ΑΠΟΦΑΣΗ
Wang κατά Γαλλίας (αρ. προσφ. 83700/17) και Dubois κατά Γαλλίας της 28.04.2022 (αρ. προσφ. 52833/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Και οι δύο υποθέσεις αφορούσαν άτομα που διώχθηκαν και καταδικάστηκαν για παράνομη άσκηση ιατρικών πράξεων. Η πρώτη προσφεύγουσα, η κα Wang, κινέζα υπήκοος, κατηγορήθηκε για ενέργειές της που δυνητικά συνιστούν παράνομη άσκηση της ιατρικής. Ο δεύτερος προσφεύγων κ. Dubois, Γάλλος υπήκοος και οδοντοτεχνίτης, κατηγορήθηκε για το ότι συνέχιζε να παρέχει οδοντιατρική περίθαλψη παρά το γεγονός ότι είχε καταδικαστεί σε πολλές περιπτώσεις για παράνομη άσκηση της οδοντιατρικής.
Οι ίδιοι οι προσφεύγοντες, επικαλούμενοι το άρθρο 6 §§ 1 και 3 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη/δικαίωμα νομικής συνδρομής), κατήγγειλαν τις συνθήκες υπό τις οποίες είχαν διεξαχθεί καταθέσεις τους που δόθηκαν με τη θέλησή τους στην αστυνομία. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκαν ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης στο βαθμό που είχαν καταδικαστεί βάσει καταθέσεων που είχαν δώσει κατά τη διάρκεια εκούσιας αστυνομικής κατάθεσης, κατά την οποία δεν είχαν ενημερωθεί για το δικαίωμά τους στη σιωπή. Η πρώτη προσφεύγουσα δεν είχε βοηθηθεί από διερμηνέα ή δικηγόρο και ο δεύτερος προσφεύγων δεν έλαβε νομική συνδρομή.
Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι οι προσφεύγοντες και στις δύο περιπτώσεις είχαν συναινέσει να καταθέσουν στην αστυνομία και είχαν ενημερωθεί για το δικαίωμά τους να τερματίσουν την κατάθεσή τους ανά πάσα στιγμή, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Ωστόσο, δεν είχαν ενημερωθεί ρητά για το δικαίωμά τους στη σιωπή και δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να λάβουν νομική συνδρομή και, σε μία περίπτωση, συνδρομή διερμηνέα. Κατά τη διάρκεια των καταθέσεών τους στην προδικασία και οι δύο προσφεύγοντες είχαν περιγράψει τις ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν από αυτούς, οι οποίες στοιχειοθετήσαν το φερόμενο αδίκημα. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχαν αυτοενοχοποιηθεί.
Όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα, της οποίας η μητρική γλώσσα ήταν τα κινέζικα, το Δικαστήριο, σημειώνοντας την ευπάθεια της θέσης της, διαπίστωσε, πρώτον, ότι η έλλειψη βοήθειας από διερμηνέα κατά την ανάκριση και η παράλειψη ενημέρωσής της για το δικαίωμά της να σιωπήσει είχε συμβάλει σε αυτήν την αυτοενοχοποίηση. Δεύτερον, ο ρόλος που έπαιξαν οι καταθέσεις που ελήφθησαν με την θέλησή της κατά τη διάρκεια της προδικασίας είχαν καταστήσει τη διαδικασία εντελώς άδικη. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 της Σύμβασης.
Στην περίπτωση του δεύτερου προσφεύγοντος, ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινική διαδικασία, συνολικά εξεταζόμενη, είχε εξομαλύνει τα διαδικαστικά ελαττώματα που προέκυψαν κατά την εκούσια αστυνομική ανάκριση. Σημείωσε ότι το Εφετείο, καταδικάζοντας τον προσφεύγοντα, είχε βασίσει την απόφασή του κυρίως σε αποδεικτικά στοιχεία με υψηλή αποδεικτική αξία, τα οποία δεν είχαν σχέση με την ανάκριση. Διαπιστώθηκε ότι, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης, οι καταθέσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια εκείνης της ανάκρισης είχαν ελάχιστο αντίκτυπο στην καταδίκη του προσφεύγοντος. Επομένως, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην εν λόγω περίπτωση δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 της Σύμβασης.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1
Άρθρο 6 παρ. 3
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Wang κατά Γαλλίας
Η προσφεύγουσα είναι Κινέζα υπήκοος η οποία γεννήθηκε το 1972. Ζούσε στο Saint Priest Ligoure (Γαλλία) από το 2008.
Στις 5 Δεκεμβρίου 2012 το Συμβούλιο του τμήματος Haute-Vienne του Ιατρικού Συλλόγου (Conseil départemental de l’Ordre des Médecins) ενημέρωσε τον εισαγγελέα ότι η προσφεύγουσα διεξήγαγε διαδικασίες που δυνητικά συνιστούν παράνομη άσκηση της ιατρικής. Έρευνα άνοιξε σχετικά με τις καταγγελίες.
Στις 25 Ιανουαρίου 2013 η προσφεύγουσα ανακρίθηκε από έναν αστυνομικό σε αστυνομικό τμήμα κατά τη διάρκεια εκούσιας προκαταρκτικής εξέτασης. Ενημερώθηκε για τις κατηγορίες εναντίον της και για το δικαίωμά της να τερματίσει την κατάθεση στον ανακριτικό υπάλληλο οποτεδήποτε. Δεν ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά της στη σιωπή και δεν έλαβε συνδρομή από διερμηνέα.
Ακολούθησε ποινική δίωξη εναντίον της στο Ποινικό Δικαστήριο της Λιμόζ με την κατηγορία της παράνομης άσκησης της ιατρικής. Στο δικαστήριο, όπου και έλαβε νομική συνδρομή, ζήτησε η διαδικασία να χαρακτηριστεί άκυρη υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, υποστηρίζοντας ότι δεν είχε λάβει συνδρομή από διερμηνέα κατά τη διάρκεια της εκούσιας αστυνομικής προκαταρκτικής εξέτασης, ούτε καν είχε ενημερωθεί για τη δυνατότητα αυτή και δεν είχε ενημερωθεί για το δικαίωμά της στη σιωπή.
Με απόφαση της 27 Οκτωβρίου 2015, το εθνικό δικαστήριο απέρριψε την ένσταση ακυρότητας με το σκεπτικό ότι τα εν λόγω δικαιώματα απορρέουν από ευρωπαϊκές οδηγίες που δεν είχαν ακόμη ενσωματωθεί στο εθνικό γαλλικό δίκαιο κατά τη στιγμή της εκούσιας κατάθεσης στην προκαταρκτική εξέταση, και ότι η τελευταία ήταν επομένως νόμιμη.
Η προσφεύγουσα καταδικάστηκε στην καταβολή προστίμου 500 ευρώ. Στο Συμβούλιο του Ιατρικού Συλλόγου Haute -Vienne επιδικάστηκε 400 ευρώ ως αποζημίωση.
Η προσφεύγουσα, επικουρούμενη από δικηγόρο, άσκησε έφεση. Στις 20 Ιουλίου 2016 το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση επί της ουσίας.
Στη συνέχεια άσκησε αναίρεση, η οποία απορρίφθηκε από το Ακυρωτικό Δικαστήριο με απόφαση της 13 Ιουνίου 2017.
Dubois κατά Γαλλίας
Ο προσφεύγων κ. Joël Dubois, είναι Γάλλος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1949 και ζει στο Joué-les-Tours (Γαλλία).
Στις 29 Ιανουαρίου 2104, ο πρόεδρος της Ένωσης Οδοντιατρικών Χειρουργών Indre-et-Loire ενημέρωσε την υπηρεσία ασφάλειας καταναλωτών του τμήματος ότι ο προσφεύγων, οδοντοτεχνίτης, συνέχιζε να παρέχει οδοντιατρική περίθαλψη παρά το γεγονός ότι είχε καταδικαστεί σε πολλές περιπτώσεις για παράνομη άσκηση της οδοντιατρικής.
Ξεκίνησε έρευνα για παράνομη άσκηση του επαγγέλματος του οδοντιάτρου.
Στις 13 Νοεμβρίου 2014, ο προσφεύγων κατέθεσε με τη θέλησή του κατά τη διάρκεια εκούσιας προκαταρκτικής εξέτασης σε αστυνομικό τμήμα. Ενημερώθηκε για τις κατηγορίες σε βάρος του και για το δικαίωμά του να τερματίσει τη διαδικασία ανά πάσα στιγμή, αλλά δεν ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά του στη σιωπή και δεν του παρασχέθηκε νομική συνδρομή.
Στις 30 Απριλίου 2015 κλήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον του Ποινικού δικαστηρίου της Tours με την κατηγορία της παράνομης άσκησης του επαγγέλματος του οδοντιάτρου.
Στις 2 Ιουνίου 2016 το εθνικό δικαστήριο κήρυξε άκυρο το πρακτικό της εκούσιας αστυνομικής κατάθεσης της προδικασίας και έκρινε ένοχο τον προσφεύγοντα, υποχρεώνοντάς τον να πληρώσει διακόσια πρόστιμα ημερήσιας αξίας 80 ευρώ έκαστο. Ως πρόσθετη ποινή, το δικαστήριο διέταξε να απαγορευτεί οριστικά από τον προσφεύγοντα η άσκηση του επαγγέλματος του οδοντοτεχνίτη, να κατασχεθεί ο εξοπλισμός του και να διαδοθεί η απόφαση. Επιδικάστηκε αποζημίωση στην πολιτική αγωγή.
Ο προσφεύγων, ο οποίος παραστάθηκε με δικηγόρο, άσκησε έφεση.
Στις 14 Μαρτίου 2018 το Εφετείο της Ορλεάνης ανέτρεψε τα πορίσματα του πρωτοβάθμιου Ποινικού Δικαστηρίου σχετικά με τις καταθέσεις της προδικασίας παρατηρώντας ότι όλα τα δικαιώματα που συνδέονται με τις εκούσιες ανακριτικές πράξεις από την αστυνομία είχαν τηρηθεί και ότι η νομοθεσία εκείνη την εποχή δεν απαιτούσε πρόσβαση σε νομική συνδρομή.
Το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση σχετικά με την ενοχή του και τον καταδίκασε σε 18 μήνες φυλάκιση, με αναστολή, με τριετή αναστολή και συγκεκριμένη πρόβλεψη να μην μπορεί να προβεί σε πράξεις οδοντιατρικής και να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε από το αδίκημά του. Το Εφετείο επικύρωσε τις πρόσθετες ποινές που επιβλήθηκαν πρωτόδικα και τις αστικές πτυχές της απόφασης.
Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση. Στις 14 Μαΐου 2019 το Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη την αναίρεση.
Επικαλούμενοι το άρθρο 6 §§ 1 και 3 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη/δικαίωμα νομικής συνδρομής), οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν παραβίαση της Σύμβασης στο βαθμό που είχαν καταδικαστεί βάσει καταθέσεων που είχαν δώσει κατά τη διάρκεια εθελοντικής αστυνομικής συνέντευξης, κατά την οποία δεν είχαν ενημερωθεί για το δικαίωμά τους στη σιωπή. Η πρώτη προσφεύγουσα δεν είχε βοηθηθεί από διερμηνέα ή δικηγόρο και ο δεύτερος προσφεύγων δεν έλαβε νομική συνδρομή.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 §§ 1 και 3
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο η ισχύουσα γαλλική νομοθεσία για την εκούσια κατάθεση στην αστυνομία κατά την προδικασία, σε αντίθεση με τη νομοθεσία για την αστυνομική κράτηση, δεν προέβλεπε το δικαίωμα σιωπής, το δικαίωμα σε νομική συνδρομή ή το δικαίωμα χορήγησης διερμηνέα. Οι προσφεύγοντες, οι οποίοι είχαν ενημερωθεί, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, για το δικαίωμά τους να τερματίσουν την ανάκριση ανά πάσα στιγμή, είχαν συναινέσει να καταθέσουν. Ωστόσο, δεν είχαν ενημερωθεί ρητά για να παραμείνουν σιωπηλοί, ούτε για πρόσβαση σε δικηγόρο ή διερμηνέα.
Το Δικαστήριο σημείωσε το γεγονός ότι οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν ουσιαστικά τα δικαιώματα των ατόμων που ανακρίνονται με τη θέλησή τους είχαν υιοθετηθεί στη συνέχεια – και επομένως δεν είχαν πρακτικό αντίκτυπο στην κατάσταση των προσφευγόντων – με αποτέλεσμα οι κανόνες να είναι πλέον σχεδόν οι ίδιοι με τα άτομα που κρατούνται από την αστυνομία.
Σε αυτές τις δύο περιπτώσεις η Κυβέρνηση, στην οποία είχε ανατεθεί το βάρος να προβάλει αναγκαστικά τους λόγους, δεν είχε αποδείξει την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων ικανών να δικαιολογήσουν τους περιορισμούς στα δικαιώματα των προσφευγόντων.
Επομένως, δεν υπήρχαν επιτακτικοί λόγοι που να δικαιολογούν τους προαναφερθέντες περιορισμούς υπό τις παρούσες περιπτώσεις.
Καθήκον του Δικαστηρίου ήταν να εξακριβώσει εάν το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν την ευκαιρία να λάβουν νομική συνδρομή ή/και διερμηνέα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν είχαν ενημερωθεί για το δικαίωμά τους να παραμείνουν σιωπηλοί, είχε υπονομεύσει το συνολικά δίκαιο χαρακτήρα των διαδικασιών.
Αν και η πρώτη προσφεύγουσα δεν ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε ιδιαίτερη πίεση από τον ανακριτικό υπάλληλο κατά την κατάθεσή της, το Δικαστήριο έκρινε ωστόσο ότι βρισκόταν σε ευάλωτη θέση.
Στις ακροάσεις τόσο το πρωτόδικο δικαστήριο όσο και το Εφετείο είχαν κρίνει ότι η προσφεύγουσα δεν είχε επαρκή γνώση της γαλλικής γλώσσας ώστε να μην χρειάζεται να της παρασχεθεί διερμηνέας. Το Δικαστήριο συνήγαγε από αυτό ότι η προσφεύγουσα, όπως η ίδια είχε υποστηρίξει, δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει τον σκοπό και το εύρος της διαδικασίας εναντίον της, αφού ανακρίθηκε σε γλώσσα η οποία δεν ήταν η μητρική της και χωρίς καμία νομική βοήθεια.
Από την άλλη πλευρά, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι ο δεύτερος προσφεύγων δεν βρισκόταν σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση και ότι δεν είχε δεχτεί πίεση κατά την εκούσια κατάθεσή τους την αστυνομία.
Ωστόσο, διαπίστωσε ότι το δικαίωμα να εγκαταλείψει το αστυνομικό τμήμα ανά πάσα στιγμή δεν ήταν κατάλληλο να εξισορροπήσει την έλλειψη νομικής συνδρομής ή τη μη ρητή ενημέρωση του προσφεύγοντος για το δικαίωμά του στη σιωπή κατά τη διάρκεια της ανάκρισης.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι κατά τη διάρκεια της προδικασίας, και οι δύο προσφεύγοντες είχαν περιγράψει ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν από αυτούς και συνιστούσαν το φερόμενο αδίκημα. Από αυτό συνήχθη ότι θα πρέπει να θεωρηθεί – για τους σκοπούς της νομολογίας του Δικαστηρίου – ότι οι ίδιοι προέβησαν σε αυτοενοχοποίησή τους. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει εάν οι επίδικοι περιορισμοί στα δικαιώματα των προσφευγόντων είχαν «αντισταθμιστεί» με τέτοιο τρόπο που θα μπορούσε να θεωρηθεί τελικά ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε στο σύνολό της ήταν δίκαιη.
Στην περίπτωση της πρώτης προσφεύγουσας, το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε ότι μπόρεσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της σωστά και να υποβάλει επιχειρήματα με τη βοήθεια δικηγόρου και διερμηνέα, αρχικά ενώπιον των δικαστηρίων, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό και στη συνέχεια ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Ωστόσο, το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι οι λόγοι ακυρότητας που προέβαλε η προσφεύγουσα σε σχέση με τη διαδικασία είχαν όλοι απορριφθεί από τα εθνικά δικαστήρια. Σημείωσε το γεγονός ότι το Εφετείο καταδικάζοντας την προσφεύγουσα, είχε βασίσει στο σκεπτικό του στις καταθέσεις της κατά τη διάρκεια της κατάθεσης που έδωσε με τη θέλησή στην αστυνομία. Οι καταθέσεις μαρτύρων που παρασχέθηκαν για την υπεράσπιση της προσφεύγουσας συνέβαλαν στο να αποδειχθεί η ενοχή της. Συνεπώς οι καταθέσεις που ελήφθησαν κατά την εκούσια κατάθεση στην αστυνομία και οι μαρτυρικές καταθέσεις τις οποίες η προσφεύγουσα πίστευε ότι έπρεπε να δώσει μετά την εκούσια κατάθεσή της αστυνομία αποτελούσαν αναπόσπαστο και σημαντικό μέρος των αποδεικτικών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για την καταδίκη της.
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν είχε βοηθηθεί από διερμηνέα κατά τη διάρκεια της προδικασίας, το γεγονός ότι δεν είχε ενημερωθεί ρητά για το δικαίωμά της στη σιωπή, το οποίο είχε συμβάλει στην αυτοενοχοποίησή της, ο ρόλος που έπαιξαν οι καταθέσεις που δόθηκαν κατά τη διάρκεια της προδικασίας με την θέλησή της και οι καταθέσεις μαρτύρων που παρασχέθηκαν στη συνέχεια, είχαν καταστήσει τη διαδικασία στο σύνολό της άδικη.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ποινική διαδικασία, στο σύνολό της, δεν είχε αντισταθμίσει τα σοβαρά διαδικαστικά ελαττώματα που προέκυψαν κατά την αστυνομική προδικασία. Ως εκ τούτου, διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 της Σύμβασης.
Όσον αφορά τον δεύτερο προσφεύγοντα, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να υποβάλει επιχειρήματα με τη βοήθεια συνηγόρου, πρώτα στη συζήτηση των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, στο πλαίσιο του ένδικου μέσου που είχε στη διάθεσή του και που είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει, και στη συνέχεια ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το οποίο είχε εξετάσει την αναίρεσή του. Η ένσταση ακυρότητας που προέβαλε ο προσφεύγων βάσει του άρθρου 6 της Σύμβασης είχε αρχικά επικυρωθεί από το Ποινικό Δικαστήριο, αν και το πόρισμα αυτό στη συνέχεια ανατράπηκε από το Εφετείο. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου τόνισε ότι το Κακουργιοδικείο, μετά την κήρυξη ως άκυρου του πρακτικού της εθελοντικής ανάκρισης, είχε κρίνει τον προσφεύγοντα ένοχο χωρίς την έκδοση απόφασης που να περιέχει εκτενή αιτιολογία και χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στις καταθέσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της εθελοντικής ανάκρισης. Το δικαστήριο είχε βασίσει την απόφασή του στις καταθέσεις του προσφεύγοντος κατά την ανάκριση, όπου είχε βοηθηθεί από δικηγόρο, στο γεγονός ότι εμφανιζόταν ενώπιόν του για ένατη φορά από το 1986 με παρόμοιες κατηγορίες, στα τιμολόγια που αποδεικνύουν ότι είχε προβεί σε οδοντοτεχνικές πρακτικές σε πελάτες, όπως επιβεβαιώθηκε από τρεις μάρτυρες, στο το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν είχε πτυχίο οδοντιατρικής, στο όνομα του ιατρείου του («κέντρο οδοντιατρικής υγείας») και, τέλος, στο γεγονός ότι αυτός διέθετε εξοπλισμό πολύ παρόμοιο με αυτόν που χρησιμοποιούν οι οδοντίατροι.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Εφετείο, καταδικάζοντας τον προσφεύγοντα, βάσισε την απόφαση κυρίως σε αποδεικτικά στοιχεία υψηλής αποδεικτικής αξίας που δεν είχαν σχέση με την κατάθεση που έδωσε με τη θέλησή του στην αστυνομία. Ακολούθησε ότι, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης, οι καταθέσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της προδικασίας είχαν παίξει δευτερεύοντα ρόλο στην καταδίκη του.
Εν ολίγοις, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος, στο σύνολό της και υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης, είχαν αντισταθμίσει τα διαδικαστικά ελαττώματα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της εθελοντικής αστυνομικής ανάκρισης . Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Στην περίπτωση της πρώτης προσφεύγουσας (υπόθεση Wang κατά Γαλλίας), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης αποτελούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για οποιαδήποτε ηθική βλάβη προκλήθηκε. Επιδίκασε στην προσφεύγουσα 1.200 ευρώ για έξοδα και δαπάνες
(επιμέλεια: echrcaselaw.com)