Του Λεωνίδα Στεργίου
Μία μεγάλη εκκρεμότητα άνω των 10 ετών, επιτέλους, φαίνεται ότι ξεκόλλησε, ύστερα από αρκετές νομοθετικές παρεμβάσεις, με τη σημαντικότερη, ίσως, την πιο πρόσφατη του υπ. Δικαιοσύνης για τη βελτίωση της κατανομής των υποθέσεων στα δικαστήρια. Πρόκειται για τον γνωστό “νόμο Κατσέλη”, στον οποίο είχαν προσφύγει περισσότερες από 50.000 υποθέσεις υπερχρεωμένων δανειοληπτών, με στόχο τη ρύθμιση, το κούρεμα και την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Η αναποτελεσματικότητα του νόμου, όμως, φαίνεται ότι αποτέλεσε καταφύγιο και για περιπτώσεις που δεν χρειάζονταν καμία προστασία, ωστόσο παρέμειναν στο απυρόβλητο για περισσότερα από 10 χρόνια περιμένοντας τη δικάσιμο ημερομηνία που μέχρι πρόσφατα για τους περισσότερους δεν είχε καν οριστεί.Remaining Time-0:00FullscreenMute
Από την τελευταία νομοθετική παρέμβαση, ο αριθμός των υποθέσεων που έχουν λάβει ημερομηνία ακρόασης αυξήθηκε από τις 13.000 πέρσι στα τέλη του έτους σε άνω των 30.000 σήμερα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρακολουθεί το υπ. Οικονομικών, η μέση ροή απόδοσης ημερομηνίας ακρόασης κυμαίνεται γύρω στις 4.000 υποθέσεις τον μήνα. Έτσι, σχεδόν το σύνολο των υποθέσεων του ν. Κατσέλη έχει πλέον επικυρωθεί και το 70% έχει λάβει ήδη δικάσιμο. Με τον ρυθμό αυτό, όλες οι υποθέσεις θα έχουν λάβει ημερομηνία μέχρι το τέλος του έτους. Και οι περισσότερες επικυρωμένες υποθέσεις θα δικαστούν μέσα στο έτος.
Υπάρχουν και δύο ακόμα ενδιαφέροντα στοιχεία που προκύπτουν από την πορεία των υποθέσεων στα Ειρηνοδικεία:
Πρώτον, με το που “ξεκόλλησε” η διαδικασία, περίπου 5.000 υποθέσεις αποσύρθηκαν ή ακυρώθηκαν.
Δεύτερον, σχεδόν μία στις δύο υποθέσεις που εκδικάζονται είναι αρνητικές. Δηλαδή δεν επιδικάζεται ρύθμιση και προστασία, σύμφωνα με αποφάσεις για περίπου 6.500 υποθέσεις των δύο τελευταίων μηνών από τα Ειρηνοδικεία, όπου το βάρος έχει πέσει κυρίως σε αυτά των Αθηνών, της Θεσσαλονίκης, των Αχαρνών, της Κορίνθου, του Πειραιά και της Νίκαιας.
Τρίτον, οι αιτήσεις που απορρίπτονται δεν πληρούν τα κριτήρια του ευάλωτου δανειολήπτη (εισόδημα κάτω των 7.000 ευρώ προσαυξανόμενο κατά 3.500 για κάθε μέλος νοικοκυριού με πλαφόν τις 21.000 ευρώ και ακίνητη περιουσία 120.000 ευρώ προσαυξανόμενη κατά 15.000 ευρώ για κάθε μέλος με πλαφόν τις 180.000 ευρώ). Οι περισσότεροι έχουν περιουσία μέχρι 180.000 ευρώ, αλλά σχεδόν το ένα τρίτο έχει εισόδημα κάτω των 7.000 ευρώ, ενώ σχεδόν η πλειονότητα εμφανίζει εισοδήματα διπλάσια από το ανώτατο όριο για να θεωρηθεί κάποιος ευάλωτος (βάσει του νόμου).
Πραγματικά ευάλωτοι
Η ηλεκτρονική πλατφόρμα για την πιστοποίηση των ευάλωτων οφειλετών του υπ. Οικονομικών έχει δεχθεί περίπου 3.500 αιτήσεις, αλλά μέχρι τώρα έχουν πιστοποιηθεί μόλις 150 άτομα. Σχεδόν 1 στις 4 αιτήσεις που εκκρεμεί έχει κολλήσει στο στάδιο της άρσης του τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου. Η πιστοποίηση αυτή είναι απαραίτητη καθώς από τις αρχές Ιουνίου ξεκινά το ενδιάμεσο πρόγραμμα προστασίας α’ κατοικίας ευάλωτων νοικοκυριών, οι οποίοι θα δικαιούνται στεγαστικό επίδομα για 15 μήνες και μέχρι να ξεκινήσει ο Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τα εισοδήματα που δηλώνονται στην πλατφόρμα μέχρι τώρα, πράγματι, κινούνται εντός των ορίων του νόμου για τους ευάλωτους οφειλέτες με το μέσο οικογενειακό εισόδημα να μην ξεπερνά τα 9.000 ευρώ και η μέση οικογενειακή περιουσία τις 120-140.000 ευρώ. Εκτιμάται ότι η πλειονότητα των 3.500 αιτήσεων θα εγκριθεί εφόσον υποβληθούν οριστικά και γίνουν οι διασταυρώσεις στοιχείων. Εξάλλου, το ποσοστό απόρριψης σήμερα κυμαίνεται γύρω στο 1%-2%.
Εξωδικαστικός μηχανισμός
Με περίπου 1.500 νέες αιτήσεις και με αυξανόμενο ρυθμό προχωρά ο εξωδικαστικός μηχανισμός του νέου πτωχευτικού, όπου έχουν συγκεντρωθεί 52.000 υποθέσεις που αναζητούν ρύθμιση, συνολικών οφειλών 18 δισ. (14 δισ. προς τράπεζες και 4 δισ. προς Δημόσιο). Στο τελικό στάδιο της οριστικής υποβολής ξεπερνούν φτάνουν τις 5.000 που αντιστοιχούν σε χρέος σχεδόν 2 δισ. ευρώ. Τραπεζικά στελέχη και στελέχη εταιρειών διαχείρισης δανείων αναφέρουν ότι όλες οι περιπτώσεις ρυθμίσεων περιλαμβάνουν κούρεμα οφειλής κατά μέσο όρο 45%.
2η Ευκαιρία
Κινητικότητα παρατηρήθηκε και στις αιτήσεις πτώχευσης και 2ης Ευκαιρίας του νέου πτωχευτικού, χωρίς, όμως να κρίνονται ακόμα τα στοιχεία ικανοποιητικά ή να δείχνουν τη δυναμική του εξωδικαστικού μηχανισμού, ο οποίος και αυτός απαιτεί περαιτέρω επιτάχυνση. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι αιτήσεις για πτώχευση έχουν φτάσει τις 1.200, εκ των οποίων σχεδόν οι 1.000 έχουν μείνει στο στάδιο της άρσης του απορρήτου. Σχεδόν 300 υποθέσεις βρίσκονται στο δικαστήριο με συνολικές οφειλές περίπου 300 εκατ. ευρώ, ενώ έχουν εκδοθεί 10 αποφάσεις για εξυγίανση.
Τα επόμενα βήματα
Υπουργείο Οικονομικών και Τράπεζα της Ελλάδος ασκούν πιέσεις για επιτάχυνση των διαδικασιών που θα οδηγούν σε αποτελεσματικές λύσεις. Στο υπ. Οικονομικών το βάρος δίνεται στη στενή παρακολούθηση, την ενημέρωση και την αναβάθμιση της αυτοματοποίησης μέσω ψηφιοποίησης. Η Τράπεζα της Ελλάδος πιέζει για αποτελεσματικότερη διαχείριση του ενεχύρου, ώστε να γίνονται αναχρηματοδοτήσεις και γενναίες ρυθμίσεις μόνο σε βιώσιμες υποθέσεις, αλλιώς πτώχευση.
Τόσο το ΥΠΟΙΚ όσο και η ΤτΕ, μολονότι βλέπουν βελτίωση, δεν θεωρούν ότι σύστημα έχει φτάσει σε ικανοποιητικά επίπεδα, όταν, για παράδειγμα, τα κόκκινα δάνεια μέσω τιτλοποιήσεων ξεπερνούν τα 100 δισ., ενώ στον νέο πτωχευτικό έχουν φτάσει τα 14 δισ. (οφειλές προς τράπεζες) ή όταν τα μισά ρυθμισμένα δάνεια εμφανίζουν πάλι καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (σχεδόν 8 δισ. από τα 15 δισ. που έχουν ρυθμίσει οι τράπεζες το 2021). Επιπλέον, η ΤτΕ αναφέρει ότι η μείωση των κόκκινων δανείων από τους ισολογισμούς των τραπεζών προήλθε από τιτλοποιήσεις και πωλήσεις, όχι από ανακτήσεις και εξυγίανση δανείων, με σημαντικό κόστος στα κεφάλαια και την κερδοφορία. Παρά τη μείωσή τους από τους ισολογισμούς των τραπεζών, το πρόβλημα των κόκκινων δανείων παραμένει καθώς δεν διαγράφεται από το τραπεζικό σύστημα, ενώ το απόθεμα που έχει απομείνει στις τράπεζες εξακολουθεί να είναι πολλαπλάσιο του μέσου ευρωπαϊκού όροι.
ΤτΕ και ΕΚΤ αναφέρουν ότι το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα κινείται κάτω από το μέσο όρο της Ε.Ε., αλλά το κόστος εξυπηρέτησης από τα νοικοκυριά είναι το τρίτο υψηλότερο στην Ευρώπη. Αυτό ενισχύει τους κινδύνους από μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος λόγω πληθωρισμού και χαμηλότερης ανάπτυξης.