ΜΠρΑθ 329/2019: Διεθνής δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων σε οικογενειακές διαφορές αλλοδαπών – εφαρμοστέο δίκαιο
Πραγματικά περιστατικά και αίτημα
Η ενάγουσα και ο εναγόμενος, Ρουμάνοι υπήκοοι, τέλεσαν πολιτικό γάμο στη Ρουμανία το 2006 και κατόπιν εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Από το γάμο τους απέκτησαν ένα τέκνο που γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 2009. Ο εναγόμενος αποχώρησε από τη συζυγική εστία και βρίσκονται σε διάσταση από το Φθινόπωρο το 2015, οπότε επήλθε η οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης από λόγο που αφορά αποκλειστικά τον εναγόμενο. Αυτός αντιμετωπίζει πρόβλημα αλκοολισμού και άσκησε κατά της ενάγουσας σωματική βία, επιδεικνύοντας έκτοτε αδιαφορία για τις βιοτικές ανάγκες και την ανατροφή του ανηλίκου τέκνου τους. Η ενάγουσα έχει αναλάβει την αποκλειστική φροντίδα του τέκνου της.
Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα ζητεί τη λύση του γάμου της με τον εναγόμενο σύζυγό της λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης από λόγο που αφορά αποκλειστικά το πρόσωπό του. Επιπλέον ζητεί να της ανατεθεί η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της προκαταβάλλει εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός διατροφή σε χρήμα για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους.
Διεθνής δικαιοδοσία και εφαρμοστέο δίκαιο
Ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου της 27.11.2003 «περί της διεθνούς δικαιοδοσίας αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας», ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται από 1.3.2005 (άρθρο 64 παρ. 1 και 72 αυτού) και επέφερε την κατάργηση του προγενέστερου Κανονισμού 1347/2000 του Συμβουλίου της ΕΚ, αποσκοπεί στην ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας μεταξύ των κρατών μελών και τη διασυνοριακή αναγνώριση των δικαιοδοσιών και των αποφάσεων σχετικά με τη λύση του συζυγικού δεσμού και τη γονική μέριμνα.
Με την έναρξη δε ισχύος του ως άνω Κανονισμού επέρχεται μεταξύ των κρατών της ΕΕ που συνέπραξαν στην αποδοχή του υποκατάσταση του εσωτερικού δικαίου από τις διατάξεις του. Έκτοτε, διεθνή δικαιοδοσία για θέματα διαζυγίου έχουν σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 α του ως άνω Κανονισμού (2201/3003) τα δικαστήρια κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται η συνήθης διαμονή των συζύγων ή η τελευταία κοινή συνήθης διαμονή των συζύγων, εφόσον ένας εξ αυτών έχει ακόμα τη διαμονή αυτήν, ή η συνήθης διαμονή του εναγόμενου ή η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, εάν είχε την αυτή διαμονή επί ένα χρόνο αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής, ή η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, εάν είχε αυτή τη διαμονή έξι μήνες αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής και είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους, ή η συνήθης διαμονή του ενός ή του άλλου συζύγου μετά κοινής αιτήσεως ή της ιθαγένειας των δύο συζύγων. Έτσι, αν και οι δύο σύζυγοι είναι αλλοδαποί χωρίς μάλιστα οποιοσδήποτε από αυτούς να έχει την ιθαγένεια κράτους-μέλους, υφίσταται όμως το κριτήριο της συνήθους διαμονής στην Ελλάδα υπό οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού περιπτώσεις, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν πλέον δικαιοδοσία να δικάσουν τη διαφορά, έστω κι αν τέτοια δικαιοδοσία δεν αναγνωρίζεται σε αυτά από τα δίκαια της ιθαγένειας των συζύγων.
Περαιτέρω, το άρθρο 17 του Κανονισμού επιβάλλει την έρευνα της δικαιοδοσίας από το επιλαμβανόμενο δικαστήριο κράτους μέλους και προβλέπει ότι αυτό διαπιστώνει αυτεπάγγελτα την έλλειψη δικαιοδοσίας του, εφόσον επιλαμβάνεται υπόθεσης για την οποία δεν έχει δικαιοδοσία βάσει του Κανονισμού αυτού και για την οποία δικαστήριο αλλού κράτους μέλους έχει δικαιοδοσία δυνάμει του Κανονισμού, εφόσον δε κανένα κράτος μέλος δεν έχει δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 3, 4 και 5, εφαρμόζονται για την έρευνα της ύπαρξης διεθνούς δικαιοδοσίας τα κριτήρια του εσωτερικού δικαίου ως επικουρικές δικαιοδοτικές βάσεις, καθιερωμένες επίσης από τον Κανονισμό (άρθρο 7 παρ. 1).
Όσον αφορά δε τη διεθνή δικαιοδοσία για θέματα γονικής μέριμνας στα οποία εμπίπτει και το δικαίωμα επιμέλειας και προσωπικής επικοινωνίας (άρθρο 1 παρ. 1 περ β και παρ. 2 περ α του ως άνω Κανονισμού), αυτή ρυθμίζεται καταρχήν από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του Κανονισμού σύμφωνα με την οποία τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα του παιδιού το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης της προσφυγής ενώ στην παρ. 2 του ως άνω Κανονισμού αναφέρεται ότι «η παράγραφος 1 δεν θίγει τις διατάξεις των άρθρων 9, 10 και 12».
Τέλος με τη διάταξη του άρθρου 12 του Κανονισμού που έχει τίτλο παρέκταση αρμοδιότητας και δη στην παράγραφο 1 αυτού ορίζεται ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στα οποία η αρμοδιότητα ασκείται βάσει του άρθρου 3 για να αποφασίσουν για μια αίτηση διαζυγίου δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου είναι αρμόδια για οιοδήποτε ζήτημα σχετικά με τη γονική μέριμνα το οποίο συνδέεται με την αίτηση αυτή, εφόσον α) τουλάχιστον ένας από τους συζύγους ασκεί την γονική μέριμνα του παιδιού και β) η αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από τους συζύγους και από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και είναι προς το ύψιστο συμφέρον του παιδιού».
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16 και 14 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι το διαζύγιο διέπεται από το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων ήτοι κατά σειρά: α) το δίκαιο της κοινής κατά τη διάρκεια του γάμου ιθαγένειας των συζύγων, εφόσον ο ένας τη διατηρεί, β) το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής συνήθους διαμονής τους, γ) το δίκαιο με το οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα πλην όμως κρίσιμο χρονικό σημείο για τη διαπίστωση της συνδρομής και των τριών αυτών συνδετικών στοιχείων με τη σειρά που καθορίζει η διάταξη του άρθρου 14 του ίδιου κώδικα είναι σύμφωνα με το άρθρο 16 του ίδιου κώδικα ο χρόνος έναρξης της διαδικασίας του διαζυγίου ο οποίος συμπίπτει με το χρόνο άσκησης της αγωγής. Επομένως, αν κατά τον χρόνο αυτόν οι σύζυγοι ούτε κοινή ιθαγένεια έχουν ούτε κοινή συνήθη διαμονή, γεγονός που, στη δεύτερη περίπτωση συμβαίνει όταν η συμβίωσή τους έχει διακοπεί σε προγενέστερο χρόνο, το διαζύγιό τους διέπεται από το δίκαιο με το οποίο αυτοί κατά τον ίδιο πιο πάνω κρίσιμο χρόνο συνδέονται στενότερα.
Επιπλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 18 ΑΚ, οι σχέσεις μεταξύ γονέων και τέκνων ρυθμίζονται κατά σειρά: 1. από το δίκαιο της τελευταίας κοινής ιθαγένειάς τους, 2. από το δίκαιο της τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής τους, 3. από το δίκαιο της ιθαγένειας του τέκνου. Το δίκαιο της κοινής ιθαγένειας γονέων και τέκνων εφαρμόζεται primo loco ακόμα κι αν ούτε οι γονείς ούτε το τέκνο διατηρούν πλέον την ιθαγένειά τους εκείνη. Στον όρο «σχέσεις γονέων και τέκνων» περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου και η ρύθμιση της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το μη διαμένον μαζί του ανήλικο τέκνο.
Το παρόν δικαστήριο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 17 παρ. 1 και 22 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592-613 ΚΠολΔ), στην οποία αγωγή παραδεκτά σωρεύονται κατ’ άρθρο 218 ΚΠολΔ αγωγή διαζυγίου και αγωγή επιμέλειας και διατροφής ανηλίκου τέκνου με γονέα (άρθρα 218, 592 παρ. 1α ΚΠολΔ) και έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της.
Ειδικότερα, καθ’ ο μέρος με την υπό κρίση αγωγή ζητείται η λύση του γάμου των διαδίκων το δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α του Κανονισμού 2201/2003, ως το δικαστήριο της τελευταίας κοινής συζυγικής διαμονής την οποία διατηρεί η ενάγουσα, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω στη σχετική νομική σκέψη (16ΑΚ). Καθ’ ο μέρος δε με την υπό κρίση αγωγή ζητείται η επιμέλεια και η διατροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων με τον εναγόμενο πατέρα του, το παρόν δικαστήριο έχει επίσης διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 1 αρ. 1 εδ. β΄ και αρ. 2 εδ. α΄ και το άρθρο 8 του Κανονισμού 2201/2003, καθόσον προκύπτει ότι το τέκνο έχει τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα (άρθρο 17 και 18 ΑΚ). Περαιτέρω, εφαρμοστέο δίκαιο προκύπτει ότι τυγχάνει το δίκαιο της τελευταίας κοινής ιθαγένειας των διαδίκων και του τέκνου τους, ήτοι το ρουμανικό.