γράφει ο Χείλων,
Ο Κώδικας του Ιουστινιανού (Λατινικά Codex Justinianus) αποτελεί μια σημαντική συλλογή νόμων που καταρτίσθηκε υπό την αιγίδα του Ιουστινιανού A’, αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Παρά το γεγονός ότι περιλαμβάνονταν νόμοι που θεσπίστηκαν κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, ο Κώδικας δεν ήταν ένας εντελώς νέος νομικός κώδικας, αλλά αποτελείτο από ομαδοποίηση των υφιστάμενων νόμων, τμήματα γνωμοδοτήσεων μεγάλων Ρωμαίων νομικών εμπειρογνωμόνων και το γενικότερο περίγραμμα.
Όταν ο Ιουστινιανός χρίσθηκε αυτοκράτορας το 527, αποφάσισε ότι το νομικό σύστημα της αυτοκρατορίας χρειάζεται αναθεώρηση. Μέχρι τότε υπήρχαν τρεις κώδικες αυτοκρατορικών νόμων, καθώς και επιμέρους νόμοι, πολλοί των οποίων ήσαν αντικρουόμενοι ή ξεπερασμένοι. Συγκεκριμένα ο Γρηγοριανός Κώδικας (Codex Gregorianus) και ο Ερμογενειανός Κώδικας (Codex Hermogenianua) ήσαν ανεπίσημες συλλογές νόμων (ο όρος «Codex» αφορά στην φυσική πτυχή του έργου, όντας σε μορφή βιβλίου και όχι σε πάπυρο. Η αλλαγή έγινε περί το 300). Ο Θεοδοσιανός Κώδικας (Codex Theodosianus) ήταν η επίσημη νομοθεσία του Θεοδόσιου Β’.
Οι εργασίες άρχισαν το 527 αμέσως μετά την ενθρόνιση και μεγάλο τμήμα του έργου υλοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 530, ενώ το υπόλοιπο ολοκληρώθηκε περί το 565, αφού έπρεπε σταδιακά να αναθεωρηθούν οι παλαιοί νόμοι προκειμένου να εναρμονισθούν με τους νέους.
Η σωζόμενη νομοθεσία (527-565) γνωστή ως Ιουστινιάνειος Κώδικας (Corpus Iuris Civilis) αποτελεί στην πραγματικότητα την δεύτερη έκδοση της κωδικοποίησης του Ιουστινιανού Α’, για την οποία εκδόθηκε διάταγμα το 528 και τέθηκε σε ισχύ το 529. Η νέα έκδοση υλοποιήθηκε το 534 και είναι έργο του κυαίστορα Τριβωνιανού (λατ. quaestor sacri palatii – αξιωματούχος με ευρείες δικαστικές και νομοθετικές αρμοδιότητες) με την συνδρομή επιφανών νομομαθών. Η δημοσίευση της πρώτης κωδικοποίησης του 528 συνοδεύτηκε από κατάργηση με νόμο κάθε προηγούμενης διάταξης η οποία δεν κρίθηκε αρκετά «σύγχρονη» ώστε να συμπεριληφθεί στον νέο Κώδικα, με εξαίρεση την διάταξη περί «Πραγματιστικών Κυρώσεων» (pragmaticae sanctio) που αφορούσε σε προνόμια.
Ο Κώδικας περιελάμβανε τέσσερα βιβλία: τον Συνταγματικό Κώδικα (Codex Constitutionum) τον Πανδέκτη ή Περίληψη (Pandectae /Digesta) τις Εισηγήσεις (Institutiones) και τις Νεαρές (Novellae Constitutiones Post Codicem).
Ο Συνταγματικός Κώδικας/Codex Constitutionum
Ο Συνταγματικός Κώδικας ήταν το πρώτο βιβλίο που εκδόθηκε. Στους πρώτους μήνες βασιλείας ο Ιουστινιανός, όρισε μια επιτροπή από δέκα νομικούς προκειμένου να επανεξετάσει όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, δικαστικές αποφάσεις και διατάγματα που εκδόθηκαν από τους αυτοκράτορες. Σκοπός ήταν να εξομαλυνθούν αντιφάσεις, να καταργηθεί η παρωχημένη νομοθεσία και να προσαρμοστούν οι απαρχαιωμένοι νόμοι στις σύγχρονες συνθήκες. Το 529, το έργο τους δημοσιεύτηκε σε 10 τόμους και κοινοποιήθηκε σε όλη την αυτοκρατορία. Όσοι αυτοκρατορικοί νόμοι δεν περιλαμβάνονταν στον Κώδικα καταργήθηκαν.
Το 534 εκδόθηκε αναθεωρημένος κώδικας με την ονομασία Προεκλογική Ανάκληση (Repetitae Praelectionis) που ενσωμάτωσε την αναθεωρημένη νομοθεσία που είχε εκδώσει ο Ιουστινιανός στα πρώτα επτά χρόνια της βασιλείας του και αποτελείτο από 12 τόμους, όπου ο κάθε ένας περιείχε ταξινομημένες τις νομικές διατάξεις ανά θεματική συνάφεια και χρονολογική συνέχεια.
Ο Πανδέκτης/Pandectae
Η Περίληψη (Digesta) γνωστότερη ως Πανδέκτης, ξεκίνησε το 530 υπό την καθοδήγηση του Τριβωνιανού και επιτροπής δεκαέξι νομοθετών, οι οποίοι εξέτασαν τα γραπτά κάθε αναγνωρισμένου νομομαθούς της αυτοκρατορικής ιστορίας για το χρονικό διάστημα 100 π.Χ. έως 250 μ.Χ.. Από αυτά αφού ξεχώρισαν όσα είχαν νομική ισχύ, επέλεξαν ένα απόσπασμα (περιστασιακά δύο) ανά νομικό θέμα και κατόπιν τα συμπεριέλαβαν σε μια τεράστια συλλογή 50 τόμων, που χωριζόταν σε θεματικές ενότητες. Το πόνημα που προέκυψε δημοσιεύθηκε το 533 και οιαδήποτε δικαστική απόφαση που δεν περιλαμβανόταν στον Πανδέκτη δεν θεωρείτο δεσμευτική και δεν αποτελούσε μελλοντικά έγκυρη βάση για νομική παραπομπή.
Ο Πανδέκτης αποτελεί στην ουσία ανθολόγιο της νομικής φιλολογίας των ετών 100 π.Χ. και 250 μ.Χ. και τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 533. Σε αυτό το έργο γνωμοδοτήσεις και σχόλια των νομομαθών της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας παρατίθενται επεξεργασμένα αλλά με αναγραφή του συγγραφέα και του έργου από το οποίο προέρχονται, σε πενήντα βιβλία που χωρίζονται σε επιμέρους τίτλους και αποσπάσματα (digesta).
Οι Εισηγήσεις/Institutiones
Όταν ο Τριβωνιανός και η επιτροπή ολοκλήρωσαν τον Πανδέκτη, έστρεψαν την προσοχή τους στις Εισηγήσεις (Institutiones) οι οποίες βασίσθηκαν σε προηγούμενα κείμενα, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων από τον μεγάλο Ρωμαίο νομοθέτη Γάϊο (130 π.Χ. – 180 π.Χ.) και παρείχαν ένα γενικό περίγραμμα των νομικών θεσμών. Αποτελούνταν από τέσσερα βιβλία και ήσαν διδακτικό βοήθημα για τους φοιτητές του δικαίου. Όλα τα μέρη της κωδικοποίησης είναι γραμμένα στη Λατινική γλώσσα, με εξαίρεση ορισμένες διατάξεις του που χρονολογούνται στην εποχή του Ιουστινιανού.
Οι Νεαραί/Novellae Constitutiones Post Codicem
Μετά την έκδοση του αναθεωρημένου Κώδικα, εκδόθηκε το 534 το τελευταίο έργο, το Novellae Constitutiones Post Codicem, γνωστό ως Νεαρές το οποίο ήταν μια συλλογή των πρόσφατων νόμων που είχε εκδώσει ο αυτοκράτορας και αναθεωρείτο σε τακτική βάση μέχρι τον θάνατο του Ιουστινιανού.
Αν και δεν έχει διασωθεί επίσημο αντίγραφο, η Συλλογή των 168 Νεαρών, μία ιδιωτική συλλογή, συγκεντρώνει τους νόμους που εξέδωσε ο Ιουστινιανός Α’ κατά την διάρκεια της βασιλείας του, οι οποίοι αφορούν στην διοίκηση, κεντρική και περιφερειακή και τον τρόπο λειτουργίας της (αρμοδιότητες – εξουσίες αξιωματούχων – απονομή δικαιοσύνης – δικαστήρια – δικαιοπραξίες – οικονομία – διοικητικές μεταρρυθμίσεις) το ιδιωτικό δίκαιο (ατόμων – οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο) και την Εκκλησία.
Με εξαίρεση τις Νεαρές, οι οποίες ήσαν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου γραμμένες στα Ελληνικά, ο Κώδικας του Ιουστινιανού δημοσιεύθηκε στα Λατινικά. Οι Νεαρές περιείχαν επίσης μεταφράσεις στη Λατινική γλώσσα για τις δυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας.
Επίλογος
Η αξία του Ιουστινιάνειου Κώδικα είναι ανεκτίμητη. Ο Ιουστινιανός Α’ συνδύασε την συστηματοποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας, την εφαρμογή του νόμου και την απονομή της δικαιοσύνης με την αναδιοργάνωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και της διδασκαλίας του δικαίου διευκολύνοντας την εις βάθος διερεύνηση, αφομοίωση και εφαρμογή του νόμου.
Το σημαντικότερο είναι ότι η κωδικοποίηση υπήρξε ένα τεράστιο βήμα για τη δημιουργία ενός κράτους δικαίου. Με σαφήνεια ο Ιουστινιανός Α’ διακηρύττει ότι στο εξής η μοναδική πηγή εκπόρευσης και ερμηνείας του δικαίου είναι η αυτοκρατορική εξουσία. Έτσι, η απονομή της δικαιοσύνης δεν απορρέει από το έθιμο ούτε από την αυθαιρεσία των προσώπων (αξιωματούχων, αρχόντων, δυναστών και άλλων, προς αυτή την κατεύθυνση σημαντικότατη είναι και η συμβολή της Εκλογής) αλλά από την κεντρική εξουσία, εξασφαλίζοντας έτσι την ομοιόμορφη εφαρμογή των νόμων στην επικράτεια και την τήρησή τους από τους αξιωματούχους οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι να απονέμουν δικαιοσύνη. Ο Κώδικας δεν συνέβαλλε μόνο στην θεμελίωση του Βυζαντινού κράτους, αλλά αποτέλεσε και θεμέλιο για το σύγχρονο Αστικό δίκαιο σε πολλές χώρες της Ευρώπης, ξεπερνώντας κατά πολύ τον χώρο και τον χρόνο δημιουργίας της.
Ο Κώδικας του Ιουστινιανού άσκησε μεγάλη επιρροή κατά τον Μεσαίωνα, όχι μόνο στους αυτοκράτορες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Πηγές – βιβλιογραφία
https://www.thoughtco.com/the-code-of-justinian-1788637
William Grapel. The Institutes of Justinian: with the Novel as to Successions. Lawbook Exchange, Ltd., 2010.
Mears, T. Lambert, et al. Analysis of M. Ortolans Institutes of Justinian, Including the History and Generalization of Roman Law. Lawbook Exchange, 2008.
ΠΗΓΗ cognoscoteam.gr