Η προθεσμία αυτή είναι ανελαστική και δεν είναι επιδεκτική αναστολής, ούτε διακοπής, παράτασής της ή επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση
Ο Άρειος Πάγος απέρριψε ως απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης, λόγω παρέλευσης της καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, η δε προθεσμία κρίθηκε μη δεκτική αναστολής και το άρθρο 74 παρ. 1 του Ν. 4690/2020 δεν ισχύει επί αυτής (ΑΠ 762/2022).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, με το άρθρο 564 παρ. του ΚΠολΔ καθιερώνεται η διετής καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης, η οποία ισχύει και για το Ελληνικό Δημόσιο, όπως και η αντίστοιχη καταχρηστική προθεσμία της έφεσης κατά το άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Η προθεσμία αυτή είναι ανελαστική και δεν είναι επιδεκτική αναστολής, ούτε διακοπής, παράτασής της ή επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση. Και τούτο, διότι η μεγάλη διάρκειά της προστατεύει και τα συμφέροντα των διαδίκων, αλλά τίθεται και προς εξυπηρέτηση γενικότερων συμφερόντων. Γίνεται δε παγίως δεκτό ότι ακόμη και η αναστολή των προθεσμιών σε βάρος του Δημοσίου καθ’ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών δεν ισχύει για την καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών, η οποία εξακολουθεί να τρέχει και υπολογίζεται σε αυτήν το ως άνω χρονικό διάστημα.
Κατά την κρίση του δικαστηρίου, το άρθρο 74 παρ. 1 του Ν. 4690/2020 που ορίζει ότι το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (από 13.3.2020 έως 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και ότι μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από το νόμο καθώς και ότι οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του ΚΠολΔ, καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 του ΚΠολΔ, ενδίκων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται αν δεν παρέλθουν επί πλέον τριάντα ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους, δεν εφαρμόζεται στην καταχρηστική προθεσμία της άσκησης των ενδίκων μέσων.
Το δικαστήριο επεσήμανε ότι αυτό ευχερώς συνάγεται, όχι μόνον από τη γραμματική διατύπωση της ως άνω διάταξης, η οποία απαριθμεί περιπτώσεις σύντομων προθεσμιών ενέργειας για την άσκηση των εκεί αναφερόμενων συγκεκριμένων διαδικαστικών πράξεων, αλλά και από την τελολογική της θεώρηση, ιδίως ως προς την πρόβλεψη της συμπλήρωσής τους αν δεν παρέλθει προθεσμία τριάντα ημερών από την προβλεπόμενη λήξη τους, κάτι που δεν εναρμονίζεται με τον καθορισμό μιας ανελαστικής καταχρηστικής προθεσμίας, στην οποίαν η αφετηρία και η λήξη της απαιτεί σταθερότητα
Απόσπασμα απόφασης
Η προθεσμία αυτή είναι ανελαστική και δεν είναι επιδεκτική αναστολής, ούτε διακοπής, παράτασής της ή επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση, εν όψει του ότι η μεγάλη διάρκεια της προστατεύει και τα συμφέροντα των διαδίκων, αλλά τίθεται και προς εξυπηρέτηση γενικότερων συμφερόντων. Γίνεται δε παγίως δεκτό ότι ακόμη και αυτή η διάταξη του άρθρου 11 του ως άνω ν.δ. που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 50 παρ. 3 του ΕισΝΚΠολ και ορίζει την αναστολή των προθεσμιών σε βάρος του Δημοσίου καθ’ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (1.7 έως 15.9) δεν ισχύει για την καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών, η οποία εξακολουθεί να τρέχει (ΑΠ 666/2005, 1239-1240/1995, 1248-9/1995) και υπολογίζεται σ’ αυτήν το ως άνω χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια το άρθρο 74 παρ. 1 ν. 4690/2020 που ορίζει ότι το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 έως 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και ότι μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από το νόμο καθώς και ότι οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 ΚΠολΔ καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ενδίκων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται αν δεν παρέλθουν επί πλέον τριάντα ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους, δεν εφαρμόζεται στην καταχρηστική προθεσμία της άσκησης των ενδίκων μέσων και στην προκειμένη περίπτωση σ’ αυτήν της αναίρεσης. Τούτο ευχερώς συνάγεται όχι μόνον από τη γραμματική διατύπωση της ως άνω διάταξης η οποία απαριθμεί περιπτώσεις σύντομων προθεσμιών ενέργειας για την άσκηση των εκεί αναφερόμενων συγκεκριμένων διαδικαστικών πράξεων, αλλά και από την τελολογική της θεώρηση, ιδίως ως προς την πρόβλεψη της συμπλήρωσής τους αν δεν παρέλθει προθεσμία τριάντα ημερών από την προβλεπόμενη λήξη τους, κάτι που δεν εναρμονίζεται με τον καθορισμό μιας ανελαστικής καταχρηστικής προθεσμίας, στην οποίαν η αφετηρία και η λήξη της απαιτεί σταθερότητα.
Εξ άλλου, κατά μεν την παρ.1 του άρθρου 577 ΚΠολΔ το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου αν η αίτηση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως” (ΑΠ 1035/2017). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη από 30.9.2020 αίτηση αναίρεσης ζητείται να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 80/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία έγινε κατ’ ουσίαν δεκτή η από 9.6.2016 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 124/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ευβοίας, που είχε απορρίψει ως αόριστη την από 14.9.2012 ανακοπή του αναιρεσείοντος κατά του πίνακος κατάταξης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, κράτησε και δίκασε την ως άνω ανακοπή και την δέχθηκε εν μέρει αυτήν και μεταρρυθμίζοντας τον πίνακα κατάταξης κατέταξε το αναιρεσείον στο ποσό των 718 ευρώ. Η ως άνω απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε στις 14.6.2018 δεν επιδόθηκε στο αναιρεσείον, όπως το ίδιο ομολογεί.
Η ένδικη αναίρεση ασκήθηκε με κατάθεση στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατά το άρθρο 495 ΚΠολΔ την 1.10.2020. Συνεπώς, έχει παρέλθει η καταχρηστική διετής προθεσμία από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και πρέπει η ένδικη αναίρεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση η καταχρηστική αυτή προθεσμία δεν είναι δεκτική αναστολής και το άρθρο 74 παρ. 1 ν. 4690/2020 κατά το προαναφερθέν περιεχόμενό του δεν ισχύει επί αυτής, τούτο δε ανεξάρτητα και από το ότι μετά τη λήξη της ως άνω διάρκειας της προσωρινής (στις 31.5.2020) αναστολής μεσολάβησε χρονικό διάστημα μέχρι τη συμπλήρωση (στις 14.06.2020) της προαναφερθείσας διετούς προθεσμίας κατά το οποίο μπορούσε το αναιρεσείον να ασκήσει αναίρεση. Συνεπώς, η ένδικη αναίρεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί το αναιρεσείον λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης που κατέθεσε προτάσεις, μειωμένα όμως κατά το άρθρο 22 παρ. 1 ν. 3693/1957 σε συνδ. με το άρθρο 2 της υπ’ αριθμ. 134423/1992 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 ν. 1738/1987 κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.