Απαράδεκτη αγωγή αναγνώρισης ανυπαρξίας γάμου λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος του ενάγοντος. Αποδείχθηκε ότι ούτε συγγένεια επικαλείται, ούτε άμεσο επί της κληρονομίας του θανόντος δικαίωμα. Το επικαλούμενο συμφέρον του δεν είναι οικογενειακής φύσης αλλά καθαρά περιουσιακής, και οι σχετικές αξιώσεις θα μπορούσαν ενδεχομένως να ικανοποιηθούν με άλλο τρόπο.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 141/2013
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ευαγγελία Πανταζή, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννη Βαλμαντώνη, Πρωτοδίκη, Αγγελική Ανέστη, Πρωτοδίκη -Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ελένη Ορφανού.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 24 Σεπτεμβρίου 2012 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ενάγοντος: Ι. Ζ. του Χ., κατοίκου …, οδός …, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Αναστασίας Χρήστου.
Των εναγομένων: α) Ε. χήρας Κ. Π., κατοίκου …, οδός …, β) Μ. συζύγου Ι. Π. κατοίκου Αθηνών, οδός …, οι οποίες παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Ζωής Σπυροπούλου δυνάμει του υπ’ αριθ. 7070/25-5-2012 ειδικού πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών … και γ) Δ. Α. του Γ., κατοίκου …, οδός …, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του … δυνάμει του υπ’αριθ. 1886/26-5-2012 ειδικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ….
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 13-2-2012 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 30591/2012 και αριθμό καταθέσεως δικογράφου 1250/2012, προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 28-5-2012 και κατόπιν νομίμου αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 1378 ΑΚ, “η αγωγή για ακύρωση του γάμου μπορεί να ασκηθεί: 1. στις περιπτώσεις των άρθρων 1350 έως 1352, 1354, 1356, 1357 και 1360, από τους συζύγους και από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, καθώς και από τον εισαγγελέα αυτεπαγγέλτως, 2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 1374 και 1375, μόνον από τον σύζυγο που πλανήθηκε ή απειλήθηκε, όχι όμως από τους κληρονόμους τους”. Κατά το άρθρο 608 § 1 του ΚΠολΔ η αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας ή της ακύρωσης γάμου, που ασκείται από τον ένα σύζυγο, απευθύνεται κατά του άλλου και αν αυτός έχει πεθάνει, κατά των κληρονόμων του, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου η πιο πάνω αγωγή, όταν ασκείται από τον εισαγγελέα ή κάποιον άλλον που έχει έννομο συμφέρον, απευθύνεται και κατά των δύο συζύγων και αν έχει πεθάνει ο ένας κατά των κληρονόμων του, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από τη σαφή διατύπωση των πιο πάνω διατάξεων συνάγεται, ότι η αγωγή περί αναγνωρίσεως της υπάρξεως ή ανυπαρξίας ή ακυρώσεως γάμου, όταν ασκείται από τον ένα των συζύγων ή από αυτόν που έχει έννομο συμφέρον, πρέπει να απευθυνθεί κατά του άλλου συζύγου και σε περίπτωση θανάτου αυτού κατά των κληρονόμων του, αλλιώς απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη. Στην περίπτωση αυτή ως κληρονόμοι θεωρούνται τόσο οι σύζυγοι όσο και τα τέκνα, δημιουργείται δε μεταξύ τους περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας κατά το άρθρο 76 του ΚΠολΔ (βλ. σχ. ΟλΑΠ 1043/1976 ΝοΒ 25.503, Εφ. Αθ. 9947/1998 Δ/ΝΗ/1999, 1180, ΕφΑΘ 5629/1989 ΕλλΔνη 33.154 όπου και άλλες παραπομπές). Ο ανωτέρω όρος «όποιος έχει έννομο συμφέρον», είναι στενά ερμηνευτέος και έχει διαφορετικό περιεχόμενο, αναλόγως των προβαλλομένων λόγων ακυρότητας και του αν η ακύρωση επιδιώκεται συνεστώτος του γάμου ή μετά τη λύση αυτού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να γίνει δεκτό, ότι το συμφέρον αυτό πρέπει να είναι ηθικό ή περιουσιακό, αλλά οικογενειακής φύσεως και ότι τρίτα πρόσωπα, εξαρτώντα μεν περιουσιακά συμφέροντα εκ της αναγνωρίσεως της ακυρότητας του γάμου, αλλά όντως ξένα προς την οικογένεια δεν έχουν «έννομο συμφέρον» υπό την ανωτέρω έννοια και δεν μπορούν να ασκήσουν την περί ακυρώσεως του γάμου αγωγή, η οποία είναι οικογενειακής φύσεως, επιδιώκουσα την αποκατάσταση της δια του ακύρου γάμου διαταραχθείσας οικογενειακής τάξης και η οποία, όπως και η απόφαση που εκδίδεται επ’ αυτής επιφέρει μεταβολή της προσωπικής κατάστασης ορισμένων προσώπων, η οποία δεν είναι ορθό να προκαλείται από πρόσωπα ξένα προς την οικογένεια προς ικανοποίηση καθαρώς περιουσιακών τους συμφερόντων. (Εφ. Αθ. 1519/1962 ΕΕΝ 31.666, Εφ. Θες. 1056/1975 ΑΡΜ.1976, 754, εσ Γ Μιχαηλίδης-Νουάρος εν ΝοΒ 3.47, Ροϊλού, Οικογ Δ αρθρ. 1337 παρ. 6). Έτσι η αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του υφιστάμενου γάμου ασκείται από κάθε τρίτο που έχει προς τούτο έννομο συμφέρον, το οποίο υφίσταται όταν η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του γάμου θα αποτελεί προϋπόθεση για την επέλευση των έννομων συνεπειών, οι οποίες θα επιφέρουν βλάβη στον ενάγοντα, όπως ο σύζυγος από άλλο έγκυρο γάμο, τα νόμιμα τέκνα ενός από τους φερόμενους συζύγους, ο πατέρας ενός από τους φερόμενους ως συζύγους που ασκούσε, πριν από το γάμο, τη γονική μέριμνα σ’ αυτόν. Για την ακύρωση του γάμου κατά τα προεκτεθέντα, νομιμοποιούνται ο διαζευγμένος σύζυγος, ο σύζυγος του νομιζόμενου γάμου, οι κληρονόμοι ενός από τους συζύγους, οι συγγενείς των οποίων περιορίζεται με την τέλεση του άκυρου γάμου, το δικαίωμα διατροφής, τα πρόσωπα που έχουν τη γονική μέριμνα ή την επιτροπεία ή την επιμέλεια του ανηλίκου που τέλεσε γάμο χωρίς τη συναίνεση τους, ο συγγενής που νομιμοποιείται να ζητήσει να τεθεί ο σύζυγος υπό δικαστική συμπαράσταση για φρενοβλάβεια και ο διαζευγμένος σύζυγος, αν για το ίδιο βιοτικό συμβάν από το οποίο απορρέει η ακυρότητα του γάμου μπορεί να ζητήσει άλλου είδους προστασία. Αντίθετα, δεν έχουν έννομο συμφέρον και κατ’ ακολουθίαν δεν νομιμοποιούνται σε άσκηση της ακυρωτικής αγωγής τα τέκνα από προηγούμενο γάμο, ο υπηρεσιακός προϊστάμενος του συζύγου, ο συγγενής που δεν έχει αξίωση διατροφής, η ασφαλιστική εταιρεία ή το ασφαλιστικό ταμείο, ο υπαίτιος θανάτου ενός από τους συζύγους. (Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, τόμος Τ άρθ. 608, σημ. 1-3. I Δεληγιάννης Οικογενειακό Δίκαιο τευχ. α, 2η εκδ.1980 σελ 183 επ.) Εξάλλου, το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης που ερευνάται με ελεύθερη απόδειξη σε κάθε στάση της δίκης και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 557/2006, ΑΠ 65/1971 ).
Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων Ι. Ζ. εκθέτει ότι οι δύο πρώτες των εναγομένων Ε. χήρα Κ. Π. και Μ. σύζυγος Ι. Π. άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 5.11.2009 με γενικό αριθμό κατάθεσης 213782/2009 και αριθμό καταθέσεως δικογράφου 11487/2009 αγωγή τους εναντίον του ιδίου, του τρίτου των εναγομένων Δ. Α. και των Θ.-Ε. Γ., Α. Γ. και Ε. Β.-Π., με την οποία ζήτησαν ως τέκνα του αποβιώσαντος Γ. Κ. γεννημένα σε γάμο αυτού με τη μητέρα τους Μ.-Μ. Κ. το γένος Ν. και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού, στρεφόμενοι κατά των κληρονόμων της αποβιώσασας Ε. Κ. (Ε.-Ι. Β.), να αναγνωριστεί η ανυπαρξία του γάμου του πατέρα τους Γ. Κ. με την Ε.-Ι. Β. που φέρεται ότι τελέστηκε στις 7.1.1942, στη Παναγία Μυρτιδιώτισσα στην Ακτή Πρωτοψάλτη, όπως το γεγονός αυτό βεβαιώθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 915/1972 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα τους, άλλως ότι ο γάμος αυτός ουδέποτε ιερολογήθηκε με συνέπεια να είναι ανυπόστατος. Ότι με το από 14.4.2010 δικόγραφο-δήλωση παραίτησης τους, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του άνω Δικαστηρίου και έλαβε αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 222/2010, σε συνδυασμό με τις υπ’ αριθ. 10.197/16.4.2010, 10.196/16.4.2010 και 10.199/16.4.2010 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών … αντίστοιχα, οι ανωτέρω παραιτήθηκαν νομότυπα από το δικόγραφο της αγωγής τους ως προς τις Θ. – Ε. Γ., Α. Γ. και Ε. Β. – Π., οπότε, ως προς αυτές η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε. Ότι συζητηθείσης αντιμωλία της αγωγής κατά τη δικάσιμο της 11ης Οκτωβρίου 2010 μεταξύ των υπολοίπων διαδίκων, εξεδόθη η υπ’ αριθ. 4.005/2011 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία ανέβαλε τη συζήτηση της αγωγής εωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση σχετικά με την αγωγή για την ανυπαρξία του γάμου μεταξύ του Γ. Κ. του Ν. και της Μ. Μ. Κ. το γένος Ν. και όρισε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από την επίδοση της απόφασης προκειμένου ο πέμπτος των εναγομένων και νυν ενάγων της παρούσας αγωγής να ασκήσει την κρινόμενη αγωγή. Ότι η ανωτέρω απόφαση του κοινοποιήθηκε την 21η Οκτωβρίου 2011, κατόπιν δε τούτου νομίμως και εμπροθέσμως προέβη στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής, η οποία επιδόθηκε στις δύο πρώτες εναγόμενες στις 16.2.2012 και στον τρίτο εναγόμενο στις 17-2-2012 (βλ. σχετ. τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. 5872β/16-2-2012, 5871 β/16-2-2012 και 5880β/17-2-2012 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ελένης Π Πλεξίδα. Ότι ο Γ. Κ. του Ν. και της Ε. απεβίωσε στις 11.5.1972 και ως εγγύτεροι συγγενείς του και εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του εμφανίστηκαν η M. M. D., ως σύζυγος του και οι δύο πρώτες εναγόμενες Ε. σύζυγος Κ. Π. και Μ. συζ. Ι. Π. ως θυγατέρες του. Ότι όλα τα ανωτέρω είναι ψευδή, διότι ούτε η μεν, ήταν σύζυγος του ούτε οι δε, θυγατέρες του, καθόσον οι ανωτέρω (οι φερόμενες κατ’ αυτόν σύζυγος και θυγατέρες), επέτυχαν να εμφανιστούν ως οι πλησιέστεροι συγγενείς του, κάνοντας χρήση πλαστών εγγράφων, ήτοι ενός νοθευμένου και πλαστού πιστοποιητικό γάμου και μιας πλαστής αίτηση του Γ. Κ.. Ότι με ψευδείς και νοθευμένες αιτήσεις και με ψευδείς υπεύθυνες δηλώσεις προς τον δήμο Καλλιθέας, πέτυχαν την απόκτηση οικογενειακής μερίδας, του ζεύγους Γ. Κ. και M. M. D. και των τέκνων τους Ε. Π. και Μ. Π.. Ότι αληθές είναι ότι η αλλοδαπή μητέρα των εναγομένων Μ. Μ. D. παντρεύτηκε στις 18.8.1927 με πολιτικό γάμο στο Paddington της κομητείας του Λονδίνου τον A. C. Ν.(Α. Κ.), έμπορο στο επάγγελμα, ο οποίος γεννήθηκε το 1895, και διέμενε στο Λονδίνο στη διεύθυνση 12 …, συνταχθείσης της υπ’ αριθ. 43/1927 ληξιαρχικής πράξης γάμου, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθ. 2387428/1/3.6.2010 γνήσιο αντίγραφο της καταχώρισης στο Ληξιαρχείο γάμων της περιοχής του Paddington. Ότι στις 20.8.1927, οι ανωτέρω παντρεύτηκαν και με θρησκευτικό γάμο στον Ελληνικό Ορθόδοξο Καθεδρικό Ναό της Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο, ο οποίος καταχωρήθηκε με αριθ. 526/20.8.1927 στα βιβλία του άνω Ιερού Ναού. Ότι γνήσια τέκνα των δύο ανωτέρω είναι οι δύο πρώτες εναγόμενες Ε. Π. και Μ. Π., όπως αποδεικνύεται από τις υπ’αριθ. 323/18/1929 και 324/18/1929 ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεως της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων, αντιστοίχως, στις οποίες αναγράφεται ως όνομα πατρός αυτό του Α. Κ.. Ότι το έτος 1961 η Μ. Μ. Ν. και οι εναγόμενες Ε. Π. και Μ. Π., προκειμένου να ιδιοποιηθούν την περιουσία του εύπορου Γ. Κ. υπέβαλαν στον Δήμο Καλλιθέας πλαστές αιτήσεις, ψευδείς υπεύθυνες δηλώσεις για το γένος και την ηλικία τους και νόθευσαν το φωτοαντίγραφο του πιστοποιητικού του θρησκευτικού γάμου, ήτοι το με αριθ. πρωτ. 526/20.8.1929 του Ελληνικού Ορθόδοξου Καθεδρικού Ναού της Αγίας Σοφίας, με το οποίο πιστοποιείτο η τέλεση θρησκευτικού γάμου μεταξύ του Α. Κ. και της M. M. D, θέτοντας σε αυτό μία παραπομπή στο περιθώριο, και ακολούθως προσθέτοντας χειρόγραφα μετά το όνομα του συζύγου (Α.) τη φράση «ή Γ.», κατά τρόπο ώστε να φαίνεται ότι ο ʼ.-Γ. είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για δύο διαφορετικά πρόσωπα και πλαστογράφησαν τη μονογραφή του ιερολογήσαντος το γάμο ιερέως και επέτυχαν, κατ’ αυτόν τον τρόπο όπως προαναφέρθηκε την απόκτηση οικογενειακής μερίδας, του ζεύγους Γ. Κ. και M. M. D. και των τέκνων τους Ε. Π. και Μ. Π.. Ότι ο Γ. Κ. του Ν. και της Ε. είχε συνάψει ένα μόνο θρησκευτικό γάμο στις 7.1.1942 με την Ε.-Ι. θυγατέρα Κ. Β., χωρίς να αποκτήσουν τέκνα, όπως το γεγονός αυτό βεβαιώθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 915/1972 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς δυνάμει της οποίας συνετάγη η με αριθμό 104/Α/1972 ληξιαρχική πράξη γάμου, την οποία συνέταξε ο Ληξίαρχος Πειραιά. Ότι η Ε. θυγατέρα Κ. Β., η οποία απεβίωσε στις 21-2-1996 άφησε την με αριθ. 12.909/11.12.1995 δημόσια διαθήκη, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών … και με την οποία εγκατέστησε κληρονόμο της τον Δ. Α., τρίτο εναγόμενο, επί δήλου πράγματος και συνεπώς, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, κατά την υπόλοιπη περιουσία της χωρεί η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, μόνες δε εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της ήταν οι αδελφές της Μ. Λ. και Γ. Β. – Κ., μετά δε και τον θάνατο της Μ. Λ. το 1996, μοναδική κληρονόμος απέμεινε η Γ. Β.-Κ.. Ότι η Γ. Β. Κ., η οποία απεβίωσε στις 24-9-2009 στον Πειραιά εγκατέστησε αυτόν (ενάγοντα) κληρονόμο της με την από 24-10-2008 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με την υπ’αριθ. 1199/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία κατέστη τελεσίδικη με την υπ’αριθ. 278/2011 απόφαση του Εφετείου Πειραιά. Τέλος επικαλούμενος ότι έχει έννομο συμφέρον ως μοναδικός εκ διαθήκης κληρονόμος της Γ. Κ., η οποία, όπως ισχυρίζεται ήταν η μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της Ε.-Ι. θυγατέρας Κ. Β., απώτερης δικαιοπαρόχου του, η οποία (Ε.-Ι. θυγατέρα Κ. Β.), όπως ισχυρίζεται είναι η μοναδική νόμιμη σύζυγος του Γ. Κ. και μοναδική κληρονόμος αυτού, καθόσον η M. M. D. είχε παντρευτεί τον Α. Κ. και όχι το Γ., οι δε πρώτες δύο εναγόμενες είναι γνήσια τέκνα της M. M. D. και του Α. Κ., ζητεί να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία του γάμου μεταξύ του Γ. Κ. και της Μ. Μ. Κ. το γένος Ν. και να καταδικασθούν οι αντίδικοι στα δικαστικά του έξοδα, (αναγνωριζομένης της ανυπαρξίας του γάμου των ανωτέρω οι εναγόμενες θα εκπέσουν του κληρονομικού τους δικαιώματος, οπότε ο ενάγων κατά την άποψη του θα καταστεί αποκλειστικός κληρονόμος της Ε.-Ι. θυγατέρας Κ. Β. και κατά συνέπεια του Γ. Κ..
Η υπό κρίση αγωγή ως προς τον τρίτο των εναγομένων Δ. Α. είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, διότι αυτός δεν νομιμοποιείται παθητικώς στην υπό κρίση αγωγή καθόσον δεν είναι κληρονόμος του Γ. Κ. και της M. M. D., ούτε ο ενάγων επικαλείται κάτι τέτοιο, αντιθέτως όπως συνομολογεί ο ενάγων ο Δ. Α. είναι κληρονόμος της Ε.-Ι. θυγατέρας Κ. Β.. Κατά τα λοιπά, η υπό κρίση αγωγή με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, πέραν της αοριστίας της, καθόσον ο ενάγων δεν επικαλείται εάν η δικαιοπάροχος του Ε.-Ι. θυγατέρα Κ. Β. είναι εξ αδιαθέτου ή εκ διαθήκης κληρονόμος του Γ. Κ. και αν αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτήν κληρονομιά αυτού, ούτε εάν η Γ. Κ. αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτήν κληρονομιά της αδελφής της Ε.-Ι. θυγατέρας Κ. Β., είναι πρωτίστως απορριπτέα κατ’ εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 68, 70, 71 και 73 του ΚΠολΔ, διότι ο ενάγων δεν έχει έννομο συμφέρον σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν να επιδιώξει την αναγνώριση της ανυπαρξίας του γάμου του Γ. Κ. με τη M. M. D., διότι ούτε συγγένεια με τις δύο οικογένειες του Γ. Κ. επικαλείται, ούτε άμεσο επί της κληρονομιάς τούτου δικαίωμα. Το επικαλούμενο συμφέρον του δεν είναι οικογενειακής φύσεως, αλλά καθαρώς περιουσιακής το οποίο δεν παρέχει σε αυτόν το δικαίωμα να επιδιώξει τη μεταβολή της προσωπικής κατάστασης των δύο πρώτων εναγομένων θυγατέρων του Γ. Κ., χάριν της ικανοποιήσεως περιουσιακών καθαρώς αξιώσεων, οι οποίες μπορούν να ικανοποιηθούν με άλλο τρόπο (ενδεχομένως με έγερση αγωγής αποζημιώσεως κατά των εναγομένων, ή αγωγής περί κλήρου).
Πρέπει συνεπώς σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αγωγή, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του ενάγοντος. Ο ενάγων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων (άρθρο 176 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντα, τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2012
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2013, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ