Του Τάσου Δασόπουλου
Σε συνεχή αγώνα δρόμου θα πρέπει να βρίσκεται το οικονομικό επιτελείο για να εξασφαλίσει και φέτος, αλλά και για το 2023, την υπεραπόδοση της οικονομίας, ώστε να μπορέσει να στηρίξει την οικονομία και να συνεχίσει την πολιτική της μείωσης φόρων και εισφορών.
Η παράταση της ρήτρας συνολικής διαφυγής και για το 2023, η οποία θα ανακοινωθεί στο Eurogroup της Δευτέρας, αλλάζει το σκηνικό για την επέκταση και μονιμοποίηση του μέτρου, της κατάργησης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, αλλά και της μονιμοποίησης της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3% το “εκλογικό” 2023, επιταχύνοντας τις πολιτικές εξελίξεις και ίσως και το χρόνο των εκλογών.Remaining Time-0:00FullscreenMute
Τούτο διότι η αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη την εφαρμογή μόνιμων μέτρων με δημοσιονομικό κόστος πάνω από 0,1% – 0,2% του ΑΕΠ. Η αναστολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για τον ιδιωτικό τομέα και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών είναι δύο μέτρα με συνολικό κόστος 1,6 δισ. ευρώ τα οποία εφαρμόστηκαν πρώτη φορά το 2021 και εφαρμόζονται και φέτος ως έκτακτα μέτρα για τη στήριξη της οικονομίας απέναντι στην πανδημία. Η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα ανεβάζει το κόστος του μέτρου από τα 750 εκατ. στο 1,2 δισ. ευρώ. Μαζί με τα 850 εκατ. ευρώ που κοστίζει η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα αποτελούσαν μόνιμα μέτρα συνολικού κόστους 2,1 δισ., για τα οποία το οικονομικό επιτελείο θα έπρεπε να βρει τον ανάλογο δημοσιονομικό χώρο. Με την παράταση όμως της αναστολής των δημοσιονομικών κανόνων, το οικονομικό επιτελείο θα πρέπει να διαπραγματευτεί ξανά με τους θεσμούς, για να συνεχίζουν ισχύουν και το 2023 και πάλι ως έκτακτα. Παράλληλα, αναβολή παίρνει η επέκταση της αναστολής της εισφοράς αλληλεγγύης στο Δημόσιο (παρότι οι δικαστικοί έχουν κινήσει νομικές διαδικασίες) και τους συνταξιούχους. Τούτο με δεδομένο ότι στις εαρινές εκτιμήσεις της Commission και στο κομμάτι για την Ελλάδα προσυπογράφεται η χρησιμότητα των μέτρων για την ανάπτυξη και την απασχόληση αλλά, σημειώνεται, ότι τα μέτρα αυτά ήταν προγραμματισμένα να πάψουν να ισχύουν στο τέλος του 2022.
Μεγαλώνει η επιβράδυνση
Πριν όμως φτάσουμε στο 2023, θα πρέπει να κλείσει το 2022 χωρίς σημαντικές απώλειες για την οικονομία λόγω της κρίσης που συνθέτουν ο υψηλός πληθωρισμός σε καύσιμα και τρόφιμα και η αβεβαιότητα για την ενεργειακή επάρκεια, από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οι Βρυξέλλες έχουν τώρα μια καλύτερη εικόνα των σοβαρών επιπτώσεων που θα υπάρξουν στην ευρωπαϊκή οικονομία από την ενεργειακή κρίση. Ενδεικτική είναι η αναθεώρηση της επιβράδυνσης της ανάπτυξης σε Ε.Ε. και Ευρωζώνη από το 1% που υπολογιζόταν τον Μάρτιο στο 1,5% στις εαρινές εκτιμήσεις της Commission. Το χειρότερο είναι ότι, σύμφωνα με κοινοτικούς κύκλους, η αναθεώρηση των εαρινών εκτιμήσεων μάλλον δεν θα είναι η τελευταία για φέτος. Με αυτά τα δεδομένα άρθηκαν και οι τελευταίες αντιρρήσεις που υπήρχαν και, πλέον, αναμένεται το συμβούλιο υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, τη Δευτέρα, να αποφασίσει την αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων για άλλον ένα χρόνο.
Ευρωπαϊκός κόφτης σε μέτρα στήριξης
Την ίδια ώρα η συνέχιση της αναστολής των δημοσιονομικών κανόνων , φέρνει άλλο ένα πρόβλημα στη δημοσιονομική διαχείριση του 2022 για την Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες με υψηλό χρέος και αφορά τα μέτρα που θέλουν να υλοποιήσουν για τη στήριξη των οικονομιών τους απέναντι στην ακρίβεια. Ο επίτροπος, αρμόδιος για οικονομικά θέματα κ. Πάολο Τζεντιλόνι, έστειλε το σχετικό μήνυμα κατά την παρουσίαση των εαρινών εκτιμήσεων. Απαντώντας σε ερώτηση που του έγινε, τόνισε ότι η Ελλάδα και οι άλλες χώρες με υψηλό χρέος θα πρέπει να προσέξουν ιδιαίτερα τα μέτρα στήριξης που χρηματοδοτούν με εθνικούς πόρους.
Το ξεκάθαρο αυτό μήνυμα συμβαδίζει και με την εκτίμηση που υπάρχει στο υπουργείο Οικονομικών ότι με δεδομένη την τρέχουσα συγκυρία και εν αναμονή της νέας αναστολής των δημοσιονομικών κανόνων για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά τα περιθώρια θα είναι σφικτά. Τούτο διότι οι Βρυξέλλες έχουν επιφορτιστεί με το καθήκον να επιτηρούν στενά τις δαπάνες των υπερχρεωμένων χωρών, ώστε να μην υπάρξει δημοσιονομικός εκτροχιασμός για όλη την Ευρωζώνη.
Στήριξη μόνο με εθνικές πολιτικές
Ενώ η Commission βάζει στην ουσία φρένο σε “εθνικά μέτρα στήριξης”, δεν διευκολύνει τη λήψη μέτρων ούτε και με κοινούς ευρωπαϊκούς πόρους. Αυτό αποδεικνύει και το πρόγραμμα Repower EU των 300 δισ. ευρώ που ανακοινώθηκε την Τετάρτη, το οποίο είναι προσανατολισμένο στη δημιουργία υποδομών για τη μετάβαση την “πράσινη” παραγωγή ηλεκτρισμού, αλλά δεν διαθέτει χρήματα για μέτρα στήριξης της πραγματικής οικονομίας.
Ωστόσο, η Ελλάδα έχει προηγηθεί των εξελίξεων και έχει προχωρήσει στην προαναγγελία υλοποίησης της μεγάλης παρέμβασης ύψους 3,2 δισ. στα τιμολόγια του ρεύματος. Το πρόγραμμα φιλοδοξεί να αναπληρώσει μέρος των απωλειών από τις ανατιμήσεις από την αρχή του χρόνου και να μειώσει σε μόνιμη βάση τα τιμολόγια τουλάχιστον μέχρι και το τέλος του 2022. Το πρόγραμμα ήρθε σε συνέχεια των επιδοτήσεων των τιμολογίων ύψους περίπου 3 δισ. ευρώ που ξεκίνησαν από τον Νοέμβριο του 2021 και πιο πρόσφατα των μέτρων ύψους 490 εκατ. ευρώ για τους οικονομικά ευάλωτους και περιλάμβανε την επιταγή ακρίβειας, την επιδότηση καυσίμων, την ειδική επιδότηση για το πετρέλαιο κίνησης και το επίδομα των 200 ευρώ στα ταξί.
Μετά και την παρέμβαση για τα τιμολόγια του ρεύματος τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου ξεκαθαρίζουν ότι προς το παρόν δεν υπάρχουν περιθώρια για να νέα μέτρα στήριξης Το ερωτηματικό είναι αν θα υπάρξει νέο περιθώριο στο άμεσο μέλλον.
Με τη στρατηγική που ακολούθησε το οικονομικό επιτελείο και το 2021 έχει θέσει έναν συντηρητικό στόχο για ανάπτυξη φέτος στο 3,1% ενώ συνεχίζει να υπολογίζει ότι ο τζίρος του τουρισμού για τη φετινή σεζόν δεν θα ξεπεράσει το 85% του 2019 Τούτο παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιμένει για φέτος να αναπτυχθεί κατά 3,5% με τον τουρισμό να ανακτά το 100% – αν όχι παραπάνω του τζίρου-ρεκόρ των 18 δισ. του 2019.
Με τα νέα δεδομένα είναι σχεδόν βέβαιο ότι η οικονομία θα υπερ-αποδώσει άλλη μια χρονιά μέσα στο καλοκαίρι. Ακόμη όμως και αν έχουν υψηλότερα φορολογικά έσοδα το ερώτημα θα είναι αν θα θελήσουμε να κάνουμε και νέο συμπληρωματικό προϋπολογισμό και –το κυριότερο– αν θα αναθεωρήσουμε για δεύτερη φορά προς τα πάνω τον στόχο για το πρωτογενές έλλειμμα που με βάση το Πρόγραμμα Σταθερότητας θα φτάσει το 2% του ΑΕΠ για φέτος έναντι 1,4% του ΑΕΠ που προέβλεπε ο προϋπολογισμός.