Γιούλα Ζαχιώτη
Η απομάκρυνση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα θα απαιτήσει στοχευμένες επενδύσεις δισ. ευρώ και αναγκάζει την Ευρώπη να ξεχάσει τα φιλόδοξα «πράσινα» σχέδια της
Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να απεξαρτηθεί το συντομότερο από την Ρωσική ενέργεια λόγω της εισβολής της στην Ουκρανία, δημιουργεί ένα ντόμινο οικονομικών και περιβαντολογικών συνεπειών που αναγκάζει την Ευρώπη να ακριβοπληρώσει τις αποφάσεις της και την ίδια στιγμή να κάνει ένα μεγάλο βήμα πίσω στους στόχους της για το Κλίμα.
Κι αυτό, γιατί ενώ η ΕΕ ολοκλήρωσε πρόσφατα τις λεπτομέρειες ενός σχεδίου για την ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη μείωση της εξάρτησής της από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα, αναγκάζεται να αυξήσει σημαντικά την εξάρτησή της από τον άνθρακα από το αρχικό της σχέδιο.
Η Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε την Τετάρτη το σχέδιο REPowerEU της Κομισιόν για τη σημασία της εξοικονόμησης ενέργειας, τη διαφοροποίηση των εισαγωγών ενέργειας και την επιτάχυνση της Ευρώπης στη «μετάβαση στην καθαρή ενέργεια».
Σύμφωνα με το CNBC, συνολικά, το σχέδιο προβλέπει επιπλέον επενδύσεις 210 δισεκατομμυρίων ευρώ (220,87 δισεκατομμύρια δολάρια) μεταξύ 2022 και 2027 με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να κατέχουν μερίδιο 40%, στόχος που αυξάνεται στο 45% έως το 2030.
Οι προτάσεις της Επιτροπής ήρθαν την ίδια ημέρα που οι κυβερνήσεις της Δανίας, της Γερμανίας, της Ολλανδίας και του Βελγίου δήλωσαν ότι θα στοχεύουν από κοινού να αυξήσουν τουλάχιστον 65 γιγαβάτ υπεράκτιας αιολικής ισχύος έως το 2030 ενώ έως το 2050 ο στόχος είναι να φτάσει τα 150 GW.
Στο μέτωπο των ορυκτών καυσίμων όμως, η κατάσταση είναι δύσκολη. Η Ρωσία ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής πετρελαίου και φυσικού αερίου στην ΕΕ πέρυσι, σύμφωνα με την Eurostat.
Η επιθυμία της ΕΕ να απογαλακτιστεί από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες μετά την εισβολή της στην Ουκρανία σημαίνει ότι η Ευρώπη θα χρειαστεί να βρει πετρέλαιο και φυσικό αέριο από άλλα μέρη του κόσμου για να καλύψουν τα κενά εφοδιασμού της.
Το οικονομικό κόστος της ρωσικής απεξάρτησης
Η Επιτροπή εκτιμά ότι αυτό θα απαιτήσει επενδύσεις ύψους 1,5 έως 2 δισεκατομμυρίων ευρώ μόνο για να εξασφαλιστεί ο εφοδιασμός πετρελαίου. Για την εισαγωγή επαρκούς ποσότητας υγροποιημένου φυσικού αερίου και φυσικού αερίου από άλλες πηγές, εκτιμάται ότι θα χρειαστούν άλλα 10 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2030.
Αποφάσεις που έρχονται σε αντίθεση με τις προθέσεις της ΕΕ να απεξαρτηθεί πλήρως από τον άνθρακα έως το 2050. Στόχος μάλιστα είναι μεσοπρόθεσμα, να μειωθούν οι καθαρές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030, το οποίο η ΕΕ αποκαλεί “Fit” για σχέδιο 55”.
Αυτό οδηγεί την Ευρώπη να επενδύσει γρηγορότερα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ώστε η κατανάλωση φυσικού αερίου στην ΕΕ να μειωθεί με ταχύτερους ρυθμούς, περιορίζοντας τον ρόλο του φυσικού αερίου ως μεταβατικού καυσίμου.
Ωστόσο, η απομάκρυνση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα θα απαιτήσει στοχευμένες επενδύσεις και για την ασφάλεια του εφοδιασμού σε υποδομές φυσικού αερίου και πολύ περιορισμένες αλλαγές στην υποδομή πετρελαίου παράλληλα με μεγάλες επενδύσεις στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας και υδρογόνου σε όλη την ΕΕ.
Επιστροφή στον άνθρακα
Ο επικεφαλής της ΕΕ για το κλίμα, Φρανς Τίμερμανς, παραδέχτηκε σε πρόσφατη ομιλία του ότι η χρήση λιγότερου φυσικού αερίου σε μια μεταβατική φάση θα σήμαινε οτι «η ΕΕ θα αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει περισσότερο άνθρακα κι αυτό θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις εκπομπές αερίων».
«Αλλά εάν την ίδια στιγμή η Ευρώπη καταφέρει να επιταχύνει την εισαγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας – ηλιακή, αιολική, βιομεθάνιο – τότε θα έχουμε ακόμη καλύτερα περιβαντολογικά αποτελέσματα», είπε.
Ο άνθρακας έχει σημαντική επιβαρυντική επίδραση στο περιβάλλον, με την Greenpeace να τον περιγράφει ως «τον πιο βρώμικο και πιο ρυπογόνο τρόπο παραγωγής ενέργειας».
Η Υπηρεσία Ενεργειακών Πληροφοριών των ΗΠΑ απαριθμεί μια σειρά εκπομπών από την καύση άνθρακα, συμπεριλαμβανομένων διοξειδίου του άνθρακα, διοξειδίου του θείου, σωματιδίων και οξειδίων του αζώτου και η επιπλέον χρήση του έχει πυροδοτήσει ήδη σκληρή κριτική από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις.