Eκείνος που εκδίδει επιταγή σε διαταγή εν γνώσει ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα είτε κατά το χρόνο εκδόσεως είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, ζημιώνει παρανόμως τον κομιστή από τη μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνιση της και επομένως υποχρεούται σε αποζημίωση του κομιστή. Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση (ισόποση με την αξία της επιταγής) συρρέει με την αξίωση από την επιταγή και απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Στοιχεία της αγωγής προς αποζημίωση είναι η ύπαρξη ζημίας του δικαιούχου, η οποία προκαλείται υπαίτια με την έκδοση επιταγής χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας του κομιστή και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη. Δικαιούχος της αποζημιώσεως, ως αμέσως ζημιωθείς, είναι ο νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφανίσεως αυτής και βεβαιώσεως της μη πληρωμής – που είναι και ο χρόνος τελέσεως του αδικήματος – αφού αυτός είναι εκείνος που ζημιώνεται από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής. Ο μετά την πραγμάτωση του αδικήματος κομιστής εξ αναγωγής δεν είναι δικαιούχος αποζημιώσεως, εκτός αν η αξίωση του δικαιούχου από την αδικοπραξία μεταβιβάστηκε στον κομιστή εξ αναγωγής με εκχώρηση.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 30/2003
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές της B’ Σύνθεσης: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Πέτρο Κακκαλή, Αρχοντή Ντόβα, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Νικόλαο Γεωργίλη, Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπροέδρους Αρείου Πάγου, Αχιλλέα Ζήση, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Χρήστο Μπαλντά, Αλέξανδρο Κασιώλα, Ιωάννη Δαβίλλα-Εισηγητή, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Νικόλαο Οικονομίδη, Γεώργιο Σαραντινό, Στέφανο Γαβρά, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Δημήτριο Λοβέρδο και Αθανάσιο Γιωτάκο, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης),
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 25 Σεπτεμβρίου 2003, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Κωνσταντίνος Ξηροτύρη, για να δικάσει μεταξύ:
Του καλούντος-αναιρεσείοντος: Β.Κ., κατοίκου Αργυρούπολης Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Μανιαδάκη, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του καθ’ ου η κλήση-αναιρεσιβλήτου: Γ.Δ., κατοίκου Ρίζια Ορεστιάδας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αλεξόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-11-1998 αγωγή του ήδη καλούντος-αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6076/2000 του ίδιου δικαστηρίου και 7351/2001 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 11-1-2002 αίτησή του.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η απόφαση 280/2003 του Α’ πολιτικού τμήματος, η οποία παρέπεμψε τον πρώτο λόγο της πιο πάνω αιτήσεως αναιρέσεως στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 12-3-2002 κλήση του αναιρεσείοντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Τακτική Ολομέλεια ταυ Δικαστηρίου τούτου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, τους οποίους ο πληρεξούσιος του καθ’ ου η κλήση ανέφερε και στις προτάσεις του και ζήτησαν ο μεν πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος την παραδοχή του παραπεμφθέντος λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, ο δε πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψη του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας πρότεινε την παραδοχή, ως βασίμου, του παραπεμφθέντος στην Ολομέλεια, επειδή κρίθηκε ως γενικότερου ενδιαφέροντος, πρώτου λόγου, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., της αναίρεσης.
Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, με τη 280/2003 απόφαση του α’ Πολιτικού Τμήματος παραπέμπεται στην Ολομέλεια, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος, ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Με το λόγο αυτό, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη 7351/2001 απόφαση του Εφετείου Αθηνών η πλημμέλεια ότι παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 79 του Ν. 5960/1933 και 914 ΑΚ με την απορριπτική της αγωγής κρίση του ότι ο, μετά από αναγωγή του μη ικανοποιηθέντος, λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων, κομιστή, πληρώσας αυτόν προηγούμενος υπογραφέας (οπισθογράφος) της επιταγής δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς να ζητήσει από τον εκδότη της ως αποζημίωση τα καταβληθέντα.
2. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 79 του Ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν.Δ. 1325/1972 και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, 914 επ., 297, 298 Α.Κ. προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει επιταγή σε διαταγή εν γνώσει ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα είτε κατά το χρόνο εκδόσεως είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, ζημιώνει παρανόμως τον κομιστή από τη μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνιση της, δηλαδή παρά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 η οποία, χαρακτηρίζοντας την πράξη αυτή του εκδότη της επιταγής ποινικό αδίκημα, εισάγει απαγορευτικό κανόνα δικαίου. Επομένως ο τελευταίος υποχρεούται σε αποζημίωση του κομιστή, αφού η διάταξη έχει θεσπισθεί για να προστατεύσει όχι μόνο το δημόσιο συμφέρον, αλλά και το συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής, το οποία συνίσταται στη μη διάψευση της εμπιστοσύνης εκείνου στην επιταγή ως όργανο πληρωμής κατά το χρόνο της εμφανίσεως της προς πληρωμή. Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση (ισόποση με την αξία της επιταγής) εκ του άρθρου 914 ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή εκ του άρθρου 40 του Ν. 5960/1933 και απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Στοιχεία της αγωγής προς αποζημίωση είναι η ύπαρξη ζημίας του δικαιούχου, η οποία προκαλείται υπαίτια με την έκδοση επιταγής χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας του κομιστή και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη. Δικαιούχος της αποζημιώσεως, ως αμέσως ζημιωθείς, είναι ο νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφανίσεως αυτής και βεβαιώσεως της μη πληρωμής – που είναι και ο χρόνος τελέσεως του αδικήματος – αφού αυτός είναι εκείνος που ζημιώνεται από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής.
Αντανακλαστικές συνέπειες στην περιουσία τρίτου από την αδικοπραξία, εξαιτίας της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, δεν καθιστούν αυτόν δικαιούχο αποζημιώσεως, αφού αυτός ζημιώνεται εμμέσως. Τούτο συνάγεται αφ’ ενός από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ το οποίο παρέχει δικαίωμα αποζημιώσεως (μόνον) εις τον “άλλον” που ζημιώθηκε παράνομα και υπαίτια και αφετέρου από τις εξαιρέσεις που καθιερώνονται περιοριστικώς με τα άρθρα 928 και 929 Α.Κ. Συνεπώς δεν είναι δικαιούχος εκ της άνω αδικοπραξίας ο εξ αναγωγής υπόχρεος προς πληρωμή, που έγινε κομιστής της επιταγής κατόπιν εξοφλήσεως της, διότι ναι μεν η εκ της εξοφλήσεως περιουσιακή βλάβη του αιτιοκρατικά ανάγεται στην έλλειψη κεφαλαίων καλύψεως της επιταγής, όμως δεν είναι απότοκος, κατά πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια, της από το προαναφερόμενο άρθρο 79 αδικοπραξίας, αλλά της ευθύνης του εξ αναγωγής που προβλέπεται ειδικώς στο νόμο. Έτσι ο μετά την πραγμάτωση του αδικήματος κομιστής εξ αναγωγής δεν είναι δικαιούχος αποζημιώσεως κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, εκτός αν η αξίωση του δικαιούχου από την αδικοπραξία μεταβιβάστηκε στον κομιστή εξ αναγωγής με εκχώρηση. Παρανόμως ζημιωθείς από την άνω πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, είναι μόνον ο κομιστής της επιταγής, ως προς τον οποίο και μόνον η έκδοση της ακάλυπτης επιταγής προκαλεί προσβολή εννόμως προστατευομένου συμφέροντος. Στην προκειμένη περίπτωση εκτίθεται στην ένδικη αγωγή, όπως δέχεται και το Εφετείο, ότι ο ήδη αναιρεσίβλητος εναγόμενος, ενεργώντας ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “Δ. ΑΕ”, στις 10.6.1994 εξέδωσε, σε διαταγή της εταιρίας με την επωνυμία “Ο. ΕΠΕ”, την 4041431-2 επιταγή ποσού 2.000.000 δραχμών με γνώση του ότι θα έλειπαν από την πληρώτρια Τράπεζα Πειραιώς τα αντίστοιχα κεφάλαια κατά το χρόνο εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή. Ότι η λήπτρια μεταβίβασε την επιταγή με οπισθογράφηση στον Α.Ο. και αυτός στον ήδη αναιρεσείοντα ενάγοντα, ο οποίος τη μεταβίβασε με οπισθογράφηση στον Γ.Δ., που την εμφάνισε στις 17.6.1994 προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, πλην όμως δεν πληρώθηκε, γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια. Ότι ο τελευταίος απαίτησε αναγωγικά την είσπραξη του ποσού της επιταγής από τον αναιρεσείοντα, ο οποίος του κατέβαλε το εν λόγω ποσό με ισόποση ζημία του, ανέλαβε δε την επιταγή και έγινε κομιστής της εξ αναγωγής. Με βάση το ιστορικό αυτό και την επίκληση των στοιχείων του άρθρου 79 Ν. 5960/1933 και των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ ζήτησε να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος στην πληρωμή του ποσού της επιταγής. Υπό τα εκτιθέμενα αυτά πραγματικά περιστατικά, ζημιωθείς από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εκκαλούντος δεν είναι ο αναιρεσείων, διότι κατά το χρόνο της εμφάνισης και της μη πληρωμής της επιταγής δεν ήταν κομιστής και άρα ούτε δικαιούχος της (εξ αδικοπραξίας) απαίτησης από αυτήν. Το δε Εφετείο απέρριψε την αγωγή καθόσον αυτή αφορά την επιδίκαση αποζημιώσεως ποσού 2.000.000 δραχμών για την αποκατάσταση της ζημίας που ο αναιρεσείων υπέστη από την έκδοση της 4041431-2 ακάλυπτης επιταγής, της οποίας είναι κομιστής από αναγωγή. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, λόγος της αναιρέσεως που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια. Μετά ταύτα, εφόσον ο δεύτερος και τελευταίος λόγος της αναιρέσεως έχει ήδη απορριφθεί με την παραπεμπτική απόφαση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθεί σε βάρος του αναιρεσείοντος η δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου για όλη την αναιρετική δίκη (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11 Ιανουαρίου 2002 αίτηση του Β.Κ., για αναίρεση της 7351/2001 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτσυ, που ορίζει σε δύο χιλιάδες (2000) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2003 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση στις 18 Δεκεμβρίου 2003.