Χρέος, κόκκινα δάνεια, έλλειμμα ισοζυγίου, ανεργία, χαμηλή δυνητική ανάπτυξη
Ειρήνη Χρυσολωρά
Προβλήματα που χαρακτηρίζουν για χρόνια την οικονομία δεν θεραπεύθηκαν από τα μνημόνια, παρά την πρόοδο σε επιμέρους τομείς, τονίζει η Κομισιόν. [Shutterstock]
Τις πέντε βαθιές πληγές της ελληνικής οικονομίας ανέδειξε στην «εις βάθος» έκθεσή της για την Ελλάδα η Κομισιόν, θυμίζοντας ότι ναι μεν η χώρα ετοιμάζεται να βγει από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, αλλά εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες.
«Η Ελλάδα ανέκαμψε γρήγορα από την πανδημία, αλλά η οικονομία παραμένει εκτεθειμένη στην κληρονομιά των ανισορροπιών», παρατηρεί η έκθεση, ένα από τα κείμενα που εκδόθηκαν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Τρία μόνο κράτη-μέλη, η Ελλάδα, η Κύπρος και η Ιταλία, αντιμετωπίζουν υπερβολικές ανισορροπίες.
Οι πέντε πληγές που αναδεικνύει η Κομισιόν είναι οι εξής: υψηλό δημόσιο χρέος, υψηλό ποσοστό κόκκινων δανείων, επίμονο έλλειμμα εξωτερικού ισοζυγίου, υψηλή ανεργία και χαμηλός ρυθμός δυνητικής ανάπτυξης. Ολες αυτές οι πληγές κρύβουν από πίσω τους μια σειρά από άλλα προβλήματα που χαρακτηρίζουν για χρόνια την ελληνική οικονομία και δεν θεραπεύθηκαν από τα μνημόνια, παρά την πρόοδο σε επιμέρους τομείς.
Αν και μειώθηκαν σημαντικά, στο 12% τον περασμένο Σεπτέμβριο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και επιβαρύνουν την κερδοφορία των τραπεζών και τη δυνατότητά τους να επεκτείνουν τις πιστώσεις τους σε επιχειρήσεις και καταναλωτές. Επίσης, τα δάνεια που «έφυγαν» από τις τράπεζες παραμένουν στην οικονομία, σημειώνει η έκθεση, που κάνει αναφορά στην ανάγκη να βελτιωθεί η κουλτούρα πληρωμών. Επισημαίνεται ότι το ποσοστό κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, 15%, είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη, η ποιότητα του κεφαλαίου τους είναι χαμηλή λόγω της υψηλής συμμετοχής του αναβαλλόμενου φόρου, ενώ η συμμετοχή των ομολόγων στο ενεργητικό τους αυξήθηκε στο 8,5%, κάτι που σημαίνει ότι είναι εκτεθειμένες σε κινδύνους. Επίσης, η κερδοφορία τους είναι πιθανό να επηρεαστεί αρνητικά από την αύξηση των επιτοκίων.
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, τονίζει η Ε.Ε.
Η εξωτερική θέση της χώρας παραμένει εξαιρετικά δυσμενής. Το ισοζύγιο, αν και βελτιώθηκε το 2021 σε σύγκριση με το 2020, με το έλλειμμα να διαμορφώνεται στο 5,9% του ΑΕΠ, υστερεί σε σχέση με το απαιτούμενο επίπεδο προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία στη διεθνή θέση της χώρας και δεν θα βελτιωθεί ούτε φέτος, λόγω της ενεργειακής κρίσης που πλήττει την Ελλάδα περισσότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν μεν σημαντικά, κατά 13%, το 2021, αλλά το απόθεμά τους παραμένει πολύ κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε., στο 27,3% του ΑΕΠ, από 77% του ΑΕΠ στην Ε.Ε. το 2020. Αν και οι επενδύσεις αυτές αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, η έκθεση επισημαίνει ότι είναι προσανατολισμένες σε μεγάλο βαθμό σε τομείς με χαμηλή συμβολή στην αύξηση της παραγωγικότητας, όπως τα ακίνητα. Η οικονομική δραστηριότητα, συνεχίζει η έκθεση, επικεντρώνεται σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, με περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις απασχολούν το 83% των εργαζομένων, σχεδόν 18 μονάδες υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Επίσης, ο τουρισμός παραμένει σε μεγάλο βαθμό προσκολλημένος στο μοντέλο «ήλιος και θάλασσα».
Για την ανεργία σημειώνεται ότι παραμένει μια από τις υψηλότερες στην Ε.Ε., παρά την υποχώρησή της στο 14,7% το 2021, από 27,8% το 2013.
Τέλος, επισημαίνεται ότι ενώ η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας βελτιώθηκε λόγω της συγκράτησης των μισθών, δηλαδή του κόστους, την προηγούμενη δεκαετία, παραμένει χαμηλή εξαιτίας του γεγονότος ότι η παραγωγή επικεντρώνεται σε προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας.