Οι μισοί ενοικιαστές(47,8%) δυσκολεύονται ή αδυνατούν να πληρώσουν το ενοίκιο τους, ενώ το 61,7% δηλώνει ότι έχει προχωρήσει σε περικοπές άλλων βασικών αναγκών για να το καλύψει
Τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ενοικιαστές ακινήτων και τα ζητήματα για την καταβολή των ενοικίων στην Ελλάδα αναλύει έρευνα του Eteron (Ινστιτούτου για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή) που παρουσιάστηκε την Τρίτη.
Η έρευνα διενεργήθηκε από την εταιρία aboutpeople, σε δείγμα 1.007 ατόμων από όλη τη χώρα, με ηλεκτρονικές συνεντεύξεις μέσω διαδικτύου, το διάστημα από τις 24 Μαΐου έως τις 3 Ιουνίου του 2022.
Σύμφωνα με τα βασικά ευρήματα:
- Οι μισοί/ές ενοικιαστές/τριες (47,8%) δυσκολεύονται ή αδυνατούν να πληρώσουν το ενοίκιο τους, ενώ το ζήτημα του ενοικίου απασχολεί πολύ ή αρκετά το 83,1%.
- Το 61,7% δηλώνει ότι έχει προχωρήσει σε περικοπές άλλων βασικών αναγκών και το 15,2% ότι για να καλύψει τις άλλες βασικές του ανάγκες λαμβάνει κάποια οικονομική βοήθεια ή δανείζεται από τρίτους.
- Ανασφάλεια και άγχος είναι τα κυρίαρχα αισθήματα που βιώνουν όσες και όσοι ζουν στο ενοίκιο.
- Το 49,1% δήλωσε ότι εξαιτίας των στεγαστικών δαπανών αδυνατεί να αποταμιεύσει, το 41% απάντησε ότι αντιμετωπίζει οικονομική στενότητα, το 28,6% κάνει λόγο για ακύρωση προσωπικών σχεδίων, ενώ έπεται με 12,6% η ανάγκη εύρεσης δεύτερης εργασίας.
- Ακριβό ρεύμα, υψηλό ενοίκιο, δυσκολία εύρεσης κατοικίας, κακή ποιότητα/κατάσταση της κατοικίας και ανεπάρκεια ψύξης/θέρμανσης συνιστούν την πρώτη πεντάδα των προβλημάτων ως προς την ενοικιαζόμενη στέγαση.
- Ένας/μία στους πέντε (22,1%) λαμβάνει επίδομα ενοικίου.
- Η κυβέρνηση (57,1%) και οι ιδιοκτήτες (50,2%) θεωρούνται οι βασικοί υπεύθυνοι για το στεγαστικό πρόβλημα.
- Για τη λύση στο πρόβλημα, οι ερωτώμενοι/ες ζητούν αύξηση μισθών/θέσεων εργασίας (56,5%), πλαφόν στα ενοίκια (53,3%), φορολογικά κίνητρα στους ιδιοκτήτες για πιο προσιτές τιμές (37,9%), επίδομα ενοικίου (33,2%), πολιτικές για την κοινωνική κατοικία (23,8%), ρύθμιση του Airbnb (19,7%), αξιοποίηση των κενών δημόσιων κτιρίων (19,2%) και έλεγχος των κερδοσκοπικών επενδύσεων (golden visa κ.λπ.) (13%).
- Στο κράτος (46%) και την κυβέρνηση (41,1%) πέφτει το βάρος και η προσδοκία εύρεσης λύσης στο ζήτημα. Ακολουθούν η «αγορά» με 28,4%, οι σύλλογοι ενοικιαστών με 19,6% και η Ευρωπαϊκή Ένωση με 15,4%.
Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, διευθυντής του Eteron τόνισε σχετικά: «Οι δύο αυτές σημαντικές συμβολές του Ινστιτούτου έρχονται σε μία στιγμή που το ζήτημα της στέγης και ειδικότερα των ενοικίων αποτελεί ένα σημαντικό “αγκάθι” στην κοινωνία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία “βουβή κρίση” που μπορεί να μην εκφράζεται με όρους εξωστρέφειας, όμως απασχολεί σε μεγάλο βαθμό τα νοικοκυριά, γίνεται αντικείμενο συζήτησης σε οικογένειες και παρέες και καθορίζει τόσο τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς όσο και τη συναισθηματική κατάσταση όλων μας. Έχει φτάσει πια η στιγμή το ζήτημα της στέγασης και των ενοικίων να έρθει στο προσκήνιο με όρους δημόσιας πολιτικής και η πολιτεία να σταματήσει τον στρουθοκαμηλισμό. Άλλωστε δεν πρόκειται να ανακαλύψουμε τον τροχό. Οι συζητήσεις αυτές γίνονται σε όλη την Ευρώπη και υπάρχουν σημαντικά παραδείγματα καλών πρακτικών που διασφαλίζουν την κοινωνική δικαιοσύνη».
Στο δεύτερο σκέλος της έρευνας καταγράφονται τα κύρια προβλήματα που έχουν προκύψει στην ενοικιαζόμενη στέγη στην Ελλάδα, εξετάζονται καλές πρακτικές από το εξωτερικό και διατυπώνονται προτάσεις για την αντιμετώπιση της στεγαστικής επισφάλειας στον τομέα των μακροχρόνιων μισθώσεων.
Προτάσεις για μέτρα
Ειδικότερα, οι παρεμβάσεις και κατευθύνσεις πολιτικής που προτείνονται, περιλαμβάνουν:
- Επιδότηση ενοικίου, καθώς χρειάζεται να αυξηθεί αλλά και να διευρυνθεί για να καλύπτει μεγαλύτερο φάσμα δικαιούχων.
- Έλεγχο και ρύθμιση ενοικίου, που συνιστά μια άμεση παρέμβαση για τη συγκράτηση των τιμών, που μπορεί να έχει προσωρινή και ευέλικτη εφαρμογή, ενώ απαιτεί συνεχή παρακολούθηση και συνδυαστικά μέτρα ώστε να μη δημιουργήσει αγορές δύο ταχυτήτων.
- Ρύθμιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων, μέσω μιας σειράς μέτρων και κυρίως της έκδοσης της ΚΥΑ που προβλέπεται από τον Ν. 4472/2017, αλλά με τις αναγκαίες προσαρμογές της, τόσο για λόγους αποτελεσματικότητας των περιορισμών που ορίζει όσο και εξαιτίας μεταβολών στην αγορά των βραχυχρόνιων μισθώσεων.
- Έλεγχο επενδύσεων και τάσεων χρηματιστικοποίησης της κατοικίας, όπου ζητούμενο είναι να περιοριστούν οι βραχυπρόθεσμες και ευκαιριακές επενδύσεις και να διαμορφωθεί ένα ασφαλές πλαίσιο για τις χαμηλότερης απόδοσης επενδύσεις (που συνιστούν μέχρι τώρα το χαρακτηριστικό γνώρισμα της αγοράς κατοικίας στην Ελλάδα), όπως επίσης και για τη σταθερή μακροπρόθεσμη απόσβεση των κεφαλαίων, διευκολύνοντας τη δραστηριοποίηση και μικρότερων επενδυτών, του δημοσίου και φορέων κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
- Υποστήριξη της κοινωνικής και οικονομικά προσιτής κατοικίας στο υφιστάμενο απόθεμα, μέσω δύο διαφορετικών μηχανισμών, όπως έναν φορέα υποστηριζόμενης στέγης, ή/και έναν φορέα διαμεσολάβησης. Για τον σκοπό αυτό, είναι σημαντική η υιοθέτηση κινήτρων προς τους/τις ιδιοκτήτες/τριες ακινήτων καθώς και η επιδίωξη προγραμματικών συμπράξεων με μεγαλύτερους ιδιοκτήτες ακινήτων, όπως το δημόσιο, οι τράπεζες, ιδρύματα, η Εκκλησία κ.α. Εδώ, υπάρχει ήδη μια θετική κεκτημένη εμπειρία μέσω πρόσφατων στεγαστικών παρεμβάσεων όπως το πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ.
- Εκ νέου κατασκευή κοινωνικών και οικονομικά προσιτών κατοικιών, που παρότι κρίνεται ως δύσκολο εγχείρημα έχει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης. Προϋποτίθεται η διαμόρφωση ειδικού πλαισίου παραγωγής και διάθεσης κατοικιών από μη-κερδοσκοπικούς φορείς του δημόσιου και της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
- Προστασία και ενδυνάμωση ενοικιαστών/τριών, μέσω ανάπτυξης ειδικών εργαλείων που θα επιτρέψουν τη συστηματική παρακολούθηση του ενοικιαζόμενου τομέα, τη θέσπιση ελάχιστων προδιαγραφών καταλληλότητας της κατοικίας, τη δημιουργία του θεσμού του “Συνηγόρου των Ενοικιαστών/τριών”, τη συμμετοχή των ενοικιαστών/τριών στην αξιολόγηση και διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου και των εργαλείων πολιτικής.