Υπόθεση C‑101/21
Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη – Άρθρο 2, παράγραφος 2 – Έννοια του “μισθωτού” – Άρθρο 12, στοιχεία αʹ και γʹ – Περιορισμοί της ευθύνης των οργανισμών εγγύησης – Πρόσωπο που ασκεί, βάσει συμβάσεως εργασίας συναφθείσας με εμπορική εταιρία, καθήκοντα μέλους του διοικητικού συμβουλίου και διευθυντικού στελέχους της εταιρίας αυτής – Σώρευση καθηκόντων – Εθνική νομολογία που δεν αναγνωρίζει στο εν λόγω πρόσωπο τις εγγυήσεις που προβλέπει η οδηγία αυτή
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)
της 5ης Μαΐου 2022 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2008/94/ΕΚ – Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη – Άρθρο 2, παράγραφος 2 – Έννοια του “μισθωτού” – Άρθρο 12, στοιχεία αʹ και γʹ – Περιορισμοί της ευθύνης των οργανισμών εγγύησης – Πρόσωπο που ασκεί, βάσει συμβάσεως εργασίας συναφθείσας με εμπορική εταιρία, καθήκοντα μέλους του διοικητικού συμβουλίου και διευθυντικού στελέχους της εταιρίας αυτής – Σώρευση καθηκόντων – Εθνική νομολογία που δεν αναγνωρίζει στο εν λόγω πρόσωπο τις εγγυήσεις που προβλέπει η οδηγία αυτή»
Στην υπόθεση C‑101/21,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία) με απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Φεβρουαρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης
HJ
κατά
Ministerstvo práce a sociálních věcí,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),
συγκείμενο από τους J. Passer, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή) και N. Wahl, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. J. Ruiz Sánchez,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Hradil και B.‑R. Killmann,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, και του άρθρου 12, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (ΕΕ 2008, L 283, σ. 36), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2015/1794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 263, σ. 1) (στο εξής: οδηγία 2008/94).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του αναιρεσείοντος της κύριας δίκης, HJ, και του Ministerstvo práce a sociálních věcí (Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Τσεχική Δημοκρατία) σχετικά με αίτημα καταβολής ανεξόφλητων αποδοχών από εταιρία που τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας 2008/94, τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν στην ευθύνη των οργανισμών εγγύησης περιορισμούς, οι οποίοι πρέπει να είναι συμβατοί με τον κοινωνικό στόχο της οδηγίας και μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τα διαφορετικά επίπεδα των απαιτήσεων.
4 Το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας ορίζει:
«1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητος, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1.
2. Τα κράτη μέλη μπορούν, κατ’ εξαίρεση, να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας τις απαιτήσεις ορισμένων κατηγοριών μισθωτών, λόγω της ύπαρξης άλλων μορφών εγγύησης, εφόσον διαπιστώνεται ότι αυτές εξασφαλίζουν στους ενδιαφερόμενους προστασία ισοδύναμη με εκείνη που απορρέει από την παρούσα οδηγία.
3. Τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον εφαρμόζεται ήδη τέτοια διάταξη στην εθνική τους νομοθεσία, να συνεχίσουν να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας τους κατ’ οίκον εργαζόμενους που απασχολούνται από φυσικό πρόσωπο.»
5 Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας προβλέπει:
«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον ορισμό των όρων “μισθωτός”, “εργοδότης”, “αμοιβή εργασίας”, “κεκτημένο δικαίωμα” και “δικαίωμα προσδοκίας”.
Ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν δύνανται να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας:
α) τους μισθωτούς μερικής απασχόλησης κατά την έννοια της οδηγίας 97/81/ΕΚ [του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES (ΕΕ 1998, L 14, σ. 9)]·
β) τους μισθωτούς με σύμβαση [εργασίας] ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της οδηγίας 1999/70/ΕΚ [του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43)]·
γ) τους μισθωτούς με σχέση πρόσκαιρης απασχόλησης κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 2 της οδηγίας 91/383/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1991, για τη συμπλήρωση των μέτρων που αποσκοπούν στο να προαγάγουν τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή σχέση πρόσκαιρης εργασίας (ΕΕ 1991, L 206, σ. 19)].»
6 Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94 προβλέπει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, έτσι ώστε οι οργανισμοί εγγύησης να εξασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας περιλαμβανομένης όποτε αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία της καταβολής αποζημιώσεων σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας.»
7 Το άρθρο 12 της οδηγίας 2008/94 έχει ως εξής:
«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών:
α) να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή καταχρήσεων·
[…]
γ) να αρνούνται ή να περιορίζουν την υποχρέωση πληρωμής που αναφέρεται στο άρθρο 3, ή την υποχρέωση εγγύησης που αναφέρεται στο άρθρο 7, όταν ο μισθωτός κατέχει μόνος ή από κοινού με τους εγγυτέρους συγγενείς του, ένα ουσιώδες μέρος της επιχείρησης ή της εγκατάστασης του εργοδότη και ασκεί σημαντική επιρροή στις δραστηριότητές του.»
Το τσεχικό δίκαιο
Ο νόμος 118/2000
8 Ο zákon č. 118/2000 Sb., o ochraně zaměstnanců při platební neschopnosti zaměstnavatele a o změně některých zákonů (νόμος 118/2000 για την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη και την τροποποίηση ορισμένων νόμων), μεταφέρει την οδηγία 2008/94 στην τσεχική έννομη τάξη.
9 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του νόμου 118/2000, ο νόμος αυτός δεν εφαρμόζεται σε μισθωτό ο οποίος, κατά την κρίσιμη περίοδο, ήταν μισθωτός εργοδότη σε κατάσταση αφερεγγυότητας και αποτελούσε, κατά την εν λόγω περίοδο, το καταστατικό όργανό του ή μέλος του καταστατικού του οργάνου και κατείχε μερίδιο που αντιστοιχούσε τουλάχιστον στο ήμισυ του εταιρικού κεφαλαίου του ιδίου εργοδότη.
10 Κατά το άρθρο 3, στοιχείο a, του νόμου 118/2000, ως «μισθωτός» νοείται, για τους σκοπούς του νόμου, «το φυσικό πρόσωπο με το οποίο ο εργοδότης έχει συνάψει σχέση εργασίας, σύμβαση εντολής εκτελέσεως έργου […] ή σύμβαση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, βάσει των οποίων το πρόσωπο αυτό είχε, κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου, απαιτήσεις αμοιβής τις οποίες ο εργοδότης δεν έχει εξοφλήσει».
Ο εργατικός κώδικας
11 Κατά το άρθρο 2 του zákon č. 262/2006 Sb., zákoník práce (νόμου 262/2006, περί θεσπίσεως του εργατικού κώδικα) (στο εξής: εργατικός κώδικας):
«(1) Ως μισθωτή εργασία νοείται η εργασία που εκτελείται στο πλαίσιο της ιεραρχικής σχέσης εξάρτησης μεταξύ εργοδότη και μισθωτού και σύμφωνα με τις υποδείξεις του εργοδότη και την οποία ο μισθωτός παρέχει προσωπικά για τον εργοδότη.
(2) Η μισθωτή εργασία πρέπει να παρέχεται έναντι μισθού, αποδοχών ή αμοιβής για την παρασχεθείσα εργασία, με έξοδα και υπό την ευθύνη του εργοδότη, για καθορισμένο χρονικό διάστημα και σε τόπο εργασίας του εργοδότη ή, ενδεχομένως, σε άλλο συμφωνημένο τόπο.»
12 Το άρθρο 4 του ως άνω κώδικα έχει ως εξής:
«Η σχέση εργασίας διέπεται από τον παρόντα νόμο· όταν ο παρών νόμος δεν μπορεί να εφαρμοστεί, η εργασιακή σχέση διέπεται από τον αστικό κώδικα, πάντοτε σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις.»
13 Το άρθρο 6 του εν λόγω κώδικα ορίζει τα ακόλουθα:
«Μισθωτός είναι φυσικό πρόσωπο που έχει αναλάβει την υποχρέωση να εκτελεί μισθωτή εργασία με βασική εργασιακή σχέση.»
Ο νόμος περί εμπορικών εταιριών και συνεταιρισμών
14 Το άρθρο 59, παράγραφοι 1 και 2, του zákon č. 90/2012 Sb., o obchodních společnostech a družstvech (νόμου 90/2012 περί εμπορικών εταιριών και συνεταιρισμών) προβλέπει:
«(1) Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις μεταξύ εμπορικής εταιρίας και μέλους του εκλεγέντος οργάνου της διέπονται, κατ’ αναλογίαν, από τις διατάξεις του αστικού κώδικα περί εντολής, εκτός αν ορίζεται άλλως στον νόμο ή σε σύμβαση που αφορά την άσκηση των καθηκόντων, εφόσον έχει συναφθεί. Οι σχετικές με τη διαχείριση ακινήτων τρίτων διατάξεις του αστικού κώδικα δεν έχουν εφαρμογή.
(2) Σε κεφαλαιουχική εταιρία, η σύμβαση άσκησης των καθηκόντων συνάπτεται εγγράφως και πρέπει να εγκρίνεται, συμπεριλαμβανομένων των τροποποιήσεών της, από το ανώτατο όργανο της εταιρίας· ελλείψει έγκρισης σύμφωνα με τα ανωτέρω, η σύμβαση δεν παράγει αποτελέσματα. […]»
15 Το άρθρο 60 του νόμου αυτού έχει ως εξής:
«Σε κεφαλαιουχική εταιρία, η σύμβαση που αφορά την άσκηση των καθηκόντων πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:
α) τον καθορισμό όλων των στοιχείων της αμοιβής που αποδίδεται ή μπορεί να αποδοθεί σε μέλος εκλεγμένου οργάνου, συμπεριλαμβανομένων τυχόν παροχών σε είδος, καταβολής εισφορών στο συνταξιοδοτικό σύστημα ή άλλων παροχών·
[…]».
16 Το άρθρο 435, παράγραφος 3, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:
«Το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρίας διέπεται από τις αρχές και τις οδηγίες που εγκρίνει η γενική συνέλευση, υπό τον όρο ότι οι αρχές αυτές είναι σύμφωνες με τη νομοθεσία και το καταστατικό. Εντούτοις, ουδείς επιτρέπεται να δίνει εντολές στο διοικητικό συμβούλιο όσον αφορά τη διαχείριση των υποθέσεων. […]»
Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
17 Ο αναιρεσείων της κύριας δίκης, ενώ εργαζόταν από το 2010 για την εμπορική εταιρία AA ως αρχιτέκτονας βάσει συμβάσεως εργασίας, εξελέγη τον Σεπτέμβριο του 2017 πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας αυτής και συνήψε προς τούτο σύμβαση με την εταιρία, στην οποία διευκρινιζόταν ότι δεν δικαιούνταν αμοιβή για την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων.
18 Στη συνέχεια, συνήφθη πρόσθετη πράξη επί της αρχικής του συμβάσεως εργασίας, με την οποία οριζόταν ότι είχε, ως μισθωτός, δικαίωμα αμοιβής. Η πρόσθετη αυτή πράξη διευκρίνιζε ότι ο ίδιος ασκούσε, από τον Οκτώβριο του 2017, καθήκοντα διευθυντικού στελέχους της AA.
19 Δεδομένου ότι η AA κατέστη αφερέγγυα το 2018, ο αναιρεσείων της κύριας δίκης υπέβαλε ενώπιον του Úřad práce České republiky – krajská pobočka pro hl. Prahu (Οργανισμού Απασχόλησης της Τσεχικής Δημοκρατίας – περιφερειακό γραφείο Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία) αίτηση με την οποία ζητούσε, βάσει του νόμου 118/2000, την καταβολή των αποδοχών του για τους μήνες Ιούλιο έως Σεπτέμβριο 2018 (στο εξής: επίμαχη περίοδος).
20 Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων τη κύριας δίκης δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μισθωτός, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο a, του νόμου 118/2000.
21 Η διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο αναιρεσείων της κύριας δίκης απορρίφθηκε από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Συγκεκριμένα, το υπουργείο έκρινε ότι, κατά την επίμαχη περίοδο, ο αναιρεσείων της κύριας δίκης ασκούσε, στο πλαίσιο των καθηκόντων του ως προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και διευθυντικού στελέχους της AA, μία και μόνη δραστηριότητα, ήτοι την εμπορική διαχείριση της εταιρίας αυτής, και ότι, επομένως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνδέεται με εργασιακή σχέση με την εν λόγω εταιρία.
22 Η προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιον του Městský soud v Praze (περιφερειακού δικαστηρίου της Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία) απορρίφθηκε επίσης, με απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020. Το δικαστήριο αυτό έκρινε, κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομολογίας σχετικά με τη «σώρευση καθηκόντων», ότι, στο μέτρο που, κατά την επίμαχη περίοδο, ο αναιρεσείων ασκούσε τόσο καθήκοντα διευθυντικού στελέχους όσο και τα καθήκοντα του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας αυτής, δεν υπήρχε ιεραρχική σχέση ή σχέση εξάρτησης με την εταιρία, οπότε ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μισθωτός, κατά την έννοια του νόμου 118/2000.
23 Επιπλέον, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα με τα οποία ο αναιρεσείων της κύριας δίκης προέβαλε ότι, κατά την επίμαχη περίοδο, ο ίδιος δεν ασκούσε αποκλειστικά δραστηριότητες που ενέπιπταν στην εμπορική διαχείριση της AA, αλλά εργαζόταν επίσης ως υπεύθυνος εργοταξίου και διαχειριστής έργων. Διαπίστωσε ότι ο αναιρεσείων της κύριας δίκης είχε εκλεγεί πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενη δυσμενής εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης της εταιρίας, όπως η πτώχευση. Πάντως, ο νόμος 118/2000 δεν αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας που υφίστανται τα μέλη του καταστατικού οργάνου μιας εταιρίας που βρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας συνεπεία της ανεπιτυχούς εμπορικής της διαχείρισης.
24 Ο αναιρεσείων της κύριας δίκης άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
25 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την εθνική νομολογία σχετικά με τη σώρευση καθηκόντων, η οποία αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των τσεχικών δικαστηρίων, ιδίως μεταξύ του Nejvyšší soud (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Τσεχική Δημοκρατία) και του Ústavní soud (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Τσεχική Δημοκρατία), σύμβαση εργασίας που έχει συναφθεί μεταξύ εμπορικής εταιρίας και ενός προσώπου η οποία προβλέπει ότι το πρόσωπο αυτό συγκεντρώνει καθήκοντα του μέλους του καταστατικού οργάνου και του διευθυντικού στελέχους της εταιρίας αυτής είναι έγκυρη υπό το πρίσμα του εργατικού κώδικα. Εντούτοις, ένα πρόσωπο που βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μισθωτός, κατά την έννοια του νόμου 118/2000. Πράγματι, ακόμη και αν υφίσταται σύμβαση εργασίας, μέλος του καταστατικού οργάνου που διευθύνει τη δραστηριότητα της εμπορικής εταιρίας δεν μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά του στο πλαίσιο σχέσης εξάρτησης, οπότε δεν υφίσταται εργασιακή σχέση μεταξύ του μέλους αυτού και της εν λόγω εταιρίας.
26 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η εθνική νομολογία αντιβαίνει στο άρθρο 2, παράγραφος 2, και στο άρθρο 12, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας 2008/94.
27 Υπενθυμίζει, συναφώς, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οδηγία 2008/94 επιδιώκει κοινωνικό σκοπό ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση σε όλους τους μισθωτούς εργαζομένους μιας ελάχιστης προστασίας σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2011, Andersson, C‑30/10, EU:C:2011:66, σκέψη 25 και της 5ης Νοεμβρίου 2014, Tümer, C‑311/13, EU:C:2014:2337, σκέψη 37), και ότι, επομένως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αποκλείουν ορισμένα πρόσωπα από την προστασία αυτή παρά μόνο στις ειδικές περιπτώσεις που καθορίζει η οδηγία (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1993, Wagner Miret, C‑334/92, EU:C:1993:945, σκέψη 14, της 17ης Νοεμβρίου 2011, van Ardennen, C‑435/10, EU:C:2011:751, σκέψη 39 και της 5ης Νοεμβρίου 2014, Tümer, C‑311/13, EU:C:2014:2337, σκέψη 37). Επιπλέον, ο ενδεχόμενος αποκλεισμός δικαιώματος πρέπει να δικαιολογείται αντικειμενικά και να συνιστά αναγκαίο μέτρο για την αποτροπή καταχρήσεων (απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Robledillo Núñez, C‑498/06, EU:C:2008:109, σκέψη 44).
28 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:
«Αντιτίθεται το άρθρο 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 12, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας [2008/94], σε εθνική νομολογία κατά την οποία ένα διευθυντικό στέλεχος εμπορικής εταιρίας δεν θεωρείται “μισθωτός” για τον σκοπό της πληρωμής ανεξόφλητων απαιτήσεων από αμοιβή, σύμφωνα με την οδηγία 2008/94/ΕΚ, αποκλειστικώς και μόνον επειδή είναι παράλληλα μέλος καταστατικού οργάνου της ίδιας εμπορικής εταιρίας;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
29 Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφος 2, και το άρθρο 12, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας 2008/94 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομολογία κατά την οποία πρόσωπο το οποίο ασκεί, βάσει συμβάσεως εργασίας, σωρευτικώς τα καθήκοντα διευθυντικού στελέχους και μέλους του καταστατικού οργάνου μιας εταιρίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μισθωτός και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τύχει των εγγυήσεων που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.
30 Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών που τελούν σε κατάσταση αφερεγγυότητας υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας. Εξάλλου, το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας θεσπίζει υποχρέωση πληρωμής των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών. Επομένως, οι μισθωτοί, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/94, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της.
31 Πρέπει ακόμη να επισημανθεί ότι οι καταστάσεις τις οποίες η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομολογία αποκλείει από τις ευεργετικές διατάξεις του νόμου 118/2000 δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 1, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας αυτής. Πράγματι, αφενός, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/94 επιτρέπει στα κράτη μέλη, κατ’ εξαίρεση, να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής τις απαιτήσεις ορισμένων κατηγοριών μισθωτών, υπό την προϋπόθεση ότι υφίστανται άλλες μορφές εγγύησης που εξασφαλίζουν στους ενδιαφερομένους προστασία ισοδύναμη με εκείνη που απορρέει από την εν λόγω οδηγία. Πάντως, εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομολογία δεν παρέχει τέτοια ισοδύναμη προστασία στα πρόσωπα που είναι μέλη του καταστατικού οργάνου μιας εταιρίας και τα οποία ασκούν επιπλέον, βάσει συμβάσεως εργασίας, καθήκοντα διευθυντικού στελέχους της εταιρίας αυτής. Αφετέρου, το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/94 αφορά τους κατ’ οίκον εργαζόμενους που απασχολούνται από φυσικό πρόσωπο, πράγμα που δεν συμβαίνει στην περίπτωση των προσώπων τα οποία αφορά η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομολογία.
32 Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει, πρώτον, να εξεταστεί το κατά πόσον εθνική νομολογία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, είναι συμβατή με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/94.
33 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η οδηγία 2008/94 δεν ορίζει η ίδια την έννοια του «μισθωτού», στο δε άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, προβλέπει ότι δεν θίγει το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον ορισμό του όρου αυτού, υπό την επιφύλαξη ότι ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, οι οποίες προσδιορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο και δεν είναι κρίσιμες για την παρούσα υπόθεση, δεν εξαιρούνται από την έννοια αυτή.
34 Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη για τον ορισμό της έννοιας αυτής δεν είναι απεριόριστο. Συνεπώς, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του κοινωνικού σκοπού της εν λόγω οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στο να διασφαλιστεί ελάχιστη προστασία σε όλους τους μισθωτούς στο επίπεδο της Ένωσης σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, με την καταβολή των ανεξόφλητων απαιτήσεων που απορρέουν από συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας και αφορούν την αμοιβή για συγκεκριμένη περίοδο. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν δύνανται να ορίσουν κατά το δοκούν τον όρο «μισθωτός» ούτως ώστε να τεθεί σε κίνδυνο ο κοινωνικός σκοπός της εν λόγω οδηγίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Tümer, C‑311/13, EU:C:2014:2337, σκέψη 42).
35 Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, λαμβανομένου υπόψη αυτού του κοινωνικού σκοπού της οδηγίας 2008/94 καθώς και του γράμματος του άρθρου της 1, παράγραφος 1, ο ορισμός του όρου «μισθωτός» συνδέεται κατ’ ανάγκην με σχέση εργασίας από την οποία γεννάται δικαίωμα, κατά του εργοδότη, να ζητηθεί αμοιβή για την παρασχεθείσα εργασία (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Tümer, C‑311/13, EU:C:2014:2337, σκέψη 44). Συνεπώς, θα ήταν αντίθετο προς τον εν λόγω κοινωνικό σκοπό να στερηθούν της προστασίας που η οδηγία αυτή προβλέπει σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη πρόσωπα στα οποία η εθνική ρύθμιση αναγνωρίζει εν γένει την ιδιότητα του μισθωτού και, βάσει της ρυθμίσεως αυτής, έχουν κατά του εργοδότη τους από συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εργασίας μισθολογικές απαιτήσεις τις οποίες αφορούν το άρθρο 1, παράγραφος 1, και άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Tümer, C‑311/13, EU:C:2014:2337, σκέψη 45).
36 Επομένως, το γεγονός ότι ένα πρόσωπο που ασκεί καθήκοντα διευθυντικού στελέχους εμπορικής εταιρίας είναι επίσης μέλος του καταστατικού οργάνου της εταιρίας αυτής δεν επιτρέπει, αυτό καθεαυτό, να τεκμαίρεται ή να αποκλείεται η ύπαρξη σχέσεως εργασίας ή ο χαρακτηρισμός του προσώπου αυτού ως μισθωτού, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/94.
37 Ως εκ τούτου, το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία πρόσωπο το οποίο ασκεί, βάσει συμβάσεως εργασίας, σωρευτικώς τα καθήκοντα διευθυντικού στελέχους και μέλους του καταστατικού οργάνου εμπορικής εταιρίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μισθωτός, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.
38 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο αναιρεσείων της κύριας δίκης ασκούσε σωρευτικώς καθήκοντα διευθυντικού στελέχους και τα καθήκοντα του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της AA βάσει συμβάσεως εργασίας συναφθείσας με την εταιρία αυτή και ότι ελάμβανε, ως εκ τούτου, αμοιβή. Δεδομένου ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, μια τέτοια σύμβαση εργασίας είναι έγκυρη υπό το πρίσμα του εργατικού κώδικα, δεν αποκλείεται ο αναιρεσείων της κύριας δίκης να μπορεί να θεωρηθεί μισθωτός, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94, πράγμα το οποίο εναπόκειται, ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
39 Όσον αφορά, δεύτερον, το συμβατό εθνικής νομολογίας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, με το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/94, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προς αποτροπή καταχρήσεων.
40 Η εν λόγω διάταξη, καθόσον εισάγει εξαίρεση από γενικό κανόνα, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επιπλέον, η ερμηνεία της πρέπει να είναι σύμφωνη με τον κοινωνικό σκοπό της οδηγίας 2008/94 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Walcher, C‑201/01, EU:C:2003:450, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
41 Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι οι καταχρήσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/94 είναι οι καταχρηστικές πρακτικές που ζημιώνουν τους οργανισμούς εγγυήσεως δημιουργώντας τεχνητά μισθολογική απαίτηση και γεννώντας, έτσι, παρανόμως υποχρέωση πληρωμής βαρύνουσα τους εν λόγω οργανισμούς. Επομένως, τα μέτρα που επιτρέπεται να λαμβάνουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τη διάταξη αυτή είναι τα αναγκαία για την αποφυγή τέτοιων πρακτικών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Walcher, C‑201/01, EU:C:2003:450, σκέψεις 39 και 40).
42 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι σκοπός της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής νομολογίας είναι να αποτραπεί το ενδεχόμενο τα πρόσωπα που ασκούν σωρευτικώς τα καθήκοντα διευθυντικού στελέχους και μέλους του διοικητικού συμβουλίου εμπορικής εταιρίας να επιτύχουν την ικανοποίηση των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων λόγω αφερεγγυότητας της εταιρίας αυτής, εφόσον ενδέχεται να είναι εν μέρει υπεύθυνα για την εν λόγω αφερεγγυότητα. Επομένως, η εθνική αυτή νομολογία εντάσσεται στη λογική που διέπει το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/94.
43 Ωστόσο, η εν λόγω νομολογία θεσπίζει αμάχητο τεκμήριο κατά το οποίο ένα τέτοιο πρόσωπο δεν ασκεί τα καθήκοντά του στο πλαίσιο μιας σχέσης εξάρτησης, αλλά διευθύνει, στην πραγματικότητα, την οικεία εμπορική εταιρία και κατά το οποίο, ως εκ τούτου, το γεγονός ότι του αποδίδεται προνόμιο εγγυήσεων οι οποίες προβλέπονται από την οδηγία 2008/94 συνιστά κατάχρηση, κατά την έννοια του άρθρου 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας. Πάντως, ένα γενικό τεκμήριο ύπαρξης κατάχρησης, το οποίο δεν μπορεί να ανατραπεί λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των χαρακτηριστικών στοιχείων κάθε εξατομικευμένης υπόθεσης, δεν μπορεί να γίνει δεκτό (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2004, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑334/02, EU:C:2004:129, σκέψη 27, και της 25ης Οκτωβρίου 2017, Polbud – Wykonawstwo, C‑106/16, EU:C:2017:804, σκέψη 64, καθώς και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Grenville Hampshire, C‑17/17, EU:C:2018:287, σημείο 65).
44 Ως εκ τούτου, εθνική νομολογία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/94.
45 Όσον αφορά, τρίτον, το συμβατό εθνικής νομολογίας όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη με το άρθρο 12, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2008/94, η διάταξη αυτή επιτρέπει στα κράτη μέλη να αρνούνται ή να περιορίζουν την υποχρέωση πληρωμής του άρθρου 3 ή την υποχρέωση εγγυήσεως του άρθρου 7 στις περιπτώσεις που ο μισθωτός κατείχε, μόνος ή από κοινού με τους εγγυτέρους συγγενείς του, ουσιώδες τμήμα της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως του εργοδότη και ασκούσε σημαντική επιρροή στις δραστηριότητές του, δεδομένου ότι οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι σωρευτικές.
46 Η διάταξη αυτή στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στο σιωπηρό τεκμήριο ότι ο μισθωτός ο οποίος κατείχε ταυτόχρονα ουσιώδη συμμετοχή στην οικεία επιχείρηση και ασκούσε σημαντική επιρροή στις δραστηριότητές της μπορεί, ως εκ τούτου, να είναι εν μέρει υπεύθυνος για την αφερεγγυότητα της επιχειρήσεως αυτής (απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2011, Andersson, C‑30/10, EU:C:2011:66, σκέψη 24).
47 Εν προκειμένω, μολονότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομολογία θα μπορούσε, ενδεχομένως, να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι ένα πρόσωπο στο οποίο σωρεύονται τα καθήκοντα διευθυντικού στελέχους και μέλους του διοικητικού συμβουλίου εμπορικής εταιρίας μπορεί να ασκήσει σημαντική επιρροή στις δραστηριότητες της εταιρίας αυτής, εντούτοις η νομολογία αυτή δεν περιέχει καμία αναφορά στην πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 12, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2008/94, ήτοι ότι ο μισθωτός πρέπει να κατέχει, μόνος ή από κοινού με τους εγγυτέρους συγγενείς του, ουσιώδες τμήμα της εν λόγω εταιρίας.
48 Επομένως, το άρθρο 12, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας 2008/94 αντιτίθεται σε εθνική νομολογία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία καθιερώνει αμάχητο τεκμήριο κατά το οποίο πρόσωπο το οποίο ασκεί, ακόμη και βάσει έγκυρης από απόψεως εθνικού δικαίου συμβάσεως εργασίας, σωρευτικώς τα καθήκοντα διευθυντικού στελέχους και μέλους του καταστατικού οργάνου μιας εμπορικής εταιρίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μισθωτός, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τύχει των εγγυήσεων που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.
49 Κατά συνέπεια, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, και το άρθρο 12, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας 2008/94 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομολογία κατά την οποία πρόσωπο το οποίο ασκεί σωρευτικώς, βάσει ισχύουσας κατά το εθνικό δίκαιο συμβάσεως εργασίας, τα καθήκοντα διευθυντικού στελέχους και μέλους του καταστατικού οργάνου μιας εμπορικής εταιρίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μισθωτός, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τύχει των εγγυήσεων που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.
Επί των δικαστικών εξόδων
50 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 2, παράγραφος 2 και το άρθρο 12, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2015/1794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2015, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομολογία κατά την οποία πρόσωπο το οποίο ασκεί σωρευτικώς, βάσει ισχύουσας κατά το εθνικό δίκαιο συμβάσεως εργασίας, τα καθήκοντα διευθυντικού στελέχους και μέλους του καταστατικού οργάνου μιας εμπορικής εταιρίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μισθωτός, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τύχει των εγγυήσεων που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.