Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για θετική ενέργεια, που παραλήφθηκε. Παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας. Ευθύνη αποζημίωσης έχει και εκείνος που, ενώ έχει υποχρέωση, αποσιωπά ουσιώδεις πληροφορίες ή παραλείπει να ενημερώσει για επικείμενο κίνδυνο. Η αντίθετη στα χρηστά ήθη συμπεριφορά πρέπει να είναι καθ’ εαυτή ικανή στις συντρέχουσες περιστάσεις και υπό τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει τη ζημία που προκλήθηκε. Η υποχρέωση αποζημίωσης μπορεί να θεμελιωθεί και στο άρθρο 914 ΑΚ και στο άρθρο 919 ΑΚ. Για το ορισμένο της αγωγής αποζημίωσης από αδικοπραξία λόγω πρόστησης αρκεί να εκτίθεται η ιδιότητα των προστηθέντων ως υπαλλήλων του εναγομένου και ότι ενήργησαν παρανόμως και υπαιτίως εντός των ανατεθειμένων σ’ αυτούς καθηκόντων ή επ’ ευκαιρία ή επ’ αφορμή αυτών και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται ποιοι ήταν οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι. Ειδική μορφή παραβίασης των συναλλακτικών υποχρεώσεων της τράπεζας αποτελεί η παράλειψη εκτιμήσεως των συμφερόντων, διαφώτισης και συμβουλευτικής καθοδήγησης του αποδέκτη επενδυτικών υπηρεσιών, ώστε να είναι σε θέση να κατανοήσει τη μορφή της τοποθέτησης των κεφαλαίων του και τους κινδύνους που συνδέονται με τη ζημιογόνο εξέλιξή της. Παραπλάνηση ηλικιωμένης συνταξιούχου χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, που αγόρασε συνεταιριστικά μερίδια της τράπεζας αντί για προθεσμιακή κατάθεση με τη διαβεβαίωση της εναγομένης ότι η επένδυση είναι εγγυημένη. Μεταγενέστερη παραπλάνηση για αντικατάσταση του επενδυτικού προγράμματος με άλλο, εντελώς διαφορετικό, προκειμένου η εναγομένη τράπεζα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του Κανονισμού 575/2013. ʼΑρνηση ρευστοποίησης μέρους των συνεταιριστικών μεριδίων της ενάγουσας. Πρόκληση ζημίας στην ενάγουσα από την παράνομη συμπεριφορά των υπαλλήλων του εναγομένου, οι οποίοι, αποδεχόμενοι ότι μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την περιουσία της, της παρείχαν πλημμελείς πληροφορίας, με συνέπεια να βρίσκεται σε πλάνη ως προς το πραγματικό περιεχόμενο και τους κινδύνους της επένδυσής της. Επιδίκαση αποζημίωσης για θετική ζημία και χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 197/2017
αριθμός έκθεσης κατάθεσης αγωγής: ΜΤ126/9.06.2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 9.06.2016 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΜΤ126/9.06.2016 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, έχοντας εγγραφεί στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 237 παρ. 4 εδ. ε’ ΚΠολΔ.
Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ΄ άρθρο 237 παρ. 4 εδ. ζʼ ΚΠολΔ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια και δ) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Επομένως, στοιχεία της αγωγής από αδικοπρακτική ευθύνη προς καταβολή αποζημίωσης, προκειμένου αυτή να είναι ορισμένη, κατά το άρθρ. 216§1 ΚΠολΔ, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας που πρέπει να εξειδικεύεται ποσοτικά κατά μονάδα ή και ποιοτικά ως προς το αντικείμενό της, καθώς και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας που προκλήθηκε, μηδενός άλλου στοιχείου απαιτούμενου (ΑΠ 192/2016 ΝΟΜΟΣ). Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Παράνομη, περαιτέρω, είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας τον ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιΐκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς, απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας, που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από. τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής, πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη, ιδιαίτερα, σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προελθεί ζημία, που του επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προστασίας προς αποφυγή της ζημίας. Υπό την έννοια συνεπώς αυτή, η καλή πίστη συνιστά κριτήριο συμπεριφοράς και, άρα κανόνα δικαίου (ΑΠ 821/2004 Δ/νη 2004. 1600). Ευθύνη αποζημίωσης με βάση την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ έχει και εκείνος, που αποσιωπά ουσιώδεις πληροφορίες ή παραλείπει να ενημερώσει για επικείμενο κίνδυνο, εφόσον ο αποσιωπήσας ή παραλείψας είχε την υποχρέωση να παράσχει πληροφορίες ή να ενημερώσει τον ζημιωθέντα. Τέτοια υποχρέωση παροχής πληροφοριών ή ενημέρωσης μπορεί να απορρέει, κατά τα ανωτέρω, από τη σύμβαση, την καλή πίστη ή από το νόμο (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό δίκαιο – Γενικό Μέρος, έκδοση 1999, σελ. 620-621, ΟλΑΠ 10/1991 Δ/νη 33.60, ΕφΑΘ 1244/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3749/2010 Δ/ΝΗ 2011.547). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Η γένεση, εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, υποχρεώσεως για αποζημίωση, προϋποθέτει, σύμφωνα με αυτή την διάταξη, συνδυαζόμενη με εκείνη του άρθρου 298 του ΑΚ, την ύπαρξη μεταξά της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμους υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθ’ εαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας (ΑΠ 864/2014 ΔΕΕ 2014/1079, ΕφΠειρ 91/2016 ΝΟΜΟΣ). Η υποχρέωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 919 ΑΚ είναι μεν συμπληρωματική της υποχρεώσεως κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όχι όμως και επιβοηθητική ή επικουρική εκείνης. Συνεπώς, δεν αποκλείει να θεμελιωθεί η αξίωση αποζημιώσεως και στις δύο αυτές διατάξεις, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτών (ΕφΠειρ 91/2106, ΕφΘεσσ 735/1993, Αρμ 1993, 332, Γεωργιάδης, στον ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλου, άρθρο 919, αριθ. 24).
ΙΙ. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως προϋποθέτει: (α) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, (β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 και (γ) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή επʼ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του ή ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προοτηθέντα, ή επ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν εις εκείνον ή καθʼ υπέρβαση των καθηκόντων του, που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που του ανατέθηκε υπάρχει εσωτερική συνάφεια, με την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήτο δυνατόν να υπάρξει χωρίς την ιδιαίτερη σχέση, ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο που κατέστη εξαιτίας ακριβώς της θέσεως, των μέσων και των ευκαιριών που διέθετε ο προστηθείς στο πλαίσιο της ειδικής σχέσεως προς τον προστήσαντα, και με την χρησιμοποίηση τους για άλλο σκοπό από εκείνον για τον οποίο του ανατέθηκαν (ΑΠ 1385/2013 ΕΠΙΣΚΕΔ 2013/906). Για 6ε το ορισμένο της αγωγής που στηρίζεται στην αδικοπραξία λόγω σχέσης πρόστησης μεταξύ τραπεζικού ιδρύματος και των υπαλλήλων αυτής, αρκεί να αρκεί να αναφέρεται η ιδιότητα των προστηθέντων από το πρώτο ως υπαλλήλων του καθώς και ότι ενήργησαν παρανόμως και υπαίτιος εντός του πλαισίου των ανατεθειμένων σ αυτούς καθηκόντων ή επ’ ευκαιρία ή επʼ αφορμή αυτών και δεν απαιτείται να αναφέρονται ονομαστικά ποιοι ήταν οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι της Τράπεζας με τους οποίους ήλθε σε επαφή ο ενάγων (ΑΠ 632/2014 ΔΕΕ 2014/1066). Εφόσον αυτό συμβαίνει, θεμελιώνεται κατά το άρθρ. 922 του ΑΚ η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο συνευθύνεται εις ολόκληρο, όπως αυτό συνάγεται από τις διατάζεις των άρθρ. 481, 486 και 926 του ΑΚ (ΑΠ 1796/2012 ΝΟΜΟΣ). Αντίστοιχα και το νομικό πρόσωπο ευθύνεται κατά το άρθρ. 71 του ΑΚ για «ς πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν και υποχρεούται σε αποζημίωση του ζημιωθέντος, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη των οργάνων του έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί, πρέπει, δηλαδή, να βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου, αδιάφορο αν το όργανο ενήργησε καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του ή κατά κατάχρηση της εξουσίας του, ενώ επιπλέον ευθύνεται εις ολόκληρο και το υπαίτιο πρόσωπο (ΑΠ 1615/1999).
III. Εξάλλου, προϋποθέσεις ευθύνης του οφειλέτη στην περίπτωση της υπαίτιας επιγενόμενης αδυναμίας παροχής συνιστούν οι: α) αδυναμία εκπλήρωσης της συμφωνηθείσας παροχής, β) κατά το χρόνο της εκπλήρωσης και γ) με υπαιτιότητα του οφειλέτη αυτής, οφειλόμενη σε πταίσμα του ή πταίσμα τρίτων για το πταίσμα των οποίων ευθύνεται ο ίδιος. Η υπαίτια αδυναμία παροχής δεν επιφέρει απόσβεση της ενοχής αλλά αλλοίωση του περιεχομένου της. Η αξίωση εκπλήρωσης του δανειστή μετατρέπεται σε αξίωση αποζημίωσης. Η τελευταία περιλαμβάνει τη θετική ζημία και το διαφυγόν κέρδος (Νικ. Τριάντος, ΑΚ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 3η Έκδοση, 2015, άρθρ. 335, αρ. 10 και 11, σελ. 503 – 504).
IV. Περαιτέρω, η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχομένων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στην συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (Βλ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο έκδ. 2004 σελ. 798-803, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος έκδ. 1999 σελ. 599-600). Ειδικότερη μορφή παραβιάσεως των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεις αυτού (βλ. Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο I έκδ. 2001 σελ. 93-94, 210-211). Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ιδίας τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα (ΠΠρΘεσσαλ 19932/2009, ΑΡΜ 2010/529).
V. Τέλος, κατά την έννοια του άρθρ. 914 του ΑΚ, που χαρακτηρίζει ως αδίκημα την παράνομη και υπαίτια επαγωγή ζημίας σε άλλον, μπορεί και η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώσει αδικοπρακτική ευθύνη, αν είναι και καθ’ εαυτή παράνομη, δηλαδή και χωρίς τη συμβατική σχέση, όπως συμβαίνει όταν παραβιάζεται το γενικό καθήκον επιμέλειας, που επιβάλλει να μην προκαλείται ζημία σε άλλον υπαιτίως (ΟλΑΠ 767/1973, ΑΠ 212/2000, 1801/2001, 335/2003, 1145/2003). Στην περίπτωση αυτή συρρέουν οι αξιώσεις από τη σύμβαση με αυτές από το αδίκημα και αν μεν κατατείνουν σε διαφορετικές παροχές πρόκειται για γνήσια συρροή αξιώσεων, ενώ αν αφορούν την αυτή παροχή, που απλώς θεμελιώνεται τόσο ενδοσυμβατικά όσο και εξωσυμβατικά, δηλαδή σε δύο διαφορετικές νομικές βάσεις, πρόκειται για συρροή των περισσότερων νομικών βάσεων της αυτής ενιαίας αξίωσης. Αντίστοιχα ο δανειστής δικαιούται να ασκήσει όποια από τις περισσότερες αξιώσεις του ο ίδιος προκρίνει ή να στηρίξει την ενιαία αξίωση του σε οποιαδήποτε από τις περισσότερες βάσεις της ή και σε όλες κατά τρόπο ισοδύναμο ή επικουρικό. Τις περισσότερες όμως συρρέουσες αξιώσεις του ο δανειστής μπορεί να ασκήσει από κοινού μόνον επικουρικά τη μια της άλλης αφού, αντίθετα με την άσκηση, δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση σωρευτικά όλων των αξιώσεων αυτών, αλλά η ικανοποίηση της μιας επιφέρει την απόσβεση και των λοιπών, εκτός αν κάποια απ’ αυτές έχει ευρύτερο αντικείμενο, οπότε σώζεται κατά το επιπλέον (ΑΠ 192/2016, 1596/2014 ΝΟΜΟΣ).
Η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της και κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου αυτής, όπως στη συνέχεια παραδεκτώς διορθώθηκε με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της, ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος Συνεταιρισμός Περιορισμένης Ευθύνης .Συνεταιριστική Τράπεζα Χανίων», με τον οποίο συνεργαζόταν ήδη από το έτος 2009, τηρώντας σε αυτόν προθεσμιακούς καταθετικούς λογαριασμούς, επέδειξε απέναντι της αντισυμβατική συμπεριφορά, τελώντας ταυτόχρονα και αδικοπραξία σε βάρος της, για τους λόγους δε αυτούς οφείλει ο τελευταίος να την αποζημιώσει. Ειδικότερα, εκθέτει τα εξής: Όχι ο εναγόμενος, διά των προστηθέντων υπαλλήλων του, κατά το Σεπτέμβριο του έτους 2012, έπεισε αυτήν, χήρα συνταξιούχο του ΟΓΑ, 75 ετών περίπου, απόφοιτο του δημοτικού μόνο σχολείου, να προβεί στη σύναψη της από 28.09.2012 και με αριθμό 2738/12 σύμβασης, με τίτλο «χρυσή κατάθεση, η οποία αποτελούσε ένταξη σε επενδυτικό πρόγραμμα και διεπόταν από τους αναλυτικά αναφερόμενους στην αγωγή όρους, πλην όμως ότι οι υπάλληλοι της τράπεζας, της το παρουσίασαν παραπλανητικά ως- είδος προθεσμιακής κατάθεσης, συγκεκριμένα δε ως ένα ευέλικτο επενδυτικό πρόγραμμα σταθερού επιτοκίου με εγγυημένο κεφάλαιο και απόδοση, το οποίο είχε αυξημένη απόδοση, και μάλιστα εγγυημένη ελάχιστη, ανάλογη με τη διάρκεια διατήρησης του. Ότι όλα τα παραπάνω, μάλιστα, μπορούσε κάποιος να τα διαπιστώσει, εφόσον επισκεπτόταν την επίσημη ηλεκτρονική σελίδα της τράπεζας και ότι οι υπάλληλοι της, παρότρυναν την ενάγουσα να διαβάσει τους έγγραφους όρους της σχετικής σύμβασης και τα ενημερωτικά φυλλάδια του προγράμματος. Περαιτέρω, ιστορεί ότι της διαβεβαίωσαν ότι το κεφάλαιο που εισέφερε στο πρόγραμμα αυτό, ήτοι το ποσό των 152.000,00 ευρώ, θα ήταν εγγυημένο, ήτοι μη συναρτώμενο από οποιονδήποτε εξωτερικό παράγοντα διακινδύνευσης και ότι αυτό θα μπορούσε η ίδια να το αναλάβει ανά πάσα στιγμή, μετά την πάροδο απλώς 90 ημερών από την τοποθέτησή του στο πρόγραμμα, δίνοντας σχετική εντολή στην τράπεζα να το ρευστοποιήσει, αποκομίζοντας μάλιστα κέρδος λόγω της εξαγοράς του, λόγω των σχετικών συμβατικών όρων. Ότι, επιπλέον, την έπεισαν ότι η μόνη διαφορά του προγράμματος αυτού με την τρίμηνη προθεσμιακή κατάθεση που τηρούσε προηγουμένως, ήταν η λίγο υψηλότερη απόδοση που θα ελάμβανε με το νέο πρόγραμμα, ενώ παράλληλα θα είχε τη δυνατότητα να αναλάβει τα χρήματα της ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς, πλην αυτού (περιορισμού) του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος των 90 ημερών από την κατάθεση μέχρι την ανάληψη. Ότι από τα χρήματα που κατέθεσε, το 90% αντιστοιχούσε στην τρέχουσα τιμή διάθεσης από την τράπεζα των 3.907 συνολικών συνεταιριστικών μερίδων που απέκτησε με αιτία την ως άνω σύμβαση και οι οποίες εντάχθηκαν στο πρόγραμμα και το 10% σε κατάθεση μετρητών σε ειδικό λογαριασμό ταμιευτηρίου. Ότι αυτή κατείχε μέχρι τότε άλλη μία (1) μόνο υποχρεωτική συνεταιριστική μερίδα, προκειμένου να θεωρείται συνεταίρος του εναγομένου. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι τον πρώτο χρόνο μετά την έναρξη του προγράμματος, η ίδια δεν είχε υποστεί οποιαδήποτε ζημία από τη λειτουργία του, ενώ παράλληλα, η τράπεζα ρευστοποιούσε άμεσα και στο σύνολο τους τις μερίδες που η ενάγουσα είχε αποκτήσει με την προαναφερόμενη σύμβαση, επομένως η εμπιστοσύνη της τελευταίας στον εναγόμενο είχε εδραιωθεί. Ωστόσο, εν συνεχεία, η ενάγουσα εκθέτει ότι κατά το Νοέμβριο του 2013 κλήθηκε προφορικώς να μεταβεί σε υποκατάστημα της τράπεζας προκειμένου να γίνουν κάποιες ενέργειες για το συγκεκριμένο πρόγραμμα, όπου, όταν αυτή προσήλθε στο υποκατάστημα αυτής, στο Καστέλλι Κισσάμου, ο υπάλληλος … την ενημέρωσε ότι έπρεπε να διακοπεί το πρόγραμμα «χρυσή κατάθεση» για τυπικούς λόγους, πλην όμως αυτό θα παρέμενε το ίδιο με το προηγούμενο, ωστόσο έπρεπε απλώς να μετονομαστεί σε «αποδίδω». Εν συνεχεία, ότι της έδωσαν να υπογράφει άμεσα και αυθημερόν την από 12.11.2013 «διακοπή επενδυτικού προγράμματος “χρυσή επένδυση” – Λύση σύμβαση και τη νέα από 12.11.2013 σύμβαση ειδικού λογαριασμού «αποδίδω», με την οποία μάλιστα η ενάγουσα απέκτησε επιπλέον συνεταιριστικές μερίδες, ώστε τελικά αυτή να κατέχει συνολικά 4.130 μερίδες του Συνεταιρισμού, με αποτέλεσμα να θεωρεί ότι, με τις ενέργειες αυτές, δεν άλλαξε οτιδήποτε στο περιεχόμενο της σύμβασης της με την τράπεζα, πλην του ονόματος αυτής και του συνολικού αριθμού των προαιρετικών συνεταιριστικών της μερίδων. Περαιτέρω, η ίδια ισχυρίζεται ότι στην ενέργεια αυτή ο εναγόμενος προέβη επειδή στο μεσοδιάστημα και, ειδικότερα, κατά τον Ιούνιο του 2013, ο Κανονισμός της ΕΕ με αριθμό 575/26.10.2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων, με χρόνο έναρξης ισχύος την 1.01.2014, επέβαλε αυστηρότερους όρους προκειμένου τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να δύνανται να συμπεριλάβουν στα ίδια κεφάλαιά τους, ώστε αυτά να έχουν κεφαλαιακή επάρκεια, τα κεφαλαιακά τους μέσα, όπως είναι και οι συνεταιριστικές μερίδες. Εξάλλου, ισχυρίζεται ότι ήδη με την υπ’ αριθμ. 2630/29.10.2010 πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος με τίτλο «Ορισμός των ιδίων Κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων, που έχουν έδρα στην Ελλάδα», είχε την υποχρέωση ο εναγόμενος να μεριμνά ώστε το καταβεβλημένο κεφάλαιό του να μπορεί να απορροφά πλήρως τις ζημίες σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας της συνεταιριστικής τράπεζας, ήτοι να εξασφαλίζει ότι οι συνεταιριστικές μερίδες, των πελατών της δεν θα ρευστοποιούνται ελεύθερα, την οποία όμως δεν τηρούσε, δεδομένου ότι με το πρόγραμμα «χρυσή επένδυση» δεσμευόταν συμβατικά να προβαίνει σε τέτοια ρευστοποίηση έναντι των αντισυμβαλλομένων της. Επιπλέον, εκθέτει ότι, μετά τη θέσπιση του ως άνω ευρωπαϊκού Κανονισμού και πριν την έναρξη ισχύος του, κατά τον Αύγουστο του έτους 2013, η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος, απέστειλε επιστολές προς τις συνεταιριστικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων και στον εναγόμενο, με θέμα «προϋποθέσεις αναγνώρισης συνεταιριστικών μερίδων στα εποπτικά ίδια κεφάλαια», με τις οποίες καθίστατο σαφές ότι οι συνεταιριστικές μερίδες πρέπει να πληρούν τους όρους που έθετε ο ως άνω Κανονισμός, προκειμένου να δύνανται να χαρακτηριστούν αυτές ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, διαφορετικά δεν θα συνυπολογίζονται σε αυτό από 1.01.2014. Δηλαδή, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι μετά από όλα τα παραπάνω, ο εναγόμενος αποφάσισε να συμμορφωθεί, έστω και καθυστερημένα, με τις παραπάνω διατάξεις και για το λόγο αυτό προέβη στην κατάργηση του επενδυτικού προγράμματος «χρυσή επένδυση», επινοώντας το νέο πρόγραμμα «αποδίδω», το οποίο θα παρουσίαζε στις εποπτικές αρχές ως συμβατό με τις επιταγές τους – καθόσον θα εμφάνιζε στο εξής και πλέον ευσχήμως τις συνεταιριστικές μερίδες ως κεφάλαια στον ισολογισμό του – τροποποιώντας εν τω μεταξύ και το καταστατικό του (προκειμένου να τεθούν περιορισμοί στη ρευστοποίηση των μερίδων) αλλά και τους όρους του προγράμματος αυτού, πλην όμως ουδέν από όλα τα παραπάνω γνώριζε η ενάγουσα. Περαιτέρω, η τελευταία εκθέτει ότι η σύμβαση «χρυσή επένδυση», καίτοι ρητά καταργήθηκε στο σύνολο της, στην πραγματικότητα αυτή παραμένει σε ισχύ, αναφορικά με το επενδυτικό της σκέλος που αφορά στις συνεταιριστικές μερίδες, καθόσον η από 12.11.2013 σύμβαση «Διακοπή επενδυτικού προγράμματος χρυσή επένδυση – λύση σύμβαση», εκ του περιεχομένου της προκύπτει ότι δεν καταργεί παρά μόνο το καταθετικό σκέλος, αντί του οποίου εφαρμόζεται πλέον το πρόγραμμα «αποδίδω», διά της υπογραφής της από 12.11.2013 «σύμβασης ειδικού λογαριασμού κατάθεσης – αποδίδω», ενώ, σύμφωνα με ρητό όρο της σύμβασης «χρυσή κατάθεση», κατά το μέρος που αυτή παρέμενε σε ισχύ ως άνω, η ρευστοποίηση των μερίδων μπορούσε να γίνει και σε χρόνο μεταγενέστερο του κλεισίματος του προγράμματος κατʼ επιλογή του συνεταίρου, σύμφωνα με τα τότε οριζόμενα στο Καταστατικό του εναγόμενου (ειδικότερα άρθρα 10 και 11 αυτού). Ως εκ τούτου, ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι δικαιούται να ζητά τη ρευστοποίηση του συνόλου των μερίδων της, οι οποίες εν τω μεταξύ αυξήθηκαν (με αγορά και άλλων προαιρετικών και καθ’ υπόδειξη της τράπεζας^ και είναι συνολικά 4.390, μέχρι και σήμερα, σύμφωνα με τους όρους της από 28.09.2012 σύμβασης, χωρίς περιορισμούς, ανεξάρτητα από την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου που αφορά το χρόνο μετά την 1.01.2014 και, κατʼ επέκταση, ότι ο εναγόμενος, μην εκτελώντας την υποχρέωση του αυτή, έχει-ήδη περιέλθει σε υπερημερία, ήδη από το χρόνο που η ενάγουσα ζήτησε εγγράφως τη ρευστοποίηση του συνόλου των μερίδων της, ήτοι από 15.06.2015. Επιπροσθέτως, αυτή εκθέτει ότι άρνηση της τράπεζας να ρευστοποιεί της συνεταιριστικές μερίδες, ως ήταν συμβατικά υποχρεωμένη, λόγω της ψήφισης του ν. 4261/2014 που έθεσε περιορισμούς στις ρευστοποιήσεις αυτές, είναι προσχηματική, δεδομένου ότι αυτή προέβαινε επιλεκτικά σε ρευστοποιήσεις αυτών μέχρι και τον Ιούνιο του 2015, ήτοι και μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω Κανονισμού, όπως άλλωστε έπραξε και με την ενάγουσα, αποδίδοντάς της μερικώς το κεφάλαιό της, που αντιστοιχούσε σε 2.200 από τις συνολικά 4.390 συνεταιριστικές μερίδες της. Εξάλλου, ιστορεί ότι περί τα τέλη Μαΐου του έτους 2015, όταν ή ίδια άρχισε να ανησυχεί για την ασφάλεια των χρημάτων της, δεδομένων των αρνητικών εξελίξεων στην ελληνική οικονομική κρίση που την περίοδο εκείνη βρισκόταν στο αποκορύφωμα της, λαμβανομένων υπόψη και των δυσμενών συνθηκών που αντιμετώπιζε η χώρα στον τομέα των σχέσεων με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ζήτησε από την τράπεζα να αναλάβει το ποσό που είχε καταθέσει στο προαναφερόμενο πρόγραμμα, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, είχε εν συνεχεία μετονομαστεί σε .αποδίδω., πλην όμως ήρθε αντιμέτωπη με την αρνητική στάση της τράπεζας, που προσπαθούσε να την πείσει να μην προβεί στην ενέργεια αυτή, καθώς, σύμφωνα με τα λεγόμενα των υπαλλήλων της, τα χρήματα της ήταν απολύτως εξασφαλισμένα και δεν υπήρχε ο οποιοσδήποτε κίνδυνος αυτά να χαθούν, καθόσον, όπως ψευδώς την διαβεβαίωναν, ίσχυε γιʼ αυτά η εγγύηση των καταθέσεων από το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ) για το σύνολο του κεφαλαίου της. Ωστόσο, αυτή εκθέτει ότι στις αρχές Ιουνίου του 2015 είχε ήδη αποφασίσει ότι ήταν σκόπιμο να ρευστοποιήσει το σύνολο των αποκτηθέντων μερίδων της, λαμβάνοντας το συνολικό ποσό που είχε καταθέσει στην τράπεζα με βάση το προαναφερόμενο πρόγραμμα, όποτε και, παρά τις πιέσεις της τράπεζας, υπέβαλε εγγράφως το από 10.06.2015 αίτημα της για απόδοση σε αυτήν των χρημάτων της, με αποτέλεσμα η τράπεζα να της επιστρέψει, λίγες ημέρες μετά, το ποσό των 77.000,00 ευρώ, αντιστοιχούντων σε 2.200 μερίδες, τις οποίες ρευστοποίησε την 15.06.2015, υποσχόμενη να της αποδώσει το λοιπό ποσό των 76.650,00 ευρώ, αντιστοιχούντων στις λοιπές 2.190 συνεταιριστικές μερίδες που αυτή κατείχε – κάθε μία από τις οποίες είχε κατά το χρόνο εκείνο αξία 35 ευρώ -εντός των επομένων ημερών, υπόσχεση όμως που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, καθόσον, εν τέλει, την 29.06.2015 εκδόθηκε η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α 65) η οποία κήρυξε την τραπεζική αργία δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε ο μέχρι σήμερα σε ισχύ περιορισμός συναλλαγών και αναλήψεων από τις τράπεζες, γνωστός περισσότερο ως capital controls. Το αποτέλεσμα των ως άνω ενεργειών του εναγομένου ήταν ότι, εν τέλει, το ως άνω χρηματικό ποσό δεν αποδόθηκε ποτέ στην ενάγουσα, η οποία υπέστη ισόποση θετική ζημία, οφειλόμενη στην προπεριγραφόμενη επιγενόμενη νομική αδυναμία εκπλήρωσης της παροχής, κατά το χρόνο ωστόσο που ο εναγόμενος βρισκόταν ήδη σε υπερημερία. Επομένως, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η αξίωση εκπλήρωσης της υποχρέωσης του εναγομένου να ρευστοποιήσει τις προπεριγραφόμενες συνεταιριστικές μερίδες κατ’ αίτηση της πρώτης έχει μετατραπεί σε αξίωση αποζημίωσης. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι ο τελευταίος της οφείλει την αυτή αποζημίωση και διότι παραβίασε, δια των ενεργειών των προστηθέντων της υπαλλήλων, τις κατωτέρω αναφερόμενες διατάξεις νόμου, με αποτέλεσμα να τη ζημιώσει κατά το προαναφερόμενο ποσό των 76.650,00 ευρώ και ειδικότερα, για τους εξής λόγους: Διότι, πρώτον, καίτοι αυτός είχε την υποχρέωση, με βάση το νόμο 3606/2007 – ο οποίος αφορά στη λειτουργία των ανωνύμων εταιριών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ) – να παρέχει στους πελάτες του επενδυτικές υπηρεσίες διαμέσου υπαλλήλων πιστοποιημένων, δεν τήρησε την υποχρέωση του αυτή ούτε άλλωστε έλαβε το επενδυτικό προφίλ της ενάγουσας, ως όφειλε, βάσει του ίδιου νόμου, ώστε να δύνανται οι υπάλληλοί του να προβούν σε έλεγχο καταλληλότητας και συμβατότητας των προτεινόμενων επενδυτικών προϊόντων με το ως άνω προφίλ της ίδιας καν, τέλος, ούτε προέβη στη λήψη οποιουδήποτε μέτρου για την αποφυγή διακινδύνευσης των συμφερόντων της τελευταίας διά της πληροφόρησης της για τους κινδύνους που μπορεί να ελλοχεύουν στη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της ίδιας και του εναγόμενου, ο οποίος της παρείχε επενδυτικές υπηρεσίες για την προώθηση δικών τους επενδυτικών προϊόντων. Ισχυρίζεται δε αυτή ότι, αν ο εναγόμενος την είχε ενημερώσει για όλα τα παραπάνω και της είχε προτείνει να συμπληρώσει ερωτηματολόγιο, οι απαντήσεις επί του οποίου θα επιβεβαίωναν το συντηρητικό της προφίλ, η ίδια δεν θα είχε ποτέ συμβληθεί με αυτόν, τοποθετώντας τα χρήματα της στο σχετικό ως άνω επενδυτικό πρόγραμμα και, επομένως, δεν θα είχε υποστεί ισόποση με την ως άνω θετική ζημία από την παραβίαση των σχετικών διατάξεων του ως άνω νόμου (άρθρα 4, 14 και 25), η οποία συνιστά αδικοπρακτική συμπεριφορά, η οποία αντιβαίνει περαιτέρω και στα χρηστά ήθη, καθόσον έχει τελεστεί από πρόθεση και είχε ως αποτέλεσμα τη βλάβη της περιουσίας της ενάγουσας. Επιπλέον, αδικοπραξία και παραβίαση των χρηστών ηθών συνιστά, κατά τους ισχυρισμούς της τελευταίας, η παραβίαση από τον εναγόμενο των διατάξεων του ΠΔΤΕ 2501/2002 (Β παρ. 1, Β αρ. 2 περ. χ), σύμφωνα με το οποίο οι τράπεζες οφείλουν να ενημερώνουν τους συναλλασσομένους τους για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερόμενων τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές, ενώ, αναφορικά με τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, όπως οι επίδικες συμβάσεις, η ενημέρωση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, όπως αυτές εξειδικεύονται στις διατάξεις του και εκτίθενται αναλυτικά στην αγωγή, πλην όμως ο εναγόμενος ουδέν τήρησε από τα επιβαλλόμενα, αντιθέτως δε απέκρυψε τεχνηέντως από την ενάγουσα τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου της και τους πραγματικούς όρους που διέπουν τις εν λόγω συμβάσεις. Επιπροσθέτως, αυτή ιστορεί ότι η συμπεριφορά του εναγομένου αντίκειτο και στο νόμο 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή, ειδικότερα δε στις διατάξεις 9γ – 9ε, 9Θ, 4 4α, 8 παρ. 1 αυτού, καθόσον η ίδια φέρει την ιδιότητα, ως ιδιώτης επενδύτρια, της καταναλώτριας, κατά την έννοια του νόμου αυτού, και ο εναγόμενος συνιστά ΕΠΕΥ που παρέχει υπηρεσίες, εν προκειμένω δε επενδυτικές, έστω και με τη σιωπηρή σύναψη μιας σχετικής σύμβασης παροχής σχετικών υπηρεσιών, στο πλαίσιο δε αυτών ο τελευταίος παραπλάνησε την ενάγουσα, δια τον προστηθέντων του υπαλλήλων, πείθοντας την να προβεί σε συναλλαγή που, αν δεν είχε παραπλανηθεί, δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει, ήτοι δεν θα επένδυε τα χρήματα της στο ως άνω πρόγραμμα. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι αδικοπρακτική είναι και η ευθύνη του εναγομένου, λόγω της παραβίασης από μέρους του διατάξεων της με αριθμό 1/452/2007 απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς περί Κώδικα Συμπεριφοράς των ΕΠΕΥ, οι οποίες εφαρμόζονται τόσο στις ΕΠΕΥ όσο και στα πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον παρέχουν μια ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, καθόσον, σύμφωνα με αυτές, ο εναγόμενος όφειλε να παράσχει πλήρη και εξειδικευμένη πληροφόρηση στην ενάγουσα σχετικά με το επενδυτικό προϊόν που της προώθησε, υποχρέωση που αυτός, εν προκειμένω, δεν τήρησε, απεναντίας παραπλάνησε με ψευδείς πληροφορίες και ανύπαρκτες συμβατικές δεσμεύσεις την τελευταία. Τέλος, αυτή ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος, πέραν όλων των παραπάνω, παραβίασε και τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ, καθόσον, με την παροχή των ως άνω ψευδών πληροφοριών και την αντίθετη στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη παραπλανητική συμπεριφορά του έναντι της ενάγουσας, έπεισε αυτήν να αγοράσει τις ως άνω συνεταιριστικές μερίδες και να προβεί στη σύναψη συμβάσεων ένταξης στα επίδικα προγράμματα, παρόλο που γνώριζε ότι η τελευταία δεν επιθυμούσε επ’ ουδενί να διακινδυνεύσει την ασφάλεια και το ύφος των καταθέσεων της και ότι είχε ένα επί μακρόν συντηρητικό επενδυτικό προφίλ, αντίστοιχο της προχωρημένης ηλικίας της και του χαμηλού μορφωτικού της επιπέδου. Οι ως άνω δε μερίδες ήταν αναγκαία προϋπόθεση για τη συμμετοχή σε ένα τραπεζικό προϊόν αρχικώς επενδυτικού προγράμματος (της «χρυσής κατάθεσης») και, έπειτα, ενός μεταγενέστερου καταθετικού (του «αποδίδω»), που δεν της εγγυούνταν την ασφάλεια του κεφαλαίου της, παρά τις ψευδείς νια το αντίθετο διαβεβαιώσεις των προστηθέντων υπαλλήλων του εναγομένου, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν την απειρία της σε τέτοιου είδους συναλλαγές καθώς και τις ανεπαρκείς γραμματικές της γνώσεις, όπως επίσης και την σχέση εμπιστοσύνης που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ αυτών και της ενάγουσας μέχρι τότε, και της προξένησαν την προαναφερόμενη ζημία, ή οποία ήταν αποτέλεσμα της παντελούς έλλειψης διαφώτισης σχετικά με τους κινδύνους που αναλάμβανε με την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων, της μη λήψης μέτρων ώστε να μην αποβεί σε βάρος της ενάγουσας η ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ των διαδίκων, εξαιτίας της παροχής επενδυτικών συμβουλών προς την ίδια από τον εναγόμενο και, τέλος, τη μη έγκαιρη ενημέρωση αυτής σχετικά με την αδυναμία της τράπεζας να τηρήσει την αρχική συμβατική της δέσμευση να ρευστοποιεί ελεύθερα και κατ’ επιλογήν της ενάγουσας τις επίδικες συνεταιριστικές μερίδες. Από την υπαίτια και παράνομη ως άνω συμπεριφορά του εναγομένου, όπως αυτή αναλυτικά περιγράφηκε, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη και ηθική βλάβη, εξαιτίας της μεγάλης στενοχώριας που δοκίμασε από την απώλεια των χρημάτων της, της απώλειας της εμπιστοσύνης της απέναντι στο χρηματοπιστωτικό σύστημα καθώς και της απογοήτευσης που αισθάνεται λόγω της εμπλοκής της σε δικαστική διαμάχη με την εναγόμενη συνεταιριστική τράπεζα. Με βάση όλα τα παραπάνω, ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να της καταβάλει το ποσό των 76/650,00 ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη από την αντισυμβατική, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, νομιμοτόκως από την επομένη της δήλης ημέρας, ήτοι από τις 16.06.2015, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι και την πλήρη εξόφληση, καθώς και ποσό 10.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπραξία του εναγομένου σε βάρος της, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι και την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το’ περιεχόμενο αυτό και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, για την οποία καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. υπ’ αριθμ. πρωτ. …/10.11.2016 και Σειράς … διπλότυπο είσπραξης τύπου Α του Τμήματος Εσόδων της Δ.Ο.Υ. Χανίων), παραδεκτώς και αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται για να δικαστεί στο Δικαστήριο αυτό (7, 8, 9 εδ. α’ – γ’, 10, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 33, 35 και 218 ΚΠολΔ), είναι δε αυτή ορισμένη, απορριπτόμενων των περί αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις ως άνω, υπό I, II, III και V, νομικές σκέψεις της παρούσας, και οι δύο ισοδύναμα σωρευόμενες νομικές βάσεις της αγωγής, με αίτημα την αυτή ενιαία αξίωση αποζημίωσης, ήτοι από μη εκπλήρωση της σύμβασης λόγω υπερημερίας, καθώς και από αδικοπραξία, αφενός λόγω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, αφετέρου λόγω προσβολής των χρηστών ηθών, με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας, περιέχουν όλα τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και από τις αμέσως κατωτέρω αναφερόμενες διατάξεις που θεμελιώνουν τη νομική και ιστορική της βάση στοιχεία, καθώς και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 297, 298, 299, 334, 335, 340, 343, 344 εδ. α’, 345, 346, 914, 919, 922, 932 ΑΚ, άρθρ. 4 και 13 ν. 3606/2007, άρθρ. 9γ – 9ε, 9θ, 4 4°, 8 παρ. 1 ν. 2251/1994, κεφ. Β παρ. 1, Β αρ. 2 περ. χ ΠΔΤΕ 2501/2002, Απόφαση 1/452/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, 907, 908 παρ. 1 περ. δ’ και 176 ΚΠολΔ, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα καταβολής νομίμων τόκων σε χρόνο προγενέστερο της επιδόσεως της, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι δεν υφίσταται αντίστοιχη δήλη ημέρα ή όχληση του εναγομένου σε καταβολή του αιτούμενου ποσού αποζημιώσεως για την επικαλούμενη ζημία από αδικοπραξία. Πρέπει, επομένως, αυτή, να ερευνηθεί περαιτέρω κατʼ ουσίαν.
VI. Κατά τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη) αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, η πταισματική συμπεριφορά του δανειστή, η οποία οδήγησε εν μέρει στην επέλευση βλαπτικού αποτελέσματος, είναι δυνατόν να προσλάβει ανάλογες συνέπειες με εκείνες του συντρέχοντος πταίσματος με τη χρήση της διορθωτικής αυτής ρήτρας από το άρθρο 288 ΑΚ, με βάση αντικειμενικά κριτήρια που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, έτσι ώστε το Δικαστήριο, κατ’ ένσταση του εναγομένου ή και αυτεπάγγελτα (ΑΠ 937/2008, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 910/1980/νοΒ 29.290), εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, να μπορεί να καταγνώσει τον περιορισμό της αξιούμενης παροχής και να την διαμορφώσει έτσι, ώστε να ανταποκρίνεται στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 187/1990, ΝοΒ 39.913, ΕφΑΘ 5883/2008 NOB 2009/1105, ΕφΑθ 5553/2006, ΕφΑΘ 2195/2006, Εφθεσ 2566/2006, ΕφΑΘ 2715/1996, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ παρέχει στο Δικαστή τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα, που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές στο επίπεδο εκείνο, το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης, ώστε να επιτευχθεί η αναπροσαρμογή της παροχής στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει την δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών κατ αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη (ΟλΑΠ 9/1997, ΑΠ 1325/2013, ΑΠ 988/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τη συνδρομή των ειδικών συνθηκών, που επιβάλλουν την εφαρμογή της ως άνω διάταξης, οφείλει, για την πληρότητα της αγωγής ή της σχετικής προβαλλόμενης ένστασης, να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει αυτός που την επικαλείται, ήτοι είτε ο ενάγων είτε ο εναγόμενος, όταν προτείνει αυτήν κατ’ ένσταση (βλ. και ΠΠρΑΘ 1637/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά την κρατούσα άποψη, ο συμβαλλόμενος ο οποίος βρίσκεται σε υπερημερία σχετικά με την εκπλήρωση της παροχής του κατά το χρόνο κατά τον οποίο επέρχεται η μεταβολή των συνθηκών, δεν έχει δικαίωμα να επικαλεσθεί την προστασία των άρθρ. 388 και 288 ΑΚ, γιατί η επέλευση των δυσμενών συνεπειών της υπερημερίας του τον βαρύνει (ΑΚ 344), δεδομένου ότι η διάταξη στηρίζεται στην καλή πίστη και προστατεύει μόνο τον καλόπιστο και όχι τον υπερήμερο – υπαίτιο οφειλέτη (ΜΕφθεσ 199/2015 Δ/ΝΗ 2015.789).
VΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 288, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι αν από το ζημιογόνο γεγονός, εκτός από τη ζημία, προέκυψε και κέρδος για τον ζημιωθέντα που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς το ζημιογόνο γεγονός, εκείνος που έχει υποχρέωση για αποζημίωση δικαιούται να προτείνει την ένσταση συμψηφισμού αν το κέρδος είναι χρηματικό και αν αυτό δεν είναι χρηματικό την ένσταση συνυπολογισμού στη ζημία. Στην τελευταία περίπτωση ο ενάγων δικαιούται να επιλέξει είχε να κρατήσει το κέρδος και να εκπέσει την αξία του από την αποζημίωση είτε να το αποδώσει και να ζητήσει ολόκληρη την αποζημίωση (βλ. Γ. Μπαλή ΕνοχΔ, παρ. 22). Ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να είναι πλήρης και ορισμένος, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 262 § 1 ΚΠολΔ. Έτσι ο ενιστάμενος οφείλει, εκτός από άλλα, να αναφέρει και την αξία που έχει το αντικείμενο, που αποτελεί το κέρδος του ενάγοντος, γιατί, σε διαφορετική περίπτωση, είναι αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης (ΕφΠειρ 102/2014 Δ/ΝΗ 2015.528, ΕφΠειρ 527/1997, ΕφΚρητ 435/1997 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, εφόσον σκοπός της αποζημιώσεως είναι η αποκατάσταση της ζημίας του ζημιωθέντος και όχι ο πλουτισμός του, εκ πρώτης όψεως φαίνεται ορθό, από τη ζημία που υπέστη ο ζημιωθείς να αφαιρείται το τυχόν κέρδος, το οποίο αυτός αποκόμισε από το ζημιογόνο γεγονός. Το κέρδος δηλαδή πρέπει να συνυπολογίζεται στην προκληθείσα ζημία, έτσι ώστε ο ζημιώσας να υποχρεούται να καταβάλει μόνο την πραγματική ζημία του ζημιωθέντος. Ο συνυπολογισμός επιβάλλεται από την ίδια την έννοια της ζημίας σύμφωνα με τη θεωρία της διαφοράς, κατά την οποία ζημία αποτελεί η διαφορά μεταξύ της πραγματικής περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος και της περιουσιακής του κατάστασης, εάν δεν είχε συμβεί το ζημιογόνο γεγονός. Ο σχετικός ισχυρισμός αποτελεί ένσταση του εναγομένου και για να είναι νόμιμη θα πρέπει: α) να υπάρχει μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και του οφέλους αιτιώδης σύνδεσμος, να ήταν δηλαδή το γεγονός αυτό πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298). Η προϋπόθεση αυτή ελλείπει όταν το όφελος προέκυψε από την παρεμβολή έκτακτων περιστατικών και β) ο καταλογισμός του οφέλους να μην αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη (ΕφΑθ 4841/2014 ΧΡΗΔΙΚ 2015.136).
Ο εναγόμενος, κατ’ εκτίμηση των ισχυρισμών του, αρνείται ότι η ενάγουσα έχει υποστεί οποιαδήποτε χρηματική ζημία μέχρι και σήμερα, ισχυριζόμενος ότι αυτή διατηρεί ακόμη τις μερίδες της, των οποίων η αξία είναι μεταβλητή και δεν δύναται, εξάλλου, να διαπιστωθεί, αν αυτή θα έχει ενδεχομένως ζημιωθεί όταν καταστεί δυνατή η ρευστοποίηση τους, στην αξία που θα έχουν κατά το χρόνο εκείνο (της ρευστοποίησης), ισχυριζόμενος, •περαιτέρω, ότι αυτή μέχρι σήμερα έχει ωφεληθεί από τα επίδικα προγράμματα στα οποία συμμετείχε. Επιπλέον, αρνείται, ότι τέλεσε αδικοπραξία σε βάρος της ενάγουσας, ειδικότερα, δε, αρνείται όχι η ενάγουσα είχε άγνοια του περιεχομένου των συμβάσεων που υπέγραψε και άτι οι προστηθέντες υπάλληλοί του είχαν πρόθεση να παραπλανήσουν αυτή καθώς και να την πείσουν με ψεύδη να υπογράψει δυο συμβάσεις βλαπτικές για την ίδια, προς όφελος του τραπεζικού συνεταιρισμού και σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη. Περαιτέρω, αρνείται ότι υπήρχε τέτοια πρόθεση του ίδιου του νομικού προσώπου και ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα συμβλήθηκε μαζί του έχοντας απόλυτη γνώση και συνείδηση των όρων των συμβάσεων, τους Όποιους κατ’ ορθό και απόλυτα νόμιμο τρόπο γνωστοποίησαν, ως όφειλαν, σε αυτήν οι αρμόδιοι υπάλληλοι του. Ως εκ τούτου, αυτός αρνείται ότι η ενάγουσα έχει υποστεί και ηθική βλάβη, εφόσον δεν έχει τελεστεί από μέρους του αδικοπραξία, επικουρικά δε, αν ήθελε κριθεί ότι υφίσταται τέτοια, ότι αυτή είναι πολύ μικρότερη της αιτηθείσας. Εξάλλου, αρνείται ότι η αξία των συνεταιριστικών μερίδων που η ενάγουσα αγόρασε με διαδοχικές συμβάσεις αγοράς τους κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ήταν εγγυημένη τουλάχιστον για το ποσά της ονομαστικής αξίας που αυτές είχαν κατά το χρόνο κτήσης τους, σύμφωνα με τα όσα ισχυρίζεται η τελευταία, αλλά, αντίθετα, ισχυρίζεται ότι αυτή ήταν μεταβλητή, σε γνώση της τελευταίας, ενώ, περαιτέρω, αρνείται την οποιαδήποτε σχέση μεταξύ των δύο επίδικων προϊόντων που αγόρασε η ενάγουσα και τα οποία αυτή ισχυρίζεται ότι της προκάλεσαν ζημία, λόγω της προαναφερθείσας υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς των υπαλλήλων της τράπεζας, ήχοι της «χρυσής κατάθεσης» και του «αποδίδω», ισχυριζόμενος ότι μόνο συμπτωματικά η λήξη του πρώτου συνέπεσε με την έναρξη του δεύτερου. Επιπροσθέτως, αρνείται ότι ο ίδιος είναι υπερήμερος και ότι εξαιτίας της υπερημερίας του η ενάγουσα υπέστη ζημία από την επιγενόμενη αδυναμία παροχής, ήτοι την αδυναμία εξόφλησης και ρευστοποίησης των συνεταιριστικών μερίδων της ενάγουσας, κατά το χρόνο που αυτή την απαίτησε, καθόσον η αδυναμία αυτή oφείλεται σε ανωτέρα βία και, ειδικότερα, τόσο σε νεότερα νομοθετήματα που επέβαλαν τη σχετική με τα ζητήματα της ρευστοποίησης μερίδων τροποποίηση του Καταστατικού του Συνεταιρισμού, προς συμμόρφωση σε συγκεκριμένες έννομες προϋποθέσεις και διαδικασίες (ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρ. 7 παρ. 2 και 2 παρ. 9 ν. 1667/1986,-28 παρ. 2αʼ ν. 4141/2013 και 149 ν. 4261/2014), όσο και στον περιορισμό που τέθηκε στις τραπεζικές αναλήψεις και ενέργειες το έτος 2015, ισχυριζόμενος ότι η ενάγουσα ζήτησε την εξαγορά των προαιρετικών μερίδων της λίγες ημέρες πριν την έκδοση της προαναφερθείσας Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, ενώ μέχρι τότε γνώριζε και αποδεχόταν πλήρως τους όρους της σύμβασης «αποδίδω», συνεχίζοντας να συμβάλλεται με την τράπεζα με δική της πρωτοβουλία και με πλήρη συνείδηση των κινδύνων που συνδέονταν με την επένδυση της σε μεταβλητές κινητές αξίες, όπως οι μερίδες του Συνεταιρισμού. Εξάλλου, ισχυρίζεται ότι δεν κατέστη υπερήμερος, καθόσον αυτός προέβη σε ρευστοποίηση τμήματος των προαιρετικών συνεταιριστικών μερίδων της ενάγουσας σύμφωνα με τους όρους του Καταστατικού του, ικανοποιώντας το αίτημα της τελευταίας, μέχρι και το χρόνο πριν την έκδοση της ως άνω Π.Ν.Π., μετά από το οποίο δεν είχε τη δυνατότητα να ικανοποιήσει το μεταγενέστερο αίτημα αυτής για ρευστοποίηση του συνόλου των προαιρετικών μερίδων της αντιδίκου. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η ρευστοποίηση των συνεταιριστικών μερίδων δεν απαγορευόταν από τον Κανονισμό EE 575/2013, ο οποίος αφορά στη θέσπιση περιορισμών στις τράπεζες αναφορικά με την εγγυημένη απόδοση (μέρισμα) της συνεταιριστικής μερίδας και ότι το επίδικο πρόγραμμα «χρυσή κατάθεση» καταργήθηκε προς συμμόρφωση αποκλειστικά με τους περιορισμούς αυτούς και όχι επειδή ο συνεταιρισμός παραβίαζε σχετικό περιορισμό ρευστοποίησης των συνεταιριστικών μερίδων πελατών του που επηρέαζε τα ίδια κεφάλαια του. Περαιτέρω, αρνείται ότι ο ίδιος παρείχε επενδυτικές υπηρεσίες στην ενάγουσα, αφού δεν αποτελεί Ε.Π.Ε.Υ., και ότι οι επίδικες συνεταιριστικές μερίδες είναι κινητές αξίες ελεύθερα μεταβιβάσιμες, ήτοι ότι υπάγεται στις διατάξεις του ν. 3606/2007 και ότι παραβίασε αυτές, καθώς επίσης και την Απόφαση 1/452/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ενώ, εξάλλου, αρνείται ότι παραβίασε τις διατάξεις του ΠΔΤΕ 2501/2002, καθόσον δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της, αφού τα επίδικα προγράμματα «χρυσή κατάθεση» και «αποδίδω» δεν ήταν σύνθετα τραπεζικά προϊόντα ούτε άλλωστε η απόκτηση συνεταιριστικών μερίδων συνιστά τραπεζική εργασία ή επενδυτική υπηρεσία, κατά τους ορισμούς τον εν λόγω νομοθετήματος. Περαιτέρω, αρνείται ότι παραβίασε τις διατάξεις του ν. 2251/1994, περί προστασίας του καταναλωτή, ισχυριζόμενος ότι η ενάγουσα δεν είναι καταναλώτρια, κατά τους ορισμούς του νόμου, αλλά συνεταίρος του τραπεζικού συνεταιρισμού και ότι ο ίδιος δεν λειτουργεί ως Τράπεζα ή ως Ε.Π.Ε.Υ. αλλά ως συνεταιρισμός, αναφορικά με την κτήση των επίδικων μερίδων, ενώ, επιπλέον, ισχυρίζεται ότι οι επίδικες συμβάσεις διέπονται από το νόμο 1667/1986 περί αστικών συνεταιρισμών και όχι από νομοθετήματα που προϋποθέτουν τράπεζα ως αντισυμβαλλόμενο με ιδιώτη. Επικουρικά δε, επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η αδυναμία εκπλήρωσης της παροχής του από την εταιρική του σχέση με την ενάγουσα, οφείλεται σε μεταβολή των συνθηκών,— όπως αυτές περιγράφονται στις προτάσεις του και ότι, ως εκ τούτου, πρέπει η εκπληρωτέα παροχή να περισταλεί αναλόγως ή και να αποσβεστεί. Ο ισχυρισμός αυτός, ωστόσο, αλυσιτελώς προβάλλεται, σύμφωνα και με την ανωτέρω υπό VI νομική σκέψη, και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον ο εναγόμενος δεν αρνείται ότι ήταν υπερήμερος προβάλλοντας τον, αλλά μόνο ότι μεταβλήθηκαν οι συνθήκες και ότι δεν εκπλήρωσε την οφειλόμενη παροχή του, μη προσδιορίζοντας αν η μεταβολή αυτή επήλθε πριν το αίτημα της ενάγουσας περί ρευστοποίησης των μερίδων της, ήτοι πριν καταστεί υπερήμερος ή, αντιθέτως, αν κατά το χρόνο της αδυναμίας του είχαν ήδη μεταβληθεί οι συνθήκες της εταιρικής σχέσης, ενώ, εξάλλου, αυτός είναι και αόριστος, καθόσον δεν προσδιορίζονται από τον εναγόμενο οι ειδικότερες συνθήκες που επιβάλλουν την εφαρμογή του, αλλά, αντιθέτως, γίνεται απλώς παραπομπή στο δικόγραφο των προτάσεων του. Περαιτέρω, επικουρικώς ισχυρίζεται ότι από το ποσό της επιδικασθείσας αποζημίωσης στην ενάγουσα πρέπει να αφαιρεθεί η ωφέλεια που αυτή καρπώθηκε από τους εισπραχθέντες τόκους από το κλείσιμο του λογαριασμού «χρυσή κατάθεση» και «αποδίδω», η τήρηση των οποίων ρητώς προϋπέθετε την κατοχή συνεταιριστικών μερίδων, ήτοι θα πρέπει να αφαιρεθούν το συνολικό ποσό των 20.077,52 (9.497,10 + 261,75 + 10.318,67) ευρώ από το συνολικό αιτηθέν ποσό αποζημίωσης. Επιπροσθέτως, ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα, εφόσον εισπράξει και την τυχόν επιδικασθησομένη αποζημίωση, θα καταστεί αδικαιολογήτως πλουσιότερη, με την έννοια ότι και θα έχει εισπράξει αποζημίωση και θα κατέχει τις μερίδες οι οποίες δεν έχουν μέχρι σήμερα ρευστοποιηθεί. Οι ως άνω ισχυρισμοί του εναγομένου συνιστούν, κατ’ εκτίμηση, ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, η οποία προβάλλεται, σύμφωνα με την ανωτέρω υπό VI νομική σκέψη, ορισμένος και νομίμως και, πρέπει, επομένως, να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω, αυτός ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα φέρει συνυπαιτιότητα σε ποσοστό 90% για τη ζημία που διατείνεται ότι υπέστη, καθόσον δεν επέδειξε τα προηγούμενα της ζημίας της έτη την οφειλόμενη επιμέλεια προκειμένου να πληροφορηθεί τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της από τις επίδικες συμβάσεις με τον εναγόμενο, ενώ, εξάλλου, δεν παρέλειψε την αποτροπή της ζημίας της και δεν αιτήθηκε τη ρευστοποίηση των μερίδων της σε οποιοδήποτε χρόνο πριν τον Ιούνιο του 2015 που είχαν ήδη μεταβληθεί οι συνθήκες της οικονομίας στη και ήταν πλέον εμφανές και βέβαιο στην κοινή γνώμη ότι επέκειντο νομοθετικές αλλαγές που θα επηρέαζαν το τραπεζικό σύστημα και τις καταθέσεις των πολιτών της χώρας. Ο ως άνω ισχυρισμός του συνιστά ένσταση συντρέχοντος πταίσματος, που θεμελιώνεται ομοίως στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, είναι ορισμένος και νόμιμος και πρέπει και αυτός να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Τέλος, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η αξίωση της ενάγουσας να της επιδικασθεί αποζημίωση, είναι καταχρηστική, καθόσον αυτή ζητά να της αποδοθεί το ποσό που αντιστοιχεί στην ονομαστική αξία των συνεταιριστικών μερίδων κατά το χρόνο απόκτησης τους, αίτημα που κατ’ αυτόν, είναι εξάλλου μη νόμιμο (αφού η ρευστοποίηση γίνεται, σύμφωνα με το Καταστατικό, στην τρέχουσα αξία διάθεσης κατά το χρόνο εξόφλησης των μερίδων) και, επιπλέον, επειδή η αδυναμία εκπλήρωσης του δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ίδιου, αφού υποβάλλεται σε χρόνο που υφίσταται προσωρινός περιορισμός στην αποδοχή των αιτημάτων ρευστοποίησης, τιθέμενος από το τροποποιηθέν Καταστατικό του και από τον εποπτικό φορέα, με κίνδυνο, μάλιστα, να υποστεί μεγαλύτερη ζημία ο ίδιος ο εναγόμενος από μία ρευστοποίηση κατά παράβαση του περιορισμού αυτού και αντίθετα με τα συμφέροντα του ίδιου αλλά και του συνόλου των πελατών – συνεταίρων του. Επιπλέον δε, ισχυρίζεται ότι η συμπεριφορά της είναι καταχρηστική και επειδή αυτή, μόλις το έτος 2015, αξίωσε τη ρευστοποίηση των μερίδων της, ήτοι σε χρόνο που ήδη υφίσταντο οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης στο χρηματοπιστωτικό τομέα, θέτοντας σε κίνδυνο τα συμφέροντα της τράπεζας, εξαιτίας της συνακόλουθης μείωσης των ιδίων κεφαλαίων της, ενώ μέχρι τότε η ενάγουσα απολάμβανε μόνο προνόμια και οφέλη από τις επίδικες συμβάσεις, τις οποίες άλλωστε υπέγραφε με πλήρη γνώση, συνείδηση και αποδοχή των όρων τους, χωρίς να έχει επ’ ουδενί παραπλανηθεί, ώστε η απαίτηση της αυτή να έρχεται σε αντίθεση με τη μέχρι πρότινος στάση της να εμπιστεύεται τον εναγόμενο και να μη ρευστοποιεί το σύνολο των προαιρετικών της μερίδων. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον αυτός και αληθής υποτιθέμενος δεν δύναται να θεμελιώσει την εκ του άρθρου 281 του ΑΚ καταλυτική της αγωγής ένσταση, καθόσον δεν συγκροτεί τη νομική έννοια της καταχρηστικότητας του ασκουμένου ως άνω δικαιώματος. Και τούτο, διότι για την θεμελίωση της ενστάσεως αυτής απαιτείται άσκηση δικαιώματος, του οποίου τα δικαιοπαραγωγικά περιστατικά έχουν συντελεσθεί και δεν αμφισβητούνται, ενώ, εν προκειμένω, ο εναγόμενος αρνείται τη συνδρομή των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη θεμελίωση της αξίωσης της ενάγουσας και που αποτελούν-στοιχεία της βάσεως της αγωγής της από την ενδοσυμβατική ευθύνη και από αδικοπραξία (ΑΠ 1567/2008 Ελλ. Δνη 2008. 1.667 = ΝοΒ 2009.627, ΕφΛαμ 20/2013 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ο εναγόμενος αρνείται ότι υφίστανται οι προϋποθέσεις κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, καθόσον δεν κινδυνεύει η ενάγουσα να υποστεί ζημία, αφού ούτε % ίδιος είναι αφερέγγυος ούτε αυτή κινδυνεύει να περιέλθει σε οικονομική δυσπραγία από την ως άνω μη εκπλήρωση της οφειλόμενης παροχής.
VII. Από το συνδυασμό των διατάξεων 340 παρ. 1 και 393 – 394 ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του ν. 4335/2015, με έναρξη ισχύος από 1.01.2016, στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (ειρηνοδικείων, μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων), λαμβάνονται υπόψη τόσο αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική αξία του καθενός, όσο και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους ορούς του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των ως άνω άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, παράλληλα και αδιακρίτως με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα. Τέτοια (μη πληρούντα τους όρους του νόμου) αποδεικτικά μέσα είναι και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συντεταγμένα κατ’ αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα που δεν φέρουν την υπογραφή του εκδότη τους, καθώς και φωτοτυπίες εγγράφων, των οποίων δεν βεβαιώνεται η ακρίβεια τους από αρμόδιο νια το σκοπό αυτό πρόσωπο, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 339 του ΚΠολΔ, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνονται και τα δικαστικά τεκμήρια, η χρήση των οποίων, όπως προκύπτει από το άρθρο 395 του ΚΠολΔ, επιτρέπεται, όταν δεν αποκλείεται, αλλά επιτρέπεται, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 393 και 394 του ΚΠολΔ, η απόδειξη με μάρτυρες. Τα τεκμήρια μπορούν να συναχθούν από το δικαστή από οπουδήποτε, επομένως και από έγγραφα ανεπίσημα ή ανυπόγραφα ή ανεπικύρωτα. Συνεπώς, όταν είναι επιτρεπτή η απόδειξη με μάρτυρες και συναφώς και με δικαστικά τεκμήρια, είναι επιτρεπτή η υπό του δικαστηρίου της ουσίας λήψη υπόψη οποιουδήποτε εγγράφου, έστω και άκυρου (ΑΠ 647/2016, 1531/2012, 189/2011, 947/2009, 1602/2003 ΝΟΜΟΣ.). Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 393 ΚΠολΔ, «δεν επιτρέπεται να αποδειχθούν με μάρτυρες συμβάσεις ή συλλογικές πράξεις, καθώς και πρόσθετα συμφώνα, προγενέστερα, σύγχρονα ή μεταγενέστερα δικαιοπραξίας που έχει συνταχθεί εγγράφως όταν η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τα τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ, έστω και αν δεν είναι αντίθετα προς το περιεχόμενο του εγγράφου. Δεν επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες κατά του περιεχομένου εγγράφου». Ο παρών περιορισμός αφορά την απόδειξη της κατάρτισης της σύμβασης ή της συλλογικής πράξης, το περιεχόμενο της έγγραφης δικαιοπραξίας ή των πρόσθετων συμφώνων και όχι τα αποσβεστικά γεγονότα αυτών ή τα πραγματικά γεγονότα που, βάσει των συμφωνηθέντων, συνιστούν πλημμελή ή ελλιπή εκπλήρωση (ΑΠ 737/2002 ΧρΙΔ 2002.715). Περαιτέρω, ο περιορισμός της εμμάρτυρου απόδειξης δεν αφορά τα «εσωτερικά ελαττώματα» των δηλώσεων βουλήσεως, όπως λ.χ. αν αυτή έχει συναφθεί λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής ή αν είναι εικονική κλπ. (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Θεωρία – Νομολογία, Τόμος I, Μέρος Β, 2012, άρθρ. 393, σελ. 726 -727). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 4 εδ. ζ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε και ισχύει από 1.01.2016 με το ν. 4335/2015, «κατά την ορισμένη δικάσιμο δεν εξετάζονται μάρτυρες και η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 6 του νέου ΚΠολΔ, «αν από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, ενός από κάθε πλευρά από εκείνους που έδωσαν ένορκη βεβαίωση ή σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτών από τους προτεινόμενους από κάθε πλευρά, με απλή διάταξη του προέδρου επί πολυμελούς πρωτοδικείου ή του δικαστή της υπόθεσης επί μονομελούς πρωτοδικείου και ειρηνοδικείου, διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο σε χρόνο όχι συντομότερο από δεκαπέντε (15) ημέρες, για την εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του ήδη ορισμένου δικαστή, στον τόπο και στην ημέρα και ώρα που ορίζεται με τη διάταξη αυτή μέσα στο ίδιο δικαστικό έτος, εκτός αν αυτό είναι χρονικά αδύνατο». Από το συνδυασμό των παραπάνω άρθρων του νέου ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η εμμάρτυρος απόδειξη με το ν. 4335/2015, έχει καταρχήν καταργηθεί στην τακτική διαδικασία, εκτός αν ο δικαστής που δικάζει την υπόθεση κρίνει διαφορετικά, όπως αποτυπώνεται στο προαναφερόμενο άρθρο. Επομένως, αυτό σημαίνει ότι η εμμάρτυρος απόδειξη δεν απαγορεύεται ούτε στη διαδικασία αυτή, απλώς η αναγκαιότητα της εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια και τη δικανική κρίση του δικάζοντος δικαστή στη συγκεκριμένη κάθε φορά επίδικη περίπτωση.
Από τις ένορκες βεβαιώσεις με αριθμό …/18.10.2016 και …/26.10.2016 της Συμβολαιογράφου Ηρακλείου … του μάρτυρα …, καθώς και με αριθμό …./18.10.2016 και …/18.10.2016 της Συμβολαιογράφου Χανίων … των μαρτύρων … και … αντίστοιχα, που λήφθηκαν με πρωτοβουλία του εναγομένου, μετά από νόμιμη, πριν από δύο (2) εργάσιμες ημέρες, κλήτευση της αντιδίκου του, ενάγουσας, και από τη με αριθμό πρωτ. …./17.10.2016 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Χανίων των μαρτύρων … και …, που λήφθηκε με πρωτοβουλία της ενάγουσας, μετά από νόμιμη, πριν από δύο (2) εργάσιμες ημέρες, κλήτευση του αντιδίκου της, εναγομένου 339 και 421 επ. ΚΠολΔ, καθώς και από όλα τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε αυτά είναι επικυρωμένα αρμοδίως είτε ανεπικύρωτα – καθόσον, σύμφωνα με την ανωτέρω υπό VII νομική σκέψη, εφόσον δεν αποκλείεται η εμμάρτυρος απόδειξη στην παρούσα, τακτική, διαδικασία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του και τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι τα προαναφερόμενα, εφόσον αυτά, εν προκειμένω, δεν βάλλουν κατά του περιεχομένου κάποιου προσκομιζόμενου εγγράφου ούτε κατατείνουν στην απόδειξη ύπαρξης σύμβασης, συλλογικής πράξης ή πρόσθετου συμφώνου έγγραφης δικαιοπραξίας, σύμφωνα με άρθρα 394 και 395 ΚΠολΔ – αποδεικνύονται τα εξής κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Την 28.09.2012, αφού έληξε το πρόγραμμα της τρίμηνης διάρκειας προθεσμιακής κατάθεσης, στο οποίο η ενάγουσα είχε επενδύσει αποταμιεύσεις της, μετά από διαδοχικές συμβάσεις με τον εναγόμενο που είχαν αυτήν τη μορφή, ήτοι της προθεσμιακής κατάθεσης, αυτή συνήψε με τον τελευταίο σύμβαση ένταξης της σε επενδυτικό πρόγραμμα με το όνομα «χρυσή κατάθεση», ένα σύνθετο, εν μέρει επενδυτικό και εν μέρει καταθετικό προϊόν, το οποίο οι αρμόδιοι υπάλληλοι της τράπεζας της το παρουσίασαν σαν μία πολύ συμφέρουσα και ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων της, με σταθερό επιτόκιο, εγγυημένο το κατατεθειμένο κεφάλαιο που επένδυσε σε αυτό και εγγυημένη ελάχιστη απόδοση του, η οποία θα ήταν αυξανόμενη, ανάλογη του χρόνου που θα διατηρούσε το πρόγραμμα. Ειδικότερα, ο υπάλληλος του υποκαταστήματος της τράπεζας Καστελίου Κισσάμου, κ. …, της πρότεινε να τοποθετήσει τα χρήματα της στο πρόγραμμα αυτό, ενημερώνοντας την ότι πρόκειται για αποταμιευτική επιλογή συμβατή με το συντηρητικό επενδυτικό προφίλ της, ήτοι άτι με την επιλογή αυτού δεν υπήρχε πιθανότητα να διακινδυνεύσει το κεφάλαιό της, αλλά, αντιθέτως, τα χρήματα της θα ήταν τοποθετημένα σε μία ασφαλή κατάθεση, η οποία θα απέδιδε ένα σταθερό, έστω και μικρό, κέρδος, λίγο μεγαλύτερο από αυτό που αποκόμιζε από το επιτόκιο των προθεσμιακών καταθέσεων τις οποίες προτιμούσε όλα τα προηγούμενα έτη. Το δε συντηρητικό αυτό επενδυτικό προφίλ της ενάγουσας είχε διαμορφωθεί τόσο από την προχωρημένη ηλικία της, των 75 τότε ετών, όσο και από το γεγονός ότι η ίδια ήταν απόφοιτος μόλις του δημοτικού σχολείου, μόρφωση που δεν της επέτρεπε να προβαίνει σε σύνθετες τραπεζικές συναλλαγές και επενδυτικές ενέργειες, αλλά και από το ιστορικό των τραπεζικών της συναλλαγών, οι οποίες μέχρι τότε περιορίζονταν σε ασφαλείς και απλές ενέργειες κατάθεσης, ανάληψης, και αποταμίευσης χρημάτων σε προθεσμιακές καταθέσεις. Αλλωστε, το γεγονός άτι αυτή επιθυμούσε να έχει χα χρήματα της ασφαλώς τοποθετημένα, επιρρωνύεται και από το γεγονός ότι τον Οκτώβρη του 2011 ανέλαβε τις αποταμιεύσεις της, συνολικού τότε ποσού 136.000,00 ευρώ, που διατηρούσε σε λογαριασμό του εναγομένου, από φόβο σχετιζόμενο με τη γενικότερη ανησυχία που επικρατούσε τότε στις πολιτικοοικονομικές εξελίξεις on οι καταθέσεις των ιδιωτών κινδυνεύουν στις τράπεζες, ενώ αυτή τα επέστρεψε τον Ιούνιο του 2012, όπου τα επένδυσε σε τρίμηνης διάρκειας, ασφαλείς για τις τότε τραπεζικές συγκυρίες, προθεσμιακές καταθέσεις, περιστατικό που αναφέρει ο κ. … στην υπ’ αριθμ. …/2016 ένορκη βεβαίωσή του, υπάλληλος του εναγομένου στο υποκατάστημα με το οποίο συνεργαζόταν η ενάγουσα και την οποία γνώριζε λόγω της συνεργασίας τους. Εξάλλου, ως προϋπόθεση για την έναρξη του προγράμματος «χρυσή κατάθεση», η ενάγουσα τοποθέτησε το συνολικό κεφάλαιο της των 152.000,00 ευρώ σε αυτό, αποκτώντας, αποκλειστικά προς το σκοπό αυτό, τον αριθμό των 3.907 συνεταιριστικών μερίδων, πέραν την επιπλέον μίας (1) υποχρεωτικής που ήδη κατείχε προκειμένου να θεωρείται συνεταίρος της τράπεζας και να δύναται να συμβάλλεται μαζί της, σύμφωνα με το Καταστατικό συνεταιρισμού, από το οποίο (ποσό) 90% αντιστοιχούσε στην τρέχουσα τιμή διάθεσης από την τράπεζα των συνεταιριστικών μερίδων που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα και το 10% σε κατάθεση μετρητών σε ειδικό καταθετικό λογαριασμό ταμιευτηρίου, με φερόμενο επιτόκιο σε ποσοστό 25%. Ο συμβαλλόμενος υπάλληλος της τράπεζας, κ. …, με τον οποίο η ενάγουσα γνωριζόταν, όπως προελέχθη, λόγω της πολυετούς προηγούμενης συνεργασίας της με το υποκατάστημα Καστελλίου, πληροφόρησε αυτήν σχετικά με το πρόγραμμα, τη λειτουργία και φύση του καθώς και τα οφέλη του, παρουσιάζοντάς το ως μια καταθετική επιλογή η οποία θα εγγυόταν την ασφάλεια του κεφαλαίου που αυτή διέθεσε, ήτοι το ποσό των 152.000,00 ευρώ, ενώ ταυτόχρονα θα εγγυόταν και μια ελάχιστη εγγυημένη απόδοση, απορρέουσα από τα μερίσματα των συνεταιριστικών μερίδων, από τη διαφορά υπεραξίας αυτών από την ημερομηνία ένταξης στο ως άνω πρόγραμμα μέχρι την ημερομηνία κλεισίματος αυτού καθώς και από τους τόκους του καταθετικού σκέλους του προγράμματος, η οποία θα έβαινε αυξητικά, ανάλογα με το χρόνο που η ενάγουσα θα είχε τα χρήματα επενδεδυμένα στο πρόγραμμα. Πλην όμως οι πληροφορίες αυτές δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, καθόσον ο αρμόδιος ως άνω υπάλληλος που συμβλήθηκε για λογαριασμό του εναγομένου με την ενάγουσα, παρέλειψε να της παράσχει κρίσιμες πληροφορίες αναφορικά με την πραγματική λειτουργία και την αληθινή φύση του εν λόγω προγράμματος, το οποίο αποτελούσε ένα σύνθετο επενδυτικό προϊόν, που ενείχε τον κίνδυνο απώλειας επενδεδυμένου κεφαλαίου από τη μείωση της τρέχουσας αξίας διάθεσης των συνεταιριστικών μερίδων που η ενάγουσα απέκτησε για να ενταχθεί σε αυτό. Περαιτέρω, προκειμένου να πείσει την ενάγουσα να προβεί στη σύναψη της σύμβασης ένταξης της στο εν λόγω πρόγραμμα, ο ίδιος υπάλληλος την διαβεβαίωσε ότι αυτή θα μπορούσε να ρευστοποιήσει ελεύθερα, σύμφωνα με τους όρους της επίδικης σύμβασης, οποτεδήποτε μετά το πέρας των 90 ημερών ελάχιστης διάρκειας αυτού, τις συνεταιριστικές μερίδες που απόκτησε προκειμένου να ενταχθεί σε αυτό, χωρίς καμία κύρωση και δέσμευση, ακόμη δε και το σύνολο των μερίδων της, εκτός της μίας (1) υποχρεωτικής, της οποίας η διάθεση διεπόταν από τους όρους του Καταστατικού του Συνεταιρισμού, αφού αφορούσε την ιδιότητα της ενάγουσας ως συνεταίρου του εναγομένου. Από όλες τις παραπάνω πληροφορίες και διαβεβαιώσεις, η ενάγουσα, η οποία μέχρι τότε εμπιστευόταν τους υπαλλήλους του εναγομένου, με τους οποίους συνεργαζόταν επί σειρά ετών, πείστηκε ότι, συμμετέχοντας στο εν λόγω πρόγραμμα, και θα είχε το κεφάλαιο της, των 152.000,00 ευρώ, εξασφαλισμένο και θα απολάμβανε μία σταθερά αυξανόμενη απόδοση αυτού από την αξία των συνεταιριστικών μερίδων, αποφασίζοντας εν τέλει να συμβληθεί με την τράπεζα και να μεταφέρει τις οικονομίες που είχε καταθέσει σε αυτήν στους λογαριασμούς του εν λόγω προγράμματος, χωρίς να διαβάσει αναλυτικά τους επιμέρους όρους της σύμβασης ή το Καταστατικό του εναγομένου, καθόσον η εμπιστοσύνη της στην αλήθεια των λεγομένων των υπαλλήλων του τελευταίου είχε εμπεδωθεί ήδη από την καλή μεταξύ τους συνεργασία των προηγούμενων ετών. Εξάλλου, το πρώτο έτος της λειτουργίας του προγράμματος, η ενάγουσα ήταν ευχαριστημένη από αυτό, καθώς είχε όφελος αξίας 3.654,85 ευρώ από εισπραχθέντες τόκους από αυτό, επομένως, όταν ο εναγόμενος την ενημέρωσε διά των υπαλλήλων του ότι πρέπει να προσέλθει στο συνεργαζόμενο υποκατάστημα προκειμένου να ενταχθεί σε νέο πρόγραμμα, πανομοιότυπο με το σε λειτουργία πρόγραμμα της «χρυσής κατάθεσης», το οποίο απλώς θα άλλαζε όνομα αναφορικά με το καταθετικό σκέλος αυτού! η ίδια δεν διερωτήθηκε ποια ήταν η αναγκαιότητα προς τούτο. Έτσι, προσήλθε στο υποκατάστημα Καστελλίου και σε συνεργασία με τους υπαλλήλους που την εξυπηρετούσαν πάντα, διέκοψε συμβατικά το πρόγραμμα «χρυσή κατάθεση» την 12.11.2013 και εντάχθηκε αυθημερόν, υπογράφοντας τη σχετική σύμβαση και αποκτώντας ταυτόχρονα άλλες 222 προαιρετικές μερίδες προς το σκοπό ένταξης της σε αυτό, στο πρόγραμμα «αποδίδω», ένα καταθετικό προϊόν που ο εναγόμενος της παρουσίασε σαν πρόγραμμα ίδιο με το προηγούμενο, που απλώς μετονομάστηκε για τεχνικούς λόγους που δεν της εξήγησαν, ούτε, ωστόσο, η ίδια η ενάγουσα ζήτησε να τους πληροφορηθεί, θεωρώντας ότι μπορεί να παράσχει πίστη στα λεγόμενα των υπαλλήλων της τράπεζας. Πλην όμως το πρόγραμμα «αποδίδω» δεν ήταν απλώς ένα νέο καταθετικό προϊόν που απλώς αντικατέστησε το αντίστοιχο σκέλος του προγράμματος «χρυσή κατάθεση». Στην πραγματικότητα, ο εν λόγω καταθετικός λογαριασμός απέδιδε απλώς και μόνο προνομιακό επιτόκιο, ύψους 2,5%, αναφορικά με το συνολικό κεφάλαιο που είχε καταθέσει η ενάγουσα, περαιτέρω δε, ο δικαιούχος του μπορούσε, κατά τους όρους της σύμβασης, να καταθέσει σε αυτόν ποσό κατάθεσης που δεν μπορούσε να υπερβαίνει το 10% της συνολικής αξίας των ενεργών συνεταιριστικών μερίδων του. Επί του ποσού κατάθεσης υπολογιζόταν προνομιακό επιτόκιο, το οποίο διαμορφωνόταν με βάση τα κλιμάκια που ίσχυαν για όλους τους προθεσμιακούς λογαριασμούς της τράπεζας, ενώ, περαιτέρω, από το λογαριασμό που τηρούνταν για το πρόγραμμα αυτό, ο δικαιούχος του μπορούσε να κάνει ανάληψη του ποσού οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Σύμφωνα με τους συμβατικούς κανόνες που ίσχυαν αναφορικά με το πρόγραμμα αυτό, το οποίο ο εναγόμενος επινόησε προκειμένου να καταργηθεί η προβλεφθείσα στο πρόγραμμα «χρυσή κατάθεση» ρήτρα υποχρέωσης της τράπεζας να εγγυάται την ελάχιστη απόδοση των συνεταιριστικών μερίδων, όπως παραπάνω περιγράφηκε, καμία εγγύηση δεν υφίστατο εκ μέρους του εναγομένου αναφορικά με τη δυνατότητα άμεσης ρευστοποίησης των προαιρετικών συνεταιριστικών μερίδων ή την ασφάλεια και διατήρηση του κεφαλαίου που είχε επενδυθεί σε αυτό με τη μορφή κατοχής των ως άνω μερίδων. Στην ενέργεια αυτή ο εναγόμενος προέβη προκειμένου να μπορεί να συμπεριλαμβάνει στα ίδια κεφάλαια του τις προαιρετικές συνεταιριστικές μερίδες που ήταν μέχρι τότε ελεύθερα ρευστοποιήσιμες, προκειμένου να μην αποκλίνει από τους ορισμούς του Κανονισμού της EE με αριθμό 575/2013, κατά τον οποίο οι μερίδες αυτές, ως κεφαλαιακά μέσα της τράπεζας, δεν έπρεπε να δύνανται να εξοφλούνται, ήτοι να ρευστοποιούνται, ελεύθερα. Ωστόσο, όταν ο εναγόμενος, δια του υπαλλήλου του, κ. …, έπεισε την ενάγουσα να ενταχθεί στο πρόγραμμα «αποδίδω», παράλληλα και την ίδια ημέρα που αυτή διέκοψε το πρόγραμμα «χρυσή κατάθεση», όπως της υπέδειξε ο τελευταίος, δεν την κατέστησε σαφές ότι επρόκειτο για ένα εντελώς διαφορετικό και νέο τραπεζικό προϊόν, όπου θα απολάμβανε απλώς και μόνο προνομιακό επιτόκιο από την αξία του κατατεθειμένου κεφαλαίου της, το οποίο αντιστοιχούσε στο 10% της συνολικής αξίας Των προαιρετικών μερίδων που αυτή είχε αποκτήσει μέχρι τότε. Αντιθέτως, την διαβεβαίωσε ότι επρόκειτο για πρόγραμμα στο οποίο έπρεπε η ίδια να ενταχθεί προκειμένου να απολαμβάνει τα προνόμια που είχε ως συμβαλλόμενη του καταργηθέντος προγράμματος «χρυσή κατάθεση», καθώς επρόκειτο για ίδια στην πραγματικότητα προϊόντα, επομένως, την έπεισε ότι όφειλε να διατηρήσει τις ήδη αποκτηθείσες 4.390 (4389 προαιρετικές + 1 υποχρεωτική) συνεταιριστικές μερίδες της, προκειμένου να τυγχάνει χορήγησης προνομιακού επιτοκίου και εξασφάλισης του κεφαλαίου της, διατηρώντας την, μέχρι το χρονικό σημείο εκείνο, ευχέρεια ελεύθερης και ανεμπόδιστης ρευστοποίησης, ήτοι εξόφλησης και διαγραφής των συνεταιριστικών της μερίδων. Εξάλλου, καίτοι οι συμβαλλόμενοι υπάλληλοι του εναγομένου την παρέπεμψαν τυπικά στην ανάγνωση του περιεχομένου των όρων της νέας σύμβασης ένταξης στο πρόγραμμα «αποδίδω» και στο Καταστατικό της τράπεζας, όπως ίσχυε κατά το χρόνο εκείνο, στην πραγματικότητα την παραπληροφόρησαν αναφορικά με τους κινδύνους που ελλόχευαν στην ένταξη στο πρόγραμμα αυτό για το κεφάλαιο που αυτή επένδυσε, ήτοι για το ποσό των 152:000,00 ευρώ, αποκρύπτοντας της ότι προχωρούσε στη σύναψη μιας σύμβασης ανοίγματος καταθετικού μεν λογαριασμού, που όμως αφορούσε μόνο το 10% των χρημάτων που αυτή διέθεσε για να αγοράσει τις συνολικά 4.389 προαιρετικές συνεταιριστικές της μερίδες, τις οποίες ήδη ο εναγόμενος, από τη σύναψη της αρχικής σύμβασης ένταξης στο πρόγραμμα «χρυσή κατάθεση», είχε πείσει αυτήν να αγοράσει, προκειμένου αυτές να αντιστοιχούν στο κεφάλαιο που αυτή κατέθεσε στην τράπεζα νια την ενεργοποίηση του εν λόγω προγράμματος, ποσού 152.000,00 ευρώ: Αναφορικά με την ένταξη της στο πρόγραμμα «αποδίδω», ουδέποτε της κατέστησε σαφές ότι η κτήση και διάθεση των μερίδων αυτών δεν συνδέεται επ’ ουδενί με το καταθετικό αυτό πρόγραμμα, το οποίο αφορούσε μόνο το 10% της αξίας των μερίδων που αυτή είχε αγοράσει και ότι η τύχη της αξίας του συνόλου των μερίδων της ήταν εντελώς επισφαλής όσο και διάφορη του καταθετικού λογαριασμού, ενώ παράλληλα δεν υπήρχε η παραμικρή εγγύηση για τη διατήρηση του κεφαλαίου που διέθεσε για την κτήση των μερίδων αυτών, η οποία, αντιθέτως, εξαρτιόταν αποκλειστικά από τις συνθήκες της αγοράς και την τρέχουσα κατά το χρόνο ρευστοποίησης αξίας της μερίδας. Ούτε, άλλωστε, την ενημέρωσαν ότι στη ρευστοποίηση θα μπορούσε να προβεί υπό τα δεδομένα που θα ίσχυαν κατά το χρόνο που θα αποφάσιζε αυτήν η ενάγουσα, ήτοι ότι αν η τρέχουσα αξία της μερίδας μειωνόταν μετά τη σύναψη της σύμβασης «αποδίδω», αλλά και της αρχικής σύμβασης «χρυσή κατάθεση», αυτή θα αποκτούσε κεφάλαιο αντίστοιχο της νέας αυτής αξίας και όχι υπολογιζόμενο με την ονομαστική αξία που αυτή είχε κατά το χρόνο κτήσης της (ήτοι κατά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης και για τις ανάγκες του αρχικού προγράμματος «χρυσή κατάθεση»). Επομένως, ο εναγόμενος προέβη, διά των υπαλλήλων του, συγκεκριμένα δε διά του κ. …, στην παροχή ελλιπών πληροφοριών προς την ενάγουσα κατά την κατάρτιση της σύμβασης ένταξης της στο πρόγραμμα «αποδίδω», πείθοντας την, κατά τον τρόπο αυτό, να επενδύσει τα χρήματα της σε αυτό, το οποίο ήταν τραπεζικό προϊόν εντελώς ασύμβατο με το επενδυτικό της προφίλ και τις μέχρι πρότινος τραπεζικές της συναλλαγές – οι οποίες περιορίζονταν στην ασφαλή τοποθέτηση των οικονομιών μιας ζωής εκ μέρους μιας ηλικιωμένης και απόφοιτο δημοτικού σχολείου χήρας γυναίκας, κάτοικο χωριού της Κρήτης – και να αναλάβει, ακολούθως, τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου της, ενώ μέχρι τότε η ίδια δεν είχε επιδείξει προς τον εναγόμενο οποιοδήποτε ενδιαφέρον για επενδυτικές, έστω και εν δυνάμει ιδιαιτέρως κερδοφόρες, συναλλαγές ενέχουσες διακινδύνευση χρημάτων. Συγκεκριμένα, της πρότεινε να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα, το οποίο της διαφήμισε ως επωφελή κατάθεση χρημάτων με εγγυημένη απόδοση και εξασφάλιση του κεφαλαίου, παραπλανώντας την αναφορικά με τη σχέση που συνέδεε αυτό με τις συνεταιριστικές της μερίδες, η οποία στην πραγματικότητα ήταν ανύπαρκτη, δίδοντας της ψευδείς πληροφορίες ότι αυτό αποτελεί συνέχεια του προγράμματος «χρυσή κατάθεση», από το οποίο η ενάγουσα ήταν ευχαριστημένη για όσο χρόνο αυτό διήρκεσε, κατά τη διάρκεια μάλιστα του οποίου η ίδια είχε αποκομίσει την πεποίθηση ότι ελεύθερα μπορούσε να ρευστοποιήσει τις μερίδες της, μετά από τον ελάχιστο χρόνο των 90 ημερών και χωρίς μάλιστα να τίθεται σε κίνδυνο το επενδεδυμένο στο πρόγραμμα κεφάλαιο που είχε διαθέσει στην τράπεζα. Άλλωστε, το πρόγραμμα αυτό. της το παρουσίασε ως όμοιο στη φύση και λειτουργία του με τις προθεσμιακές καταθέσεις που αυτή προτιμούσε επί σειρά πολλών ετών πριν ο εναγόμενος της προτείνει το επίδικο πρόγραμμα ως ένα νέο, περισσότερο κερδοφόρο, καταθετικό προϊόν, για τη λειτουργία του οποίου έπρεπε απλώς και επιπροσθέτως να αποκτήσει προαιρετικές συνεταιριστικές μερίδες. Η απόκρυφη των αναγκαίων αυτών πληροφοριών σε συνδυασμό με την παραπλανητική συμπεριφορά των υπαλλήλων της τράπεζας, που, την 12.11.2013, έπεισαν την ενάγουσα, ηλικιωμένο και χαμηλού μορφωτικού επιπέδου άτομο, ότι πρέπει να ενταχθεί σε ένα νέο πρόγραμμα, το ίδιο ασφαλές με εκείνο που την υποχρέωσαν να διακόψει την ίδια ημέρα, προκειμένου να απολαμβάνει τα ίδια προνόμια που αυτή θεωρούσε ότι απολάμβανε με αυτό μέχρι εκείνη την ημέρα, σε συνδυασμό με την παραπληροφόρηση περί εγγύησης εξασφάλισης και διατήρησης του κεφαλαίου της, που αυτή έλαβε όταν εντάχθηκε, την 28.09.2012, στο αρχικό πρόγραμμα «χρυσή κατάθεση», είχαν ως αποτέλεσμα να επιλέξει η ενάγουσα να ενταχθεί στο πρόγραμμα «αποδίδω», αντί να ρευστοποιήσει τις μέχρι τότε μερίδες της στην ονομαστική αξία των 35 ευρώ που είχαν μέχρι το χρόνο εκείνο. Αν δε αυτή δεν είχε παραπλανηθεί ως άνω, δεν θα είχε ενταχθεί στο επισφαλές αυτό πρόγραμμα, ενόψει και της κοινής αντίληψης, ακόμη και του πλέον άπειρου πολίτη, της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας στη χώρα, που έβαινε κλιμακούμενα χειρότερη με το χρόνο, αντιθέτως δε, θα είχε με βεβαιότητα καταφέρει να προστατεύσει το κεφάλαιο που είχε ως τότε διαθέσει στον εναγόμενο, από τη μελλοντική μείωση της τρέχουσας αξίας της συνεταιριστικής μερίδας, αφού θα είχε ρευστοποιήσει, κατά το χρόνο εκείνο, το σύνολο των προαιρετικών της μερίδων που ακόμη ήταν εφικτή επιλογή της, χωρίς τους περιορισμούς που μεταγενέστερα τέθηκαν με τη διάταξη του άρθρου 149 του ν. 4261/2014 περί εξόφλησης συνεταιριστικών μερίδων και το τροποποιηθέν κατά τα έτη 2013 και 2015 Καταστατικό του Συνεταιρισμού. Επομένως, αποδεικνύεται ότι αν η ενάγουσα, την 12.11.2013, γνώριζε ότι εντασσόταν σε ένα πρόγραμμα που εγγυόταν ένα ελάχιστο επιτόκιο για το 10% του κεφαλαίου της, αξίας 152.000,00 ευρώ, χωρίς καμία περαιτέρω εγγύηση για το υπόλοιπο ποσό (που αντιστοιχούσε στο 90% του κεφαλαίου της) και την αξία των προαιρετικών της μερίδων και χωρίς να γνωρίζει αν και πότε θα μπορεί να προβεί στη ρευστοποίηση του συνόλου των μερίδων αυτών, δεν θα επέλεγε να προβεί στην τοποθέτηση των χρημάτων της σε αυτό, αλλά θα επέλεγε, αν όχι την ανάληψη των χρημάτων της, ενδεχομένως τουλάχιστον την ασφαλή τοποθέτηση τους σε μία προθεσμιακή κατάθεση, όπως άλλωστε έπραττε επί πολλά έτη και αδιαλείπτως κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα συνεργασίας της με τον εναγόμενο. Εξάλλου, δεδομένου ότι ο εναγόμενος ρευστοποίησε 2.200 προαιρετικές μερίδες της ενάγουσας, επιστρέφοντας της το ποσό των 77.000,00 ευρώ κατά την 15.06.2015, ικανοποιώντας εν μέρει μόνο το σχετικό, επίμονο και επί ένα μήνα συνεχώς υποβαλλόμενο αρχικώς προφορικά, αίτημα της, η ζημία της σήμερα συνίσταται στην ονομαστική αξία (των 35 ευρώ) του συνόλου των λοιπών προαιρετικών συνεταιριστικών μερίδων που αυτή δεν είχε αποδεσμεύσει κατά τη σύναψη της σύμβασης ένταξης στο πρόγραμμα «αποδίδω., ήτοι στο ποσό των 76.650,00 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε 2.190 προαιρετικές μερίδες που η ενάγουσα διατηρεί μέχρι σήμερα και τις οποίες ο εναγόμενος αρνήθηκε να ρευστοποιήσει, όταν, την 10.06.2015, αυτή εγγράφως αιτήθηκε αυτό από τον τελευταίο, ζητώντας τη ρευστοποίηση του συνόλου των συνεταιριστικών της μερίδων, συμπεριλαμβανομένης και της μίας (1) υποχρεωτικής που (αυτή και μόνο) της προσέδιδε την ιδιότητα του συνεταίρου της συνεταιριστικής τράπεζας, με την αιτιολογία ότι η τράπεζα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει άμεσα και ευχερώς την απαίτηση της να ρευστοποιήσει το σύνολο των μερίδων, λόγω της συσσώρευσης αντίστοιχων αιτημάτων από πολλούς πελάτες αυτής και ότι η ενάγουσα θα έπρεπε να αναμένει ορισμένο, άγνωστο χρόνο για τη ρευστοποίηση και των υπολοίπων. Πλην όμως λίγες ημέρες μετά την ως άνω έγγραφη αίτηση της τελευταίας για ρευστοποίηση και κατά το χρονικό διάστημα που ο εναγόμενος δεν το ικανοποιούσε, τέθηκε σε ισχύ η πράξη νομοθετικού περιεχομένου για το περιορισμό των αναλήψεων και το Δ.Σ. του Συνεταιρισμού αποφάσισε την προσωρινή άρνηση της τράπεζας να ικανοποιεί σχετικά αιτήματα προς προάσπιση των συμφερόντων και εξασφάλιση της οικονομικής επιβίωσης του 15ιου του νομικού προσώπου. Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, η ζημία της ενάγουσας προκλήθηκε από την παράνομη συμπεριφορά των υπαλλήλων του εναγομένου που συμβλήθηκαν μαζί της, οι οποίοι, αποδεχόμενοι ότι μπορεί να βλάψουν την ενάγουσα και ότι εκθέτουν σε κίνδυνο την περιουσία της που αυτή είχε εμπιστευτεί στον εναγόμενο και με πρόθεση να προστατεύσουν τα συμφέροντα της τράπεζας, τα οποία συνίσταντο στην εξασφάλιση της κεφαλαιακής της επάρκειας (προερχόμενης από τις καταθέσεις των πελατών και συνεταίρων της, που τοποθετούσαν τα χρήματα τους στα ως άνω προγράμματα και αγόραζαν από αυτήν προαιρετικές συνεταιριστικές μερίδες), παρείχαν πλημμελώς ης πληροφορίες οι οποίες ήταν αναγκαίες προκειμένου η ενάγουσα να δύναται να κατανοήσει τους επιμέρους όρους και να εκτιμήσει αν η συγκεκριμένη σύμβαση ένταξης στο πρόγραμμα «αποδίδω», όπως και στο αρχικό πρόγραμμα «χρυσή κατάθεση», ήταν συμφέρουσα για την ίδια. Η συγκεκριμένη διάδικος δεν διέθετε, εξάλλου, οποιασδήποτε μορφής ειδική εκπαίδευση ή εμπειρία που θα της επέτρεπε να επιλέγει η ίδια τις μορφές τοποθετήσεως του κεφαλαίου της, οι οποίες κάλυπταν τις ανάγκες της, για το λόγο δε αυτό εμπιστευόταν απόλυτα τους υπαλλήλους του εναγομένου, χωρίς ωστόσο αυτό να συνιστά συντρέχον πταίσμα της που συνέβαλε στη ζημία της, καθόσον, ακόμη και αν αυτή επεδείκνυε μικρότερη εμπιστοσύνη στον εναγόμενο και διάβαζε τους όρους των συμβάσεων που υπέγραψε, πάλι δεν θα κατανοούσε το περιεχόμενο τους πλήρως, δεδομένου ότι οι όροι αυτοί ήταν δυνατό να προκαλέσουν σύγχυση ακόμη και στο μέσο συνετό αντισυμβαλλόμενο τράπεζας άνθρωπο που επιλέγει να ενταχθεί σε τραπεζικά καταθετικά ή επενδυτικά προγράμματα, μετά από πρόταση αυτής, δοθέντος ότι, εν προκειμένω, ο εναγόμενος, στον όρο 4 της σύμβασης ένταξης στο πρόγραμμα «χρυσή κατάθεση», έκανε χρήση της έκφρασης «η τράπεζα εγγυάται άτι η επένδυση του συνεταίρου θα έχει συνολική απόδοση … τουλάχιστον ίση (ελάχιστη εγγυημένη απόδοση) προς το εκάστοτε προσφερόμενο από την τράπεζα επιτόκιο… για προθεσμιακές καταθέσεις ανάλογου ύψους και διάρκειας…», με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η πρόκληση πλάνης αναφορικά με το αντικείμενο που εγγυήθηκε ο εναγόμενος και τη φύση του προγράμματος ως είδος προθεσμιακής κατάθεσης. Περαιτέρω, στους όρους 2 και 3 της σύμβασης ένταξης στο πρόγραμμα «αποδίδω», γίνεται συσχετισμός της κατάθεσης με την κατοχή των συνεταιριστικών μερίδων της ενάγουσας, με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση αναφορικά με τη σύνδεση των μερίδων που αποκτήθηκαν για τις ανάγκες της «χρυσής κατάθεσης» με το πρόγραμμα «αποδίδω», το οποίο ήταν δυνατό να εκληφθεί ως συνέχεια του αρχικού. Ως εκ τούτου, είναι κατʼ ουσίαν αβάσιμη η ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας στην πρόκληση της ζημίας της, καθόσον η τελευταία προήλθε αποκλειστικά από την παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου, χωρίς η ίδια να ήταν δυνατό να αποτρέψει αυτή, ακόμη και αν διάβαζε τις επίδικες συμβάσεις, ενώ, εξάλλου, αυτή είναι ουσία αβάσιμη και επειδή η ενάγουσα αιτήθηκε τη ρευστοποίηση των μερίδων της σε χρόνο που θεωρούσε καταλληλότερο για την ίδια, χωρίς να γνωρίζει, και μάλιστα ανυπαιτίως, ότι δεν ήταν τότε εφικτή η ρευστοποίηση ούτε της το είχε επισημάνει με οποιονδήποτε τρόπο ο εναγόμενος νωρίτερα, προκειμένου αυτή να ενεργήσει αναλόγως και εγκαίρως. Επίσης, η ενάγουσα, ως απόφοιτος του δημοτικού σχολείου, βρισκόταν εκτός του-κύκλου όσων προσώπων θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν και, κατά μείζονα λόγο, να συνδυάσουν και να αξιολογήσουν ένα εκτεταμένο σύνολο παρεχομένων εγγράφως ή προφορικώς ειδικών πληροφοριών που αφορούν στην μορφή, το περιεχόμενο και κυρίως τις διακρίσεις με γνώμονα τους κινδύνους των διαφόρων προτεινομένων επενδυτικών επιλογών, επομένως, θα ήταν αδύνατο, και νια το λόγο αυτό, να κατανοήσει τους οικονομικούς όρους και συσχετισμούς μεταξύ των επιτοκίων των προγραμμάτων αυτών με τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων και τις διαφορές μεταξύ των τελευταίων και του επίδικου επενδυτικού προγράμματος «χρυσή κατάθεση» καθώς και του καταθετικού λογαριασμού «αποδίδω», ο οποίος μάλιστα δεν αφορούσε επ’ ουδενί την «τύχη» των συνεταιριστικών μερίδων μετά την κατάργηση του προγράμματος «χρυσή κατάθεση», προκαλώντας, κατά τον τρόπο αυτό, σύγχυση αναφορικά με το ρυθμιστικό τους πλαίσιο εφεξής. Αντιθέτως, αποδεικνύεται, ότι ο εναγόμενος, μέσω των εξειδικευμένων υπαλλήλων που απασχολούσε στην επιχείρηση του, ήταν σε θέση να διαμορφώσει το περιεχόμενο όσων επιλογών επιχειρούνταν από την ενάγουσα, χωρίς να παρέχει στην τελευταία κατά τρόπο κατανοητό για την ίδια, όσες πληροφορίες θα της ήταν απαραίτητες, ώστε να αποφασίσει εάν θα αποδεχτεί ή θα απορρίψει την προτεινόμενη σε αυτήν επένδυση του κεφαλαίου της. Κατά μείζονα λόγο, η ενάγουσα θα είχε αποφύγει την τοποθέτηση των χρημάτων της στο επίδικο πρόγραμμα «αποδίδω», σε περίπτωση που είχε πληροφορηθεί ότι ο εναγόμενος δεν εγγυόταν την εξασφάλιση του επενδυόμενου κεφαλαίου της, ύψους 152.000,00 ευρώ, σε κάθε δε περίπτωση αυτή δεν θα είχε συμφωνήσει σε μία τέτοιας μορφής επένδυση, εάν ο υπάλληλος του εναγομένου που της υπέβαλε την σχετική πρόταση είχε εξηγήσει σε αυτήν ότι δεν αποκλείεται να υποστεί ακόμη και καθολική απώλεια του κεφαλαίου της, λόγω της μεταβλητότητας της αξίας των προαιρετικών της μερίδων. Η ως άνω συμπεριφορά του εναγομένου, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, και σύμφωνα με όσα σχετικώς αναπτύχθηκαν στις ανωτέρω, υπό I, II, IV και V νομικές σκέψεις, κρίνεται ως παράνομη. Επιπλέον, η συγκεκριμένη παράνομη συμπεριφορά συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία της περιουσίας της ενάγουσας, όπως προελέχθη, καθόσον αυτή προκλήθηκε διότι οι επενδυτικές κινήσεις της επιχειρήθηκαν χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς την ίδια της ενημέρωσης που ήταν αναγκαία ώστε να κατανοήσει την μορφή και το περιεχόμενο των επίδικων συμβάσεων και να αποφασίσει η ίδια εάν θα επιλέξει την προτεινόμενη από τον εναγόμενο τοποθέτηση του κεφαλαίου της, αναλαμβάνοντας μέσω της επιλογής της, όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία, οι οποίοι και πραγματοποιήθηκαν, αφού ούτε η ρευστοποίηση των εναπομεινασών μερίδων της είναι δυνατή πλέον, σύμφωνα με το ισχύον Καταστατικό του Συνεταιρισμού και την από 28.06.2015 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου περί επιβολής περιορισμών των συναλλαγών στα πιστωτικά ιδρύματα ούτε και η τρέχουσα τιμή αυτής, αξίας ονομαστικής 14 ευρώ, είναι η ίδια με αυτήν κατά την ημερομηνία που εντάχθηκε στα προγράμματα «χρυσή κατάθεση, και «αποδίδω» (η οποία ήταν 35 ευρώ). Περαιτέρω, τα ποσά των εισπραχθέντων τόκων που ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα καρπώθηκε από το πρόγραμμα «χρυσή κατάθεση, στο οποίο εντάχθηκε και από το οποίο υπέστη θετική ζημία αναγόμενη στην απώλεια του κεφαλαίου της, αντιστοιχούσα στην ονομαστική αξία των μερίδων κατά το χρόνο που τις απέκτησε, ήτοι στο ποσό των 76.650,00 (35€ Χ 2.190 μερίδες), δεν θα πρέπει να αφαιρεθούν από την αποζημίωση που αυτή δικαιούται, καθόσον τα ποσά των τόκων δεν είναι κέρδος της ενάγουσας από τη ζημία της, αλλά απότοκος της συναφθείσας μεταξύ αυτής και του εναγομένου σύμβασης με συγκεκριμένες απολήψεις. Πράγματι, οι τόκοι που έλαβε η ενάγουσα ως απόδοση του προαναφερθέντος προγράμματος είναι μεν κέρδος της από την κυριότητα των συνεταιριστικών μερίδων που αυτή κατείχε κατά τη λειτουργία αυτού, πλην όμως το κέρδος αυτό προέρχεται όχι από την ζημία που υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου της, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στην ενάγουσα. Έτσι, η ενάγουσα δικαιούται να κρατήσει το σύνολο των εισπραχθέντων τόκων. Άλλωστε η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία της ενάγουσας, θα αντέκειτο στις αρχές της καλής πίστεως, αφού η τελευταία τους έχει ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την απώλεια του κεφαλαίου της ή του μεγαλυτέρου μέρους της, αν είχε τη δυνατότητα να ρευστοποιήσει τις μερίδες (ΕφΑθ 4841/2014 ΧΡΗΔΙΚ 2015/136). Επομένως, ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου περί συνυπολογισμού του κέρδους της στη θετική ζημία που υπέστη η ενάγουσα, πρέπει να απορριφθεί κατά το σκέλος του αυτό. Εξάλλου, η ενάγουσα εξακολουθεί να είναι κυρία των λοιπών συνεταιριστικών μερίδων, ήτοι 2.190 μερίδων, ονομαστικής σήμερα αξίας 14 ευρώ, έναντι αυτής που η κάθε μερίδα είχε ακόμη και κατά το χρόνο που η ενάγουσα εντάχθηκε στο ζημιογόνο πρόγραμμα «αποδίδω., καίτοι οι μερίδες αυτές δεν είναι σήμερα προσωρινά ρευστοποιήσιμες, λόγω σχετικής απαγόρευσης από το Καταστατικό του εναγομένου και από τους προαναφερόμενους νομοθετικούς περιορισμούς. Πλην όμως, αυτές, ως κινητές αξίες, ενσωματώνουν μία αξία που θα είναι μελλοντικά ρευστοποιήσιμη και της οποίας η τιμή, υπολογιζόμενη κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ανέρχεται στο ποσό των 14 ευρώ. Επομένως, από τη θετική ζημία της ενάγουσας, θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 30.660,00 ευρώ (2.190 Χ 1 14€), ως κέρδος της που προέρχεται από τη ζημία που υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου της, γενομένου δεκτού του συγκεκριμένου σκέλους της σχετικής ένστασης του εναγομένου περί συνυπολογισμού του κέρδους στη ζημία, σύμφωνα με την ανωτέρω υπό VΙΙ νομική σκέψη. Συνακόλουθα, το συνολικό ποσό της θετικής ζημίας που πρέπει να επιδικαστεί στην ενάγουσα ανέρχεται στο ποσό των 45.990,00 (76.650,00 – 30.660,00) ευρώ. Τέλος, από την προπεριγραφείσα υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου, διά των προστηθέντων υπαλλήλων του και ιδίως διά του κ. …, υπαλλήλου του υποκαταστήματος Καστελλίου Κισσάμου Χανίων, ο οποίος δεν τήρησε τις υποχρεώσεις σαφούς πληροφόρησης και διαφώτισης της ενάγουσας και την επιβαλλόμενη από την καλή πίστη γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές, η ενάγουσα υπέστη, εκτός από την άνω αιτιωδώς συνδεόμενη με τη συμπεριφορά του, υλική ζημία – η οποία, όπως αποδεικνύεται, προκλήθηκε διότι η ένταξή της στο πρόγραμμα «αποδίδω» αλλά και στο αρχικό πρόγραμμα «χρυσή κατάθεση», επιχειρήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς την ίδια της ενημέρωσης που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσει την μορφή και το περιεχόμενο αυτών και να αποφασίσει εάν θα επιλέξει την προτεινόμενη τοποθέτηση του- κεφαλαίου της, αναλαμβάνοντας μέσω της επιλογής της, όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία – και ηθική βλάβη, η οποία, ενόψει των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του είδους του θιγόμενου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής του αγαθού της περιουσίας της ενάγουσας, δεδομένης της απώλειας του 40% σχεδόν του συνολικού επενδεδυμένου κεφαλαίου της, ανερχόμενης στο ποσό των 30.660,00 ευρώ, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων του εναγομένου, τα οποία εκμεταλλεύθηκαν ιδιαίτερα την απειρία της ενάγουσας στις σχετικές συναλλαγές και την εμπιστοσύνη που αυτή επεδείκνυε στα πρόσωπά τους, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων, η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 10.000,00 ευρώ.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών νομικών της βάσεων και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 55.990,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, η απόφαση αυτή θα πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή ως προς το ποσό των 30.000,00 ευρώ από το συνολικό ανωτέρω επιδικαζόμενο ποσό, διότι η απαίτηση της ενάγουσας θεμελιώνεται σε αδικοπραξία και η περαιτέρω καθυστέρηση της ικανοποιήσεως της κατά το μέρος της αυτό θα της προκαλέσει σημαντική ζημία (άρθρο 907, 908 παρ. 1δ ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας του καθενός (άρθρο 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των πενήντα πέντε χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα (55.990,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.
KHΡΥΣΣΕI την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή ως προς το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στα Χανιά, την 31.05.2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ