Απόφαση 492 / 2017 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 492/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεράσιμο Φουρλάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Πέππα, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού-Εισηγήτρια και Αθανάσιο Καγκάνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ε. Φ. του Ν., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Νινόπουλο και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ά. Κ. του Ν., τέως συζύγου Ε. Φ., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Βλάχου και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/3/2012 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5403/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5772/2014 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 27/2/2015 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Πηνελόπη Ζωντανού ανέγνωσε την από 21/10/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι) Με την από 27-2-2015 αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η 5772/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η ασκηθείσα κατά της 5403/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έφεση, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση και στη συνέχεια, αφού έγινε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν η αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, υποχρεώθηκε ο ήδη αναιρεσείων να της καταβάλει, εντόκως, το ποσό των 223.333 ευρώ, για τη συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
ΙΙ) Κατά το άρθρο 1400 παρ. 1 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 1329/1983, “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή”. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου: “Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια”. Η απαίτηση του κάθε συζύγου από το άρθρο 1400 ΑΚ είναι, κατ` αρχήν, ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου άμεση ή έμμεση. Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στη μεν περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στη δε περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής (ΑΠ 1899/2014, ΑΠ 406/2003). Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμη και με παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Η αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο και νόμιμο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται, όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμηση τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν (ΑΠ 43/2015, ΑΠ 1280/2014). Για το νόμιμο και ορισμένο της αγωγής δεν απαιτείται η αναφορά του ύψους των συνολικών οικογενειακών αναγκών ή του ύψους της εισφοράς αμφοτέρων των συζύγων ούτε του ύψους της συνεισφοράς της συζύγου, στην οποία υποχρεούται κατ` άρθρο 1389 ΑΚ, αλλά αρκεί η αναφορά του ύψους της συνεισφοράς της πέραν αυτής στην οποία υποχρεούται κατ` άρθρο 1389 ΑΚ (ΑΠ 43/2015, ΑΠ 1511/2005). Αντίθετα, το παθητικό που πρέπει να αφαιρεθεί για να εξευρεθεί η τελική καθαρή αύξηση της περιουσίας, αποτελεί στοιχείο ένστασης. Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του ενός συζύγου από τον άλλο με βάση το άρθρο 1400 ΑΚ είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου γ) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης και της υπερβαίνουσας το μέτρο της συνεισφοράς του ενάγοντος συζύγου συμβολής του στις τρέχουσες οικογενειακές δαπάνες, με χρηματικές εισφορές ή εισφορές χρήσης ακινήτου για στέγαση της οικογένειας ή με παροχή προσωπικών υπηρεσιών στην αντιμετώπιση των οικογενειακών εν γένει αναγκών και δ) η αιτιώδης σχέση της συμβολής αυτής προς την αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου. Η αντίστοιχη αγωγική αξίωση είναι δυνατόν να στηρίζεται είτε κυρίως, είτε και επικουρικώς σε σχέση με τις αξιώσεις από την παρ. 1 του άρθρου 1400 ΑΚ και στην τεκμαρτή συμβολή από την παρ. 1 εδ. β’ του άρθρου 1400 ΑΚ, δηλαδή στο νόμιμο τεκμήριο, οπότε μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία και μόνον ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, προσδιορίζοντας την τυχόν αρχική κατά την τέλεση του γάμου περιουσία του εναγομένου και την τελική κατά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή την άσκηση της αγωγής επί τριετούς διάστασης περιουσία του, καθώς και την σε χρήμα αξία αμφοτέρων κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, οπότε η συμβολή του τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης, που προκύπτει με την αφαίρεση της αρχικής περιουσίας από την τελική. Άρα, στην περίπτωση αυτή ο ενάγων σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθ` εαυτήν, ούτε του ποσοστού της, ούτε της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της περιουσιακής επαύξησης του εναγομένου (ΑΠ 76/1997). Ο εναγόμενος δε ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου φέρεται ή περιουσία, ότι αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων και στις δύο περιπτώσεις του άρθρου 1400 του ΑΚ, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει κάποια συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει, ότι ο φερόμενος δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων, είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ` αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων, έστω και αν δεν αποδείξει τη δική του συμβολή, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση (ΑΠ 1899/2014, ΑΠ 1223/2007, ΑΠ 546/2009). Περαιτέρω, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην αγωγή σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωση της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του επίδικου δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 18/1998). Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν κατ` αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής, και ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο από τον αριθ. 14 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ (Ολ. ΑΠ 1573/1981, ΑΠ 697/2012, ΑΠ 1495/2009).
ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του δικογράφου της από 9-3-2012 αγωγής προκύπτει, ότι η αναιρεσίβλητη ισχυρίστηκε: Ότι στις 4-7-1987 τέλεσε με τον εναγόμενο νόμιμο γάμο, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, τον Ν., που γεννήθηκε στις 16-12-1987 και την Α. , που γεννήθηκε στις 22-6-1994. Ότι ο γάμος τους λύθηκε με την 5231/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη την 5-7-2011. Ότι κατά την τέλεση του γάμου τους στερούνταν και οι δύο περιουσιακών στοιχείων, μέχρι όμως την αμετάκλητη λύση αυτού η περιουσία του εναγόμενου (αναιρεσείοντος) συζύγου της αυξήθηκε κατά το ποσό των 3.960.700 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην αξία των περιγραφόμενων στην αγωγή και αποκτηθέντων από αυτόν, κατά τη διάρκεια του γάμου, περιουσιακών στοιχείων, με αναγωγή της αξίας κάθε στοιχείου στο χρόνο κτήσης τους, της αμετάκλητης λύσης του γάμου και της έγερσης της αγωγής. Ότι η ενάγουσα (αναιρεσίβλητη) συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου κατά ποσοστό 65%, της συμβολής αυτής συνισταμένης στην καταβολή κεφαλαίων, που προέρχονταν από την πώληση περιουσιακών στοιχείων δικών της και των γονέων της, από χρήματα, που εισέπραττε η ίδια, από μίσθωση διαμερισμάτων της στο Βόλο αλλά και με την εκ μέρους της φροντίδα και επιμέλεια του οίκου τους και της ανατροφής των δύο τέκνων τους, με τρόπο που ξεπερνά το προσήκον μέτρο και εξειδικεύεται στην αγωγή, με αναγωγή έκαστου ποσού που αντιστοιχεί στο αντίστοιχο μέρος της συμβολής της. Με το ιστορικό αυτό, ζήτησε, αφού αναγνωριστεί η συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου κατά ποσοστό 65%, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει (όπως το αίτημα της αγωγής παραδεκτά περιορίστηκε με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της εκκαλουμένης και στις πρωτόδικες έγγραφες προτάσεις της), το ποσό των 600.000 ευρώ, νομιμοτόκως, τόσο ως προς τον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής της, όσο και κατά τον επικουρικά προβαλλόμενο τεκμαρτό υπολογισμό του ποσοστού του 1/3 της τελικής αξίας της περιουσίας του εναγομένου. Επικουρικότερα δε ζήτησε να της αποδοθεί η οικογενειακή οικία αξίας 1.700.000 ευρώ. Επί της παραπάνω αγωγής εκδόθηκε η 5403/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που απέρριψε αυτή κατ’ ουσίαν. Κατόπιν ασκηθείσης έφεσης, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφαση, αφού έκανε δεκτή την έφεση και εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την επικουρική βάση της, επιδικάζοντας στην αναιρεσίβλητη το ποσό των 223.333 ευρώ, απορρίπτοντας κατ’ ουσίαν την κυρία βάση της αγωγής. Με το τον δεύτερο λόγο της αίτησής του, ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 14 του Κ.Πολ.Δ, αιτιάται το Εφετείο για την μη απόρριψη ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας της αγωγής της αναιρεσίβλητης. Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως της αβασιμότητάς του , διότι η αγωγή περιέχει όλα τα στοιχεία που κατά το άρθρο 1400 παρ. 1 του ΑΚ είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή της, είναι: Κατά το μέρος που πλήττεται η κυρία βάση της αγωγής του πραγματικού υπολογισμού απαράδεκτη, διότι με την προσβαλλομένη απόφαση έχει απορριφθεί η βάση αυτή της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμη, οπότε ελλείπει το έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος για την προβολή της υποστηριζόμενης από αυτόν ως άνω παραβίασης. Κατά το μέρος δε που πλήττεται η επικουρική βάση της αγωγής του τεκμαρτού υπολογισμού αβάσιμος. Και αυτό διότι, για το ορισμένο της στηριζόμενης στον τεκμαρτό υπολογισμό αγωγή, η οποία με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη, αρκεί να αναφέρεται η επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου (αναιρεσείοντος) κατά τη διάρκεια του γάμου, η τελική περιουσία αυτού (εφόσον σύμφωνα με την αγωγή δεν υπήρχε αρχική περιουσία), καθώς και η σε χρήμα αξία της τελικής περιουσίας κατά τον χρόνο που η απόφαση περί διαζυγίου των διαδίκων κατέστη αμετάκλητη. Επομένως, δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης αυτής της αγωγής η χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών της αναιρεσίβλητης – ενάγουσας με τις οποίες αυτή συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του αναιρεσείοντος – εναγομένου συζύγου της, ούτε ο τρόπος με τον οποίο η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που έλυσε το γάμο των διαδίκων, κατέστη αμετάκλητη. Επίσης, ο αναιρεσείων, εφόσον ισχυρίζεται, ότι είχε περιουσία κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου, ανταποδεικτικά είχε τη δυνατότητα να το αποδείξει. Όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων είναι αβάσιμα.
ΙΙΙ) Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, “αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δίκαιου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών…”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, 4/2005). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 15/2006, Ολ. ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική μεν αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Το κατά νόμο δε αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 253/2013, ΑΠ 69/2013, ΑΠ 1206/2008, ΑΠ 358/200, 361/2008, ΑΠ 610/2007, ΑΠ 1490/2006).
ΙV) Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: “Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 4-7-1987 στο Βόλο. Ο γάμο τους, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, ήδη ενήλικα (γεννήθηκαν το 1987 και 1994, αντίστοιχα), λύθηκε με την 5231/2009 οριστική απόφαση του Πολυμελούς-Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη αμετάκλητη στις 5-7-2011, τελούσαν όμως σε οριστική διάσταση από το έτος 2005. Κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων ο εναγόμενος απέκτησε, δυνάμει του …/9.3.1993 συμβολαίου αγοράς της συμβολαιογράφου Αθηνών … σε συνδυασμό με την …/6.3.1993 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νόμιμά, τμήμα ενός οικοπέδου, εμβαδού 580,06 τ.μ., που αντιστοιχεί σε ποσοστό 53,11% εξ αδιαιρέτου του όλου οικοπέδου, συνολικού εμβαδού 1.092,26 τ.μ., που βρίσκεται στους … …, αντί τιμήματος 16.500.000 δραχμών ή 48.422,60 ευρώ. Στο παραπάνω οικόπεδο ο εναγόμενος ανήγειρε κατά τα έτη 1994-1999, .. μία οικία, συνολικού εμβαδού 423 τ.μ. που εκτείνεται σε ορόφους και περιλαμβάνει επιπλέον (των παραπάνω τετραγωνικών) ένα εσωτερικό χώρο στάθμευσης 40 τ.μ., μία αποθήκη 25 τ.μ. και πισίνα, εμβαδού 45 τ.μ.. Η οικοδομή, μετά την αποπεράτωσή της, υπέστη σοβαρότατες ζημιές κατά το σεισμό του έτους 1999 που αποκαταστάθηκαν το έτος 2000. Το κόστος κατασκευής της εν λόγω οικίας ανήλθε στο συνολικό ποσό, κατά μεν την ενάγουσα, των 363.932 ευρώ, κατά δε τον εναγόμενο, στο ποσό των 173.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του κόστους επισκευής ποσού 50.000 ευρώ και το οποίο, (συνολικό κόστος) αποδεικνύει ο εναγόμενος με την προσκόμιση των σχετικών αποδείξεων. Η οικοδομή αποτελείται από τους κατωτέρω ορόφους, που συνδέονται μεταξύ τους με ανελκυστήρα και κλίμακα. Συγκεκριμένα, το ισόγειο, εμβαδού 119 τ.μ., αποτελείται από χωλ, ενιαίο σαλόνι-τραπεζαρία, κουζίνα με καθιστικό και μπάνιο, ο πρώτος πάνω από το ισόγειο όροφος, εμβαδού 109 τ.μ., αποτελείται από τρία υπνοδωμάτια, δύο μπάνια, χωλ και εσωτερικό εξώστη, ο δεύτερος, πάνω από το ισόγειο, όροφος, εμβαδού 35 τ.μ., αποτελείται από ένα ενιαίο χώρο ψυχαγωγίας, μπάνιο και W.C., το πρώτο, κάτω από το ισόγειο, υπερυψωμένο υπόγειο, εμβαδού 109 τ.μ., που είναι ένα ανεξάρτητο οροφοδιαμέρισμα και αποτελείται από σαλόνι-τραπεζαρία- κουζίνα, δύο υπνοδωμάτια, μπάνιο και γραφείο με ατομικό μπάνιο και το δεύτερο, κάτω από το ισόγειο, υπερυψωμένο υπόγειο, εμβαδού 30 τ.μ., που αποτελείται από ένα ενιαίο χώρο με κουζίνα – καθιστικό, μπάνιο με αποδυτήριο, W.C., καθώς και ένα εσωτερικό χώρο στάθμευσης 40 τ.μ. και αποθήκη 25 τ.μ. Η συνολική αντικειμενική αξία του όλου ακινήτου (εφόσον έχει εξαντληθεί ο συντελεστής δόμησης του οικοπέδου), ανέρχεται, κατά τον εναγόμενο στο ποσό των 411.956,93 ευρώ, ενώ κατά την ενάγουσα στο ποσό των 763.716 ευρώ. Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το εμβαδόν του εν λόγω ακινήτου είναι 523 τ.μ. … δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Περαιτέρω αποδείχθηκε, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της λογικής, ότι η αγοραία αξία της ανωτέρω οικίας, κατά τον κρίσιμο χρόνο της ασκήσεως της ένδικης αγωγής, που δε διαφοροποιείται από εκείνη της αμετάκλητης λύσεως του γάμου των διαδίκων, δεν είναι κατώτερη του ποσού των 670.000 ευρώ. Η αξία αυτή προκύπτει από την θέση του ακινήτου (κείται σε ακριβό προάστιο), του έτους κατασκευής της, του εμβαδού της, αμφότερα τα υπόγεια είναι υπερυψωμένα, λόγω του πρανούς του εδάφους, και του πολυτελούς τρόπου κατασκευής της με πατώματα στο υπόγειο από πλακάκια πρώτης διαλογής (εκτός του γραφείου που είναι δρύινο), στο ισόγειο από μάρμαρα …, στον πρώτο όροφο δρύινα, με μαρμάρινες κλίμακες και δρύινες κουπαστές και πόρτες, κουζίνες πολυτελείας (σε όλους τους ορόφους, πλην του δεύτερου πάνω από το ισόγειο ορόφου), μπάνια και WC πολυτελείας σε κάθε όροφο και πλήρης αυτονομία του κάθε ορόφου με πλήρεις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις και πίνακες σε κάθε όροφο και για την πισίνα χωριστά. Επίσης, περιλαμβάνει τζάκια, εξωτερικό στεγασμένο χώρο στάθμευσης, μπάρμπεκιου, εξωτερικό ντους στην πισίνα, διαμορφωμένα παρτέρια, αυλή από μάρμαρο … κλπ. Σημειωτέον ότι η αξία του, κατά το έτος 2005, προσδιορίστηκε από τον ίδιο τον εναγόμενο στο ποσό του 1.300.000 ευρώ, όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 17.10.2005 αποκλειστική εντολή προς πώληση του εν λόγω ακινήτου από τον εναγόμενο προς το μεσιτικό γραφείο …, η οποία, όμως κρίνεται υπερβολική λόγω της, κατά τεκμήριο, διόγκωσης και υπερβολής των ζητούμενων τιμών των προς πώληση ακινήτων, αλλά και διότι, λόγω της οικονομικής κρίσης (κατά τον κρίσιμο χρόνο) οι αξίες των ακινήτων υπέστησαν σοβαρές μειώσεις. Επίσης, ο εναγόμενος απέκτησε: α) κατά ποσοστό 39,35% εξ αδιαιρέτου ένα αγροτεμάχιο, ήδη οικόπεδο, στη θέση Σ. Τ. Σ. επί της οδού … του δήμου … …, εμβαδού 158 τ.μ. δυνάμει του …/30.9.1993 συμβολαίου αγοράς της συμβολαιογράφου … …, αντί αναγραφόμενου τιμήματος 632.000 δραχμών ή 1.854 ευρώ, β) κατά ποσοστό 39,35% εξ αδιαιρέτου των 3\8 εξ αδιαιρέτου ενός (όμορου με το αμέσως παραπάνω αναφερόμενο) αγροτεμαχίου, ήδη οικοπέδου, στη θέση Σ. Τ. Σ. επί της οδού … του δήμου … …, εμβαδού 965 τ.μ., δυνάμει αγοράς από την αδελφή του πατέρα του …, με το …/31.12.1993 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου … …, αντί αναγραφόμενου τιμήματος 868.340 δραχμών ή 2.554,80 ευρώ, και ποσοστό 39,35% εξ αδιαιρέτου των 2\8 εξ αδιαιρέτου του ίδιου ακινήτου απέκτησε δυνάμει δωρεάς από την …, με το …1993 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου … … Στα παραπάνω δύο όμορα ακίνητα, συνολικού εμβαδού 1.123 τ.μ, έχει ανεγερθεί, με την …1999 οικοδομική άδεια, κτιριακό συγκρότημα, που εκμισθώνεται ως επαγγελματική στέγη, εμβαδού 315 τ.μ., συνολικής αντικειμενικής αξίας κατά το ποσοστό του εναγομένου (των οικοπέδων με το κτίσμα), κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου, 82.128,63 ευρώ. Περαιτέρω, ο εναγόμενος κατά τη διάρκεια του γάμου απέκτησε: α) 52 πίνακες ζωγραφικής κατά τα έτη 2002-2004, αντί συνολικού τιμήματος 367.521 ευρώ, αξίας, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου, κατά την ενάγουσα 780.000 ευρώ και, κατά τον εναγόμενο, 180.000 ευρώ, β) τον Σεπτέμβριο του έτους 2008 ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο .. μάρκας MERCEDES μοντέλο SMART, 900 κυβικών, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το έτος 2008 αντί ποσού 16.000 ευρώ, αξίας, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου, 11.000 ευρώ, γ) ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο .., μάρκας PORSCHE μοντέλο CARRERA, 3.800 κυβικών, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το έτος 2007, αξίας, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου.70.000 ευρώ, δ) το έτος 2003
ένα σερβίτσιο φαγητού …, αποτελούμενο από 29 τεμάχια, αντί τιμήματος 8.154 ευρώ, αξίας, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου, 7.500 ευρώ. Τέλος, ο εναγόμενος είναι διαχειριστής και εταίρος 90 εταιρικών μεριδίων (επί συνόλου 100) της εταιρίας με την επωνυμία “…” αξίας 45.000 ευρώ, που συστήθηκε στις 17.10.2008 με το …/17.10.2008 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών … και καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών. Όταν παντρεύτηκαν οι διάδικοι, σε ηλικία 26 και 24 ετών αντίστοιχα, ο εναγόμενος υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία στη Ξάνθη, όπου αυτοί αρχικά εγκαταστάθηκαν, ενώ η ενάγουσα ήταν φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών και κατά την τέλεση αυτού ουδείς εκ των διαδίκων διέθετε περιουσιακά στοιχεία. Το Δεκέμβριο του έτους 1988 οι διάδικοι εγκαταστάθηκαν σε μισθωμένη οικία στην …. Μετά την απόλυση του εναγομένου από τον στρατό (το Δεκέμβριο του 1988) αυτός άρχισε να εργάζεται. Το Σεπτέμβριο του έτους 1989 προσλήφθηκε στο εργοστάσιο της εταιρίας … .., όπου εργάστηκε για ένα περίπου έτος, κατά το οποίο φιλοξενήθηκε στην πατρική οικία της ενάγουσας στο Βόλο, ενώ η ενάγουσα συνέχισε να παραμένει στη μισθωμένη οικία στην … με το πρώτο τέκνο που απέκτησε από τον εναγόμενο το 1987. Ο εναγόμενος, που είχε πραγματοποιήσει οικονομικές σπουδές στις Η.Π.Α., το έτος 1990 προσλήφθηκε στο εργοστάσιο “… Α.Ε.”, που βρίσκεται στην …, ενώ το έτος 1992 προσλήφθηκε στην εταιρία ζωοτροφών – ιχθυοτροφών με την επωνυμία … με έδρα το …, στην οποία συνέχισε να εργάζεται έως και το έτος 2007, απέκτησε δε τη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου, δημιουργώντας ο ίδιος το κατάστημα του …υ. Προς τούτο οι διάδικοι από το έτος 1994 έως το έτος 2002 κατοικούσαν στο … σε διαμέρισμα που τους είχε παραχωρήσει η παραπάνω εργοδότρια εταιρία και από το έτος 2002 στην οικία στους …, που ανεγέρθηκε κατά τα έτη 1994 έως 2000. Οι μηνιαίες αποδοχές του εναγομένου, αρχικά, ήταν χαμηλές, της τάξεως των 80.000 δραχμών μηνιαίως, στη συνέχεια 286.000 δραχμές μηνιαίως, οι οποίες έβαιναν αυξανόμενες, καθώς αποδείχθηκε επιτήδειος επαγγελματίας, που με μεθοδική και σκληρή εργασία κατάφερε να προοδεύσει επαγγελματικά. Το 1994 το ετήσιο εισόδημά του, σε ευρώ, ανερχόταν στο ποσό των 26.308 ευρώ, το 1995 στο ποσό των 49.110 ευρώ, το 1996 στο ποσό των 45.875 ευρώ, το έτος 1997 στο ποσό των 50.217 ευρώ, το 1998 στο ποσό των 56.585 ευρώ, το 1999 στο ποσό των 48.319 ευρώ, το έτος 2000 στο ποσό των 52.235 ευρώ, το έτος 2001 στο ποσό των 73.500 ευρώ, το έτος 2002 στο ποσό των 125.484 ευρώ, το έτος 2003 στο ποσό των 95.882 ευρώ, το έτος 2004 στο ποσό των 105.456 ευρώ, το έτος 2005 στο ποσό των 107.184 ευρώ, το έτος 2006 στο ποσό των 117.369 ευρώ, το έτος 2007 στο ποσό των 125.000 ευρώ. Το έτος 2008 λύθηκε η σύμβαση εργασίας του εναγομένου με την εταιρία … και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους συνέστησε δική του εταιρία με την επωνυμία “…” και τα ετήσια εισοδήματά του ανήλθαν στο ποσό των 73.964,69 ευρώ. Συμπαραστάτες στην προσπάθεια των διαδίκων στο ξεκίνημα της νέας ζωής τους είχαν στην αρχή κυρίως τους γονείς της ενάγουσας, στη συνέχεια, και τους γονείς του εναγομένου, η οικονομική κατάσταση των οποίων (γονέων των διαδίκων) ήταν πολύ καλή. Ο πατέρας της ενάγουσας υπήρξε Διευθυντής υποκαταστήματος της … Τράπεζας στο Βόλο, στη συνέχεια, μετά τη συνταξιοδότησή του, εργάστηκε από το 1993 ως Διευθυντής στο κατάστημα του Βόλου της Τράπεζας …, έχοντας λάβει το εφάπαξ και λάμβανε σύνταξη και μισθό. Περαιτέρω, διέθετε αυτός και η σύζυγός του σημαντική ακίνητη περιουσία που εκποίησαν, για να ενισχύουν οικονομικά την ενάγουσα και την οικογένειά της. Ο πατέρας του εναγομένου ήταν συνταξιούχος της ΔΕΗ, ο οποίος διέθετε μεγάλη ακίνητη περιουσία και με το προϊόν εκποιήσεων ακινήτων του συνέδραμε τον εναγόμενο. Τα πρώτα χρόνια του γάμου των διαδίκων, λόγω των χαμηλών αποδοχών του εναγομένου και του ότι οι γονείς του ήταν αντίθετοι στο γάμο, η οικονομική βοήθεια ήταν κυρίως από τους γονείς της ενάγουσας οι οποίοι πλήρωναν το ενοίκιο της κατοικίας των διαδίκων και κάλυπταν, κατά μεγάλο ποσοστό, τα έξοδα διαβίωσης αυτών. Η οικονομική βοήθεια από τους γονείς της ενάγουσας συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια των ετών αγοράς και ανέγερσης της κατοικίας στους … (οπότε οι ανάγκες των διαδίκων αυξήθηκαν κατακόρυφα), με χρήματα που προέρχονταν από αποταμιεύσεις τους, από την πώληση ακινήτων τους και μισθώματα που εισέπρατταν. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι οι γονείς της ενάγουσας (και η ίδια η ενάγουσα) προέβησαν στις κάτωθι μεταβιβάσεις ακινήτων: α) δυνάμει του …23.5.1990 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Βόλου Καλλιόπης Κόντα-Καρατάσου ο πατέρας της ενάγουσας μεταβίβασε το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα του ισογείου, εμβαδού 84 τ.μ., οικοδομής που κείται στο Βόλο .., αντί τιμήματος 3.900.000 δραχμών ή 11.445,34 ευρώ, β) δυνάμει του …/23.5.1994 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Βόλου …, ο πατέρας της ενάγουσας μεταβίβασε το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, εμβαδού 84 τ.μ., οικοδομής που κείται στο Βόλο …, αντί τιμήματος 8.000.000 δραχμών ή 23.477,62 ευρώ, γ) δυνάμει του …/2.1.1998 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Φερών Μαγνησίας…, η ενάγουσα μεταβίβασε το 1\4 και 1\4 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, δύο οικοπέδων που βρίσκονται στον οικισμό … του δήμου …, συνολικού εμβαδού 1.516,15 τ.μ., που αποτελούν αυτοτελείς διαιρεμένες ιδιοκτησίες, αντί συνολικού τιμήματος 500.000 δραχμών ή 1.467,35 ευρώ, ήτοι αξίας του μεριδίου της ενάγουσας, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, 366 ευρώ, δ) δυνάμει του …/2.1.1998 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Φερών Μαγνησίας …, η ενάγουσα μεταβίβασε το 1\4, 1\4 και 1\4 εξ αδιαιρέτου τριών οικοπέδων που βρίσκονται στον οικισμό … του δήμου …, συνολικού εμβαδού 1.516,15 τ.μ., που αποτελούν αυτοτελείς διαιρεμένες ιδιοκτησίες, αντί συνολικού τιμήματος 60.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ, ήτοι αξίας του μεριδίου της ενάγουσας, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, 3.750 ευρώ, ε) δυνάμει του …/1998 προσυμφώνου μεταβίβασης σε συνδυασμό με την 32876/2005 πράξη αυτοσύμβασης του συμβολαιογράφου Φαρσάλων …, η μητέρα της ενάγουσας μεταβίβασε ένα αγροτεμάχιο (ποτιστικό σιτοχώραφο) με αριθμό τεμαχίου …, που βρίσκεται στη θέση … της κτηματικής περιφέρειας …, εμβαδού 25.425 τ.μ., αντί τιμήματος … 52.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ, στ) δυνάμει του …/17.11.1998 προσυμφώνου μεταβίβασης σε συνδυασμό με την …/2005 πράξη αυτοσύμβασης του συμβολαιογράφου Φαρσάλων …, οι γονείς της ενάγουσας μεταβίβασαν ποσοστά εξ αδιαιρέτου ενός αγροτεμάχιου (ποτιστικό σιτοχώραφο) με αριθμό …, που βρίσκεται στη θέση … της κτηματικής περιφέρειας …, εμβαδού 27.544 τ.μ., αντί τιμήματος … 16.140,87 ευρώ. Αποδείχθηκε, επομένως, ότι η ενάγουσα, η οποία καθ’ όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης δεν εργαζόταν, συνεισέφερε κατά τα έτη 1987 έως και 2001 (για τα μετά το 2001 έτη γίνεται λόγος κατωτέρω) στις οικογενειακές ανάγκες με χρηματικές παροχές των γονέων της, οι οποίες προέρχονταν από μισθώματα και πωλήσεις των παραπάνω ακινήτων τους. Τα παραπάνω προκύπτουν από τις παραπάνω μεταβιβάσεις των ακινήτων των γονέων της ενάγουσας σε συνδυασμό με τις καταβολές που έκανε ο πατέρας της α) στον κοινό λογαριασμό των διαδίκων στην … Τράπεζα υποκατάστημα … με αριθμό … κατά τα έτη 1991 έως και 1994, από το με αριθμό … λογαριασμό που τηρούσε αυτός στην ίδια τράπεζα στο υποκατάστημα Βόλου κατάστημα …, ενώ για τα προηγούμενα έτη δεν προσκομίζονται στοιχεία, λόγω της μη ύπαρξης μηχανογράφησης για τα, προ του 1991, έτη, β) στον κοινό λογαριασμό των διαδίκων του υποκαταστήματος της τράπεζας … Βόλου με αριθμό … κατά τα έτη 1995 έως 2001, από τον … λογαριασμό που τηρούσαν οι γονείς της ενάγουσας στην τράπεζα … Βόλου κατάστημα …, και γ) στον ατομικό λογαριασμό της ενάγουσας του υποκαταστήματος της τράπεζας … Βόλου με αριθμό … κατά τα έτη 1997 έως 2001 από τον με αριθ. … λογαριασμό που τηρούσαν οι γονείς της ενάγουσας στην τράπεζα … Βόλου κατάστημα … … Ειδικότερα : Α) από τα προσκομιζόμενα με επίκληση από την ενάγουσα έγγραφα της … Τράπεζας με την κίνηση του προαναφερθέντος … κοινού λογαριασμού των διαδίκων, κατά τα παραπάνω έτη, σε συνδυασμό με την κίνηση του με αριθ. … λογαριασμού, που τηρούσαν οι γονείς της ενάγουσας στην … τράπεζα Βόλου κατάστημα …, αλλά και την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας …, που περιέχεται στην …/29.8.2012 ένορκη βεβαίωση, ο οποίος εργαζόταν ως τραπεζικός υπάλληλος στο παραπάνω υποκατάστημα της … Τράπεζας Βόλου με τον πατέρα της ενάγουσας, με τον οποίο διατηρούσε και φιλικές σχέσεις και, ο ίδιος, λόγω της ιδιότητάς του, είχε διενεργήσει πολλές τραπεζικές καταθέσεις στον παραπάνω κοινό λογαριασμό των διαδίκων από το λογαριασμό του πατέρα της ενάγουσας, προκύπτουν οι εξής καταθέσεις χρημάτων στον παραπάνω λογαριασμό των διαδίκων από το κατάστημα … αλλά και από το κατάστημα …, που είναι αμφότερα υποκαταστήματα της … Τράπεζας στο Βόλο : στις 11.4.1991 κατάθεση με κωδ. …, 345.000 δραχμές, στις 6.5.1991 κατάθεση με κωδ. …, 45.000 δραχμές, …. Έτσι, κατά τα παραπάνω έτη στον παραπάνω κοινό λογαριασμό των διαδίκων κατατέθηκε από τον πατέρα της ενάγουσας το συνολικό ποσό των 14.355.741 δραχμών ή 42.129 ευρώ (ήτοι σε ευρώ: 9.450 ευρώ το έτος 1991+ 26.126 ευρώ το έτος 1992 + 6.198 ευρώ το έτος 1993 και 355 ευρώ το 1994). Β) Από το προσκομιζόμενα με επίκληση από την ενάγουσα έγγραφα της Τράπεζας … Βόλου με την κίνηση του … κοινού λογαριασμού των διαδίκων του υποκαταστήματος της τράπεζας αυτής στο Βόλο κατά τα έτη 1995 έως 2001 σε συνδυασμό με την κίνηση του με αριθ. … λογαριασμού, που τηρούσαν οι γονείς της ενάγουσας στην τράπεζα … Βόλου κατάστημα …, αλλά και την κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας …, που περιέχεται στην …17.8.2012 ένορκη βεβαίωση, η οποία εργαζόταν ως τραπεζικός υπάλληλος στο υποκατάστημα Τράπεζας … στο Βόλο με τον πατέρα της ενάγουσας κατά τα έτη 1993 έως 1996, με τον οποίο διατηρούσε και φιλικές σχέσεις και η ίδια, λόγω της ιδιότητάς της, είχε διενεργήσει τραπεζικές καταθέσεις στον παραπάνω κοινό λογαριασμό των διαδίκων, προκύπτουν οι εξής καταθέσεις χρημάτων στον παραπάνω λογαριασμό από το κατάστημα … της παραπάνω τράπεζας στο Βόλο κατά τα έτη 1995 έως και 2001: Στις 24.2.1995 κατάθεση με κωδ. …, 5.063.343 δραχμές, στις 8.3.1995 κατάθεση με …, 2.000.000 δραχμές, …. Έτσι, κατά τα παραπάνω έτη στον παραπάνω κοινό λογαριασμό των διαδίκων κατατέθηκε από τον πατέρα της ενάγουσας το συνολικό ποσό, σε ευρώ, των 66.943 ευρώ (ήτοι 21.633 ευρώ το έτος 1995 + 4.929 ευρώ το έτος 1996 + 18.371 ευρώ το έτος 1997 + 4.402 ευρώ το έτος 1998 + 17.608 ευρώ το έτος 2001). Γ) Επίσης, από το προσκομιζόμενα με επίκληση από την ενάγουσα έγγραφα της Τράπεζας … Βόλου με την κίνηση του … ατομικού λογαριασμού της ενάγουσας του υποκαταστήματος της τράπεζας αυτής στο Βόλο κατά τα έτη 1997 έως 2001 σε συνδυασμό με την κίνηση του με αριθ. … λογαριασμού, που τηρούσαν οι γονείς της ενάγουσας στην τράπεζα … Βόλου κατάστημα …, αλλά και την παραπάνω αναφερομένη κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας …, προκύπτουν οι εξής καταθέσεις χρημάτων στον παραπάνω λογαριασμό από το κατάστημα 365 της παραπάνω τράπεζας στο Βόλο κατά τα έτη 1995 έως και 2001 αλλά και ορισμένες καταθέσεις στον παραπάνω λογαριασμό από τα υποκαταστήματα … της … Τράπεζας στο Βόλο: Στις 9.4.1997 κατάθεση με …, 59.000 δραχμές, στις 13.5.1997 κατάθεση με …, 60.000 δραχμές, …. Έτσι, κατά τα παραπάνω έτη στον παραπάνω ατομικό λογαριασμό της ενάγουσας κατατέθηκε από τον πατέρα της ενάγουσας το συνολικό ποσό σε ευρώ των 10.286 (ήτοι 1.506 ευρώ το έτος 1997 + 1.573 ευρώ το έτος 1998 + 1.526 ευρώ το έτος 1999 + 2.852 ευρώ το έτος 2000 + 2.829 ευρώ το έτος 2001). Ενόψει των ήδη εκτεθέντων το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι και για τα έτη που δεν υπάρχουν τραπεζικά στοιχεία η ενάγουσα δεχόταν οικονομικές ενισχύσεις από τους γονείς της καθώς και ότι υπήρχαν ιδιόχειρες καταβολές από τους γονείς της, πλην όμως, δεν αποδεικνύεται το επικαλούμενο από την ενάγουσα ύψος τους, (όπως εκτίθεται και κατωτέρω), ώστε να εξαχθεί με ασφάλεια το ύψος της συνολικής συμβολής της. Περαιτέρω, κατά τα παραπάνω έτη η ενάγουσα συνεισέφερε στις οικογενειακές ανάγκες και με την παροχή της προσωπικής της εργασίας για τη φροντίδα της συζυγικής οικίας, του εναγομένου, για τη φροντίδα και ανατροφή των δύο τέκνων. Ειδικότερα, η ενάγουσα ανέλαβε και εκτελούσε όλες τις εργασίες για την οργάνωση και ομαλή λειτουργία της συζυγικής οικίας και προσέφερε όλες τις υπηρεσίες προμήθειας των αναγκαίων αγαθών διαβίωσης, παρασκευής φαγητού, πλυσίματος και καθαριότητος για τα ανήλικα τέκνα και τον εναγόμενο, του οποίου η εργασία απαιτούσε έντονη κοινωνική παρουσία και ιδιαίτερη εμφάνιση. Ανέλαβε επίσης αποκλειστικά όλες τις φροντίδες των τέκνων, που αφορούσαν στην ανατροφή τους, την παρακολούθηση των μαθημάτων και της σχολικής προόδου τους, καθώς και την κοινωνική συναναστροφή και προσαρμογή τους στο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον. Έτσι η ενάγουσα με τη διαρκή παρουσία της στην οικογένεια, με την υλική συμμετοχή, την ηθική στήριξη και συνδρομή του εναγομένου ανέλαβε αποκλειστικά όλες τις φροντίδες της οικογένειας και ο εναγόμενος παρέμεινε απερίσπαστος στην άσκηση της εργασίας του, με πλήρη άνεση, χωρίς να συνεισφέρει στα θέματα της συζυγικής οικίας, της φροντίδας και ανατροφής των τέκνων κατά το μέρος που ήταν υπόχρεος, ως σύζυγος και πατέρας, αφού λόγω της ανωτέρω επαγγελματικής του δραστηριότητας δεν είχε τον ανάλογο χρόνο να επιμεληθεί των ανωτέρω καθημερινών αναγκών. Επομένως, η ενάγουσα, κατά τα παραπάνω έτη, συνέβαλε ποικιλοτρόπως στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου αναφορικά με την οικία στους …, αφού με χρήματα που της παρείχαν οι γονείς της συνέβαλε ουσιωδώς στη διαμόρφωση του οικογενειακού εισοδήματος, καλύπτουσα μεγάλο μέρος από τις οικογενειακές ανάγκες τους αλλά και στην αγορά του οικοπέδου και στην ανέγερση της οικίας στους … και με την οικονομική της συνδρομή αλλά και τις υπηρεσίες που προσέφερε για τη λειτουργία της συζυγικής οικίας και για την ανατροφή των παιδιών τους ο εναγόμενος εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην ως άνω επαύξηση της περιουσίας του. Δεν αποδείχθηκε όμως το ακριβές ύψος των οικονομικών παροχών των γονέων της ενάγουσας, δεδομένου ότι στην αγωγή αναφέρονται και άλλα μεγάλα ποσά που, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, δόθηκαν ιδιοχείρως, το ύψος των οποίων όμως δεν αποδείχθηκε και περαιτέρω δεν αποδείχθηκε πόσα χρήματα από αυτά διατέθηκαν για την αγορά και την ανέγερση της κατοικίας τους στους …, αφού μέρος των παροχών αυτών, αναλογικά, κατευθυνόταν υποχρεωτικά στην κάλυψη των δαπανών της οικογενείας της. Σημειώνεται ότι αυτές (οι οικογενειακές δαπάνες) ήταν σημαντικού ύψους, διότι αμφότεροι οι διάδικοι προέρχονται από εύπορες οικογένειες και είχαν μάθει σε έναν άνετο τρόπο ζωής, τον οποίο συνέχισαν και μετά το γάμο τους, αλλά και διότι ο επαγγελματικός προσανατολισμός και, στη συνέχεια, η σταδιοδρομία του εναγομένου, ως υψηλόβαθμου στελέχους, απαιτούσε την αντίστοιχη παράσταση και κοινωνική παρουσία του ίδιου και των μελών της οικογενείας του. Επομένως, δεν αποδείχθηκε το επικαλούμενο από την ενάγουσα ύψος (183.608 ευρώ) των οικονομικών παροχών των γονέων της, όπως επίσης δεν αποδείχθηκε πόσα χρήματα (από τα ποσά που αποδείχθηκαν, σύμφωνα με τα παραπάνω, ότι αποτέλεσαν χρηματικές παροχές των γονέων της προς την ενάγουσα και την οικογένειά της) από αυτά διατέθηκαν για την αγορά του οικοπέδου και την ανέγερση της κατοικίας στους …. Εφόσον, λοιπόν δεν αποδείχθηκαν τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά δεν αποδεικνύεται και η πραγματική συμβολή της ενάγουσας στην επαύξηση της παραπάνω περιουσίας του εναγομένου, τεκμαίρεται όμως ότι η συμβολή αυτής (ενάγουσας) ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου αναφορικά με το ακίνητο στους …, καθόσον ο εναγόμενος δεν απέδειξε ότι η ενάγουσα είχε μικρότερη του τεκμηρίου ή καμία συμβολή. Ειδικότερα, ο εναγόμενος αρνείται τη συμβολή της ενάγουσας με χρηματικές παροχές των γονέων της, χωρίς όμως να δικαιολογεί την προέλευση των χρημάτων στους κοινούς τους λογαριασμούς και μάλιστα από το Βόλο, όπου κατοικούσαν οι γονείς της ενάγουσας. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι, ακόμη και αν αυτά τα χρήματα κατατέθηκαν από τον πατέρα της ενάγουσας, αυτός δεν τα γνώριζε ούτε τα χρησιμοποίησε, γιατί όλες τους οι δαπάνες καλύπτονταν από τον πατέρα του και από την εργασία του και ότι τα χρήματα αυτά, αν πράγματι κατατέθηκαν, τα ανάλωσε η ενάγουσα για προσωπικές της υπέρογκες δαπάνες, καθώς αυτή ήταν πάντα σπάταλη και εξαρτημένη από καταναλωτικά αγαθά. Οι ισχυρισμοί αυτοί του εναγομένου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι κατά τα έτη ανέγερσης της οικίας στους … ο εναγόμενος δεν είχε αρκετά εισοδήματα από την εργασία του ώστε να καλύπτει τις τρέχουσες οικογενειακές δαπάνες, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, ήταν αυξημένες, την αγορά του εν λόγω ακινήτου και την ανέγερση της οικίας σε αυτό. Περαιτέρω, ο πατέρας του εναγομένου, πράγματι, εισέφερε στην ανέγερση της εν λόγω οικίας με προσωπικές υπηρεσίες (επιβλέποντας ο ίδιος προσωπικά την ανέγερση αυτού και επιμελούμενος για το σύνολο των ζητημάτων που άπτονταν της κατασκευής), αλλά και με χρήματα στην αγορά του οικοπέδου και στην ανέγερση της κατοικίας στους … από την πώληση ακινήτων του, τα ποσά, όμως, που αποκόμισε από τις πωλήσεις αυτές, που εκτίθενται κατωτέρω, δεν επαρκούσαν για τις παραπάνω δαπάνες αλλά και για την αγορά και στη συνέχεια ανέγερση του επαγγελματικού κτιρίου στην οδό …, το οποίο αγοράστηκε (κατά το ποσοστό που αποκτήθηκε με αγορά) και ανεγέρθηκε αποκλειστικά με χρήματα του πατέρα του εναγομένου, όπως κατωτέρω εκτίθεται. Άλλωστε, την εποχή της ανέγερσης της οικίας στους … και του επαγγελματικού κτιρίου στην οδό … ο πατέρας του εναγομένου είχε και άλλες σημαντικές δαπάνες, που αφορούσαν τις σπουδές της κόρης του, στη συνέχεια το γάμο της και την αγορά οικίας για την εγκατάστασή της με την οικογένειά της, στις οποίες αυτός συνέβαλε, παρά την περί του αντιθέτου κατάθεσή του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία δεν κρίνεται αξιόπιστη, εφόσον ο ίδιος σε άλλο σημείο της κατάθεσής του αναφέρει ότι πλήρωνε για όλους ακόμη και για τα ανίψιά του, αλλά και ο ίδιος ο εναγόμενος παραδέχεται με τις προτάσεις του (σελ. 31), ότι ο πατέρας του επωμίστηκε τις δαπάνες για την αποκατάσταση της αδελφής του … Ούτε, τέλος, απέδειξε ο εναγόμενος ποια ήταν τελικά η αποταμιευμένη περιουσία του πατέρα του από προγενέστερες εκποιήσεις ακινήτων του ή άλλους πόρους του, με ποια ποσά χρηματοδότησε αυτός (ο πατέρας του) την ανέγερση της παραπάνω οικίας στους … και από που εκταμιεύτηκαν αυτά, δεδομένου ότι κανένα παραστατικό τραπέζης δεν προσκομίζεται περί των καταθέσεων του πατρός του ή αναλήψεων από τραπεζικούς λογαριασμούς του, μη δυναμένης να γίνει δεκτής της κατάθεσης του τελευταίου, ότι αυτός είχε όλα τα χρήματά του, (των οποίων το ύψος δεν προσδιορίζει) εκτός τραπέζης και με αυτά χρηματοδοτούσε, αφειδώς, και τα δύο του παιδιά, όλα αυτά τα έτη. Σημειώνεται ότι οι δαπάνες για την ανέγερση της κατοικίας στους … ανήλθαν, κατ’ έτος, στα εξής ποσά: το έτος 1994 στο ποσό των 25.510 ευρώ, το έτος 1995 στο ποσό των 17.469 ευρώ, το έτος 1996 στο ποσό των 24.590 ευρώ, το έτος 1997 στο ποσό των 48.243 ευρώ, το έτος 1998 στο ποσό των 8.259 ευρώ, το έτος 1999 στο ποσό των 20.682 ευρώ και το έτος 2000 στο ποσό των 28.014 ευρώ, από δε το έτος 1999 προστίθενται και τα έξοδα για την ανέγερση του κτιρίου της οδού …, τα οποία ανήλθαν, κατ’ έτος, στα εξής ποσά : το έτος 1999 στο ποσό των 1.255 ευρώ, το έτος 2000 στο ποσό των 14.627 ευρώ, το έτος 2001 στο ποσό των 3.790 ευρώ, το έτος 2003 στο ποσό των 6.346 ευρώ, το έτος 2004 στο ποσό των 20.446 ευρώ, το έτος 2005 στο ποσό των 2.211 ευρώ και το έτος 2006 στο ποσό των 10.682,085 ευρώ. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, η προβληθείσα ένσταση του εναγομένου, περί μηδενικής συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του κατά το προαναφερθέν περιουσιακό στοιχείο (ακίνητο με οικία στους …) διότι, όπως προαναφέρθηκε, η συμβολή της ενάγουσας υπερέβαινε το μέτρο της εκπληρώσεως της υφισταμένης (κατά τις διατάξεις των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ) υποχρεώσεως στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Επίσης, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του εναγομένου περί μη ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας της συμβολής της ενάγουσας στην απόκτηση του περιουσιακού αυτού στοιχείου, καθώς, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η συμβολή της υπήρξε καθοριστική. Στην κρίση άλλωστε αυτή του δικαστηρίου συνηγορεί και το γεγονός ότι μεταξύ των διαδίκων υπογράφηκε το από 1.12.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό για την εξωδικαστική επίλυση των αστικών και ποινικών τους διενέξεων, στο οποίο, μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε, σχετικά με την αξίωση της ενάγουσας από αποκτήματα, ο εναγόμενος να αγοράσει εντός 7 μηνών ένα διαμέρισμα αξίας 220.000 ευρώ, κατά την ψιλή κυριότητα στο όνομα της θυγατέρας των διαδίκων και κατά την επικαρπία στο όνομα της ενάγουσας και ότι αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει το ποσό των 220.000 ευρώ τοις μετρητοίς στην ενάγουσα και ότι με τον τρόπο αυτό εξαντλείται η αξίωση της ενάγουσας από τα αποκτήματα και για σύσταση γονικής παροχής. Ανεξαρτήτως, του ότι τελικά δεν τηρήθηκε το συμφωνητικό αυτό, και ότι κάθε συμφωνία εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών περιέχει αμοιβαίες υποχωρήσεις στις εκατέρωθεν αξιώσεις, δεν είναι άνευ αποδεικτικής αξίας, διότι συνάγεται από αυτό ότι ο εναγόμενος αναγνώρισε εξωδίκως ότι υπήρξε συμβολή της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του. Η εξήγηση που ο εναγόμενος δίνει (για την παραπάνω, εκ μέρους του, ανάληψη υποχρέωσης) ότι, δηλαδή, το έπραξε για την κόρη του, δεν είναι ικανοποιητική, αφού μπορούσε να εκπληρώσει τη γονική παροχή, αγοράζοντας ακίνητο στο όνομά του κατά την επικαρπία και κατά την ψιλή κυριότητα στο όνομα της θυγατέρας του και ασφαλώς δεν θα δεχόταν να καταβάλει το εν λόγω ποσό σε μετρητά στην ενάγουσα μετά την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας. Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι πρέπει να αφαιρεθεί από την αξία του εν λόγω ακινήτου το ποσό των 50.000 ευρώ, που κατέβαλε για την αποκατάσταση και τη βελτίωση της οικίας, μετά το σεισμό του έτους 1999 κατά τον οποίο υπέστη σοβαρές ζημιές, ισχυριζόμενος ότι το κόστος αυτό καταβλήθηκε, εξ ολοκλήρου, με το προϊόν δανείου που έλαβε από τράπεζα, και τούτο, διότι δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει το σχετικό δανειστικό συμβόλαιο, περαιτέρω η ενάγουσα συνέβαλε στην αποκατάσταση των ζημιών της οικίας και τη βελτίωσή της με αποταμιεύσεις από οικονομικές παροχές των γονέων της και με τις υπηρεσίες της που παρείχε για τη λειτουργία της συζυγικής οικίας και για την ανατροφή των παιδιών τους … Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πατέρας του εναγομένου για να τον βοηθήσει στην απόκτηση του ακινήτου (δύο όμορων αγροτεμαχίων τα οποία συνενώθηκαν), στην οδό …, στο οποίο στην συνέχεια ανεγέρθηκε κατά τα έτη 2000 έως και 2006 το κτίριο που μισθώνεται ως επαγγελματική στέγη, του δώρισε άτυπα το ποσό των 4.638 ευρώ (1.580.000 δρχ.) και με το ποσό αυτό ο εναγόμενος αγόρασε το μερίδιό του στο ένα από τα προαναφερόμενα ακίνητα, εμβαδού 158 τ.μ. Ενώ, το μερίδιό του στο έτερο ακίνητο το απέκτησε (ο εναγόμενος), εν μέρει, με δωρητήριο συμβόλαιο από την γιαγιά του και, εν μέρει, με πωλητήριο συμβόλαιο από την θεία του (αδελφή του πατέρα του) Α. Λ., στην πραγματικότητα, όμως, δεν καταβλήθηκε κανένα τίμημα, γιατί η μεταβίβαση έγινε στο πλαίσιο διανομής της οικογενειακής περιουσίας. Στην συνέχεια, αποκλειστικά με χρήματα των γονέων του, που προέρχονταν κυρίως από εκποιήσεις ακινήτων τους, ο εναγόμενος προέβη στην ανέγερση του περιγραφέντος κτιριακού συγκροτήματος. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο πατέρας του εναγομένου μεταβίβασε τα κατωτέρω αγροτεμάχια στις … … (μερίδιο ενός εξ αυτών εκποιήθηκε και από τον ίδιο τον ενάγοντα) και συγκεκριμένα, εκποιήθηκαν: α) ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου αγροτεμαχίου στη θέση “…” στις … … εκτάσεως 496,50 τ.μ. αντί τιμήματος 2.088.000 δραχμών ή 6.127 ευρώ, ήτοι με αξία του μεταβιβασθέντος μεριδίου του πατρός του, ποσού 2.289 ευρώ, δυνάμει του …9-10-1991 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου ……, β) ποσοστό 1\6 εξ αδιαιρέτου που ανήκε στον εναγόμενο και ποσοστό 3\96 εξ αδιαιρέτου που ανήκε στον πατέρα του, αγροτεμαχίου στη θέση “…” στις … …, εκτάσεως 743,10 τ.μ. αντί τιμήματος 6.260.870 δραχμών, ήτοι με αξία του μεταβιβασθέντος μεριδίου του εναγομένου και του πατρός του, ποσών σε ευρώ 3.062 και 592, αντίστοιχα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/1992 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου … …, δ) ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου οικοπέδου στη θέση “…” στις … …, εκτάσεως 309,04 τ.μ. αντί τιμήματος 3.000.000 δραχμών, ήτοι με αξία του μεταβιβασθέντος μεριδίου του πατρός του εναγομένου, ποσού, σε ευρώ, 3.301 ευρώ, δυνάμει του …/1993 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου…, ε) ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου οικοπέδου στη θέση “…” στις … …, εκτάσεως 92,68 τ.μ. αντί τιμήματος 900.000 δραχμών και με αξία του μεταβιβασθέντος μεριδίου του πατρός του εναγομένου, ποσού 450.000 δραχμών ή 1.320 ευρώ, δυνάμει του …/21-4-2000 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου … …, στ) ποσοστό 28,70% των 3/8 εξ αδιαιρέτου αγροτεμαχίου στις … …, εκτάσεως 967,14 τ.μ., αντί τιμήματος 359.261 δραχμών, με αξία του μεταβιβασθέντος μεριδίου του πατρός του εναγομένου, ποσού σε ευρώ 1.054 ευρώ, δυνάμει του …/15-6-2000 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου … …, ζ) ποσοστό εξ αδιαιρέτου αγροτεμαχίου στις … …, εκτάσεως 967,20 τ.μ. αντί τιμήματος 1.289.844 δραχμών ή 3.785 ευρώ δυνάμει του …/2001 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου … … Σημειώνεται ότι η πώληση ποσοστού εξ αδιαιρέτου αγροτεμαχίου στη θέση “…” στις … …, εκτάσεως 707,70 τ.μ. αντί τιμήματος 6.500.000 δραχμών δυνάμει του …/1992 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου … …, δεν αποδείχθηκε, διότι δεν προσκομίζεται το σχετικό συμβόλαιο. Έτσι, το εν λόγω ακίνητο (της οδού …) δεν περιλαμβάνεται στην αύξηση της “περιουσίας του συζύγου της ενάγουσας, κατ’ άρθρο 1400 παρ. 3 ΑΚ, αφού αποκτήθηκε με δωρεά και με χρήματα που προέρχονταν αποκλειστικά από τον πατέρα του τελευταίου, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος και ανεγέρθηκε με χρήματα αποκλειστικά του πατέρα του, δεκτής καθισταμένης ως ουσιαστικά βάσιμης, της προβληθείσας ενστάσεως του εναγομένου περί μηδενικής συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του κατά το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο. Τα παραπάνω, σαφώς, προκύπτουν από την κατάθεση του μάρτυρος ανταπόδειξης, ουδόλως δε αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας, οι οποίοι, δεν κατέθεσαν τίποτα σχετικά με το εν λόγω ακίνητο και την οποιαδήποτε συμβολή της ενάγουσας στην αγορά και την ανοικοδόμησή του. Επίσης, στην απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων από τον εναγόμενο, κατά τα έτη 2002 και μετά (των αυτοκινήτων, τα έτη 2007 και 2008, των πινάκων τα έτη 2002 έως 2004 και του σερβίτσιου το έτος 2003) η ενάγουσα δεν συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο, διότι κατά τα έτη αυτά δεν υπήρξε συμβολή της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του ενάγοντος. Ειδικότερα, από την αντιπαραβολή των εισοδημάτων των διαδίκων συνάγεται ότι τα εισοδήματα της ενάγουσας περιορίζονται στα μισθώματα των δύο ακινήτων που της μεταβίβασαν οι γονείς της με γονική παροχή, ενώ τα εισοδήματα του εναγομένου από την εργασία του, ήδη από τα προηγούμενα έτη, είχαν αυξηθεί ραγδαία. Έτσι, το 2002 τα εισοδήματα της ενάγουσας ανέρχονται στο ποσό των 4.585 ευρώ, ετησίως, ενώ τα εισοδήματα του εναγομένου ανέρχονται στο ποσό των 125.484 ευρώ, ετησίως. Το 2003 τα εισοδήματα της ενάγουσας ανέρχονται στο ποσό των 4.779 ευρώ, ετησίως, ενώ τα εισοδήματα του εναγομένου ανέρχονται στο ποσό των 95.882 ευρώ, ετησίως. Το 2004 τα εισοδήματα της ενάγουσας ανέρχονται στο ποσό των 3.663 ευρώ ετησίως, ενώ τα εισοδήματα του εναγομένου ανέρχονται στο ποσό των 105.456 ευρώ, ετησίως. Το 2005 τα εισοδήματα της ενάγουσας ανέρχονται στο ποσό των 6.000 ευρώ, ετησίως, ενώ τα εισοδήματα του εναγομένου ανέρχονται στο ποσό των 107.184 ευρώ, ετησίως. Το 2006 τα εισοδήματα της ενάγουσας ανέρχονται στο ποσό των 6.000 ευρώ, ετησίως, ενώ τα εισοδήματα του εναγομένου ανέρχονται στο ποσό των 117.369 ευρώ, ετησίως. Το 2007 τα εισοδήματα της ενάγουσας ανέρχονται στο ποσό των 7.800 ευρώ, ετησίως, ενώ τα εισοδήματα του εναγομένου ανέρχονται στο ποσό των 125.000 ευρώ, ετησίως. Το 2008 τα εισοδήματα της ενάγουσας ανέρχονται στο ποσό των 7.800 ευρώ, ετησίως, ενώ τα εισοδήματα του εναγομένου ανέρχονται στο ποσό των 73.946 ευρώ, ετησίως. Περαιτέρω, από το έτος 2002 η ενάγουσα άρχισε να αντιμετωπίζει προσωπικά προβλήματα, τα οποία αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, και την αιτία διάσπασης αλλά και λύσης του γάμου των διαδίκων. Ειδικότερα, η ενάγουσα άρχισε να παραμελεί τις υποχρεώσεις της προς την οικογένειά της, δηλαδή, τον εναγόμενο και τα τέκνα τους, δίνοντας περισσότερη προσοχή και αφιερώνοντας αρκετό χρόνο για τις προσωπικές της ανάγκες, καλλωπισμό, ντύσιμο κλπ και τα παραπάνω εισοδήματά της δαπανήθηκαν για τις εν λόγω προσωπικές της δαπάνες. Ενώ, το επίπεδο ζωής των διαδίκων μετά την εγκατάστασή τους στην οικίας τους στους …, (διαβιούσαν πολυτελή ζωή), απαιτούσε, κατά μέσο όρο, το ποσό των 4.000 € μηνιαίως. Τις ανάγκες αυτές τις κάλυπτε αποκλειστικά ο εναγόμενος με τα προαναφερθέντα εισοδήματα από την εργασία του. Κατόπιν όλων των ανωτέρω η μοναδική συμβολή της ενάγουσας κατά τα έτη αυτά ήταν η προσφορά της προσωπικής της εργασίας, η οποία, όμως λόγω των προεκτεθέντων προβλημάτων της, δεν υπερέβαινε το μέτρο της αμοιβαίας υποχρέωσης των διαδίκων, και ουδόλως αυτή συνέβαλε στην απόκτηση των παραπάνω επίδικων περιουσιακών αποκτημάτων του εναγομένου, κατά το χρόνο λύσης του γάμου της με τον εναγόμενο, διότι αυτά αποκλειστική αιτία και πηγή είχαν μόνο τα προαναφερόμενα έσοδα του εναγομένου και δεν υπήρξε οποιαδήποτε συμβολή της ενάγουσας στην κτήση τους. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα συνέβαλε, κατά οποιονδήποτε τρόπο, στην εκ μέρους του εναγομένου απόκτηση της προαναφερθείσας επιχείρησης, που λειτουργεί υπό τη μορφή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, αφού από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η εν λόγω επιχείρηση συστήθηκε και λειτούργησε, εξαιτίας της προσωπικής προσπάθειας, της δραστηριότητας και των δυνάμεων του εναγομένου. Επομένως, πρέπει, να γίνει δεκτή η ένταση του εναγομένου περί μηδενικής συμβολής της ενάγουσας στα προαναφερόμενα περιουσιακά στοιχεία, … και ως ουσιαστικά βάσιμη, με την οποία καταρρίπτεται το τεκμήριο της κατά το 1/3 συμβολής. Με βάση τα παραπάνω, η συμβολή της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου (ακίνητο στους …) ανέρχεται στο 1/3, ήτοι στο ποσό των 223.333 (670.000 ευρώ: 3). Κατόπιν τούτων πρέπει η αγωγή κατά την κύρια βάση της να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή κατά την επικουρική τοιαύτη ως και ουσιαστικά βάσιμη, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 223.333 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής”. V) Υπό τις ως άνω παραδοχές, το Εφετείο ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε ως αποδειχθέντα, στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 1400 παρ.1 εδ.β ΑΚ, την οποία δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή. Διέλαβε δε στην απόφαση του, σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της εφαρμογής της προαναφερομένης ουσιαστικής διάταξης ως προς τα ουσιώδη και κρίσιμα ζητήματα θεμελίωσης του αγωγικού δικαιώματος της αναιρεσίβλητης του ερειδόμενου επί της τεκμαρτής συμβολής αυτής στην επαύξηση της περιουσίας του συζύγου της κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Ορθά δε δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη συνέβαλε κατά το 1/3 στην επαύξηση της περιουσίας του αναιρεσείοντος συζύγου της και συγκεκριμένα στην απόκτηση από αυτόν του ακινήτου στους …, εφόσον, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι η απόκτηση του ως άνω ακινήτου οφείλεται μόνο σ` αυτόν. Δεν απαιτείτο δε για την πληρότητα της αιτιολογίας να προσδιορίζεται το ύψος της επικαλούμενης από την αναιρεσίβλητη συμβολής, όπως και αν αυτή (συμβολή) υπερέβαινε, όσον αφορά τις υπηρεσίες της στην ανατροφή και επιμέλεια των κοινών τέκνων και του συζυγικού οίκου, το εκ του νόμου επιβαλλόμενο μέτρο. Με πλήρεις, ως εκ τούτου, αιτιολογίες και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της παραπάνω διάταξης, δέχθηκε, ότι η απόκτηση του ως άνω ακινήτου δεν οφείλεται μόνο στον αναιρεσείοντα, Ειδικότερα, το Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, προβαίνοντας σε λεπτομερείς αναφορές των χρηματικών παροχών της αναιρεσίβλητης και των γονέων της, αλλά και της προσωπικής προσφοράς αυτής στις ανάγκες της οικογένειας, κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι η επαύξηση της περιουσίας του αναιρεσείοντος οφείλονταν εν μέρει (στην απόκτηση του ακινήτου στους …) και σε συμβολή της αναιρεσίβλητης. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο λεπτομερώς αναφέρει τις απολαβές του αναιρεσείοντος όπως και της αναιρεσίβλητης, αλλά και τις χρηματικές παροχές προς αυτούς των γονέων τους, όπως και τις ανάγκες της οικογενείας τους κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, καταλήγοντας στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι συμβολή της αναιρεσίβλητης υπήρξε μόνο στην απόκτηση του ακινήτου στους …, ενώ η υπόλοιπη περιουσία αποκτήθηκε με χρήματα του αναιρεσείοντος από την εργασία του και από παροχές συγγενικών του προσώπων. Ουδεμία δε παραβίαση των διδαγμάτων κοινής πείρας έλαβε χώρα κατά την ερμηνεία του εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου, ενώ, δεν υπάρχει ελλιπής αιτιολογία από το γεγονός, ότι δεν διευκρινίζονται οι λόγοι που από το έτος 2002 οδήγησαν την αναιρεσίβλητη σε αλλαγή της συμπεριφοράς της, ώστε να αναλώνει τον περισσότερο χρόνο της για τον εαυτό της και όχι για την οικογένεια και την επιμέλεια και φροντίδα των κοινών τέκνων. Κατά συνέπεια, οι τρίτος, πέμπτος και έκτος εκ του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., όπως και ο τρίτος, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (κατ’ εκτίμηση του δικογράφου), αναιρετικοί λόγοι είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, απαράδεκτος είναι ο έβδομος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο ο αναιρεσείων, αναφερόμενος στο υπογραφέν μεταξύ των διαδίκων ιδιωτικό συμφωνητικό περί εξωδίκου επίλυσης των διαφορών τους, αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση τις πλημμέλειες: α) της μη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, μολονότι διαπίστωσε, έστω και εμμέσως κενό και αμφιβολία σχετικά με το περιεχόμενο του παραπάνω ιδιωτικού συμφωνητικού και β) της έλλειψης νόμιμης βάσης, ισχυριζόμενος ότι: “μολονότι από την προσβαλλομένη απόφαση δεν προκύπτει αν το δικαστήριο δέχεται ή όχι ότι υπάρχει έγκυρος και δη παράγουσα εννόμους συνεπείας δικαιοπραξία αναγνώρισης ή ότι η αναγνώρισης χρέους είναι ασαφής ή έχει κενό, παρά ταύτα απέκρουσε (ή αντιστοίχως εφήρμοσε) την εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων δικαίου”. Είναι δε απαράδεκτος ο λόγος αυτός, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ. ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι η αγωγή δεν στηρίζεται στην αναγνώριση χρέους, ώστε να τίθεται θέμα εφαρμογής ή μη των ερμηνευτικών κανόνων δικαιοπραξιών για την ερμηνεία της δήλωσης του αναιρεσείοντος στο ως άνω συμφωνητικό, απλώς το Δικαστήριο, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, που προσκόμισαν οι διάδικοι, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό. VΙ) Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 9/1997, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 328/2008). Δεν αποτελούν “πράγματα” και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 701/2008, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 558/2008). Δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός της αναίρεσης, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 37/2008, ΑΠ 2102/2007, ΑΠ 2068/2007). Επίσης, δεν θεμελιώνεται ο λόγος αυτός αναίρεσης με την παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει σε ισχυρισμό μη νόμιμο ή αλυσιτελή και για τούτο μη ασκούντα επίδραση στην έκβαση της δίκης, ενώ για τους απαράδεκτους ή μη νόμιμους ισχυρισμούς δεν τάσσεται απόδειξη, ούτε λαμβάνονται υπόψη προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και δη έγγραφα (ΑΠ 321/2009). Με τον πρώτο λόγο της αίτησής του, ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ., αιτιάται το Εφετείο ότι δεν έλαβε υπόψη ουσιώδεις ισχυρισμούς του, που είχε προβάλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επανέφερε νόμιμα στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος. Όσο μεν αφορά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, ότι δεν πρέπει να συνυπολογιστούν στην επαύξηση της περιουσίας του το επί της οδού … ακίνητο, διότι περιήλθε σ’ αυτόν λόγω δωρεάς, τα δύο αυτοκίνητα, διότι το ένα δεν του ανήκε, ενώ το άλλο δεν υφίστατο πλέον στην κατοχή του κατά το χρόνο λύσης του γάμου με την αναιρεσίβλητη, και το σερβίτσιο φαγητού …, διότι καταστράφηκε χωρίς δική του υπαιτιότητα, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος, δεδομένου ότι με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτό, ότι ουδεμία συμβολή της αναιρεσίβλητης υπήρξε στην απόκτησή τους. Όσο δε αφορά τους ισχυρισμούς: 1) περί αοριστίας της αγωγής, 2)περί μηδενικής συνεισφοράς της αναιρεσίβλητης στην επαύξηση της περιουσίας του, 3) περί ύπαρξης περιουσίας αυτού προ του γάμου, 4) περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος της αναιρεσίβλητης, διότι επικαλείται συμβολή της σε επαύξηση της περιουσίας του και μετά το 2005 που βρίσκονταν σε διάσταση και 5) περί αοριστίας του αιτήματος της αγωγής, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Και αυτό διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, οι ισχυρισμοί αυτοί ελήφθησαν υπόψη, καθόσον ο πρώτος απορρίφθηκε σιωπηρά με την προσβαλλομένη απόφαση με το να δεχθεί το Δικαστήριο την αγωγή ως νόμω βάσιμη και να προχωρήσει στην ουσιαστική έρευνα αυτής, ο δεύτερος απορρίφθηκε εν μέρει με το να δεχθεί το Δικαστήριο συμβολή της αναιρεσίβλητης μόνο στην απόκτηση από τον αναιρεσείοντα του ακινήτου στους …, ο τρίτος απορρίφθηκε σιωπηρά με την προσβαλλομένη απόφαση με το να δεχθεί το Δικαστήριο ότι αμφότεροι οι διάδικοι στερούντο περιουσίας κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους, ο τέταρτος ήταν άνευ εννόμου σημασίας, εφόσον έγινε δεκτό, ότι υπήρξε συμβολή της αναιρεσίβλητης στην επαύξηση της περιουσίας του αναιρεσείοντος μέχρι το έτος 2002, και ο πέμπτος απορρίφθηκε ως αβάσιμος. V
ΙΙ) Κατά το άρθρο 559 αρ.11 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη της τρίτης περίπτωσης του άρθρου 559 αρ. 11 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση, συνεκτιμά ελεύθερα όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν επιρροή στην έκβαση της δίκης. Και έχει μεν υποχρέωση το δικαστήριο να αιτιολογήσει σχετικώς την απόφασή του, να αναφέρει δηλαδή τους λόγους που το οδήγησαν στο αποδεικτικό του πόρισμα, όχι όμως και να κάνει ειδική μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του. Αν, όμως, από το όλο περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο, ότι, για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί ενός ουσιώδους ζητήματος, ελήφθησαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που με επίκληση προσκομίσθηκαν, τότε ιδρύεται ο προβλεπόμενος στο άρθρο 559 αριθμ. 11 γ ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 54/2013). Με τους τέταρτο και πέμπτο λόγους της αίτησής του, ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό της κρίσης του, δεν έλαβε υπόψη του, αν και νομίμως τα επικαλέστηκε και τα προσκόμισε ενώπιον του Εφετείου, την τεχνική έκθεση του ειδικού εκτιμητή, οικονομολόγου και δικαστικού πραγματογνώμονα Δ. Κ., όπως και τα αναφερόμενα στην αίτηση έγγραφα από τα οποία προκύπτουν οι ακριβές καταναλωτικές συνήθειες και πολυδάπανες δραστηριότητες της αναιρεσίβλητης, τα οποία έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, διότι αποδεικνύουν την μηδενική συμβολή αυτής στην επαύξηση της περιουσίας του κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Από τη βεβαίωση του Εφετείου ότι για το σχηματισμό του ανωτέρω αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη, πλην άλλων, και όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση είτε προς έμμεση απόδειξη αλλά και από το σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα παραπάνω, επικαλούμενα από τον αναιρεσείοντα στην αίτησή του, έγγραφα. Επομένως, οι εκ του άρθρου 559 αρ. 11 γ’ ΚΠολΔ αναιρετικοί αυτοί λόγοι είναι αβάσιμοι. Επίσης, αβάσιμοι είναι οι ίδιοι λόγοι αναίρεσης και εκ του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, διότι από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, όπως προεκτέθηκε, προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί μηδενικής συμβολής της αναιρεσίβλητης στην επαύξηση της περιουσίας του, τον οποίο έκανε εν μέρει δεκτό, λαμβάνοντας υπόψη, κατά την έρευνα αυτού, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι.
V
ΙΙΙ) Ο προβλεπόμενος με το άρθρο 559 αρ. 10 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, μετά την κατάργηση της δεύτερης περίπτωσης, που προέβλεπε τη δυνατότητα αναίρεσης, αν το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά “χωρίς να διατάξει περί αυτών απόδειξη”, με το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 2915/2001, όπως και μετά την κατάργηση της διατάξεως του άρθρου 341 ΚΠολΔικ για τη δυνατότητα έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως και την εφαρμογή του άρθρου 270 ΚΠολΔ σε όλες τις υποθέσεις, με το άρθρο 14 παρ. 1 του ίδιου νόμου, έχει περιορισμένη εφαρμογή στην περίπτωση που “το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη”, δηλαδή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη ή δεν έχει προσαχθεί καμιά απόδειξη (ΑΠ 104/2014, ΑΠ 273/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, το Εφετείο σχημάτισε την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, αφού έλαβε υπόψη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τις αναφερόμενες στην απόφαση ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, οι οποίες ελήφθησαν υπόψη μετά από νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου και όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δέχθηκε χωρίς απόδειξη την αγωγή κατά την επικουρική βάση της ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα με τον έκτο, εκ του άρθρου 559 αρ. 10 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης είναι αβάσιμα.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, να εισαχθεί το καταβληθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με άρθρο 1παρ. 2 Ν. 4055/2012 με έναρξη ισχύος 2-4-2012) και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση του Ε. Φ. για αναίρεση της 5772/2014 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Ιουνίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Μαρτίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ