Ο Κώδικας οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών περιλαμβάνει διάταξη για περικοπή μισθού και μη χορήγησης άδειας σε περίπτωση που καθυστερεί η έκδοση αποφάσεων από τον συγκεκριμένο δικαστή.
Δύο διατάξεις που ουσιαστικά βάζουν – πέραν των άλλων- συγκεκριμένες “ποινές” στους δικαστές που καθυστερούν υπερβολικά στην έκδοση αποφάσεων γεγονός που λειτουργεί ως αντίβαρο στην προσπάθεια επιτάχυνσης της Δικαιοσύνης, εισαγάγει ο νέος Κώδικας οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που συζητείται και σήμερα στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής.
Πρόκειται για μέτρα που δεν αφορούν την πειθαρχική διαδικασία αλλά επιβάλλονται απευθείας από τον προϊστάμενο του δικαστηρίου που υπηρετεί ο δικαστής και αφορούν:
-Την περικοπή του μισθού του
-την δυνατότητα να μην του χορηγηθεί κανονική άδεια εφόσον υπάρχει κίνδυνος σοβαρής καθυστέρησης
Μάλιστα ήδη , προ καιρού η Ένωση Δικαστών Εισαγγελέων είχε ζητήσει την “κατάργηση της διάταξης που προβλέπει δυνατότητα του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία να αποφασίζει την περικοπή μισθού σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην έκδοση αποφάσεων και παράδοση δικογραφιών, ως μέτρο που συνιστά άσκηση οιονεί πειθαρχικής εξουσίας κατά παρέκκλιση από τα ουσιαστικά και δικονομικά εχέγγυα που κατοχυρώνονται στον ΚΟΔΚΔΛ για την εν γένει απόδοση πειθαρχικών ευθυνών σε δικαστικούς λειτουργούς (άρθρο 50 παρ. 3 και 4 ΣχΝ). Αντίστοιχα και για τους ίδιους λόγους πρέπει να καταργηθεί και η διάταξη του άρθρου 52 παρ. 12 ΣχΝ, που προβλέπει ότι δικαστικός λειτουργός δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση κανονικής άδειας αν υπάρχει κίνδυνος ουσιώδους καθυστέρησης στην έκδοση αποφάσεων».
Οι διατάξεις
Η πρώτη διάταξη για την περικοπή μισθού αναφέρει στο άρθρο 50 παρ. 3:
“Δεν οφείλεται μισθός για το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο δικαστικός λειτουργός από δική του υπαιτιότητα δεν παρέχει υπηρεσία. Ως μη παροχή υπηρεσίας νοείται και η, κατά την κρίση των οργάνων, που αναφέρονται στην παρ. 4, κατ’ επανάληψη αδικαιολόγητη καθυστέρηση παράδοσης σχεδίων αποφάσεων και δικογραφιών που του ανατίθενται προς επεξεργασία, καθώς και η αδικαιολόγητη μη συμμετοχή στις συνεδριάσεις των οργάνων του δικαστηρίου ή η αδικαιολόγητη μη εκτέλεση υπηρεσίας που του ανατέθηκε αρμοδίως.
4. Στην περίπτωση της παρ. 3,ο μισθός περικόπτεται με πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστικού λειτουργού που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή τη Γενική
Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή με πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστικού λειτουργού, που διευθύνει το αμέσως ανώτερο δικαστήριο ή εισαγγελία, με την οποία ορίζεται, αναλόγως με τη μη παροχή υπηρεσίας, το χρονικό διάστημα για το οποίο περικόπτεται ο μισθός.
Για την περικοπή του μισθού του εκκαθαριστή – δικαστικού λειτουργού, αρμόδιος είναι ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστικός λειτουργός που διευθύνει το αμέσως ανώτερο δικαστήριο ή εισαγγελία. Ο αρμόδιος για την περικοπή του μισθού καλεί, πριν από την
έκδοση της πράξης, εγγράφως τον δικαστικό λειτουργό να εκφράσει τις απόψεις του. Η εκτέλεση της πράξης δεν αναστέλλεται για οποιονδήποτε λόγο. Ο δικαστικός λειτουργός στον οποίο αφορά η πράξη μπορεί, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επίδοση της πράξης σε αυτόν, να ασκήσει προσφυγή κατ’ αυτής ενώπιον του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου, το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα. Σε περίπτωση αποδοχής της προσφυγής, το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο εξαφανίζει την πράξη της περικοπής, ενώ διατάσσεται η απόδοση σε αυτόν του μισθού που περικόπηκε’.
Η δεύτερη διάταξη για το κόψιμο της άδειας αναφέρει στο άρθρο 52 παρ. 12:
“Δικαστικός λειτουργός δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση κανονικής αδείας, εφόσον, κατά την κρίση του οικείου προϊσταμένου, υπάρχει κίνδυνος ουσιώδους καθυστέρησης στην έκδοση αποφάσεων ή βουλευμάτων σε επείγουσες υποθέσεις, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικά σοβαροί λόγοι υγείας’.