Ερμηνεία του άρ.5 ΚΔΔ περί δέσμευσης των διοικητικών δικαστηρίων από τις αθωωτικές ποινικές αποφάσεις και τα απαλλακτικά βουλεύματα
Το Συμβούλιο της Επικρατείας επιλήφθηκε προσφυγής ουσίας κατά διοικητικής πράξης, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα ασφαλισμένου να αναγνωριστεί συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ως χρόνος ασφάλισής του (ΣτΕ 902/2022). Το διοικητικό εφετείο ορθώς έκρινε ότι δεν δεσμευόταν από αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση όσον αφορά το νόμιμο της αγοράς των ενσήμων.
Το ΣτΕ έκρινε ότι η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται στις δίκες που αφορούν την αναγνώριση κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων κατόπιν διαπίστωσης της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων. Το διοικητικό δικαστήριο που δικάζει προσφυγή επί κοινωνικοασφαλιστικής διαφοράς που αφορά άρνηση ικανοποίησης αιτήματος ασφαλισμένου δεν δεσμεύεται από την εκδοθείσα αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Υποχρεούται, όμως, να την συνεκτιμήσει και μπορεί να αποκλίνει από τις κρίσεις της αθωωτικής ποινικής απόφασης, αιτιολογώντας τη διαφορετική κρίση του κατά τρόπο που δεν θέτει εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η αρχή ne bis in idem αντιτίθεται, καταρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης σχετικά με την επιβολή διοικητικής κύρωσης για διοικητική παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετακλήτως η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία. Προκειμένου να ενεργοποιηθεί η πιο πάνω απαγόρευση απαιτείται, μεταξύ άλλων, να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον και οι διαδικασίες αυτές να έχουν ποινικό χαρακτήρα με βάση τα κριτήρια Εngel που διαμόρφωσε το ΕΔΔΑ. Επομένως, η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται στις δίκες που αφορούν την αναγνώριση κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων κατόπιν διαπίστωσης της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, διότι οι διαφορές αυτές δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα κατά την έννοια της ΕΣΔΑ, αφού η τυχόν μη ικανοποίηση αιτήματος – δικαιώματος ασφαλισμένου δεν συνιστά διοικητική κύρωση.
Από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν απορρέει υποχρέωση του επιλαμβανόμενου μετά την έκδοση της αθωωτικής ποινικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου να καταλήξει στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα με το ποινικό δικαστήριο. Το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται, ωστόσο, να λάβει σοβαρά υπόψη και να συνεκτιμήσει την προηγηθείσα τελική απαλλακτική ποινική απόφαση κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του. Αν το δικαστήριο καταλήξει σε κρίση που αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστή, υποχρεούται να αιτιολογήσει τη διαφορετική κρίση του, κατά τρόπον ώστε να μην καταλείπονται αμφιβολίες ως προς τον σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας που απορρέει από την τελική έκβαση της ποινικής δίκης.
Περαιτέρω, η παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ, κατά το μέρος της με το οποίο θεσπίζεται δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων και τα αποφαινόμενα να μην απαγγελθεί κατηγορία αμετάκλητα βουλεύματα, εφαρμόζεται μόνο στις δίκες με αντικείμενο την επιβολή διοικητικών κυρώσεων λόγω διάπραξης διοικητικών παραβάσεων που πληρούν τα κριτήρια Engel. Επομένως, δεν διέπει τις δίκες που ανοίγονται κατόπιν αμφισβήτησης της νομιμότητας διοικητικής πράξης, με την οποία απορρίπτεται αίτημα του διοικουμένου λόγω μη συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων.
Σκοπός της διάταξης αυτής, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση και τις προπαρασκευαστικές του νόμου εργασίες, είναι η εναρμόνιση του εθνικού δικονομικού δικαίου με την νομολογία του ΕΔΔΑ ως προς την αρχή ne bis in idem, κατ’ εφαρμογή της οποίας η αμετακλήτως περατωθείσα ποινική διαδικασία επιδρά καθοριστικώς στην αντίστοιχη διοικητική διαδικασία και δίκη και το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν συνεπάγεται δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από προηγούμενη αθωωτική ποινική απόφαση
Δείτε την περίληψη της απόφασης στο adjustice.gr.