ΑΠΟΦΑΣΗ
De Giorgi κατά Ιταλίας της 16.06.2022 (αρ. προσφ. 23735/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ενδοοικογενειακή βία. Ιδιαίτερο καθήκον των αρχών για άμεση ανταπόκριση και προστασία του θύματος.
Η προσφεύγουσα υπέστη επανειλημμένα ενδοοικογενειακή βία από τον πρώην σύζυγό της μετά τον χωρισμό τους. Μεταξύ άλλων, την είχε απειλήσει ότι θα τη σκοτώσει, την είχε χτυπήσει, τοποθέτησε συσκευές παρακολούθησης στο σπίτι της, την καταδίωκε, την παρενοχλούσε, παρενέβη παράνομα στην ιδιωτική της ζωή, έκλεψε την αλληλογραφία της. Επίσης δεν κατέβαλε διατροφή και κακομεταχειρίζονταν τα παιδιά τους.
Η προσφεύγουσα υπέβαλε πολλές μηνύσεις σε βάρος του για διάφορα περιστατικά όμως οι αρχές δεν της παρείχαν προστασία και οι μηνύσεις της, εδώ και 6 χρόνια, ακόμα εκκρεμούν. Άσκησε καταγγελία για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.
Το Στρασβούργο αρχικά διαπίστωσε ότι τα περιστατικά για τα οποία παραπονέθηκε η προσφεύγουσα υπερέβησαν το όριο σοβαρότητας που απαιτείται από το άρθρο 3 της Σύμβασης.
Περαιτέρω διαπίστωσε ότι ο εισαγγελέας του οποίου ήταν καθήκον να εξετάσει τέτοια αιτήματα δεν είχε επιδείξει την ιδιαίτερη επιμέλεια που απαιτείται για την άμεση ανταπόκριση για την προστασία της προσφεύγουσας από ενδοοικογενειακή βία παρά του ότι γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την ύπαρξη πραγματικού και άμεσου κινδύνου της προσφεύγουσας, δεδομένης των προηγούμενων πράξεων βίας του συζύγου.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι ιταλικές αρχές δεν είχαν λάβει κανένα μέτρο για την προστασία της προσφεύγουσας και των παιδιών της, δημιουργώντας μία κατάσταση ατιμωρησίας για τον βίαιο σύζυγό της.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ότι η δικαστική αδράνεια δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, το οποίο παραβιάστηκε τόσο στο διαδικαστικό όσο και στο ουσιαστικό σκέλος του.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην προσφεύγουσα ποσό 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 6.983 για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 3
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Silvia De Giorgi, είναι Ιταλίδα υπήκοος η οποία γεννήθηκε το 1978 και ζει στην Ιταλία. Η προσφεύγουσα και ο σύζυγός της έχουν τρία παιδιά. Ισχυρίστηκε ότι ο σύζυγός της την απειλούσε και την παρενοχλούσε από τον χωρισμό τους το 2013.
Η προσφεύγουσα υπέβαλε επτά μηνύσεις μεταξύ Νοεμβρίου 2015 και Δεκεμβρίου 2019, ισχυριζόμενη ότι ο σύζυγός της, μεταξύ άλλων, την είχε απειλήσει ότι θα τη σκοτώσει, την είχε χτυπήσει (ιδίως με κράνος μοτοσικλέτας), τοποθέτησε συσκευές παρακολούθησης στο σπίτι της, την καταδίωκε και παρακολουθούσε τις κινήσεις της, την παρενοχλούσε μπροστά στο σπίτι της, παρενέβη παράνομα στην ιδιωτική της ζωή, έκλεψε την αλληλογραφία της, δεν κατέβαλε διατροφή και κακομεταχειρίζονταν τα παιδιά τους.
Ορισμένες από τις καταγγελίες που υπέβαλε η προσφεύγουσα δεν εξετάστηκαν επειδή οι εισαγγελείς διαπίστωσαν ότι δεν ήταν αρκετά λεπτομερείς ή ότι οι δηλώσεις της δεν ήταν επαρκώς αξιόπιστες. Ο σύζυγος, ωστόσο, παραπέμφθηκε σε δίκη με κατηγορίες σε σχέση με το συμβάν που συνέβη τη νύχτα της 20 Νοεμβρίου 2015, όταν η προσφεύγουσα χτυπήθηκε στο κεφάλι με κράνος μοτοσικλέτας.
Νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο για μώλωπες και με διάστρεμμα. Μια πρώτη ακρόαση για την υπόθεση αυτή πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2021.
Από το 2016 εκκρεμεί επίσης διαδικασία παραβίασης υποχρέωσης καταβολής διατροφής κατά του συζύγου. Επιπλέον, σε αστικές διαδικασίες για διαζύγιο το 2018, οι κοινωνικές υπηρεσίες υπέβαλαν αναφορά στη γραμματεία του δικαστηρίου και ανέφεραν ότι τα παιδιά βρίσκονταν σε κίνδυνο. Η αναφορά προστέθηκε στη δικογραφία της συνεχιζόμενης έρευνας για αδικήματα κλοπής, συκοφαντικής δυσφήμισης και μη συμμόρφωσης με δικαστική απόφαση σχετικά με την παραβίαση υποχρέωσης καταβολής διατροφής, αλλά δεν διενεργήθηκε έρευνα για το αδίκημα της κακομεταχείρισης που φέρεται να διαπράχθηκε σε βάρος των παιδιών.
Η έρευνα για τις άλλες καταγγελίες παραμένει σε εκκρεμότητα από το 2016.
Βασιζόμενη κυρίως στο άρθρο 3 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για το ότι παρά την κατάθεση αρκετών μηνύσεων οι ιταλικές αρχές δεν της είχαν παράσχει προστασία και βοήθεια μετά την ενδοοικογενειακή βία που υπέστη από τον πρώην σύζυγό της, από τον οποίο ήταν χωρισμένη από το 2013.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 3
Όσον αφορά το εάν το άρθρο 3 της Σύμβασης ήταν εφαρμοστέο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η προσφεύγουσα είχε υποστεί βία στα χέρια του πρώην συζύγου της γεγονός που είχε καταγραφεί στο δελτίο συμβάντων της αστυνομίας και από το νοσοκομείο. Η απειλητική συμπεριφορά του πρώην συζύγου της, είχε δημιουργήσει φόβο λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος στο οποίο αυτός την κακοποιούσε, όπως μαρτυρούν οι διάφορες καταγγελίες και αιτήματα προστασίας προς τις κρατικές αρχές. Σε πολλές περιπτώσεις είχε παραπονεθεί για έλεγχο και εξαναγκαστική συμπεριφορά συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης των κινήσεών της, της παρενόχλησης μπροστά στο σπίτι της και των απειλών να την σκοτώσει μπροστά στα παιδιά της. Οι κοινωνικές υπηρεσίες είχαν επίσης επισημάνει την κακομεταχείριση σε έκθεσή τους τον Φεβρουάριο 2018. Η στάση των αρχών, που είχαν αντιμετωπίσει την κατάσταση ως μια τυπική σύγκρουση συζύγων στη περίοδο του διαζυγίου και δεν είχαν παράσχει στην προσφεύγουσα καμία προστασία, επιδείνωσε τα αισθήματα άγχους και αδυναμίας που βίωνε η προσφεύγουσα εξαιτίας της απειλητικής συμπεριφοράς του συζύγου της. Επομένως, η συμπεριφορά για την οποία παραπονέθηκε υπερέβη το όριο σοβαρότητας που απαιτείται από το άρθρο 3 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το ιταλικό νομικό πλαίσιο, από συνολική άποψη, παρείχε επαρκή προστασία έναντι πράξεων βίας από ιδιώτες σε κάθε δεδομένη περίπτωση. Σημείωσε επίσης ότι η εργαλειοθήκη των νομικών και επιχειρησιακών μέτρων που ήταν διαθέσιμα βάσει της ιταλικής νομοθεσίας έδωσαν στις αρχές επαρκή σειρά μέτρων για να διαλέξουν, τα κατάλληλα και ανάλογα προς το επίπεδο κινδύνου στην παρούσα περίπτωση μέτρα.
Ωστόσο, το Δικαστήριο επισήμανε ότι παρόλο που οι αστυνομικοί είχαν πραγματοποιήσει μια αυτόνομη, προληπτική και ολοκληρωμένη αξιολόγηση κινδύνου λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το ιδιαίτερο πλαίσιο των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας και είχαν ζητήσει προστατευτικά μέτρα υπό το πρίσμα ενός πραγματικού και άμεσου κινδύνου στη ζωή της προσφεύγουσας και των παιδιών της, ο εισαγγελέας του οποίου ήταν καθήκον να εξετάσει τέτοια αιτήματα δεν είχε επιδείξει την δέουσα επιμέλεια που απαιτείται για την άμεση ανταπόκριση στους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας για ενδοοικογενειακή βία.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι δεν είχαν ληφθεί προστατευτικά μέτρα, καθώς ο κίνδυνος επανάληψης της βίας δεν είχε αξιολογηθεί ή ληφθεί δεόντως υπόψη. Ειδικότερα οι εισαγγελείς δεν είχαν προβεί σε καμία ενέργεια ως απάντηση στον σοβαρό κίνδυνο κακομεταχείρισης που η προσφεύγουσα και τα παιδιά της αντιμετώπιζαν. Λόγω της αποτυχίας τους να ενεργήσουν είχαν δημιουργήσει μια κατάσταση ατιμωρησίας, με τον σύζυγο να μην έχει ακόμη δικαστεί για τα τραύματα που προκλήθηκαν στην προσφεύγουσα κατά την επίθεση της 20 Νοεμβρίου 2015 και η έρευνα για άλλες καταγγελίες της προσφεύγουσας εκκρεμούσε από το 2016.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε περαιτέρω ότι οι εθνικές αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την ύπαρξη πραγματικού και άμεσου κινδύνου επαναλαμβανόμενης βίας κατά της προσφεύγουσας, δεδομένων των προηγούμενων πράξεων βίας του συζύγου. Βάσει των όσων τους ήταν γνωστά μέχρι την έκδοση της απόφασης, οι αρχές δεν είχαν επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια όταν ήρθαν αντιμέτωπες με τις καταγγελίες της προσφεύγουσας αναφορικά με την κλιμάκωση της ενδοοικογενειακής βίας. Ως εκ τούτου, είχαν παραβιάσει το καθήκον τους να προστατεύσουν αυτήν και τα παιδιά της από τις πράξεις ενδοοικογενειακής βίας που διέπραξε ο σύζυγος.
Όσον αφορά το καθήκον της έρευνας, το Δικαστήριο τόνισε ότι απαιτείται ιδιαίτερη επιμέλεια κατά την εξέταση υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας και θεώρησε ότι η ιδιαιτερότητα της ενδοοικογενειακής βίας όπως αναγνωρίζεται στο Προοίμιο της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο των εγχώριων διαδικασιών. Δεδομένου του τρόπου με τον οποίο οι αρχές αντιμετώπισαν τις καταγγελίες της προσφεύγουσας για ενδοοικογενειακή βία – ιδίως η αποτυχία τους να διεξαγάγουν αποτελεσματική διερεύνηση αναφορικά με τους ισχυρισμούς κακομεταχείρισης και να εξασφαλιστεί ότι ο δράστης διώχθηκε και τιμωρήθηκε, δεδομένου ότι η υπερβολική διάρκεια της έρευνας την είχε καταστήσει αναποτελεσματική – το Δικαστήριο έκρινε ότι το κράτος είχε παραβιάσει το καθήκον του να διερευνήσει την καταγγέλλουσα κακομεταχείριση της προσφεύγουσας και των παιδιών της, και ότι ο τρόπος με τον οποίο οι εγχώριες αρχές είχαν διεξάγει την ποινική δίωξη στην υπόθεση χαρακτηρίστηκε επίσης ως δικαστική αδράνεια και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Συμπερασματικά, υπήρξε παραβίαση τόσο του ουσιαστικού όσο και του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ιταλία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 6.983,75 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).