Στούς Περσικούς πολέμους ἀντεπαρατέθησαν δύο ἀντίθετοι κόσμοι: ἡ Ἀσιατική μοναρχία καί ἀπολυταρχία μέ τήν Ἑλληνική δημοκρατία καί ἐλευθερία. Νικητές ἀνεδείχθησαν οἱ Ἕλληνες. Πρωτεργάτες τῆς ἑλληνικῆς νίκης ἦσαν οἱ Ἀθηναῖοι. Ἡ Ἀθήνα μέ τή νεαρή δημοκρατία της πρωτοστάτησε καί διεδραμάτισε ἀποφασιστικό ρόλο στήν νίκη τῶν Ἑλλήνων. Ἐάν ἡ Ἀθήνα μήδιζε, ὅπως ἔπραξαν ἄλλες ἑλληνικές πόλεις, ἡ νίκη τῆς Ἑλλάδος θά ἦταν ἀδύνατη. Κυριολεκτικῶς εἰπεῖν κατά τόν Ἡρόδοτο οἱ Ἀθηναῖοι ἦσαν οἱ σωτῆρες τῆς Ἑλλάδος.
Οἱ Ἀθηναῖοι ἐνίκησαν τούς Πέρσες στόν Μαραθώνα τό 490 π.Χ. καί δέκα χρόνια ἀργότερα, τό 480 π.Χ., πρωταγωνίστησαν στήν ναυμαχία τῆς Σαλαμίνας, ἡ ὁποία ἦταν καθοριστική γιά τήν τελική νίκη τῶν Ἑλλήνων. Ἄς ἀκούσουμε ἐπ’αὐτοῦ τόν Ἡρόδοτο (Μετάφραση Ἄγγελου Βλάχου): «Ἐδῶ εἶμαι ἀναγκασμένος νά διατυπώσω μιάν ἄποψη πού θά προκαλέσει τόν φθόνο τῶν περισσοτέρων, ἀλλά δέν θά παρασιωπήσω ἐκεῖνο πού νομίζω ὅτι εἶναι ἀλήθεια. Ἄν οἱ Ἀθηναῖοι, τρομοκρατημένοι ἀπό τόν κίνδυνο πού πλησίαζε, εἶχαν μετοικήσει ἤ ἀκόμα ἄν δέν εἶχαν ἐγκαταλείψει τήν Ἀθήνα, ἀλλά ἔμεναν ἐκεῖ καί παραδίδονταν στόν Ξέρξη, τότε δέν θά ἦσαν σέ θέση ν’ἀναμετρηθοῦν στήν θάλασσα. Καί ἄν κανείς δέν ἐμπόδιζε τόν Ξέρξη στήν θάλασσα, τότε στήν στεριά θά συνέβαιναν τά ἑξῆς: Παρά τά πολλά ὀχυρωματικά ἔργα πού εἶχαν οἱ Πελοποννήσιοι στόν Ἰσθμό, οἱ Λεκεδαιμόνιοι, προδομένοι ἀπό τούς συμμάχους τους, ἐφόσον οἱ πολιτεῖες τους θά κυριεύονταν ἀπό τόν στόλο τοῦ βαρβάρου, θά εἶχαν ἀπομονωθεῖ. Καί ἔτσι ἀπομονωμένοι, ἀφοῦ θά ἔκαναν βέβαια μεγάλα ἀνδραγαθήματα, θά σκοτώνονταν πολεμώντας γενναῖα. Ἤ αὐτά θά πάθαιναν ἤ, βλέποντας τούς ἄλλους Ἕλληνες νά μηδίζουν, θά συνθηκολογοῦσαν μέ τόν Ξέρξη. Ἔτσι, καί στίς δύο περιπτώσεις ἡ Ἑλλάδα θά εἶχε κυριευθεῖ ἀπό τούς Πέρσες. Γιατί δέν βλέπω ποιά θά ἦταν ἡ χρησιμότητα τῶν ὀχυρωμάτων τοῦ Ἰσθμοῦ, ἄν ὁ βασιλιάς ἐπικρατοῦσε στήν θάλασσα. Ἄν σήμερα κάποιος χαρακτηρίσει τούς Ἀθηναίους ὡς σωτῆρες τῆς Ἑλλάδος, δέν θά ἀπέχει καθόλου ἀπό τήν ἀλήθεια∙ ἡ ζυγαριά θά βάραινε ὁπωσδήποτε ἀπό τήν μεριά πού θά πήγαιναν αὐτοί. Θέλοντας ἡ Ἑλλάδα νά ἐξακολουθήσει νά εἶναι ἐλεύθερη, αὐτοί ξεσήκωσαν ὅλους τούς ἄλλους Ἕλληνες, ὅσους δέν ἐμήδισαν, καί αὐτοί ἦσαν ἐκεῖνοι πού μέ τήν βοήθεια τῶν θεῶν ἀπέκρουσαν τόν βασιλιά».[1]
Ἡ Ἀθήνα κατά τήν διάρκεια τοῦ Περσικοῦ πολέμου καί συνεπείᾳ τούτου μεταβλήθηκε ἀπό μιά ἀγροτική κατά βάσιν πολιτεία σέ μιά μεγάλη ναυτική δύναμη. «Μέγα τό τῆς θαλάσσης κράτος» (=μεγάλο πρᾶγμα ἡ ναυτική δύναμη) θά ἀναφωνήσει ὁ Περικλῆς. Ἐπίσης ἡ νεοσυσταθεῖσα ἐπί Κλεισθένους τό 507 π.Χ. δημοκρατία της θά στερεωθεῖ καί θά ἐνδυναμωθεῖ ἀκόμη περισσότερο. Ἀκόμη ἡ πανελλήνια αἴγλη της μετά τούς Μηδικούς πολέμους θά τήν ὠθήσει τό 478 π.Χ. νά συστήσει τήν Δηλιακή συμμαχία, τῆς ὁποίας προΐστατο.
Βαθμηδόν ὅμως ἡ Δηλιακή συμμαχία μετεβλήθη σέ Ἀθηναϊκή ἡγεμονία.Σταδιακά οἱ Ἀθηναῖοι ἔγιναν δυνάστες τῶν ἄλλων Ἑλληνικῶν πόλεων. Μετέφεραν τό ταμεῖο τῆς συμμαχίας ἀπό τή Δῆλο στήν Ἀθήνα καί μέ τά χρήματα αὐτά οἰκοδόμησαν τά ἀπαραμίλλου τέχνης μνημεῖα στήν Ἀκρόπολη, ἀλλά τό σπουδαιότερο διεύρυναν καί βάθυναν τή δημοκρατία τους. Μέ ποιό τρόπο; Κατέστη δυνατή ἡ μισθοδοσία τῶν πτωχῶν πολιτῶν, ἔτσι ὥστε νά μποροῦν ἀπρόσκοπτα νά συμμετέχουν στούς δημοκρατικούς θεσμούς, τήν Βουλή τῶν Πεντακοσίων καί τά Δικαστήρια. Οἱ πτωχοί πολῖτες ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ πιεστικοῦ βιοπορισμοῦ ἀδυνατοῦσαν νά συμμετέχουν ἐνεργῶς στούς δημοκρατικούς θεσμούς. Ἡ χρηματική ἀποζημίωση γιά τήν συμμετοχή τους στούς δημοκρατικούς θεσμούς, τήν κατέστησε δυνατή. Ἡ μισθοδοσία τῶν ἀξιωματούχων τῆς Ἀθηναϊκῆς πολιτείας ἀποτέλεσε «τό κορυφαῖο στοιχεῖο τῶν δημοκρατικῶν μεταρρυθμίσεων τοῦ Περικλῆ» κατά τούς John Bury καί Russel Meigs.[2] Ἐπίσης οἱ ἀντιπολιτευόμενοι τόν Περικλῆ ἀριστοκρατικοί διετείνοντο – καί καθόλου ἀβάσιμα − ὅτι ἀποτελοῦσε βαρύτατη προσβολή γιά τήν Ἑλλάδα τά χρήματα πού συγκεντρώθηκαν ἀναγκαστικά γιά τόν πόλεμο ἐναντίον τῶν Μήδων νά διατίθενται γιά τόν καλλωπισμό καί τή διακόσμηση τῆς Ἀθήνας. Ἀκόμη οἱ ἄποροι πολῖτες ἐλάμβαναν ἐπίδομα, τά θεωρικά, μέ τό ὁποῖο ἐπίδομα μποροῦσαν νά παρακολουθοῦν τό τραγικό καί κωμικό θέατρο. Σημειωτέον ὅτι τό θέατρο − ἡ τραγωδία καί ἡ κωμωδία − ἦταν ἕνας δημοκρατικός, πολιτικός θεσμός, πλάϊ στούς ἄλλους δημοκρατικούς, πολιτικούς θεσμούς, τήν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου, τήν Βουλή τῶν Πεντακοσίων καί τά Δικαστήρια. Ἀπό τά ἀνωτέρω κατανοοῦμε γιατί ἡ Ἀθηναϊκή ἄκρατη, ριζοσπαστική δημοκρατία εἶχε ὡς sine qua non προϋπόθεσή της τήν Ἀθηναϊκή ἡγεμονία.Ὅθεν ὅσο ριζοσπαστικοποεῖται, διευρύνεται καί παγιώνεται ἡ δημοκρατία τόσο πιό ἰμπεριαλιστική, ἐπεκτατική καί πιεστική πρός τούς συμμάχους (ὑπηκόους της κατ’οὐσίαν), γίνεται ἡ Ἀθήνα.
Αὐτά εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα οἱ Ἀθηναῖοι νά προσελκύσουν τήν ὀργή καί τό μῖσος τῶν συμμάχων-ὑπηκόων τους. Ὁ Θουκυδίδης γράφει χαρακτηριστικά: «Οὕτως ἐν ὀργῇ εἶχον οἱ πλείους τούς Ἀθηναίους, οἱ μέν τῆς ἀρχῆς ἀπολυθῆναι βουλόμενοι, οἱ δέ μή ἀρχθῶσι φοβούμενοι» (Θουκυδίδου Ἱστορίαι II, 8). Μετάφραση (Ἰωάννου Σταματάκου): «Τόσον πολύ οἱ περισσότεροι ὠργίζοντο κατά τῶν Ἀθηναίων, ἄλλοι μέν διότι ἤθελον νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν κυριαρχίαν, ἄλλοι δέ διότι ἐφοβοῦντο μήπως περιέλθουν εἰς τήν ἐξουσίαν των».[3] Ἔτσι λοιπόν ἡ δημοκρατία καί ἡ προϋπόθεσή της, ἡ ἡγεμονία τῶν Ἀθηναίων ἐπέσυρε τό μῖσος καί τήν μῆνι τῆς Ἑλλάδος πρός αὐτούς.
Αὐτό ἀκριβῶς τονίζει καί ὁ Περικλῆς πρός τούς Ἀθηναίους θέλοντας νά τούς πείσει νά μήν ὑποχωρήσουν στίς ἀξιώσεις τῶν Σπαρτιατῶν καί νά ἀναλάβουν πόλεμο ἐναντίον τους, ὑπεραπιζόμενοι τή δημοκρατία καί ἡγεμονία τους. Τούς ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ ἡγεμονία τους ἔχει μετασχηματισθεῖ σέ τυραννίδα πρός τίς ἄλλες ἑλληνικές πόλεις-ὑποτελεῖς τους καί ὡς ἐκ τούτου ἔχουν ἐκτεθεῖ στό μῖσος αὐτῶν. Ὅθεν ἡ παραίτηση ἀπό τήν ἡγεμονία εἶναι πλέον πολύ ἐπικίνδυνη γιά αὐτούς−τούς Ἀθηναίους. (Μετάφραση Ἐλευθερίου Βενιζέλου): «Ὀφείλετε, ἄλλωστε, νά προασπίσετε τήν περίοπτον θέσιν, εἰς τήν ὁποίαν ἀνῆλθε ἡ πόλις ὡς ἐκ τῆς ἡγεμονίας της, καί διά τήν ὁποίαν πάντες ὑπερηφανεύεσθε καί νά μήν ἀποφεύγετε τά βάρη αὐτῆς, εἰδεμή μήτε τάς τιμάς νά ἐπιδιώκετε. Οὔτε πρέπει νά νομίσετε, ὅτι ἀγωνίζεσθε ὑπέρ ἑνός πράγματος, νά μή γίνετε δηλαδή ὑποτελεῖς ἀντί ἐλευθέρων, ἀλλά καί περί διατηρήσεως ἤ στερήσεως τῆς ἡγεμονίας, καί κατά τοῦ κινδύνου τοῦ μίσους, εἰς τό ὁποῖον σᾶς ἔχει ἐκθέσει ἡ ἄσκησις αὐτῆς. Τῆς ἡγεμονίας ὅμως αὐτῆς δέν εἶναι πλέον καιρός νά παραιτηθῆτε, καί ἐάν ἀκόμη μερικοί, κατά τήν παροῦσαν κρίσιν, ἐκ φόβου καί τῆς ἐπιθυμίας τῆς ἀποφυγῆς κινδύνων, εἶναι διατεθειμένοι καί τήν θυσίαν αὐτήν νά στέρξουν, διά νά ἐπιδειχθοῦν, ὅτι ἐπιδιώκουν εἰρηνόφιλον πολιτικήν. Διότι ἡ ἡγεμονία σας κατήντησεν ἐξουσία δεσποτική, τῆς ὁποίας ἠμπορεῖ μέν νά φαίνεται ἄδικος ἡ ἀπόκτησις, ἀλλ’ ἡ ἀπό τῆς ὁποίας παραίτησις εἶναι ἐπικίνδυνος».[4]
Τά ἴδια περίπου ἐπιχειρήματα προσάγει καί ὁ Κλέων, ἡγέτης τῆς δημοκρατικῆς παρατάξεως τῆς Ἀθήνας μετά τόν θάνατο τοῦ Περικλῆ, ἀποσκοπώντας στό νά πείσει τούς Ἀθηναίους νά τιμωρήσουν ἀμίλεικτα καί πραδειγματικά τούς Μυτιληναίους πού ἀπεστάτησαν ἀπό τή συμμαχία τους. Συγκεκριμένα τό 427 π.Χ. οἱ Μυτιληναῖοι ἀπεσκίρτησαν ἀπό τήν Ἀθηναϊκή συμμαχία-ἡγεμονία. Οἱ Ἀθηναῖοι κατέστειλαν τήν ἐπανάσταση καί ἔστειλαν τούς πρωτοστατοῦντας σ’αὐτήν Μυτιληναίους στήν Ἀθήνα. Οἱ Ἀθηναῖοι ἀρχικά ἀπεφάσισαν νά φονεύσουν ὅλους τούς ἄρρενες Μυτιληναίους καί νά πουλήσουν τά γυναικόπαιδα ὡς δούλους. Κατόπιν ἐπεκράτησαν ψυχραιμότερες φωνές καί ἀπεφάσισαν νά θανατώσουν μόνο τούς πρωταιτίους τῆς στάσεως. Ὁ Κλέων προσπαθεῖ νά πείσει τούς Ἀθηναίους νά μή δείξουν καμμία ἐπιείκεια, ἀλλά νά ἐφαρμόσουν τήν ἀρχική τους ἀπόφαση, νά σκοτώσουν ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἄρρενες Μυτιληναίους καί νά ἐξαδραποδίσουν τά γυναικόπαιδα: (Μετάφραση Ἰωάννου Μπάρμπα): «Πολλές φορές κιόλας καί ἄλλοτε στό παρελθόν ἐγώ τουλάχιστον ἔκρινα ὅτι μιά δημοκρατία εἶναι ἀνίκανη νά ἐξουσιάζει ἄλλους, ἀλλά προπάντων τό πιστεύω αὐτό τώρα σέ σχέση μέ τή μεταμέλειά σας γιά τήν ἀπόφασή σας γιά τούς Μυτιληναίους. Γιατί, ἐπειδή στίς καθημερινές σας σχέσεις δέν φοβᾶστε καί δέν ἐπιβουλεύεστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, τήν ἴδια συμπεριφορά δείχνετε καί πρός τούς συμμάχους, καί ὅ,τι τυχόν σφάλματα κάνετε, ἤ ὅταν παρασυρθεῖτε ἀπ’αὐτούς μέ ἐπιχειρήματα, ἤ ἄν τυχόν ἀπό οἶκτο ὑποχωρήσετε, δέν ἀντιλαμβάνεστε ὅτι μ’αὐτό δείχνεστε μαλακοί μέ κίνδυνο γιά σᾶς καί χωρίς τήν εὐγνωμοσύνη τῶν συμμάχων, ἐπειδή δέν σκέφτεστε ὅτι ἔχετε ἡγεμονία δεσποτική πάνω σέ ἀνθρώπους πού σᾶς ἐπιβουλεύονται καί ἐξουσιάζονται χωρίς τή θέλησή τους, καί πού σᾶς ὑπακούουν ὄχι ἀπό ὅσες τυχόν χάρες τούς κάμετε βλάπτοντας τόν ἑαυτό σας, ἀλλά ἐξαιτίας αὐτῶν στά ὁποῖα τυχόν ὑπερισχύετε μέ τή δύναμη πιό πολύ παρά πού ἐξασφαλίζετε μέ τήν εὔνοια ἐκείνων».[5]
Τελικά κατόπιν τῆς δημηγορίας τοῦ Διοδότου ἀπεφάσισαν νά θανατώσουν μόνο τούς πρωτοστατοῦντας στήν στάση καί νά ἀφήσουν τούς ἄλλους Μυτιληναίους πολῖτες καί τά γυναικόπαιδα ἄθικτα. Ἀπό τίς ἀνωτέρω δημηγορίες τοῦ Περικλῆ καί τοῦ Κλέωνα βλέπουμε πῶς οἱ Ἀθηναῖοι ἀπό σωτῆρες τῆς Ἑλλάδος μετασχηματίστηκαν σέ δυνάστες τῆς Ἑλλάδος. Καί ἡ κύρια αἰτία σ’αὐτή τή μεταβολή ἦταν ἡ ἐνδυνάμωση, ἡ διεύρυνση, ἡ στερέωση καί ἡ παγίωση τῆς δημοκρατίας τους.
Στό σημεῖο αὐτό ἄς δοῦμε τό πορτραῖτο τῶν Ἀθηναίων τοῦ χρυσοῦ αἰώνα τοῦ Περικλέους, ὅπως τό διαζωγραφίζουν οἱ ἄσπονδοι ἐχθροί τους οἱ Κορίνθιοι, ἀπευθυνόμενοι στούς Λακεδαιμονίους (μετάφραση Ν.Μ. Σκουτερόπουλου): «Ἐκεῖνοι (σημ. οἱ Ἀθηναῖοι) εἶναι καί ἱκανοί νά συλλάβουν γρήγορα ἕνα σχέδιο καί νά ἐκτελέσουν ἀμέσως ὅ,τι ἀποφάσισαν…Κι ἀκόμη, ἀποτολμοῦν πράγματα πάνω ἀπό τίς δυνάμεις τους, ριψοκινδυνεύουν παρά τίς ὑπαγορεύσεις τῆς φρόνησης καί δέν χάνουν στίς δύσκολες καταστάσεις τήν ἐλπίδα…Κι ἀκόμη, εἶναι γεμᾶτοι ἀποφασιστικότητα σέ σύγκριση μ’ ἐσᾶς (σημ. τούς Σπαρτιᾶτες) τούς διστακτικούς, ἕτοιμοι νά πᾶνε σέ ξένους τόπους ἐνῶ ἐσεῖς μένετε πάντα στόν δικό σας∙ διότι αὐτοί νομίζουν ὅτι κάτι μπορεῖ νά κερδίσουν φεύγοντας ἐνῶ ἐσεῖς πιστεύετε πώς ἐάν βγεῖτε πιό ἔξω μπορεῖ νά διακινδυνεύσετε κι αὐτά πού ἔχετε. Ὅταν νικοῦν τούς ἐχθρούς, προχωροῦν ὅσο τό δυνατόν περισσότερο, κι ὅταν νικηθοῦν, ἐλάχιστα ἐπηρεάζεται τό ἠθικό τους.Κι ἀκόμη, θυσιάζουν τά σώματά τους γιά τήν πόλη τους σάν νά τούς ἦταν ἐντελῶς ξένα καί ἀφιερώνουν τή σκέψη τους ἀποκλειστικά σέ αὐτήν. Κι ἅμα δέν φέρουν σέ πέρας ὅσα σκέφθηκαν, πιστεύουν πώς ἔχασαν κάτι ἀπό αὐτά πού εἶχαν, ἐνῶ ἅμα ἀποκτήσουν ὅ,τι ἐπιδίωξαν τό θεωροῦν πώς ἦταν ἁπλῶς ἡ ἀρχή. Ἄν, πάλι, δοκιμάσουν καί ἀποτύχουν σέ κάτι, ἀναπληρώνουν τήν ἔλλειψη ἐλπίζοντας σέ κάτι ἄλλο∙ γιατί μόνο σ’αὐτούς ἡ ἐλπίδα τῆς ἀπόκτησης τῶν ἐπιδιωκωμένων ἐξομοιώνεται μέ τήν ἀπόκτησή τους, ἐπειδή ἐκτελοῦν γρήγορα ὅ,τι ἀποφασίσουν.Κι ὅλα τοῦτα τά ἐπιδιώκουν μέ ἀδιάλειπτο μόχθο καί κινδύνους σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς τους ἀπολαμβάνοντας ἐλάχιστα τά ἀγαθά πού ἔχουν, ἀφοῦ διαρκῶς ἀποκτοῦν καινούργια, κι οὔτε θεωροῦν γιορτή ἄλλο τίποτε ἀπό τό νά κάνουν ὅ,τι πρέπει, ἐνῶ τήν ξεγνοιασιά τῆς ἀπραξίας τήν θεωροῦν συμφορά ὄχι μικρότερη ἀπό μιά ἐπίπονη δραστηριότητα. Ἔτσι, ἐάν μέ δύο λόγια τούς χαρακτήριζε κανείς ἀνθρώπους ἀπό τή φύση τους καμωμένους νά μήν ἔχουν οὔτε οἱ ἴδιοι ἡσυχία οὔτε τούς ἄλλους νά τούς ἀφήνουν νά βροῦν, θά εἶχε δίκαιο».[6] Βλέπουμε λοιπόν πώς οἱ Ἀθηναῖοι τοῦ 5ου αἰώνα, τόν αἰώνα πού μεσουράνησε ἡ δημοκρατία, ἦσαν νεωτεριστές, ἐπινοητικοί καί ἀκατάβλητα δραστήριοι γιά τό συμφέρον τῆς πόλεώς των.
Ὁ ἐκλεκτός φιλόλογος Ἰωάννης Μπάρμπας στό βιβλίο του Θουκυδίδη, Δημηγορίες Κλέωνα καί Διοδότου, στήν ἑρμηνεία τῆς δημηγορίας τοῦ Κλέωνα γράφει: «Τό ὀρθό δημοκρατικό πολίτευμα ξεκινᾶ ἀπό τήν ἐλεύθερη βούληση τοῦ πολίτη καί σ’αὐτή στηρίζεται. Ταυτίζεται μέ τήν ἐλευθερία σ’ὅλες τίς μορφές της καί τή σέβεται, γιατί ἀλλιῶς αὐτοαναιρεῖται. Ἑπομένως σέβεται καί τήν ἐλευθερία ἄλλων λαῶν καί δέν ἐπιζητεῖ τή δεσποτική κυριαρχία πάνω σ’αὐτούς».[7] Ὁ ἀνωτέρω συλλογισμός φαίνεται ἀληθοφανής, ἀλλά προσκρούει στήν ἱστορική ἐμπειρία: τόσο οἱ ἀρχαῖες δημοκρατίες (Ἀθηναϊκή καί Ρωμαϊκή) ὅσο καί οἱ νεώτερες δημοκρατίες (Ἀγγλική καί Ἀμερικανική) δέν σεβάστηκαν τίς ἐλευθερίες τῶν ἄλλων λαῶν, ἀλλά ἦσαν καθαρά ἰμπεριαλιστικές καί ἐπεκτατικές.
Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ Σπαρτιᾶτες αὐτοπροβλήθηκαν καί ἐμφανίστηκαν πρό καί κατά τόν Πελοποννησιακό πόλεμο ὡς οἱ ἐλευθερωτές τῆς Ἑλλάδος. Καί ὅταν συνετρίβη ἡ Ἀθήνα καί γκρεμίζονταν τά τείχη της οἱ Ἕλληνες ἑόρταζαν ὑπό τόν ἦχο αὐλητρίδων τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Ξενοφῶν στά Ἑλληνικά γράφει (μετάφραση Ρόδη Ρούφου): «Μετά ἀπ’αὐτά ὁ Λύσανδρος ἀγκυροβόλησε στόν Πειραιά, οἱ ἐξόριστοι γύρισαν, καί βάλθηκαν μέ πολλή ὄρεξη νά γκρεμίζουν τά Τείχη, στούς ἤχους αὐλοῦ πού ἔπαιζαν κορίτσια−νομίζοντας ὅτι ἀπό ἐκείνη τή μέρα ἐλευθερωνόταν ἡ Ἑλλάδα»[8]. Μόνο πού οἱ Ἕλληνες περιέπεσαν σέ πολύ χειρότερη καί σκληρότερη ἡγεμονία, αὐτή τῶν Σπαρτιατῶν…
[1] Ἡροδότου Ἱστορίαι, μετάφραση Ἄγγελος Σ. Βλάχος, τόμος τρίτος, βιβλίο Ζ, Πολύμνια, ἐκδόσεις Ὠκεανίδα, Ἀθήνα 2000, σελ. 183-184
[2] John Bury καί Russel Meigs, Ἱστορία τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, τόμος II, ἐκδ. Μ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1986, σελ. 332
[3] Θουκκυδίδου Ξυγγραφή, τόμος πρῶτος, βιβλίον I καί II, μετάφρασις ὑπό Ἰωάννου Σταματάκου, ἔκδοσις τρίτη, ἐκδ. οἶκος Α. Η. Σακελλαρίου, Ἀθῆναι 1939, σελ. 249
[4] Θουκυδίδου Ἰστορίαι, μετάφρασις Ἐ.Κ.Βενιζέλου, ἐκδ. «Ἐστίας», Ἐν Ἀθήναις χ.χ., σελ. 109
[5] Ἰωάννου Ἀχ. Μπάρμπα, Θουκυδίδη, Δημηγορίες Κλέωνα καί Διοδότου, ἐκδόσεις Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 28
[6] Θουκυδίδη Ἱστορία Α, 70, εἰσαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Ν.Μ. Σκουτερόπουλου,ἐκδ. Πόλις, Ἀθήνα 2011, σελ.115-117
[7] Ἰωάννου Ἀχ. Μπάρμπα, ὅ.π., σελ.76
[8] Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, μετάφραση Ρόδη Ρούφου, Δευτέρα ἔκδοσις, τόμος πρῶτος, ἐκδόσεις Γαλαξία,Ἀθῆναι 1971, σελ. 79
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Η αποθέωσις του Περικλή”, 1939) είναι έργο του Γιώργου Γουναρόπουλου.
ΠΗΓΗ cognoscoteam.gr