Δεν απαιτείται, ούτε να διαπιστώνεται με βεβαιότητα η ιδιότητα του θύματος εμπορίας, ούτε να προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης σε βάρος του κάποιου από τα σχετικά αδικήματα.
Αιχμές για τον τρόπο που οι εισαγγελικοί λειτουργοί εξετάζουν περιπτώσεις που αφορούν θύματα εμπορίας ανθρώπων και εκδίδουν αποφάσεις για την αναγνώρισή τους αφήνει εμμέσως, πλην σαφώς ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεώργιος Σκιαδαρέσης.
Σε εγκύκλιό του, παραπέμπει αρχικώς στις διαπιστώσεις του Εθνικού Εισηγητή για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων και Πρόεδρου της Ομάδας Εργασίας για την προστασία των θυμάτων της εμπορίας ανθρώπων Ηρακλή Μοσκώφ.
Όπως αναφέρει ο Αντεισαγγελέας, ο κ. Μοσκώφ «με την από 23/2/2022 επιστολή του μας εξέθεσε ότι οι περισσότερες εισαγγελικές διατάξεις χαρακτηρισμού προσώπων ως θυμάτων εμπορίας ανθρώπων είναι απορριπτικές παρά τις θετικές εισηγήσεις των αρμοδίων υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ, ενώ οι λίγες θετικές εκδίδονται με περιορισμένη χρονική ισχύ, φαινόμενα που δεν φαίνεται να συμβιβάζονται με τον σκοπό, το πνεύμα και τις ρυθμίσεις της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την δράση κατά της Εμπορίας Ανθρώπων».
Αναφερόμενος στις σχετικές νομοθετικές προβλέψεις, αλλά και στις ευρωπαϊκές και διεθνείς συμβάσεις, ο κ. Σκιαδαρέσης επισημαίνει πως «είναι σαφές ότι ο Έλληνας νομοθέτης δεν θεσμοθέτησε δύο στάδια κατά την διαδικασία αναγνώρισης ενός προσώπου ως θύματος εμπορίας ανθρώπων, αλλά μόνο ένα και συνεπώς ο εισαγγελικός λειτουργός που πρόκειται να εκδώσει διάταξη τέτοιου χαρακτηρισμού αρκεί να πιθανολογήσει, ότι το ενώπιον του πρόσωπο εμπίπτει στην ανωτέρω έννοια του θύματος εμπορίας ανθρώπων και δεν απαιτείται, ούτε να διαπιστώνεται με βεβαιότητα η ιδιότητα αυτή, ούτε να προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης σε βάρος του κάποιου από τα ανωτέρω αδικήματα».
Δεν απαιτείται άσκηση δίωξης ή κατάθεση αίτησης
Προσθέτει εξάλλου ότι «άλλωστε ο χαρακτηρισμός αυτός μπορεί να γίνει, όχι μόνο μετά την κίνηση της ποινικής δίωξης, αλλά και πριν αυτή ασκηθεί, απαιτουμένης όμως στην τελευταία περίπτωση σχετικής γνωμοδότησης δύο επιστημόνων κατά τις ειδικές προβλέψεις της άνω διάταξης, χωρίς βέβαια να απαγορεύεται τέτοια γνωμοδότηση και στην περίπτωση που ο χαρακτηρισμός γίνεται μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, εφόσον κριθεί αναγκαία».
Στην εγκύκλιο επισημαίνεται επίσης πως «ούτε η Σύμβαση, ούτε ο ανωτέρω νόμος προβλέπει ως απαραίτητη την κατάθεση αίτησης από τον ενδιαφερόμενο, για να εκδοθεί εισαγγελική διάταξη χαρακτηρισμού του ως θύματος εμπορίας ανθρώπων. Βεβαίως η σχετική αίτηση διευκολύνει και δεσμεύει τα αρμόδια όργανα να επιληφθούν του ζητήματος, αλλά δεν απαιτείται, του αρμοδίου εισαγγελέως δυναμένου να το πράξει αυτεπαγγέλτως και μάλιστα ευχερώς «αμέσως» μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, οπότε έχει ενώπιόν του την σχετική δικογραφία και έτσι εξασφαλίζει το πλέον κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο, δηλ. την μαρτυρία του θύματος της εμπορίας ανθρώπων. Βεβαίως πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης χρειάζεται αν όχι αίτηση, τουλάχιστον συγκεκριμένη σχετική αναφορά ή πληροφορία της αρμόδιας υπηρεσίας με την ανωτέρω γνωμοδότηση των δύο επιστημόνων».
Θύματα εμπορίας ανθρώπων: Στέρηση θεμελιωδών δικαιωμάτων
«Ο άστοχος μη χαρακτηρισμός ενός προσώπου ως θύματος εμπορίας ανθρώπων πιθανότατα συνεπάγεται, ότι το μεν θύμα εξακολουθεί να στερείται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, η δε εισαγγελική αρχή θα στερηθεί τον απαραίτητο μάρτυρα, που θα της επιτρέψει να εξασφαλίσει την καταδίκη του δράστη» τονίζει ο Αντεισαγγελέας.
Διευκρινίζει δε σε ποιες ενέργειες απαιτείται να προβούν οι εισαγγελικοί λειτουργοί ανά περίπτωση, πριν την απόρριψη της αναγνώρισης του θύματος. «Αν το τυχόν υπάρχον αίτημα χαρακτηρισμού ενός προσώπου ως θύματος εμπορίας ανθρώπων και η σχετική αναφορά της αρμόδιας υπηρεσίας είναι ασαφής ή αόριστη, ο εισαγγελέας – ακριβώς ενόψει της ενδεχόμενης πολλαπλώς επιβαρυμένης κατάστασης του ενδιαφερομένου – δεν εκδίδει απορριπτική διάταξη, αλλά επιστρέφει την αλληλογραφία προς συμπλήρωση και μόνο αν επανυποβληθεί απράκτως τότε εκδίδει απορριπτική διάταξη» αναφέρει.
«Τα ίδια ισχύουν και αν δεν τηρήθηκε η ορθή διαδικασία λ.χ υπάρχει γνωμοδότηση ενός επιστήμονα ή δεν υπάρχει καμία γνωμοδότηση. Βεβαίως εκδίδεται απορριπτική διάταξη για ειδικούς εξαιρετικούς λόγους, αν λ.χ εν τω μεταξύ μέχρι την έκδοση προέκυψαν ισχυρώς αντίθετα στοιχεία, που καθιστούν αβάσιμη (μη εύλογη) την πιθανολόγηση πως πρόκειται για θύμα εμπορίας ανθρώπων ή προέκυψε πρόδηλη αβασιμότητα ή καταχρηστικότητα της επίκλησης της σχετικής ιδιότητας» προσθέτει.
Χρειάζεται ειδική ενασχόληση με το θύμα
Όπως υπογραμμίζει ο κ. Σκιαδαρέσης «η εισαγγελική διάταξη χαρακτηρισμού θύματος εμπορίας ανθρώπων, εφόσον δεν προβλέπεται στον νόμο, δεν μπορεί να έχει προσωρινή ισχύ, πλην όμως στην περίπτωση εκκρεμούς σχετικής ποινικής διαδικασίας, μπορεί να προβλέψει επανεξέταση του χαρακτηρισμού, όταν η τελευταία περατωθεί αμετακλήτως, οπότε αν το δικαστήριο αποφανθεί, ότι το χαρακτηρισθέν θύμα δεν υπήρξε τέτοιο, τότε προδήλως θα ανακληθεί η αρχική διάταξη, ενώ επί καταδίκης ή ακόμα και απαλλαγής χωρίς να θίγεται η ιδιότητα του θύματος, είναι σαφές ότι η διάταξη θα συνεχίσει να ισχύει».
Και καταλήγει χαρακτηριστικά: «Θεωρούμε ότι στις σχετικά λίγες υποθέσεις εμπορίας ανθρώπων που πανελληνίως απασχολούν τους αρμόδιους εισαγγελικούς λειτουργούς, δεν αρκεί η γνωστή εισαγγελική εστιασμένη στον κατηγορούμενο ενασχόληση, αλλά χρειάζεται ειδική ενασχόληση και με το θύμα, ώστε εφόσον συντρέχει ενοχή να εξασφαλισθεί η δίκαιη καταδίκη του δράστη της σύγχρονης μορφής δουλεμπορίου. Η συστηματοποίηση των παραγγελλομένων άγει, αφενός μεν σε μη ιδιαίτερη επιβάρυνση των αρμοδίων εισαγγελικών λειτουργών, αφετέρου δε στην πλέον αποτελεσματική καταπολέμηση της ειδεχθούς για τον πολιτισμό μας εμπορίας ανθρώπων. Η σημασία που της αποδίδει ο Έλληνας νομοθέτης καταδεικνύεται από την συμπερίληψή της στον κατ’ άρ. 8 Π.Κ κατάλογο των εγκλημάτων, για τα οποία ισχύει η αρχή της παγκόσμιας δικαιοσύνης».