διακατοχικές πράξεις των δικαιοπαρόχων της επί του επιδίκου, το είδος των πράξεων νομής, ούτε το πρόσωπο του ασκούντος τις διακατοχικές πράξεις και τα χρονικά διαστήματα άσκησής τους κατά το χρονικό διάστημα της τριαντακονταετίας έως την 11.9.1915, καθώς η ενάγουσα δεν δέχεται ότι το επίδικο ανήκε στο παρελθόν στο Δημόσιο, αλλά ότι το παρέλαβε από τους ιδιώτες κυρίους και νομείς του και υποστηρίζει ότι η ίδια ασκούσε πράξεις νομής σε αυτό, διανοία κυρίου, για διάστημα άνω της εικοσαετίας από το 1976 που της παραδόθηκε το επίδικο και μετά, δηλαδή μέχρι τον χρόνο έναρξης του κτηματολογίου για την περιοχή της Σαλαμίνας που ήταν η 12.2.2007, τα όσα δε υποστηρίζει το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν ότι θα έπρεπε να εκθέτει η ενάγουσα για τους δικαιοπαρόχους της και τις πράξεις νομής τους τυγχάνουν μη νόμιμα. Συνακόλουθα, η ένδικη αγωγή τυγχάνει παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 974, 999, 1000, 1045, 1046 ΑΚ, 6 παρ.1, 2 και 3 του ν. 2664/1998, ως ισχύει, 70 και 176 ΚΠολΔ. Το εναγόμενο (εκκαλούν) Ελληνικό Δημόσιο αρνείται την κυριότητα της ενάγουσας στο επίδικο ακίνητο. Περαιτέρω δε επαναφέρει με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις του, τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμούς του ότι το επίδικο έχει καταστεί δημόσιο κτήμα, ως δημόσια γαία κατά το οθωμανικό δίκαιο, ως καταληφθέν και δημευθέν κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας, αλλιώς ως εγκαταλειφθέν από τους άλλοτε κυρίους του Οθωμανούς και μη καταληφθέν από τρίτο, άλλως βάσει των άρθρων 1, 2 και 3 του από 17/29-11-1836 β. δ/τος (νόμου) “περί ιδιωτικών δασών”, ως δάσος, αφού οι τυχόν πρώην ιδιοκτήτες του δεν προσκόμισαν μέσα σε προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση αυτού του νόμου (μέχρι 30.11.1837) τους τυχόν νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας τους προς αναγνώριση στη Γραμματεία επί των Οικονομικών και ούτε η ενάγουσα επικαλείται, ούτε και αποδεικνύει αναγνώριση δικαιωμάτων πάνω σε αυτό με τον παραπάνω νόμιμο αποκλειστικό τρόπο, καθόσον είχε δασικό χαρακτήρα σύμφωνα με όλους τους νόμους περί δασών, που ίσχυσαν μέχρι σήμερα, άλλως βάσει του άρθρου 1 του από 3/15-12-1833 β. δ/τος (ΦΕΚ 40/1833), που είχε ισχύ νόμου, σαν λιβάδι ή βοσκότοπος, διότι με το νόμο αυτό ορίστηκε ότι όλα τα λιβάδια, όπως το επίδικο, για την επικαρπία των οποίων δεν έχει κάποιος έγγραφο που εκδόθηκε επί τουρκοκρατίας (ταπί), θεωρούνται ως δημόσια και η νομή μένει μέχρι τότε, στο Δημόσιο, άλλως ως αδέσποτο, βάσει των διατάξεων του από 10-7-1837 β. δ/τος (νόμου) “περί διακρίσεως κτημάτων”, αφού το άρθρο 16 του νόμου αυτού ορίζει ότι “όλα τα παρ’ ιδιωτών ή Κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, ήτοι όλα τα αδέσποτα και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα ή τα εγκαταλελειμμένα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμέναι απαιτήσεις, ανήκουν εις το Δημόσιον”, άλλως με τακτική αλλιώς με έκτακτη χρησικτησία, διότι το νεμόταν ανέκαθεν και εξακολουθεί να το νέμεται με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, συνεχώς και αδιαλείπτως από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα, και ειδικότερα ενεργούσε και ενεργεί σε αυτό και στην ευρύτερη περιοχή καλόπιστα και με διάνοια κυρίου κάθε είδους διακατοχικές πράξεις, και κυρίως φύλαξη, οριοθέτηση, εμβαδομέτρηση, αναδασώσεις, πράξεις χαρακτηρισμού, παραχωρήσεις σε κτηνοτρόφους για βόσκηση, μισθώσεις κλπ. Ότι επειδή ο παραπάνω ισχυρισμός του εναγόμενου ότι τυγχάνει κύριος του επίδικου αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθόσον τα παραγωγικά της κυριότητάς του περιστατικά είναι προγενέστερα σε σχέση με εκείνα που επικαλείται η ενάγουσα για τη θεμελίωση της κυριότητάς της, η τελευταία πρέπει να αποδείξει ότι απέκτησε το επίδικο με πρωτότυπο τρόπο. Ότι ειδικότερα η ενάγουσα έχει το βάρος να αποδείξει ότι απέκτησε την κυριότητα του επίδικου ακινήτου κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, έχοντας το οι δικαιοπάροχοί της για τριάντα χρόνια στη νομή τους, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, με συμπλήρωση της τριαντακονταετούς νομής μέχρι την 11.9.1915, καθώς μετά δεν ήταν δυνατή η χρησικτησία επί δημοσίων κτημάτων. Τα όσα υποστηρίζει το εκκαλούν-εναγόμενο ότι τα παραπάνω από το ίδιο διαλαμβανόμενα στις προτάσεις του περί ιδίας αυτού κυριότητας συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και ότι η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη φέρει το βάρος να αποδείξει ότι οι δικαιοπάροχοί της απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου μέχρι την 11.9.1915 με έκτακτη χρησικτησία είναι μη νόμιμα, καθώς οι πιο πάνω ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου αποτελούν διακωλυτικές της γένεσης του προβαλλόμενου από την ενάγουσα δικαιώματος κυριότητας ενστάσεις, τις οποίες φέρει το βάρος να αποδείξει το ίδιο με εξαίρεση τον ισχυρισμό του ότι το επίδικο αποτελεί δημόσιο δάσος, ιδιότητα, την οποία εφόσον αρνείται η ενάγουσα, φέρει αυτή το βάρος ανταπόδειξης (βλ. ΑΠ 893/2020 δημ. στην areiospagos.gr, ΑΠ 148/2016, ΑΠ 847/2013 δημ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 93/2022 στην efeteio-peir.gr, ΜονΕφΠειρ 470/2021 στην efeteio-peir.gr, ΜονΕφΠειρ 694/2020, efeteio-peir.gr). Πιο αναλυτικά ως προς τους παραπάνω ισχυρισμούς που προβάλλει το εκκαλούν-εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο περί ιδίας αυτού κυριότητας στο επίδικο και ως προς τις νομικές αιτίες που επικαλείται, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 26.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” προκύπτει, ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Δημοσίου, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και τα όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο. Ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κων/λεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά, τη διάρκεια της τρίτης Τούρκικης κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από 25.5.1827 έως 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και Έλληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κων/λεως (ΑΠ 1354/2013). Εξ ετέρου κατά τα άρθρα 1,2 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίζεται η κυριότητα του Δημοσίου επί κάθε έκτασης που αποτελεί, πριν την έναρξη της ισχύος του, δάσος, εξαιρέσει μόνον εκείνων των δασικών εκτάσεων για τις οποίες υφίσταται έγγραφη απόδειξη Τουρκικής Αρχής, ότι πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες, όπως και εκείνων οι οποίες ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία και, υπό την προϋπόθεση, ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποβλήθηκαν στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση οι σχετικοί περί ιδιοκτησίας τίτλοι, εντός της από το άρθρο 3 οριζόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή του (29.11.1836). Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τεκμήριο κυριότητας, σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του ως άνω διατάγματος, στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίστηκε νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 κωδ. (7.32), ν.9 παρ.1 πανδ. (50.14) ν.76 παρ. 1 πανδ. (18.1) και ν.7 παρ. 3 πανδ. (23.3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν τις 23.2.1946), μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ` αυτού, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στο δικό του χρόνο νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δάση, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915, όπως τούτο προκύπτει, αφενός από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ της 22.4/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”. Πλην όμως προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, μέχρι τις 11.9.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Εξ ετέρου κατά το άρθρο 1045 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί μία συνεχή εικοσαετία. Νομέας κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά. Ο διάδικος που προβάλλει χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση, η περιμάνδρωση, η περιτοίχιση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του κ.α. χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του β.δ. της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λειβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) και που έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και που δεν ανήκαν σε ιδιώτες και είχε, καταστεί κύριος τους το Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 160/2014). Επίσης, τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο με το άρθρο 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διοικήσεως κτημάτων”, με το οποίο ορίστηκε “ότι όλα τα παρ` ιδιωτών ή μόνο τούτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα καθώς και τα των …ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο”. Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου των ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2. 1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, δηλαδή των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του ν. 21.6/10.7.1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψής του, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραίτησης αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραίτησης από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν ΒΡΔ, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός “περί διακρίσεως κτημάτων” τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν “δικαιώματι πολέμου”, ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 1840/2017). Οι στηριζόμενοι στις παραπάνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αγωγής, όπως προεκτέθηκε, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας της ενάγουσας και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση αυτών των ισχυρισμών (καταλυτικών ενστάσεων), έπρεπε να αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών του και εντεύθεν της απόρριψής τους τις φέρει εκείνο (Δημόσιο) και όχι ο ενάγων(ΑΠ 1182/2018, στην ΤΝΠ Νόμος). Κατ’ εξαίρεση, εάν το Δημόσιο προβάλλει ότι το επίδικο είναι δημόσιο δάσος περιελθόν σ` αυτό ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, οπότε τεκμαίρεται ότι έχει επ` αυτού κυριότητα, ο ενάγων μπορεί να αρκεστεί στην άρνηση της ιδιότητας του επιδίκου ως δάσους και ως δημοσίου κτήματος, προς απόκρουση του ισχυρισμού της κυριότητος του Δημοσίου σ` αυτό, πλην όμως λόγω του υφισταμένου τεκμηρίου κυριότητος βαρύνεται με την απόδειξη του αρνητικού του ισχυρισμού ότι το επίδικο δεν φέρει το χαρακτήρα δάσους ή δασικής έκτασης (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 712/2015 στη ΤΝΠ Νόμος).
Περαιτέρω, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης ………, όπως αυτή περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων τοπογραφικά διαγράμματα που προσκομίζει η εφεσίβλητη-ενάγουσα, εκ των οποίων ωστόσο δεν προσκομίζει παρότι το επικαλείται, το από Μαρτίου 2014 τοπογραφικό διάγραμμα οικοπέδου του πολ. μηχανικού ………….., αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως σύμφωνα με το ΦΕΚ 728/10.7.2003 στο Ο.Τ. … ως υπ’ αριθ. …. οικόπεδο, στη θέση “…” του Δημοτικού Διαμερίσματος Αιαντείου του Δήμου Σαλαμίνας, επί των οδών ….. και .. (πρώην ….) και έχει εμβαδόν 212 τ.μ. σύμφωνα με τη σχετική κτηματολογική εγγραφή (βλ. το από 20.2.2019 απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας). Η ενάγουσα μαζί με τη μητέρα της …………, στις 19.8.1976, δυνάμει του με αριθμό …./1976 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και με α.α. ……., αγόρασαν από κοινού και κατ’ ισομοιρία από …….. και ……., έναν αγρό, ευρισκόμενο στην περιοχή “….” του Δημοτικού Διαμερίσματος Αιαντείου Σαλαμίνας, φέροντα πλέον τον αριθμό …, εντός του Ο.Τ. …. της από Ιουλίου του 2010 πράξης εφαρμογής πολεοδομικής μελέτης Σαλαμίνας, με την οποία εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης. Τον Οκτώβριο του 1976, η ενάγουσα αγόρασε άτυπα από τους ίδιους πωλητές και με μεσάζοντα τον ………., καταβάλλοντας τίμημα 80.000 δραχμών, το επίδικο, που τυγχάνει όμορο του προηγούμενου ακινήτου, χωρίς όμως να προβεί στη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης και μεταγραφής αυτής στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας. Ωστόσο, έκτοτε, η ενάγουσα διαδεχόμενη τους πωλητές κυρίους στη νομή του επιδίκου, την ασκεί μέχρι σήμερα, διανοία κυρίου, συντηρώντας και εποπτεύοντάς το, καταμετρώντας το, περιφράσσοντάς το, προβαίνοντας σε δενδροφύτευση αυτού και αξιοποιώντας το όπως και το όμορο ακίνητό της, χωρίς ποτέ να έχει οχληθεί ή αμφισβητηθεί επίσημα ή ανεπίσημα από κάποιον τρίτο αναφορικά με το δικαίωμά της, ουδόλως δε από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Επιπλέον δεν αποδείχθηκε ότι το τελευταίο άσκησε ποτέ πράξεις νομής επί των επιδίκων ακινήτων ούτε ότι αυτά ήταν κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου τα κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και τα δήμευσε ούτε ότι αυτά είχαν εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, περί διακρίσεως κτημάτων, ούτε ότι τα επίδικα ήταν ανέκαθεν χωρίς κύριο ή ότι υπό την δεσποτεία άλλου προϋπήρξαν, τα στοιχεία αυτού και πώς ο τελευταίος απέβαλε την κυριότητά του, δηλαδή με εγκατάλειψη με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα – και κατά το ισχύον δίκαιο (972 ΑΚ) την εγκατάλειψη της νομής αυτού από τον εκάστοτε κύριο με την πρόθεση παραιτήσεώς του από την κυριότητα, η οποία να έχει περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο και να έχει μεταγραφεί, ούτε ότι τα επίδικα ήταν χορτολιβαδικά ή βοσκότοποι ή δάσος. Περαιτέρω προέκυψε ότι κατά την κτηματογράφηση της περιοχής το Αιαντείου Σαλαμίνας, η ενάγουσα παρέλειψε να προβεί σε δήλωση του εμπράγματου δικαιώματός της και με την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου στην περιοχή στις 12.2.2007, το επίδικο αποτυπώθηκε στους κτηματολογικούς χάρτες και έλαβε ΚΑΕΚ ………… με έκταση 212 τ.μ., πλην όμως καταχωρήθηκε με δικαιούχο “άγνωστο ιδιοκτήτη”. H εν λόγω πρώτη κτηματολογική εγγραφή ελέγχεται ως ανακριβής, δοθέντος ότι κατά τον ανωτέρω χρόνο η ενάγουσα, νεμόμενη το επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου συνεχώς από τον Οκτώβριο του έτους 1976 μέχρι την 12.2.2007, ήτοι για διάστημα άνω των είκοσι ετών, κατέστη πλήρης και αποκλειστική κυρία αυτού δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας κατ’ άρθρο 1045 ΑΚ και όχι κατ’ άρθρο 4 του ν. 3127/2003, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθώς ουδόλως αποδείχθηκε από την πλευρά του Ελληνικού Δημοσίου καθ’ οιονδήποτε τρόπο η ιδιότητα του επιδίκου ως δημόσιου κτήματος, ούτε προέκυψε η, εκ μέρους του εναγόμενου ως νόμιμα εκπροσωπείται, υποβολή δήλωσης εμπραγμάτου δικαιώματος για το επίδικο κατά την κτηματογράφηση της περιοχής. Κατόπιν των ανωτέρω και απορριπτομένων των ενστάσεων περί ιδίας κυριότητας του εναγομένου ως ουσία αβάσιμων, έπρεπε η αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη, να αναγνωριστεί ότι η ενάγουσα κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα, τύγχανε με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, αποκλειστική κυρία σε ποσοστό 100% του επίδικου ακινήτου, όπως όμως αυτό φαίνεται στο απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος και περιγράφεται στο Εθνικό Κτηματολόγιο, δηλαδή με εμβαδόν 212 τ.μ., καθώς δεν αποδεικνύεται ανακρίβεια ως προς την περιγραφή του στο Κτηματολόγιο, ούτε έχει ξεκινήσει διαδικασία διόρθωσης ως προς τα στοιχεία του και ακολούθως έπρεπε να διαταχθεί η διόρθωση της εσφαλμένης πρώτης εγγραφής στο Εθνικό Κτηματολόγιο σχετικά με τον κύριο αυτού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση ορθά δέχθηκε κατ’ ουσίαν την αγωγή, πλην όμως με εσφαλμένο αιτιολογικό. Σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ “Αν το αιτιολογικό της απόφασης που έχει προσβληθεί με έφεση κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση”. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να αντικατασταθούν οι εσφαλμένες αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης με τις ορθές της παρούσας και να απορριφθεί η έφεση. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183 και 176 του ΚΠολΔ, μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 του ν. 3693/1957, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν, αντικαθιστώντας τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης ως προς την αναγνώριση κυριότητας της ενάγουσας και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας, σχετικά με τον τρόπο κτήσης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου, με ΚΑΕΚ ………., εμβαδού 212 τ.μ. ότι αυτός στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1045 ΑΚ και όχι σε χρησικτησία του άρθρου 4 του ν. 3127/2003.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά στις 31.3.2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ