ΑΠΟΦΑΣΗ
Xavier Lucas κατά Γαλλίας της 09.06.2022 (αρ. προσφ. 15567/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων και η εταιρεία Financière Vauban ήταν εταίροι μιας άλλης εταιρείας, της Édifices de France, οι εταίροι της οποίας είχαν μια οικονομική διαμάχη την οποία υπέβαλαν στη διαδικασία της διαιτησίας.
Συγκεκριμένα, ο ΚΠολΔ προέβλεπε ότι η διαδικασία στο Εφετείο γίνεται ηλεκτρονικά χρησιμοποιώντας την πλατφόρμα e-barreau. Το Εφετείο έκρινε ότι η έντυπη αίτηση του προσφεύγοντος, μέσω του δικηγόρου του, για ακύρωση της διαιτητικής απόφασης θα μπορούσε να γίνει δεκτή με την αιτιολογία ότι η ηλεκτρονική φόρμα δεν επέτρεπε στους χρήστες να εισάγουν τον τύπο αίτησης ή την ιδιότητα των μερών. Ωστόσο, το Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε αντίθετη γνώμη, κρίνοντας ότι η αίτηση έπρεπε να είχε κατατεθεί ηλεκτρονικά και ότι δεν έπρεπε να εξεταστεί κατ’ ουσία.
Επικαλούμενος τα άρθρα 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) της Σύμβασης, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η απόρριψη της αίτησης ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης χωρίς εξέταση επί της ουσίας λόγω μη ηλεκτρονικής κατάθεσης είχε παραβιάσει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο.
Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι στην πραγματικότητα ήταν αδύνατη η κατάθεση της αίτησης στην πλατφόρμα e-barreau. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι για την ηλεκτρονική κατάθεσή του στο ηλεκτρονικό σύστημα ο δικηγόρος του προσφεύγοντος θα έπρεπε να συμπληρώσει τη φόρμα χρησιμοποιώντας ανακριβείς νομικούς όρους. Σημειώθηκε περαιτέρω ότι η Κυβέρνηση δεν είχε αποδείξει ότι ήταν διαθέσιμες στους χρήστες συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο υποβολής μιας τέτοιας αίτησης.
Το Στρασβούργο έκρινε ότι δίνοντας προτεραιότητα στον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο όλες οι διαδικασίες έπρεπε να υποβληθούν ηλεκτρονικά στο Εφετείο, αγνοώντας τα πρακτικά εμπόδια που αντιμετώπιζε ο προσφεύγων, το Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε υιοθετήσει μια φορμαλιστική προσέγγιση που δεν ήταν απαραίτητη για τη διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου ή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και η οποία επομένως έπρεπε να θεωρηθεί υπερβολική.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε επιβληθεί δυσανάλογη επιβάρυνση στον προσφεύγοντα, μη επιτυγχάνοντας δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συγκρουόμενων δικαιωμάτων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.170 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 παρ. 1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Xavier Lucas, είναι Γάλλος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1967 και ζει στο Tournai. Κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο προσφεύγων και η εταιρεία Financière Vauban ήταν εταίροι μιας άλλης εταιρείας, της Édifices de France. Οι εταίροι της είχαν μια οικονομική διαμάχη την οποία υπέβαλαν στη διαδικασία της διαιτησίας.
Με απόφαση της 15 Νοεμβρίου 2013, ο διαμεσολαβητής έκρινε τον προσφεύγοντα και την Financière Vauban από κοινού υπόχρεους να επιστρέψουν ορισμένα ποσά.
Ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση στο Εφετείο του Douai ζητώντας την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης. Ο δικηγόρος του συνέταξε έγγραφη αίτηση και την απέστειλε στη γραμματεία του δικαστηρίου. Οι αιτούμενοι αντέτειναν ότι η αίτησή τους αποκλείστηκε από την εξέταση επί της ουσίας, επειδή δεν είχε κατατεθεί ηλεκτρονικά.
Στις 29 Ιανουαρίου 2015, ο δικαστής που επέβλεπε την προετοιμασία της υπόθεσης έκρινε ότι η αίτηση έπρεπε κατ’ αρχήν να διαβιβαστεί ηλεκτρονικά σύμφωνα με τα άρθρα 1495 και 930-1 α΄παρ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ). Ωστόσο, ο δικαστής έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε αποδείξει ότι τον είχαν εμποδίσει να το πράξει από εξωτερικές συνθήκες εντός της έννοιας του άρθρου 930-1, β’ παρ. και αποφάσισε ότι η αίτηση μπορούσε να προχωρήσει προς εξέταση επί της ουσίας. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση.
Με απόφαση της 17 Μαρτίου 2016, το Εφετείο του Douai έκρινε ότι η αίτηση ακύρωσης του προσφεύγοντος θα μπορούσε να γίνει δεκτή επί της ουσίας. Σημείωσε ότι ούτε το Διάταγμα της 30 Μαρτίου 2011 (εφαρμογή του άρθρου 930-1 ΚΠολΔ) ούτε η συμφωνία της 10.01.2013 μεταξύ του Εφετείου και των 10 δικηγορικών συλλόγων της δικαιοδοσίας του είχαν προβλέψει ότι οι αιτήσεις για ακύρωση διαιτητικών αποφάσεων έπρεπε να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαίτησης ηλεκτρονικής κατάθεσης. Το Εφετείο παρατήρησε ότι η ηλεκτρονική φόρμα που ήταν διαθέσιμη στο διαδίκτυο, δεν επέτρεπε στους χρήστες να εισαγάγουν τις ακριβείς νομικές προδιαγραφές του είδους της εν λόγω αίτησης ή την ιδιότητα με την οποία κατονομάστηκαν τα μέρη. Ως εκ τούτου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε να κατηγορηθεί επειδή δεν υπέβαλε την αίτησή του ηλεκτρονικά.
Η απόφαση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το οποίο την ακύρωσε στις 26 Σεπτεμβρίου 2019 χωρίς να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω διαδικασία.
Επικαλούμενος τα άρθρα 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η απόρριψη της αίτησής του χωρίς να εξεταστεί επί της ουσίας λόγω μη ηλεκτρονικής κατάθεσης, είχε παραβιάσει το δικαίωμά του πρόσβασης στο δικαστήριο.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση ακύρωσης έπρεπε να είχε κατατεθεί ηλεκτρονικά σύμφωνα με τα άρθρα 1495 και 930-1 ΚΠολΔ και ακύρωσε την απόφαση της 17 Μαρτίου 2016 χωρίς να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω διαδικασίες. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι με τον τρόπο αυτό το Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε στερήσει από τον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να επανεξεταστεί η νομιμότητα της διαιτητικής απόφασης εκδικάζοντας την αίτηση ακύρωσης.
Όσον αφορά τη δυνατότητα προβλεψιμότητας του περιορισμού της πρόσβασης σε δικαστήριο, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι το άρθρο 1495 ΚΠολΔ ήταν διάταξη η οποία όριζε ότι οι Αιτήσεις Ακύρωσης διαιτητικής απόφασης πρέπει να είναι σύμφωνες με τις απαιτήσεις του άρθρου 930-1 ΚΠολΔ. Κατά την άποψή του, οι εν λόγω διατάξεις από κοινού επέβαλαν ρητώς την απαίτηση ηλεκτρονικής κατάθεσης των εγγράφων της υπόθεσης. Δεν είδε καμία λογική βάση για να αποκλίνει από την εκτίμηση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου ότι η εκτελεστική απόφαση και η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν μπορούσε να αποκλείσει τη λειτουργία του ΚΠολΔ περιορίζοντας το πεδίο εφαρμογής του. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν προβλέψιμες.
Όσον αφορά το εάν ο περιορισμός ήταν απαραίτητος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απαίτηση ηλεκτρονικής κατάθεσης αφορούσε διαδικασίες στις οποίες η εκπροσώπηση ήταν υποχρεωτική. Λειτούργησε στην πράξη μέσω μιας ψηφιακής πλατφόρμας κοινής για τα τακτικά και εμπορικά δικαστήρια και στην οποία είχαν πρόσβαση μόνο οι δικηγόροι.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι δεν ήταν μη ρεαλιστικό ή παράλογο να απαιτείται από τους επαγγελματίες νομικούς, για τους οποίους η χρήση υπολογιστών ήταν βασικό εργαλείο δουλείας, η απαίτηση χρήσης μιας τέτοιας πλατφόρμας.
Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι προκειμένου να υποβληθεί η αίτηση ακύρωσης ηλεκτρονικά μέσω e-barreau, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος θα έπρεπε να συμπληρώσει ένα έντυπο χρησιμοποιώντας ανακριβείς νομικούς όρους. Το Δικαστήριο παρατήρησε περαιτέρω ότι η Κυβέρνηση δεν είχε αποδείξει ότι οι συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο υποβολής μιας τέτοιας αίτησης ήταν διαθέσιμες στους χρήστες. Επιπλέον, ήταν αδιαμφισβήτητος ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι δεν υπήρξαν εκδικαζόμενες υποθέσεις, στα εφετεία ή σε άλλο δικαστήριο, στις οποίες μπορούσε να βασιστεί εκείνη τη στιγμή.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο συνήγορος του προσφεύγοντος δεν είχε ενεργήσει αμελώς κατά την υποβολή της έντυπης αίτησης, καθώς η β΄ παρ. του άρθρου 930-1 ΚΠολΔ φαινόταν να το επιτρέπει κατ’ εξαίρεση. Συνεπώς, δεν φάνηκε στο Δικαστήριο ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος για το επίμαχο διαδικαστικό λάθος.
Ενώ δεν εναπόκειτο στο Δικαστήριο να αμφισβητήσει το νομικό σκεπτικό που είχε οδηγήσει το Ακυρωτικό να ανατρέψει την απόφαση του Εφετείου του Douai, επανέλαβε ωστόσο ότι, κατά την εφαρμογή των διαδικαστικών κανόνων, τα δικαστήρια πρέπει να αποφεύγουν να υιοθετούν μια υπερβολικά φορμαλιστική προσέγγιση που θα υπονόμευε το δίκαιο χαρακτήρα των διαδικασιών.
Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συγκεκριμένες συνέπειες της συλλογιστικής του Ακυρωτικού Δικαστηρίου εμφανίστηκαν ιδιαίτερα σκληρές. Δίνοντας προτεραιότητα στον κανόνα ότι η διαδικασία ενώπιον του Εφετείου επρόκειτο να εκδοθεί ηλεκτρονικά, αγνοώντας τα πρακτικά εμπόδια που αντιμετώπιζε ο προσφεύγων, το Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε υιοθετήσει μια φορμαλιστική προσέγγιση η οποία όμως δεν διασφάλιζε την ασφάλεια δικαίου ή την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και, ως εκ τούτου, έπρεπε να θεωρηθεί υπερβολική.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε επιβληθεί δυσανάλογη επιβάρυνση στον προσφεύγοντα, μη εξισορροπώντας το δικαίωμα της θεμιτής μέριμνας για τη διασφάλιση της τήρησης των διατυπώσεων για την έκδοση δικαστικών διαδικασιών και, αφετέρου, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.170 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).