ΑΠΟΦΑΣΗ
Διαμαντόπουλος κατά Ελλάδας της 08.03.2022 (αρ. προσφ. 68144/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1933 και ζει στην Αθήνα και ήταν διευθύνων συμβούλος στην εταιρεία «Διαμαντόπουλος και Σία Ο.Ε.».
Το Εφετείο Αθηνών έκανε δεκτή την αγωγή αδικοπραξίας σε βάρος του προσφεύγοντος για τα αδικήματα της ψευδορκίας και της συκοφαντικής δυσφήμισης σε βάρος δύο άλλων εταιρειών και επιδίκασε αποζημίωση. Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση στον Άρειο Πάγο. Ενόσω η διαδικασία αυτή ήταν εκκρεμής, ο προσφεύγων παραπέμφθηκε να δικαστεί για τα ίδια ποινικά αδικήματα στο ποινικό δικαστήριο που τον αθώωσε με αμετάκλητη απόφαση.
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε με την προσφυγή του, επικαλούμενος το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ, ότι, παρά το γεγονός ότι είχε επικαλεστεί ενώπιον του Αρείου Πάγου την αθώωσή του από το ποινικό δικαστήριο για τα ίδια γεγονότα, το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν την είχε εξετάσει και είχε παραβιάσει το δικαίωμά του στο τεκμήριο της αθωότητας. Στη συνέχεια, βασιζόμενος στην απόφαση αυτή, ο προσφεύγων προέβαλε ενώπιον του Αρείου Πάγου ένσταση σχετικά με την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας από το δευτεροβάθμιο πολιτικό δικαστήριο. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό αυτό, καθώς τον είχε επικαλεστεί ο προσφεύγων με τις Προτάσεις του πριν από τη συζήτηση και όχι με χωριστό δικόγραφο Προσθέτων Λόγων Αναίρεσης, όπως απαιτείται από το άρθρο 569 § 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ (παραβίαση τεκμηρίου αθωότητας) εφαρμόζεται παρόλο που ο προσφεύγων δεν είχε προβάλει παραδεκτά το λόγο αναίρεσης. Ωστόσο, η προσφυγή κρίθηκε απαράδεκτη, λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 παρ. 2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων είναι Έλληνας υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1933 και ζει στην Αθήνα. Ήταν διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας «Διαμαντόπουλος και Σία Ο.Ε.».
Το Εφετείο Αθηνών διαπίστωσε την αστική ευθύνη του προσφεύγοντος για τα αδικήματα της ψευδορκίας και της συκοφαντικής δυσφήμισης και επιδίκασε καταβολή αποζημίωσης. Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση στον Άρειο Πάγο (πολιτικό τμήμα). Ενόσω αυτή η διαδικασία ήταν εκκρεμής, το πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο αξιολόγησε την ποινική ευθύνη του προσφεύγοντος για τα ίδια αδικήματα και τον αθώωσε με αμετάκλητη απόφαση. Στη συνέχεια, βασιζόμενος στην απόφαση αυτή, ο προσφεύγων προέβαλε ενώπιον του Αρείου Πάγου ένσταση σχετικά με την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας από το δευτεροβάθμιο πολιτικό δικαστήριο. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν εξέτασε αυτόν τον ισχυρισμό, καθώς τον είχε επικαλεστεί ο προσφεύγων με τις έγγραφες Προτάσεις του πριν από τη συζήτηση και όχι με χωριστό δικόγραφο Προσθέτων Λόγων, όπως απαιτείται από το άρθρο 569 § 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 2 της Σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι, παρά το γεγονός ότι είχε επικαλεστεί ενώπιον του Αρείου Πάγου την αθώωσή του από το ποινικό δικαστήριο για τα ίδια γεγονότα, το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν την είχε εξετάσει και είχε παραβιάσει το δικαίωμά του στο τεκμήριο της αθωότητας.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
(i) Εφαρμογή του άρθρου 6 § 2 της ΕΣΔΑ
Η δεύτερη πτυχή του άρθρου ήταν αυτή που τέθηκε σε εφαρμογή, ο ρόλος της οποίας ήταν να αποτρέψει την υπονόμευση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας μετά την ολοκλήρωση της σχετικής ποινικής διαδικασίας με αθώωση του κατηγορουμένου. Ως εκ τούτου, το ερώτημα που έπρεπε να εξεταστεί ήταν εάν η πολιτική διαδικασία που ολοκληρώθηκε με την απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου είχε συνδεθεί με οποιαδήποτε προηγούμενη ποινική διαδικασία. Το Δικαστήριο απάντησε καταφατικά. Ειδικότερα, η αθωωτική απόφαση στην ποινική υπόθεση κατά του προσφεύγοντος είχε εκδοθεί μετά την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και ο Άρειος Πάγος, ως το ανώτατο δικαστήριο, ήταν το μόνο δικαστικό όργανο που θα μπορούσε ενδεχομένως να εξετάσει οποιοδήποτε επιχείρημα σχετικό με τις συνέπειες της αθωωτικής απόφασης όσον αφορά την αστική υπόθεση και την αποζημίωση. Πράγματι, βάσει του εθνικού δικαίου και υπό το πρίσμα της εθνικής νομολογίας, δεν θα ήταν ασυμβίβαστο με την εξουσία ελέγχου του Αρείου Πάγου να εξετάζει τις συνέπειες μιας ποινικής αθωωτικής απόφασης στην αστική διαδικασία. Η συμπεριφορά του προσφεύγοντος που εξετάστηκε στην αστική και την ποινική διαδικασία ήταν πανομοιότυπη. Η Κυβέρνηση είχε δηλώσει ρητά στις παρατηρήσεις της ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο θα είχε αξιολογήσει την τήρηση του τεκμηρίου αθωότητας εάν αυτός ο λόγος αναίρεσης είχε διατυπωθεί με παραδεκτό τρόπο ως χωριστός Πρόσθετος Λόγος Αναίρεσης.
Κατά το ΕΔΔΑ το γεγονός ότι δεν είχε εξεταστεί ο λόγος αναίρεσης για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας καθώς δεν είχε υποβληθεί με παραδεκτό τρόπο δεν απέκλειε την εφαρμογή του άρθρου 6 § 2 της ΕΣΔΑ.
(ii) Παραδεκτό (εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων)
Το άρθρο 569 § 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας όριζε συγκεκριμένα διαδικαστικά βήματα που έπρεπε να ακολουθηθούν για την υποβολή πρόσθετων λόγων αναίρεσης. Οι κανόνες που διέπουν αυτά τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν αποσκοπούσαν στη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της συμμόρφωσης, ιδίως, με την αρχή της ασφάλειας δικαίου και της ισότητας των όπλων. Ο προσφεύγων είχε εκπροσωπηθεί από δικηγόρο καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και εύλογα θα ανέμενε ότι έπρεπε να τηρηθούν οι σχετικοί διαδικαστικοί κανόνες. Επιπλέον, δεν εξήγησε γιατί δεν υπέβαλε τους λόγους αναιρέσεως υπό μορφή πρόσθετων λόγων, παρόλο που η προθεσμία των τριάντα ημερών για την υποβολή τους δεν είχε λήξει όταν επικαλέστηκε τον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης στις Προτάσεις του. Ούτε υπήρχε τίποτα στη δικογραφία που είχε το Δικαστήριο που να δείχνει, όπως υποστήριξε ο προσφεύγων, ότι ο Άρειος Πάγος μπορούσε ή όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το τεκμήριο αθωότητας, παρά τον τρόπο με τον οποίο προβλήθηκε. Η εθνική νομοθεσία, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν επέβαλε υποχρέωση του Αρείου Πάγου να εξετάσει τον λόγο αυτό αναίρεσης χωρίς να συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις. Ο προσφεύγων δεν προσκόμισε σχετική νομολογία που να αποδεικνύει ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε μέχρι τώρα κάνει κάτι αντίστοιχο. Αντίθετα, το δικαστήριο αυτό είχε ήδη κρίνει ότι το τεκμήριο αθωότητας ενεργοποιούνταν μόνο εάν ο προσφεύγων προσκόμιζε ποινική αθωωτική απόφαση στο πολιτικό δικαστήριο. Ως προς αυτό, η παρούσα υπόθεση διέφερε επομένως από την Καπετάνιος κ.α. κατά Ελλάδας στην οποία οι προσφεύγοντες είχαν επικαλεστεί τις αθωωτικές ποινικές αποφάσεις στον Άρειο Πάγο σύμφωνα με τις διαδικαστικές απαιτήσεις.
Επομένως, το ΕΔΔΑ έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη, λόγω της μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων (επιμέλεια: echrcaselaw.com)