Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι πταίσματος του φερομένου ως υποχρέου προς αποζημίωση ή συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, αφενός ως προς το αν τα πραγματικά περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν αντικειμενικά την έννοια του πταίσματος, αφετέρου ως προς την ορθή υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, κατά πόσο δηλαδή τα περιστατικά αυτά του πταίσματος επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, αντικειμενικά, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος. Ποσοστά συνυπαιτιότητας εμπλεκόμενων οδηγών σε αυτοκινητικό ατύχημα. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την ψυχική οδύνη. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου, η αρχή της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων ης διακριτικής του ευχέρειας.
Αριθμός 414/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ειρήνη Καλού, Σοφία Ντάντου, Χρήστο Βρυνιώτη και Γεώργιο Χοϊμέ, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Μαΐου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Α. Των αναιρεσειόντων: 1) Μ. Σ. συζ. Δ. Λ. και 2) Δ. Λ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Γαρυφαλογιάννη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Γ., κατοίκου … και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία … (… ΑΕ), πρώην … και ήδη “… Ltd”, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στυλιανό Μπεζαντέ με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και ο οποίος, στην ως άνω από 2-5-2018 δήλωση, καθώς και στις από 30-4-2018 κατατεθείσες προτάσεις του, δήλωσε την ως άνω τροποποίηση-μεταβολή της επωνυμίας της 2ης των αναιρεσιβλήτων.
Β. Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Γ., κατοίκου … και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία πρώην “…” και ήδη “… Ltd”, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στυλιανό Μπεζαντέ με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Σ. συζ. Δ. Λ., κατοίκου …, 2) Π. Μ., κατοίκου … και προσωρινά …, 3) F. S. και 4) Δ. Λ., κατοίκων …, εκ των οποίων οι 1η και 4ος εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Γαρυφαλογιάννη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ οι 2ος και 3ος δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-1-2012 αγωγή των ήδη υπό στοιχ. Β αναιρεσιβλήτων (υπό στοιχ. Α αναιρεσειόντων), που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3183/2012 μη οριστική και 1991/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2515/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι υπό στοιχ. Α αναιρεσείοντες με την από 7-6-2017 αίτησή τους και οι υπό στοιχ. Β αναιρεσείοντες με την από 20-1-2018 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων αυτών, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ειρήνη Καλού, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 7-6-2017 (Γεν. αρ. καταθ. ./2014) και από 20-1-2018 (Γεν. αρ. καταθ. ./29-1-2018) αντίθετες αιτήσεις αναίρεσης κατά της εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και τη σύμβαση ασφαλίσεως αυτού, των άρθρων 681Α, 666 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από την κατάργησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, υπ’ αριθμ. 2515/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που ασκήθηκαν: Α) από τους Μ. Σ. συζ. Δ. Λ. και Δ. Λ., και κατά των Α. Γ. και ασφαλιστικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … (… AE), πρώην … η πρώτη, και Β) από τους Α. Γ. και ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “…”, ως καθολικής διαδόχου της ΑΕ “… ΑΕ” και ήδη “… Ltd” κατά των 1) Μ. Σ. συζ. Δ. Λ., 2) Π. Μ., 3) F. S. και 4) Δ. Λ., πρέπει, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, να συνεκδικασθούν, σύμφωνα με το άρθρο 246 του ΚΠολΔ, που έχει εφαρμογή και στην αναιρετική διαδικασία κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων. Από τις προσκομιζόμενες από τους αναιρεσείοντες 1) Α. Γ. και 2) ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “…”, ως καθολική διάδοχο της ΑΕ “… ΑΕ” και ήδη “… Ltd”, υπ’ αριθμ. …28ΣΤ/2-3-2018 και …27ΣΤ/2-3-2018 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Α. Κ., αποδεικνύεται ότι κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του νομίμως παριστάμενου πληρεξουσίου δικηγόρου των ως άνω αναιρεσειόντων Ιωάννη Παπαδόπουλου ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση από 20-1-2018 αίτησης αναίρεσης των: Α. Γ. και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία “…”, ως καθολικής διαδόχου της ΑΕ “… ΑΕ” και ήδη “… Ltd” για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2515/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την επ’ αυτής πράξη ορισμού δικασίμου, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 4-5-2018 με κλήση να παραστούν κατά τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους δεύτερο και τρίτο αναιρεσίβλητους Π. Μ. και F. S. αντίστοιχα, και ότι συνεπώς αυτοί κλητεύθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως κατά την εν λόγω δικάσιμο.
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία, είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Αμέλεια, κατ’ άρθρο 330 ΑΚ, υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική καλή πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφές νομικό καθήκον είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνο που επιβάλλεται από τις καταστάσεις. Εξάλλου αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι οι έννοιες της αμέλειας και του συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος είναι έννοιες νομικές. Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1991, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ. Τέλος, η παράβαση διατάξεων του Κ.Ο.Κ. δεν θεμελιώνει αυτή καθ’ εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος. Επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι πταίσματος του φερομένου ως υποχρέου προς αποζημίωση ή συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ, για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, αφενός ως προς το αν τα πραγματικά περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν αντικειμενικά την έννοια του πταίσματος, αφετέρου ως προς την ορθή υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, κατά πόσο δηλαδή τα περιστατικά αυτά του πταίσματος επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, αντικειμενικά, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος (ΑΠ 210/2013). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 Σ., προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Το κατά νόμο δε αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε, αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα, ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του ΚΠολΔ 559 αρ. 19 ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 1672/2012, ΑΠ 2182/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της από 7-6-2017 αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι δύο πρώτοι ενάγοντες της ένδικης από 3-1-2012 αγωγής και ήδη αναιρεσείοντες στην ως άνω αίτηση αναίρεσης 1) Μ. Σ. συζ. Δ. Λ. και 2) Δ. Λ., αποδίδουν στη προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβίασης των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 297, 298, 300, 330, 914 του ΑΚ και 12, 16, 18, 19 και 20 του ΚΟΚ, καθόσον το Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος και την κρίση του περί συνυπαιτιότητας του θανατωθέντος κατά το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα τέκνου τους, L. B., οδηγού του υπ’ αριθμ. κυκλοφ. … ΙΧΕ αυτοκίνητου, ιδιοκτησίας του. Εξάλλου, με τον πρώτο λόγο της από 20-1-2018 (αρ. καταθ. 1019/29-1-2018) αίτησης αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες της αίτησης αυτής, 1) Α. Γ. και 2) ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “…”, ως καθολική διάδοχος της ΑΕ “… ΑΕ” και ήδη “… Ltd”, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και κατ’ ορθή εκτίμηση από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της συνυπαιτιότητας του πρώτου απ’ αυτούς στην πρόκληση του ατυχήματος. Ειδικότερα, ενώ κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά από την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τη στιγμή της σύγκρουσης, το αυτοκίνητο του πρώτου απ’ αυτούς βρισκόταν καθ’ ολοκληρίαν εντός του ρεύματος πορείας του και η ένδικη σύγκρουση έλαβε χώρα εντός του ρεύματος αυτού, εντούτοις το Εφετείο έκρινε αυτόν συνυπαίτιο του ατυχήματος χωρίς να αιτιολογεί σε τι συνίσταται η συνυπαιτιότητά του και ποιες ενέργειες μπορούσε και όφειλε να κάνει για ν’ αποφύγει τη σύγκρουση, ακόμη δε, δεν αιτιολογεί, για ποιό λόγο η πρόσκαιρη κίνηση του αυτοκινήτου του ίδιου αναιρεσείοντος πριν από τη σύγκρουση επί της διπλής διαχωριστικής γραμμής, κατά παράβαση των διατάξεων του ΚΟΚ, συνετέλεσε στην πρόκληση του ατυχήματος, καθώς και αν η σύγκρουση θα είχε αποφευχθεί, εάν αυτό κινείτο εξ αρχής εντός του ρεύματος πορείας του. Τέλος, με το δεύτερο λόγο της από 20-1-2018 (αρ. καταθ. ./29-1-2018) αίτησης αναίρεσης, οι ίδιοι ως άνω αναιρεσείοντες, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επίσης, με την αιτίαση ότι πέραν τούτων, το Εφετείο, δεν εξηγεί με σαφήνεια εάν η γενόμενη δεκτή από την προσβαλλόμενη απόφαση υπέρβαση από τον πρώτο αναιρεσείοντα της επιτρεπόμενης ταχύτητας των 50 χλμ. την ώρα συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα, δεδομένου ότι μόνη η παράβαση των διατάξεων του ΚΟΚ, δεν θεμελιώνει αυτή καθ’ εαυτήν υπαιτιότητα στην επέλευση του αυτοκινητικού ατυχήματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο δέχτηκε, ανελέγκτως, αναφορικά με τις συνθήκες του ένδικου ατυχήματος και τα περιστατικά που θεμελιώνουν την υπαιτιότητα των εμπλακέντων στο ατύχημα οδηγών τα ακόλουθα: “Την 17-1-2011 περί ώρα 05.58 ο L. B., εκινείτο στην επαρχιακή οδό … στο ύψος της Χ/Θ 43 με κατεύθυνση από παραλία …. προς …., οδηγώντας το με αριθμ. κυκλοφ. … ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, μάρκας FORD FOCUS, το οποίο κατά τον χρόνο εκείνο ήταν ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημίες, στην δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία. Η ανωτέρω οδός είναι διπλής κατεύθυνσης, με μία λωρίδα κυκλοφορίας στο ρεύμα προς παραλία …. και δύο λωρίδες κυκλοφορίας στο ρεύμα προς …., τα δύο δε ρεύματα πορείας χωρίζονται μεταξύ τους με διπλή συνεχόμενη διαχωριστική γραμμή. Το συνολικό πλάτος της οδού είναι 10,1 μέτρα και συγκεκριμένα το ρεύμα πορείας προς …. 6,4 μέτρα και το ρεύμα πορείας προς παραλία ….υ 3 μέτρα. Η οδός παρουσιάζει καμπύλη προς τα δεξιά (στο ρεύμα πορείας προς παραλία ….) και αντίστοιχα αριστερά (στο ρεύμα προς ….) και είναι ανωφέρεια με μεγάλη κλίση για το ρεύμα προς παραλία …. Είναι άσφαλτος πεπατημένη και το οδόστρωμα ήταν ξηρό. Την ώρα εκείνη ήταν νύχτα, χωρίς τεχνητό φωτισμό. Το όριο ταχύτητας καθορίζεται για το ρεύμα πορείας προς παραλία … με πινακίδα σε 50 χιλ/ώρα, ενώ στο ρεύμα προς …. δεν υπάρχει αντίστοιχη ρυθμιστική πινακίδα και συνεπώς το όριο ταχύτητος είναι 90 χιλ/ώρα. Καθώς ο L. B. πλησίαζε προς το τέλος της αριστερόστροφης καμπύλης που υπήρχε στην πορεία του, κινήθηκε προς τα αριστερά και εισήλθε με αριστερή κλήση στο ρεύμα πορείας προς Παραλία ….. Ταυτόχρονα ο πρώτος εναγόμενος καθώς επλησίαζε την αρχή της καμπύλης, κινούμενος ανάμεσα στα δύο ρεύματα και ιππαστί επί της διαχωριστικής των δύο ρευμάτων γραμμής, είχε εισέλθει κατά το ήμισυ του αυτοκινήτου του στο αντίθετο γι’ αυτόν ρεύμα κυκλοφορίας και αντιλαμβανόμενος την κίνηση του L. B., προσπάθησε να επαναφέρει το όχημά του προς τα δεξιά. Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών των δύο οχημάτων ήταν να προσκρούσει ο πρώτος εναγόμενος με το εμπρόσθιο μέρος του οχήματός του στο μέσον της δεξιάς πλευράς του αυτοκινήτου του L. B., το οποίο κόπηκε στα δύο, το δε εμπρόσθιο τμήμα του κατέληξε περίπου 5,5 μέτρα εκτός του οδοστρώματος στα δεξιά του ρεύματος πορείας προς παραλία …., ενώ το οπίσθιο τμήμα εκτοξεύθηκε περίπου 13,4 μέτρα εκτός του οδοστρώματος, στα δεξιά του ρεύματος πορείας προς Παραλία …., διαγώνια προς την κατεύθυνση του οχήματος του πρώτου εναγομένου. Το τελευταίο αυτό όχημα, κινήθηκε περιστρεφόμενο διαγώνια και κατέληξε αντίστροφα σε σχέση με την έως τότε πορεία του (ήτοι με το εμπρόσθιο τμήμα του προς ….), στο δεξιό άκρο του ρεύματος πορείας προς παραλία …, σε απόσταση περίπου 2,2 μέτρων από την διπλή διαχωριστική γραμμή. Επίσης ο μεν οπίσθιος προφυλακτήρας του οχήματος που οδηγούσε ο L. B. αποκολλήθηκε και βρέθηκε εντός του ρεύματος πορείας προς Παραλία …, δίπλα στην διαχωριστική γραμμή στο ύψος του αυτοκινήτου του πρώτου εναγομένου, ο δε πίσω άξονάς του βρέθηκε επί της διαχωριστικής γραμμής, σε απόσταση 20 περίπου μέτρων από το σημείο της σύγκρουσης των οχημάτων. Τα ανωτέρω σαφώς προκύπτουν και αποτυπώνονται στις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, στο σχεδιάγραμμα της Τροχαίας και την έκθεση αυτοψίας, ενώ περιγράφονται και στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Ε. Κ.. Όπως σαφώς εμφαίνεται στο σχεδιάγραμμα της τροχαίας, στο ρεύμα κατεύθυνσης προς …., ήτοι στο ρεύμα όπου εκινείτο ο L. B. υπάρχουν ίχνη πλαγιολίσθησης που ξεκινούν σε απόσταση 1,6 μ. από το δεξιό άκρο του οδοστρώματος. Από εκεί ξεκινούν ίχνη πλαγιολίσθησης με καμπύλη προς τα αριστερά για 50 μέτρα, ενώ επί της αριστερής λωρίδος κυκλοφορίας του ιδίου ρεύματος υπάρχουν δύο ακόμη ίχνη πλαγιολίσθησης μήκους 21,5 μέτρων που καταλήγουν στην λωρίδα κυκλοφορίας προς Παραλία … περίπου 0,70 μέτρα εντός αυτής. Τα τελευταία αυτά ίχνη είναι παράλληλα με το αρχικό ίχνος των 50 μέτρων και όλα προέρχονται από τους τροχούς του οχήματος του L. B.. Από αυτά προκύπτει ότι το αυτοκίνητο του τελευταίου δεν εισήλθε εντελώς κάθετα στο ρεύμα πορείας προς …. αλλά με μικρή κλίση. Περαιτέρω, το ότι ο πρώτος εναγόμενος εκινείτο εν μέρει στο αντίθετο ρεύμα (ήτοι στο ρεύμα προς ….) αποδεικνύεται από τα σημεία σύγκρουσης των δύο οχημάτων. Εάν ο πρώτος εναγόμενος βρισκόταν στο ρεύμα πορείας του, τότε το αυτοκίνητο του L. B. θα είχε κτυπηθεί στην εμπρόσθια δεξιά γωνία του και όχι στο μέσον της δεξιάς πλευράς του, όπως πράγματι συνέβη. Εξ άλλου, όπως προαναφέρθηκε, το αυτοκίνητο του πρώτου εναγομένου έχει κτυπηθεί σε όλο το πλάτος του εμπρόσθιου τμήματός του. Η αρχική επαφή στο αυτοκίνητο του B. ήταν υπό αμβλεία γωνία, ήτοι τα δύο οχήματα δεν ήταν κάθετα μεταξύ τους, δεδομένου ότι στις προσκομιζόμενες φωτογραφίες το σχήμα της παραμόρφωσης είναι σχεδόν ημικυκλικό. Συνυπαίτιοι για την ανωτέρω σύγκρουση είναι και οι δύο οδηγοί και συγκεκριμένα ο B. κατά ποσοστό 60% και ο πρώτος εναγόμενος κατά ποσοστό 40%. Η υπαιτιότητα του L. B. συνίσταται στο ότι από αμέλεια, ήτοι έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει ως μέσος συνετός οδηγός, όταν αντιλήφθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος εκινείτο επί της διαχωριστικής γραμμής των δύο ρευμάτων και είχε εν μέρει εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, επεχείρησε εσφαλμένο αποφευκτικό ελιγμό και ενώ το αυτοκίνητό του εκινείτο στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας επί αριστερόστροφης στροφής, αυτός έστριψε αριστερά με αποτέλεσμα να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Ο ελιγμός αυτός του B. ήταν εσφαλμένος, καθώς με τον τρόπο αυτό εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα και παρεμβλήθηκε στην πορεία του πρώτου εναγομένου, ο οποίος την ίδια στιγμή επιχειρούσε να εισέλθει εξ ολοκλήρου στο ρεύμα πορείας του προς παραλία 2… που εκινείτο. Είναι βέβαια γεγονός ότι στην δεξιά πλευρά του ρεύματος πορείας προς …. υπάρχει χωμάτινο ύψωμα (πρανές) με ύψος που φτάνει περίπου τα 2 μέτρα και συνεπώς δεν ήταν δυνατό να κάνει αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά. Όμως με δεδομένο ότι ο B. αντιλήφθηκε τον πρώτο εναγόμενο να παραβιάζει την διπλή διαχωριστική γραμμή από ικανή απόσταση, καθώς άρχισε τον ελιγμό του να τον αποφύγει από τα 50 μέτρα περίπου πριν το σημείο της σύγκρουσης (οπότε και άρχισαν τα ίχνη πλαγιολίσθησης) και εν όψει ότι βρισκόταν στο δεξιό άκρο του οδοστρώματος, θα μπορούσε να τροχοπεδήσει έγκαιρα ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση. Από τα ίχνη πλαγιολίσθησης που βρέθηκαν στο οδόστρωμα, προκύπτει ότι η ταχύτητά του ανερχόταν σε 88 χιλ/ώρα (το ελάχιστο) και 101 χιλ/ώρα (το μέγιστο) όπως αναλύεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Ε. Κ.. Η μεγάλη αυτή ταχύτητα με την οποία εκινείτο, δεν του επέτρεψε να εκτιμήσει σωστά τις περιστάσεις και να τροχοπεδήσει έγκαιρα, αλλά επέλεξε τον λανθασμένο ελιγμό προς τα αριστερά, κίνηση που είχε σαν συνέπεια να βρεθεί στην πορεία του πρώτου εναγομένου. Εάν είχε μείνει στο ρεύμα πορείας του και είχε τροχοπεδήσει, με δεδομένη την απόσταση από την οποία αντιλήφθηκε τον πρώτο εναγόμενο θα προλάβαινε να ακινητοποιήσει το όχημά του έγκαιρα και θα είχε αποφευχθεί η σύγκρουση. Ακόμη και εάν απέφευγε την σύγκρουση με τον εναγόμενο, το γεγονός ότι εισήλθε απότομα στο αντίθετο ρεύμα τον εξέθετε σε κίνδυνο σύγκρουσης με όποιο άλλο όχημα εκινείτο επί του ρεύματος αυτού στο οποίο σχεδόν κάθετα εισήλθε. Επειδή ήταν νύχτα χωρίς επαρκή τεχνητό φωτισμό, όπως στην Έκθεση Αυτοψίας της Τροχαίας σημειώνεται, ο ως άνω οδηγός όφειλε να είναι προσεκτικός και να μην υπερβαίνει το ανώτατο όριο ταχύτητος, πράγμα που δεν έπραξε, ενώ, εισερχόμενος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, δημιούργησε τις προϋποθέσεις του ατυχήματος. Το γεγονός ότι το ατύχημα έλαβε χώρα στο αντίθετο γι’ αυτόν ρεύμα πορείας, επιρρωνύει την υπαίτια συμπεριφορά του στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος. Περαιτέρω η υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου συνίσταται στο ότι και αυτός δεν οδηγούσε με σύνεση και προσοχή όπως όφειλε ως μέσος συνετός οδηγός. Ειδικότερα αυτός εκινείτο επί της διπλής διαχωριστικής γραμμής ενώ τούτο απαγορεύεται και δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα και από ικανή απόσταση την κίνηση του αντιθέτως ερχομένου αυτοκινήτου. Επανερχόμενος στην ορθή πορεία του και εντός του ρεύματος στο οποίο εκινείτο δεν μπόρεσε να αποφύγει την σύγκρουση με το βιαίως εισελθόν στο ρεύμα του όχημα του B.. Η ταχύτητα με την οποία ο πρώτος εναγόμενος εκινείτο ήταν μεγαλύτερη από την επιτρεπομένη, γεγονός που συνέβαλε στην πρόκληση του ατυχήματος, καθώς δεν του επέτρεπε να κάνει τους κατάλληλους ελιγμούς και να κινείται με ασφάλεια. Το ότι και οι δύο οδηνοί είχαν παραβιάσει το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας προκύπτει από το γεγονός της σφοδρότητας της σύγκρουσης που αποτυπώνεται στην εικόνα των οχημάτων (βλ. σχετικές φωτογραφίες του οχήματος του πρώτου εναγόμενου και των τμημάτων του οχήματος που οδηγούσε ο B….”. Υπό τις παραδοχές αυτές, με βάση τις οποίες έκρινε ότι η σύγκρουση των ως άνω οχημάτων οφείλεται σε συνυπαιτιότητα και των δύο οδηγών και συγκεκριμένα του L. B. κατά ποσοστό 60% και του πρώτου εναγόμενου κατά ποσοστό 40%, συνιστάμενη σε ό,τι λεπτομερώς ανωτέρω περιγράφεται, το δικάσαν Εφετείο διέλαβε επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες, σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος, την υπαίτια συμπεριφορά των ως άνω οδηγών που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή ή μη εφαρμογή από εκείνο των περί υπαιτιότητας (αμέλειας) διατάξεων και δεν στέρησε, κατά τούτο, την απόφασή του νόμιμης βάσης, ενώ ακόμη αναφέρει όλα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η υπαιτιότητα των οδηγών των οχημάτων, και ο αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς αυτών με το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Ειδικότερα, με τις παραπάνω παραδοχές, το Εφετείο περιλαμβάνει επαρκή αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν τη συνυπαιτιότητα του οδηγού του υπ’ αριθμ. κυκλοφ. … ΙΧΕ αυτοκινήτου L. B., και τον αιτιώδη σύνδεσμο της συμπεριφοράς αυτού με το ζημιογόνο αποτέλεσμα, αφού αναφέρεται στην απόφασή του ότι: α) ο οδηγός αυτός (L. B.) οδηγώντας το ως άνω όχημά του και κινούμενος με αυτό στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας του προς …. ρεύματος πορείας της διπλής κατευθύνσεως επαρχιακής οδού …, πλησιάζοντας προς το τέλος αριστερόστροφής καμπύλης που υπήρχε στην πορεία του, αντιλήφθηκε, από απόσταση 50 μέτρων, πριν από το σημείο της σύγκρουσης ότι ο πρώτος εναγόμενος Α. Γ., οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφ. … ΙΧΕ αυτοκίνητό του στην ίδια με αυτόν παραπάνω οδό, και με αντίθετη κατεύθυνση προς τη δική του, δηλ. προς παραλία 2, κινείτο επί της διαχωριστικής γραμμής των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας και είχε εν μέρει εισέλθει στο αντίθετο προς την πορεία του ρεύμα κυκλοφορίας, στο οποίο κινείτο το οδηγούμενο απ’ αυτόν (L. B.) όχημα και β) αν και ο οδηγός L. B., ενόψει του ότι κινείτο στο δεξιό άκρο του οδοστρώματος του ρεύματος πορείας του και αντιλήφθηκε τον πρώτο εναγόμενο, οδηγό του υπ’ αριθμ. κυκλοφ. … ΙΧΕ αυτοκινήτου του, να παραβιάζει τη διπλή διαχωριστική γραμμή, από ικανή απόσταση, 50 μέτρων πριν από τη σύγκρουση, θα μπορούσε να τροχοπεδήσει έγκαιρα, παραμένοντας στο ρεύμα πορείας του, ώστε να αποφευχθεί ενδεχόμενη σύγκρουση του οδηγούμενου απ’ αυτόν οχήματος, με το αντιθέτως κινούμενο όχημα του πρώτου εναγομένου, εν τούτοις, επειδή κινείτο με μεγάλη ταχύτητα, ανερχόμενη σε 88 χιλ/ώρα (το ελάχιστο) και 101 χιλ/ώρα (το μέγιστο) αν και ήταν νύχτα, χωρίς επαρκή φωτισμό, η οποία (ταχύτητα) δεν του επέτρεπε να εκτιμήσει σωστά τις περιστάσεις και να τροχοπεδήσει έγκαιρα, ώστε να ακινητοποιήσει το όχημά του και να αποφύγει τη σύγκρουση, όπως είχε τη δυνατότητα, με δεδομένη την ικανή απόσταση (50 μέτρων) από την οποία αντιλήφθηκε τον πρώτο εναγόμενο, δεν έπραξε τούτο, όπως όφειλε και μπορούσε, αλλά επέλεξε να πραγματοποιήσει λανθασμένο αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά, και συγκεκριμένα από το δεξιό άκρο του ρεύματος πορείας του, όπου το οδόστρωμα παρουσιάζει αριστερόστροφη καμπύλη, πραγματοποίησε στροφή του οχήματός του προς τα αριστερά και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην πορεία του αυτοκινήτου του πρώτου εναγομένου, ο οποίος, έχοντας αντιληφθεί το όχημά του επιχειρούσε με δεξιό ελιγμό να εισέλθει εξ ολοκλήρου στο ρεύμα πορείας του, προς παραλία 2, και να συγκρουστεί με το τελευταίο αυτό όχημα, με τις συνέπειες που προαναφέρθηκαν. Επίσης, με τις παραπάνω παραδοχές, το Εφετείο περιλαμβάνει επαρκή αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν τη συνυπαιτιότητα του οδηγού του υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, Α. Γ., και τον αιτιώδη σύνδεσμο της συμπεριφοράς αυτού με το ζημιογόνο αποτέλεσμα, αφού αναφέρεται: α) ότι ο οδηγός αυτός, λίγο πριν από το ατύχημα, εκινείτο ιππαστί στη διπλή συνεχόμενη διαχωριστική γραμμή των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας και με ταχύτητα υπερβαίνουσα κατά πολύ το καθοριζόμενο με σχετική πινακίδα για τα κινούμενα προς παραλία … οχήματα ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των 50 χιλ/τρων ανά ώρα, με αποτέλεσμα να προκαλέσει την απόφαση στον οδηγό του υπ’ αριθμ. κυκλοφ. … ΙΧΕ αυτοκινήτου L. B., όταν τον αντιλήφθηκε (από απόσταση 50 μέτρων) να παραβιάζει τη διπλή διαχωριστική γραμμή, και ενώ ο τελευταίος επιχειρούσε να επανέλθει εξ ολοκλήρου εντός του προοριζόμενου για την κατεύθυνση προς την οποία εκινείτο ρεύματος, να ενεργήσει τον πιο πάνω ελιγμό προς τα αριστερά, με τις συνέπειες που προαναφέρθηκαν. Οι παραπάνω αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές σχετικά με την οδηγική συμπεριφορά των εμπλακέντων στο ατύχημα οδηγών, στηρίζουν επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις, την κρίση του Εφετείου για τη συνυπαιτιότητα των ως άνω οδηγών στην πρόκληση του ατυχήματος, και συνεπώς οι σχετικές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων για ελλείψεις στις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος, που συνίστανται στο ότι δεν διευκρινίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση α) εάν ο πρώτος εναγόμενος, λίγο πριν συμβεί το ατύχημα, κινείτο επί της διπλής διαχωριστικής γραμμής (ιππαστί), έχοντας εισέλθει με το ήμισυ του αυτοκινήτου του στο ρεύμα πορείας του οδηγούμενου από τον θανόντα υιό των αναιρεσειόντων στην πρώτη από τις παραπάνω αναιρέσεις L. B., ή βρισκόταν ήδη εν μέρει (και πόσο εν μέρει) στο αντίθετο προς το ρεύμα αυτό, ρεύμα πορείας προς …, β) δεν προσδιορίζεται το ακριβές σημείο του οδοστρώματος του αντιθέτου προς την πορεία του θανόντος οδηγού L. B. ρεύματος πορείας (προς παραλία …) στο οποίο έλαβε χώρα η σύγκρουση των ως άνω οχημάτων, και γ) δεν εξηγεί με σαφήνεια εάν η γενόμενη δεκτή από την προσβαλλόμενη απόφαση υπέρβαση από τον πρώτο εναγόμενο – πρώτο αναιρεσείοντα στη δεύτερη αίτηση αναίρεσης οδηγό Α. Γ. της επιτρεπόμενης ταχύτητας των 50 χλμ. την ώρα συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα, καθόσον μεν αφορά στις υπό στοιχ. α’ και γ’ απ’ αυτές (αιτιάσεις) αβασίμως προβάλλονται, ενόψει των ως άνω παραδοχών του Εφετείου, από τις οποίες καλύπτονται πλήρως οι φερόμενες ως ελλείψεις, καθόσον δε αφορά στην υπό στοιχ. β) αιτίαση, αυτή απαραδέκτως προβάλλεται, διότι ανάγεται στην πληρέστερη αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, ως προς τα περιστατικά που θεμελιώνουν τη συνυπαιτιότητα των εν λόγω οδηγών στην πρόκληση του ατυχήματος, το οποίο (πόρισμα) σαφώς εκτίθεται στην απόφαση και δεν ήταν αναγκαίο να εκτίθενται, επιπλέον, σ’ αυτήν τα εν λόγω στοιχεία που οι αναιρεσείοντες παραθέτουν και θεωρούν ότι είναι απαραίτητα.
Κατά το άρθρ. 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται με αυτή δυνητική ευχέρεια στο δικαστήριο να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό, αφού εκτιμήσει τα υπόψη του τιθέμενα πραγματικά περιστατικά (βαθμό πταίσματος, είδος προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, επί θανατώσεως τον βαθμό συγγενείας, την ηλικία του θύματος), με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής.
Συνεπώς, εφόσον ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που σχηματίζεται ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, το “εύλογο” του επιδικαζόμενου ποσού, δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια και συνακόλουθα η σχετική κρίση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, οπότε και δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη, κατά τούτο, εφαρμογή του νόμου (ΑΚ 932). Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Αλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσπιζομένη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και “στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει”, και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που όπως αναφέρθηκε απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση, από το δικαστήριο της ουσίας, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται ως πλημμέλειες, του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. ʼλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων ης διακριτικής του ευχέρειας (Ολ.ΑΠ 9/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της από 7-6-2017 αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείοντες στην αίτηση αυτή, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, με το να επιδικάσει με την προσβαλλόμενη απόφαση ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην πρώτη αναιρεσείουσα μητέρα του και στο δεύτερο αναιρεσείοντα, πατέρα του θανατωθέντος κατά το ένδικο ατύχημα, γιου τους, το ποσό των 20.000 ευρώ σε καθένα απ’ αυτούς, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος και τη καθιερούμενη με αυτό αρχή της αναλογικότητας, αναφορικά με τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης, κατ’ άρθρο 932 εδ. γ’ ΑΚ. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, καθόσον αφορά στο αγωγικό κονδύλιο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων στην από 7-6-2017 αναίρεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε ανελέγκτως τα εξής: “Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της ένδικης σύγκρουσης ο L. B., υπέστη κάταγμα 4ου, 5ου, 6ου, 7ου αυχενικών σπονδύλων, κατάγματα αμφοτέρων των κλείδων, διατομή του στέρνου, κατάγματα των πλευρών του θώρακος (1η έως και 5η του αριστερού και όλων του δεξιού ημιθωρακίου), αιμοθώρακας, διασχίσεις πνευμόνων και διατομή της σπονδυλικής στήλης στο ύψος του 1ου θωρακικού σπονδύλου. Εξαιτίας των τραυμάτων αυτών και μόνο επήλθε ο θάνατός του. Ο ανωτέρω ήταν τέκνο της πρώτης ενάγουσας και του δευτέρου ενάγοντος, αδελφός του τρίτου, ενώ ο τέταρτος των εναγόντων ήταν πατριός του, σύζυγος της μητέρας του (βλ. το υπ’ αρ. 380-….. πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του ληξιαρχείου …., που προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση). Όλοι οι ενάγοντες, περιλαμβανόμενοι στην οικογένεια του θύματος, ένιωσαν μεγάλη θλίψη και πόνο για τον θάνατο του προσφιλούς τους προσώπου L. B., ο οποίος ήταν κατά τον χρόνο του ατυχήματος 20 ετών και ο θάνατός του ήταν εντελώς ξαφνικός και απροσδόκητος. Ως εκ τούτου πρέπει να επιδικασθεί σ’ αυτούς χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ψυχικής τους οδύνης (932 Α.Κ.). Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψιν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο τροχαίο ατύχημα, το ποσοστό συνυπαιτιότητος του θανόντος L. B., στην επέλευση του εν λόγω συμβάντος, την ηλικία αυτού και τον βαθμό συγγένειας και τους δεσμούς με έκαστο των εναγόντων, τον βαθμό πταίσματος του πρώτου εναγομένου οδηγού του υπ’ αρ. κυκλ. … ΙΧΕ αυτοκινήτου, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων, κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί στην πρώτη ενάγουσα, μητέρα του θανόντος, το ποσό των 20.000 ευρώ στον δεύτερο ενάγοντα, πατέρα του θανόντος το ποσό των 20.000 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα ετεροθαλή αδελφό του θανόντος το ποσό των 4.000 ευρώ και στον τέταρτο ενάγοντα, πατριό του θανόντος το ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ψυχικής τους οδύνης, ποσά τα οποία κρίνονται εύλογα και δίκαια, μετά την στάθμευση των κατά νόμον στοιχείων…”. Κρίνοντας έτσι το Δικαστήριο, αναφορικά με το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας στους αναιρεσείοντες της από 7-6-2017 αίτησης αναίρεσης χρηματικής ικανοποίησης, δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, αφού τα επιδικασθέντα στους αναιρεσείοντες της από 7-6-2017 αίτησης αναίρεσης ποσά, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση και με δεδομένη την καταγνωσθείσα κατά ποσοστό 60% συντρέχουσα αμέλεια του θανόντος, δεν είναι καταφανώς κατώτερα από τα επιδικαζόμενα σε παρόμοιες περιπτώσεις, ώστε η κρίση του Εφετείου για την επιδίκασή τους να παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ή να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Επομένως, και ο δεύτερος λόγος της από 7-6-2017 αίτησης αναίρεσης, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά απ’ αυτά, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι αναίρεσης των συνεκδικαζόμενων αιτήσεων για έρευνα, πρέπει να απορριφθούν οι από 7-6-2017 (Γεν. αρ. καταθ. ./2014) και από 20-1-2018 (Γεν. αρ. καταθ. ./29-1-2018) αιτήσεις αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων που κατατέθηκαν από τους αναιρεσείοντες για την άσκησή τους στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε’ Κ.Πολ.Δ) και να καταδικαστούν, οι μεν αναιρεσείοντες της από 7-6-2017 αίτησης, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων Α. Γ. και ασφαλιστικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … (… AE) (άρθρ. 183 Κ.Πολ.Δ.), που εκπροσωπήθηκαν από την ίδια πληρεξούσια δικηγόρο και κατέθεσαν προτάσεις, οι δε αναιρεσείοντες της από 20-1-2018 αίτησης, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων Μ. Σ. (M S) συζ. Δ. Λ. και Δ. Λ., που παραστάθηκαν (άρθρ. 183 Κ.Πολ.Δ.), οι οποίοι, επίσης, εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο και κατέθεσαν προτάσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις αντίθετες αιτήσεις: Α) από 7-6-2017 (Γεν. αρ. καταθ. ./2014) των αναιρεσειόντων 1) Μ. Σ. συζ. Δ. Λ. και 2) Δ. Λ. κατά των αναιρεσιβλήτων 1) Α. Γ. και 2) ασφαλιστικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … (… AE), πρώην … και Β) από 20-1-2018 (Γεν. αρ. καταθ. ./29-1-2018) των αναιρεσειόντων 1) Α. Γ. και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία “…”, ως καθολικής διαδόχου της ΑΕ “… ΑΕ” και ήδη “… Ltd” κατά των αναιρεσιβλήτων 1) Μ. Σ. συζ. Δ. Λ., 2) (Π. Μ.), 3) F. S. και 4) Δ. Λ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2515/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Απορρίπτει την από 7-6-2017 (Γεν. αρ. καταθ. ./2014) αίτηση αναίρεσης των αναιρεσειόντων 1) Μ. Σ. συζ. Δ. Λ. και 2) Δ. Λ. κατά της υπ’ αριθμ. 2515/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τους αναιρεσείοντες για την άσκηση της αναίρεσης στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τους ως άνω αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων Α. Γ. και ασφαλιστικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … (… AE), πρώην …, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Απορρίπτει την από 20-1-2018 (αρ. καταθ. ./29-1-2018) αίτηση αναίρεσης των αναιρεσειόντων 1) Α. Γ. και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία “…”, ως καθολικής διαδόχου της ΑΕ “… ΑΕ” και ήδη “… Ltd” κατά της αυτής ως άνω υπ’ αριθμ. 2515/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τους αναιρεσείοντες για την άσκηση της αναίρεσης στο δημόσιο ταμείο. Και
Καταδικάζει τους ως άνω αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των παρασταθέντων αναιρεσιβλήτων Μ. Σ. και Δ. Λ., τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Απριλίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ