- Έννοια της παρ. 2 άρθρ. 5 ΚΔΔ σχετικά με τη δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αθωωτικές ποινικές αποφάσεις και τα απαλλακτικά βουλεύματα
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΣτΕ Α’ 7μ. 902/2022
Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγήτρια: Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος ΣτΕ
Αντικατάσταση απολεσθέντος ασφαλιστικού βιβλιαρίου και αναγνώριση χρόνου ασφάλισης. Έννοια της παρ. 2 άρθρ. 5 ΚΔΔ σχετικά με τη δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αθωωτικές ποινικές αποφάσεις και τα απαλλακτικά βουλεύματα.
Προσφυγή ουσίας κατά διοικητικής πράξης με την οποία απορρίφθηκε αίτημα ασφαλισμένου να αναγνωριστεί συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ως χρόνος ασφάλισης αυτού. Έννοια της παρ. 2 του άρθρ. 5 του ΚΔΔ κατά το μέρος που θεσπίζει δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αθωωτικές ποινικές αποφάσεις και τα απαλλακτικά βουλεύματα. Η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται στις δίκες που αφορούν την αναγνώριση κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων κατόπιν διαπίστωσης της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων. Το διοικ. δικαστήριο που δικάζει προσφυγή επί κοινωνικοασφαλιστικής διαφοράς που αφορά άρνηση ικανοποίησης αιτήματος ασφαλισμένου δεν δεσμεύεται από την εκδοθείσα αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Υποχρεούται, όμως, να την συνεκτιμήσει και μπορεί να αποκλίνει από τις κρίσεις της αθωωτικής ποινικής απόφασης, αιτιολογώντας τη διαφορετική κρίση του κατά τρόπο που δεν θέτει εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα.
Ι. Η αρχή ne bis in idem αντιτίθεται, καταρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης σχετικά με την επιβολή διοικητικής κύρωσης για διοικητική παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετακλήτως η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία. Προκειμένου να ενεργοποιηθεί η πιο πάνω απαγόρευση (ne bis in idem), απαιτείται, μεταξύ άλλων, να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον και οι διαδικασίες αυτές να έχουν ποινικό χαρακτήρα με βάση τα κριτήρια Εngel που διαμόρφωσε το ΕΔΔΑ. Επομένως, η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται στις δίκες που αφορούν την αναγνώριση κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων κατόπιν διαπίστωσης της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, διότι οι διαφορές αυτές δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα κατά την έννοια της ΕΣΔΑ, αφού η τυχόν μη ικανοποίηση αιτήματος – δικαιώματος ασφαλισμένου δεν συνιστά διοικητική κύρωση.
ΙΙ. Το πεδίο εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν περιορίζεται στις ποινικές διαδικασίες που εκκρεμούν κατά συγκεκριμένου προσώπου, αλλά επεκτείνεται και στις δικαστικές αποφάσεις που αφορούν το πρόσωπο αυτό και λαμβάνονται μετά την παύση των διώξεων ή μετά την απαλλαγή του. Προκειμένου δε να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο αθωότητας από την ανωτέρω άποψη, απαιτείται η ποινική διαδικασία να συνδέεται κατ΄ ουσίαν προς τη δικαστική διαδικασία που έπεται αυτής, ανεξαρτήτως αν αυτή η διαδικασία έχει ποινική φύση ή όχι. Απόφαση δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται ύστερα από αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου και αφορά το ίδιο πρόσωπο που αθωώθηκε, δεν πρέπει να παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση του προσώπου αυτού, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών. Ζήτημα παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας εγείρεται αν από την αιτιολογία της απόφασης του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενεστέρως προκύπτει ότι η αθωωτική απόφαση αγνοήθηκε παντελώς ή αν η κρίση που εξέφερε το πιο πάνω δικαστήριο ισοδυναμεί επί της ουσίας με διαπίστωση της ενοχής του ενδιαφερόμενου, οι όροι δε που χρησιμοποιούνται στη δικαστική απόφαση έχουν κρίσιμη σημασία. Συνεπώς, από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν απορρέει υποχρέωση του επιλαμβανόμενου μετά την έκδοση της αθωωτικής ποινικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου να καταλήξει στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα με το ποινικό δικαστήριο. Το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται, ωστόσο, να λάβει σοβαρά υπόψη και να συνεκτιμήσει την προηγηθείσα τελική απαλλακτική ποινική απόφαση κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του. Αν το δικαστήριο καταλήξει σε κρίση που αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστή, υποχρεούται να αιτιολογήσει τη διαφορετική κρίση του, κατά τρόπον ώστε να μην καταλείπονται αμφιβολίες ως προς τον σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας που απορρέει από την τελική έκβαση της ποινικής δίκης. Στο πλαίσιο διαμόρφωσης της δικής του κρίσης σχετικά με τη διάπραξη της παράνομης πράξης ή παράλειψης, το ανωτέρω δικαστήριο δεν αποκλείεται να στηριχθεί και σε στοιχεία που δεν είχε λάβει υπόψη του το ποινικό δικαστήριο ή στο διαφορετικό βαθμό απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που ισχύει στην ενώπιόν του δίκη σε σχέση με αυτόν που ισχύει στην ποινική δίκη.
III. Επομένως, το τεκμήριο της αθωότητας επιβάλλει στο διοικητικό δικαστήριο, όταν αυτό επιλαμβάνεται μετά την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου και κρίνει διαφορά, όπως η προκείμενη, η οποία δεν έχει ποινικό χαρακτήρα κατά την πιο πάνω έννοια της ΕΣΔΑ, να μην καταλήγει σε κρίσεις και παραδοχές που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής απόφασης, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως με την επίκληση ότι η αθωότητα του κατηγορούμενου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του ποινικού δικαστηρίου για την αθωότητά του ή ότι η αιτιολόγηση της ποινικής απόφασης είναι ελλιπής ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο της ποινικής δίκης. Το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται, επίσης, να αποφεύγει χαρακτηρισμούς και κρίσεις, καθώς και χρήση λέξεων και εκφράσεων που ισοδυναμούν με καταλογισμό ποινικής ευθύνης για τα ποινικά αδικήματα για τα οποία αθωώθηκε το φυσικό πρόσωπο που αφορά η διοικητική δίκη και δεν άπτονται του αντικειμένου της τελευταίας. Συνεπώς, ο ανωτέρω κανόνας υπερνομοθετικής ισχύος δεν παραβιάζεται όταν το διοικητικό δικαστήριο, είτε κατόπιν εκτίμησης των ίδιων αποδεικτικών στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από το ποινικό δικαστήριο είτε, κατόπιν συμπλήρωσης των αποδείξεων και εκτίμησης επιπλέον στοιχείων, καταλήγει σε αποδεικτικό πόρισμα αντίθετο από αυτό που υιοθέτησε η προηγηθείσα αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ως προς την ίδια συμπεριφορά του προσώπου που αφορά και η διοικητική δίκη, εκτός αν κατά την εκφορά της σχετικής κρίσης του το διοικητικό δικαστήριο αμφισβητεί την ορθότητα της ποινικής απόφασης ή διατυπώνει κρίση για τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος από το πιο πάνω πρόσωπο.
ΙV. Η παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016, κατά το μέρος της με το οποίο θεσπίζεται δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων και τα αποφαινόμενα να μην απαγγελθεί κατηγορία αμετάκλητα βουλεύματα, εφαρμόζεται μόνο στις δίκες με αντικείμενο την επιβολή διοικητικών κυρώσεων λόγω διάπραξης διοικητικών παραβάσεων που πληρούν τα κριτήρια Engel. Επομένως, δεν διέπει τις δίκες που ανοίγονται κατόπιν αμφισβήτησης της νομιμότητας διοικητικής πράξης, με την οποία απορρίπτεται αίτημα του διοικουμένου λόγω μη συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων. Τούτο προκύπτει σαφώς από τον επιδιωκόμενο με τη θέσπιση της διάταξης αυτής σκοπό, ο οποίος, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση και τις προπαρασκευαστικές του νόμου εργασίες, συνίσταται στην εναρμόνιση του εθνικού δικονομικού δικαίου με την προπαρατεθείσα νομολογία του ΕΔΔΑ ως προς την αρχή ne bis in idem, κατ’ εφαρμογή της οποίας η αμετακλήτως περατωθείσα ποινική διαδικασία επιδρά καθοριστικώς στην αντίστοιχη διοικητική διαδικασία και δίκη και το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν συνεπάγεται δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από προηγούμενη αθωωτική ποινική απόφαση. Προκύπτει επίσης και από τη γραμματική διατύπωση της ερμηνευόμενης διάταξης, η οποία αναφέρεται σε «διοικητική παράβαση».
V. Νομίμως, αν και με διαφορετική αιτιολογία, έκρινε το διοικητικό εφετείο ότι δεν δεσμευόταν από αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση όσον αφορά το νόμιμο της αγοράς των ενσήμων. [Απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης κατά της 451/2019 απόφασης του ΔΕφ Κομοτηνής].