Απόφαση 741 / 2015 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 741/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Ευφημία Λαμπροπούλου και Γεράσιμο Φουρλάνο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “ΑΒC FACTORS ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΕ” και δ.τ. “ABC FACTORS” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Σωτηροπούλου.
Της αναιρεσιβλήτου: Ετερρόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “Ρ. Σ. και Σια Ε.Ε” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στέργιο Γιαλάογλου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-1-2011 ανακοπή και τους από 23-2-2012 πρόσθετους λόγους της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ξάνθης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 289/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 230/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7-1-2014 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεράσιμος Φουρλάνος, ανέγνωσε την από 2-10-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με το άρθρ. 560 § 1 Κ.Πολ.Δ., κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο λόγος αυτός αφορά μόνον την ευθεία και όχι την εκ πλαγίου παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εξ’ άλλου, κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η διάταξη προϋποθέτει άσκηση συγκεκριμένου δικαιώματος, το δε δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά, όταν η άσκησή του υπερβαίνει, προφανώς τα όρια που ορίζει η ως άνω διάταξη, πρέπει να υπάρχει, δηλαδή, μεταβολή συμπεριφοράς αδικαιολόγητη και μη αναμενόμενη, να προκαλείται δε τόσο έντονη εντύπωση αδικίας, ώστε να καθίσταται αναγκαία η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος. Όμως, μόνη η μακρά αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί, μόνη αυτή, να καταστήσει την άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική. Πρέπει να συντρέχουν και άλλα περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά του δικαιούχου, από τα οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα επιφέρει δυσμενείς για τα συμφέροντα του οφειλέτη επιπτώσεις (ΑΠ 363/2007). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 22 του Ν. 5960/1933 “περί επιταγής”, τα εξ επιταγής εναγόμενα πρόσωπα δύνανται να αντιτάξουν κατά του κομιστή τις ενστάσεις που στηρίζονται επί των προσωπικών σχέσεων αυτών με τον εκδότη ή τους προηγούμενους κομιστές, μόνον αν ο κομιστής, κατά την κτίση της επιταγής ενήργησε, εν γνώσει του, προς βλάβη του οφειλέτη. Στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε, σε δεύτερο βαθμό, υπόθεση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, με βάση μεταχρονολογημένη επιταγή που εξέδωσε η ήδη αναιρεσίβλητη. Ειδικότερα, το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, αφού, κατ’ αποδοχή της εφέσεως της ήδη αναιρεσείουσας κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου Ειρηνοδικείου Ξάνθης, εξαφάνισε την τελευταία, δίκασε, ακολούθως, επί της ανακοπής της αναιρεσίβλητης και, κατά παραδοχή του δευτέρου λόγου αυτής περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της αναιρεσείουσας, ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής. Συναφώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τα ακόλουθα: “… Η ανακόπτουσα εταιρία (ήδη αναιρεσίβλητη) διατηρεί κατάστημα πώλησης ενδυμάτων και υποδημάτων στην Ξάνθη και προμηθευόταν μεγάλο μέρος των προϊόντων που πωλούσε από την εταιρία με την επωνυμία “Λ. Γ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ”, η οποία τα εισήγαγε από το εξωτερικό. Σύμφωνα με την παγιωθείσα πρακτική στις μεταξύ τους συναλλαγές, κάθε φορά που η ανακόπτουσα παρήγγειλλε ορισμένα εμπορεύματα, εξέδιδε μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές ίσης αξίας σε διαταγή της προμηθεύτριας εταιρίας, τις οποίες οπισθογραφούσε σε αυτή. Ως ημερομηνία έκδοσης αναγραφόταν η ημερομηνία, κατά την οποία υπολόγιζαν οι συμβαλλόμενοι να παραδοθούν τα εμπορεύματα στην ανακόπτουσα. Όταν ολοκληρωνόταν η συναλλαγή, εισπραττόταν η αξία της επιταγής. Δηλαδή, η αξία των επιταγών αντιπροσώπευε προκαταβολή για εμπορεύματα που επρόκειτο να πωληθούν και να παραδοθούν στο μέλλον. Κατά την πραγματική ημερομηνία έκδοσής τους η πώληση δεν είχε ολοκληρωθεί και είχαν συνταχθεί μόνον τα δελτία παραγγελίας των εμπορευμάτων αλλά δεν είχαν εκδοθεί τα υπόλοιπα και πιο βασικά παραστατικά της συναλλαγής, δηλαδή τα δελτία αποστολής τους στην ανακόπτουσα και τα τιμολόγια, διότι εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατο να υπάρχουν αυτά τα έγγραφα σε ένα τόσο πρώιμο στάδιο. Η εταιρία με την επωνυμία “Λ. Γ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ” δηλαδή η προμηθεύτρια της ανακόπτουσας, είχε συνάψει με την καθ’ ης η ανακοπή (ήδη αναιρεσείουσα) τη 19.7.2000 σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων… Δυνάμει της σύμβασης αυτής, η προμηθεύτρια υποχρεούταν να εκχωρήσει στην καθ’ ης η ανακοπή όλες τις χρηματικές εκχωρητές απαιτήσεις της κατά των οφειλετών της, οι οποίες απέρρεαν από την επαγγελματική δραστηριότητά της… Η καθ’ ης ανέλαβε την προεξόφληση των απαιτήσεων καταβάλλοντας στην προμηθεύτρια τμήμα της αξίας τους με σκοπό την παροχή ρευστότητας σε αυτή. Η προμηθεύτρια εγγυήθηκε, ότι οι εκχωρηθείσες απαιτήσεις ήταν υπαρκτές και ελεύθερες κάθε ένστασης ή δικαιώματος καθώς επίσης και ότι κάθε απαίτηση, για την οποία θα παραδιδόταν στην καθ’ ης τιμολόγιο ή κατάσταση τιμολογίων, θα προερχόταν από ήδη εκτελεσθείσα παροχή αγαθών ή έργου ή υπηρεσιών προς τον οφειλέτη κατά τους όρους των σχετικών συμβάσεων (άρθρα 9.1 και 9.3 της σύμβασης). Με την τροποποίηση της 21.7.2010 συμφωνήθηκε, ότι μόλις η προμηθεύτρια εταιρία θα ελάμβανε επιταγές, γραμμάτια, συναλλαγματικές και λοιπές αξίες, έπρεπε να τα μεταβιβάζει στην καθ’ ης η ανακοπή κατά τρόπο που ισχυροποιεί περισσότερο τη θέση της έναντι όλων των εμπλεκομένων προσώπων αναλαμβάνοντας η ίδια πλήρη ευθύνη έναντι της καθ’ ης (άρθρο 21.1 της σύμβασης). Η προμηθεύτρια εταιρία οπισθογραφούσε τις επιταγές που ελάμβανε από την ανακόπτουσα έναντι των εμπορευμάτων που επρόκειτο να παραδοθούν στο μέλλον, όπως και τις επιταγές άλλων πελατών της, με τους οποίους συνεργαζόταν με τον ίδιο τρόπο, στην καθ’ ης η ανακοπή κατ’ εφαρμογή της σύμβασης πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων που είχαν συνάψει. Το ίδιο ακριβώς συνέβη με την επίμαχη τραπεζική επιταγή, δηλαδή την υπ’ αρ. … αξίας 18.000 ευρώ με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 30.9.2011, πληρωτέα από τον υπ’ αρ. … λογαριασμό, τον οποίο διατηρούσε η ανακόπτουσα στην τράπεζα με την επωνυμία “EFG Eurobank-Εργασίας Α.Ε.”. Η ανακόπτουσα εξέδωσε την 28.3.2011 μία ομάδα έξι επιταγών συνολικής αξίας 140.000 ευρώ σε διαταγή της προμηθεύτριας εταιρίας, μεταξύ των οποίων και η ως άνω επιταγή, έναντι εμπορευμάτων που είχε παραγγείλει για την περίοδο του επόμενου φθινοπώρου και χειμώνα και τις παρέδωσε στο νόμιμο εκπρόσωπο της προμηθεύτριας. Έτσι η εταιρία με την επωνυμία “Λ. Γ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ” απέκτησε την επίμαχη επιταγή. Για την παραγγελία των εμπορευμάτων συντάχθηκαν τα υπ’ αρ …/11.2.2011, …/4.2.2011, …/11.2.2011, …/11.2.2011, …/11.2.2011, …/4.2.2011, …/ 4.2.2011, …/14.12.2010, …/14.12.2010, …/ 14.12.2010, …/14.12.2010 και …/4.2.2011 δελτία παραγγελίας. Σημειωτέον, ότι δεν αποδείχθηκε η σύναψη σύβασης πωλήσεως, διότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε, ότι η προμηθεύτρια εταιρία αποδέχθηκε την παραγγελία, η οποία υπέχει θέση πρότασης για σύναψη σύμβασης. Δηλαδή, η αξία των επιταγών δεν αντιπροσώπευε τίμημα υφιστάμενης σύμβασης πωλήσεως, αλλά προκαταβολή εν είδει εγγυήσεως για την καλή εκτέλεση μέλλουσας να συναφθεί σύμβασης. Η προμηθεύτρια εταιρία την 30.3.2011 μεταβίβασε με οπισθογράφηση την επιταγή στην καθ’ ης η ανακοπή, κατ’ εφαρμογή της σύμβασης πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων που είχαν συνάψει. Την 7.6.2011 η καθ’ ης με έγγραφό της προς την ανακόπτουσα της γνωστοποίησε την ύπαρξη της προαναφερθείσας σύμβασης πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων και της ανήγγειλε την εκχώρηση εκ μέρους της προμηθεύτριας σε αυτή (την καθ’ ης) απαιτήσεων συνολικού ποσού 163.346,46 ευρώ, τις οποίες μέχρι πρότινος διατηρούσε η προμηθεύτρια κατά της ανακόπτουσας με τη μνεία ότι πρόκειται για απαιτήσεις που πηγάζουν από τις πωλήσεις εμπορευμάτων, που αποτυπώνονται στα παραστατικά υπ’ αρ. …/2.8.2010, …/1.9.2010, …/1.10.2010, …/ 1.10.2010, …/1.10.2010, …/1.11.2010, …1.2.2011 και …/1.3.2011. Δηλαδή, στις εκχωρηθείσες απαιτήσεις δεν περιλαμβάνεται η απαίτηση που πηγάζει από την επίμαχη επιταγή, πράγμα που δεν αρνείται η καθ’ ης. Λίγες εβδομάδες αργότερα η προμηθεύτρια ειδοποίησε την ανακόπτουσα, ότι αδυνατούσε να της πωλήσει και να της παραδώσει τα παραγγελθέντα εμπορεύματα και της επέστρεψε τέσσερις από τις έξι επιταγές που είχε λάβει συνολικής αξίας 87.000 ευρώ. Δεν της επέστρεψε όμως την επίμαχη επιταγή, διότι την είχε ήδη παραδώσει στην καθ’ ης. Η ανακόπτουσα, μόλις η προμηθεύτρια εταιρία την πληροφόρησε για τη δυσμενή τροπή των συναλλαγών τους, της απάντησε με την από 4.7.2011 εξώδικο δήλωση, την οποία κοινοποίησε στην καθ’ ης τη 12.7.2011… Από το περιεχόμενο αυτής της απαντητικής εξώδικης δήλωσης συνάγεται το περιεχόμενο της επικοινωνίας που είχαν οι νόμιμοι εκπρόσωποι της προμηθεύτριας εταιρίας με τους νομίμους εκπροσώπους της ανακόπτουσας, η οποία ήταν προφορική και με την οποία κατέστη γνωστό στην ανακόπτουσα, ότι δεν επρόκειτο να λάβει τα εμπορεύματα που είχε παραγγείλει. Με αυτή την εξώδικη δήλωση η ανακόπτουσα ανακάλεσε την επίμαχη επιταγή και εξήγησε το λόγο της ανάκλησης… Η καθ’ ης η ανακοπή δεν αντέδρασε καθόλου στην εξώδικη δήλωση της ανακόπτουσας μέχρι που την 30.9.2011 εμφάνισε την επιταγή προς πληρωμή. Τελικώς, η επιταγή σφραγίσθηκε την 7.10.2011 λόγω μη πληρωμής έπειτα από ανάκληση με επαρκές υπόλοιπο. Λίγο καιρό αργότερα, ήτοι την 21.12.2011 η καθ’ ης η ανακοπή ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής από τον Ειρηνοδίκη Ξάνθης και αυθημερόν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη, δηλαδή η υπ’ αρ. 641/2011 διαταγή πληρωμής, με την οποία η ανακόπτουσα διατάχθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης το ποσόν των 18.000 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων… Κατά συνέπεια, η ανακόπτουσα δύναται να αντιτάξει κατά της καθ’ ης τις προσωπικές ενστάσεις της κατά της προμηθεύτριας εταιρίας μόνον με βάση το άρθρο 22 ν. 5960/1933, δηλαδή μόνον με την επίκληση και απόδειξη, ότι η καθ’ ης η ανακοπή κατά το χρόνο κτήσης της επιταγής ήταν κακόπιστη, δηλαδή ενήργησε εν γνώσει της προς βλάβη της ανακόπτουσας. Η ανακόπτουσα επικαλείται αυτά τα στοιχεία με το δεύτερο λόγο της ανακοπής της, ο οποίος είναι ο μοναδικός εξετασθείς από το Ειρηνοδικείο λόγος της ανακοπής, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο κτήσης της επιταγής, δηλαδή την 30.3.2011, η καθ’ ης γνώριζε ότι η προμηθεύτρια εταιρία δεν επρόκειτο να παραδώσει τα παραγγελθέντα εμπορεύματα στην ανακόπτουσα ή ότι ήταν κακόπιστη ως προς την αποδοχή της επιταγής για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Η εμπορική δραστηριότητα της προμηθεύτριας έπαυσε το μήνα Μάιο του έτους 2011, διότι η οικονομική κατάσταση της επιδεινωνόταν. Η επιδείνωση αυτή δεν ήταν αιφνίδια αλλά σταδιακή και η καθ’ ης η ανακοπή μπορούσε να τη γνωρίζει πλην όμως η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασής της δεν συνεπάγεται ότι θα αδυνατούσε να εκτελέσει τη συγκεκριμένη παραγγελία εμπορευμάτων. Αυτή η αδυναμία διεφάνη σε μεταγενέστερο χρόνο, δηλαδή εντός του μηνός Μαΐου του έτους 2011 και οριστικοποιήθηκε εντός του μηνός Ιουνίου, δηλαδή τον επόμενο μήνα. Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει, ότι η καθ’ ης η ανακοπή γνώριζε ή έστω όφειλε να γνωρίζει την αδυναμία αυτή και, παρά ταύτα, έλαβε την επίμαχη επιταγή με σκοπό να στερήσει από την ανακόπτουσα τη δυνατότητα προβολής των ενστάσεών της κατά της προμηθεύτριας. Αντιθέτως, σκοπός της ήταν να συγκεντρώσει τα περισσότερα δυνατά μέσα είσπραξης των απαιτήσεων της προμηθεύτριας κατά της ανακόπτουσας, των οποίων κατέστη εκδοχέας. Δεν αποδείχθηκε, επομένως, ότι είναι δυνατή η κατ’ άρθρ. 22 ν.5960/1933 προβολή των προσωπικών ενστάσεων της ανακόπτουσας κατά της καθ’ ης η ανακοπή… Η μεταγενέστερη του χρόνου κτήσης της επιταγής κακή πίστη του κομιστή, εφ’ όσον συντρέχουν και άλλα περιστατικά, σχετιζόμενα με την προηγηθείσα συμπεριφορά αυτού ή την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, μπορούν να καταστήσουν καταχρηστική κατ’ άρθρο 281 ΑΚ την άσκηση του δικαιώματος του προς περαιτέρω χρήση της επιταγής και έκδοση διαταγής πληρωμής. Για να θεωρηθεί καταχρηστική η αξίωση του τελευταίου κομιστή να ικανοποιήσει την απαίτησή του από την επιταγή που κατέχει, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς, κατά νόμο, να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνού … Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται, ότι η καθ’ ης ενήργησε καταχρηστικά, ήτοι κατά παράβαση των αντικειμενικών αξιολογικών κριτηρίων που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και δη της συναλλακτικής καλής πίστης. Ειδικότερα, ισχυρίζεται, ότι η καθ’ ης η ανακοπή ως επί πολλά έτη πράκτορας των επιχειρηματικών απαιτήσεων της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “Λ. Γ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ” είχε στην κατοχή της τα έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται, ότι η πώληση των εμπορευμάτων, έναντι του τιμήματος της οποίας εκδόθηκε προκαταβολικά η επίμαχη επιταγή, δεν έλαβε χώρα και επομένως, δεν υφίστατο ουσιαστική αιτία καταβολής της αξίας της επιταγής. Δηλαδή, κατά την ανακόπτουσα, η καθ’ ης γνώριζε, ότι η ανωτέρω εταιρία δεν είχε καμία απαίτηση κατά της ανακόπτουσας αλλά παρά την γνώση της για τον αχρεώστητο χαρακτήρα της παροχής ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, η ενέργεια της καθ’ ης να ζητήσει την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής είναι καταχρηστική. Με αυτό το περιεχόμενο ο τρίτος λόγος της ανακοπής είναι νομικά βάσιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 281 ΑΚ και 262 ΚΠολΔ και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά τού.
Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, ότι η καθ’ ης η ανακοπή παρακολουθούσε λογιστικά την πορεία των συναλλαγών της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “Λ. Γ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ”, δυνάμει του άρθρου 11 της μεταξύ τους συναφθείσας σύμβασης πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων. Προς το σκοπό αυτό τηρούσε, δυνάμει του ιδίου όρου της σύμβασης, λογαριασμούς και λογιστικές καταστάσεις. Έτσι, από τα στοιχεία που ελάμβανε από την προμηθεύτρια εταιρία γνώριζε ποιες συμβάσεις της έχουν τελειωθεί και ποιών η εκπλήρωση εκκρεμεί. Επομένως, γνώριζε, ότι η προμηθεύτρια δεν πώλησε και δεν παρέδωσε ποτέ στην ανακόπτουσα τα εμπορεύματα που αναγράφονται στα δελτία παραγγελίας υπ’ αρ …/11.2.2011, …/4.2.2011, …/11.2.2011, …/11.2.2011, …/11.2.2011, …/ 4.2.2011, …/4.2.2011, …/14.12.2010, …/14.12.2010, …/14.12.2010, …/14.12.2010 και …/4.2.2011 έναντι του τιμήματος των οποίων εκδόθηκε προκαταβολικά η επίμαχη επιταγή. Επίσης, από το μήνα Ιούνιο του έτους 2011 η γνώση αυτή της ενάγουσας κατέστη βεβαιότητα, δεδομένου μάλιστα, ότι την 8.6.2011 η ανωτέρω εταιρία υπέβαλε αίτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αντικείμενο το άνοιγμα διαδικασίας συνδιαλλαγής κατ’ άρθρο 99 ΠτΚ. Η αίτηση εκδικάσθηκε την 4.7.2011 και εκδόθηκε η απόφαση υπ’ αρ. 863/11.8.2011 (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), με την οποία διατάχθηκε το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής. Η καθ’ ης η ανακοπή λόγω της στενής οικονομικής συνεργασίας της με την προμηθεύτρια εταιρία ασφαλώς έλαβε γνώση της διαδικασίας και επομένως όφειλε να είναι προσεκτικότερη στην αντιμετώπιση των πελατών της προμηθεύτριας εταιρίας, διότι αυτοί βρέθηκαν να έχουν μεταβιβάσει επιταγές ως προκαταβολή για εμπορεύματα που είχαν παραγγείλει, τα οποία όμως δεν παρέλαβαν ποτέ, γεγονός που γνώριζε η καθ’ ης λόγω της προαναφερθείσας πρόσβασής της στα λογιστικά στοιχεία της προμηθεύτριας … Ακόμη και εάν η καθ’ ης η ανακοπή είχε οποιαδήποτε αμφιβολία για την πορεία των συναλλαγών της ανακόπτουσας με την προμηθεύτρια, αυτή λύθηκε τη 12.7.2011, όταν έλαβε την προαναφερθείσα εξώδικη δήλωση της ανακόπτουσας (έκθεση επίδοσης υπ’ αρ. … /12.7.2011 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Π. Θ.), από το περιεχόμενο της οποίας συνάγεται, ότι η προμηθεύτρια γνωστοποίησε στην ανακόπτουσα, ότι δεν επρόκειτο να της πωλήσει και παραδώσει τα παραγγελθέντα εμπορεύματα. Με την ίδια εξώδικη δήλωση η ανακόπτουσα ανακάλεσε την επίμαχη επιταγή και εξήγησε το λόγο της ανάκλησης (σελ. 2 και 5 της εξώδικης δήλωσης), ο οποίος συνίστατο στην ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου της σύμβασης. Έτσι, η καθ’ ης πληροφορήθηκε όχι πλέον ατύπως αλλά επισήμως ότι η επιταγή, την οποία είχε αποκτήσει με οπισθογράφηση ήδη από 30.3.2011, ενσωμάτωνε αξία μη ανταποκρινόμενη σε υπαρκτή συναλλαγή, και αντιλήφθηκε ότι η εκδότρια της επιταγής, δηλαδή η ανακόπτουσα, βρισκόταν ήδη σε μειονεκτική θέση απέναντί της (της καθ’ ης η ανακοπή) από οικονομική και νομική άποψη. Δεν αποδείχθηκε ότι η καθ’ ης, όταν έλαβε την ανωτέρω εξώδικη δήλωση, αμφισβήτησε την αλήθεια του ισχυρισμού της ανακόπτουσας ότι δεν όφειλε πλέον την αξία της επιταγής, επειδή δεν θα ελάμβανε τα παραγγελθέντα εμπορεύματα από την προμηθεύτρια εταιρία και αρχική λήπτρια της επιταγής. Αντιθέτως, αδράνησε επί τρεις μήνες, μέχρι που έφθασε η φερόμενη ημερομηνία έκδοσής της, δηλαδή η 30.9.2011, οπότε την εμφάνισε προς πληρωμή και τελικώς, η επιταγή σφραγίσθηκε την 7.10.2011 λόγω μη πληρωμής έπειτα από ανάκληση με επαρκές υπόλοιπο. Δύο και μισό μήνες αργότερα, ήτοι την 21.12.2012 ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής από τον Ειρηνοδίκη Ξάνθης και αυθημερόν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Από τη λήψη της εξώδικης δήλωσης της ανακόπτουσας έως τη σφράγιση της επίμαχης επιταγής μεσολάβησε χρόνος περίπου τριών μηνών και μέχρι από την αίτηση για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής παρήλθαν άλλοι δύο και μισός μήνες. Δεδομένης της ταχύτητας των εμπορικών συναλλαγών και ιδίως της κυκλοφορίας των αξιογράφων, πρόκειται για μεγάλο χρονικό διάστημα, εντός του οποίου η καθ’ ης η ανακοπή δεν αμφισβήτησε καθόλου τον ισχυρισμό της ανακόπτουσας, ότι δεν οφείλει την αξία της επιταγής. Εντός αυτού του χρονικού διαστήματος της αδράνειας της καθ’ ης κατέστη ευρέως γνωστό στους οικονομικούς οργανισμούς της χώρας και σε όλους τους εμπόρους ενδυμάτων που ήταν πελάτες της ως άνω εταιρίας ότι αυτή δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει να τους προμηθεύει με ενδύματα. Η οικονομική κατάρρευση της εταιρίας αυτής έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και καλύφθηκε από τα μέσα ενημέρωσης λόγω της φήμης που έχει στο ευρύ κοινό ο επιχειρηματίας που την ήλεγχε. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις και με δεδομένη τη μη αμφισβήτηση εκ μέρους της καθ’ ης η ανακοπή του ισχυρισμού της ανακόπτουσας ότι πλέον δεν οφείλει το τίμημα που ενσωματώνεται στην επιταγή, π τελευταία δικαιολογημένα σχημάτισε την πεποίθηση ότι η καθ’ ης η ανακοπή είχε αναγνωρίσει την υπαιτιότητα της αρχικής λήπτριας της επιταγής ως προς τη μη παράδοση των παραγγελθέντων εμπορευμάτων και ότι δεν επρόκειτο να στραφεί εναντίον της (της ανακόπτουσας), για να εισπράξει την αξία της επιταγής. Η ανακόπτουσα με βάση τις αρχές της καλής πίστης και της εντιμότητας στις συναλλαγές και ιδίως της μη αμφισβητηθείσας παραδοχής ότι η αξία της εκδοθείσας επίμαχης επιταγής αντιστοιχούσε σε αρχικώς σχεδιαζόμενη και τελικώς ματαιωθείσα εμπορική συναλλαγή ευλόγως θεώρησε ότι δεν ενεχόταν πλέον στην πληρωμή της. Εάν η καθ’ ης η ανακοπή επιθυμούσε να συμπεριφερθεί σύμφωνα με την καλή συναλλακτική πίστη όφειλε να μην παραβλέψει την αναμφισβήτητη ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου, στο οποίο στηρίχθηκε η έκδοση της επιταγής και να μην επιδιώξει δικαστικώς την είσπραξη της αξίας της εν γνώσει του ότι ενσωμάτωνε τίμημα πώλησης, η οποία δεν επακολούθησε. Άλλωστε, δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο σφράγισης της επιταγής ή έκδοσης της διαταγής πληρωμής η ανακόπτουσα όφειλε στην καθ’ ης η ανακοπή οποιοδήποτε χρηματικό ποσόν από την εκχώρηση απαιτήσεων της προμηθεύτριας στην καθ’ ης η ανακοπή στο πλαίσιο της σύμβασης πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, οπότε θα παρίστατο δικαιολογημένη η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής με σκοπό την εξασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων της καθ’ ης. Πραγματικά, ο δικαιολογητικός λόγος, για τον οποίο η καθ’ ης συγκέντρωνε αξιόγραφα πελατών της προμηθεύτριας ήταν η εξασφάλισή της έναντι του ενδεχομένου να μην πληρωθούν οι εκχωρηθείσες απαιτήσεις. Εφ’ όσον δεν τέθηκε τέτοιο ζήτημα, η δικαστική επιδίωξη εκ μέρους της καθ’ ης η ανακοπή να εισπράξει την αξία της επίμαχης επιταγής παρίσταται καταχρηστική ως προφανώς αντίθετη στη συναλλακτική καλή πίστη και στον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, το οποίο επιχείρησε να ικανοποιήσει με την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Η ικανοποίηση του δικαιώματός της άγει σε εν γνώσει της αναίτιο και αθέμιτο πλουτισμό της εις βάρος της περιουσίας της ανακόπτουσας. Η ικανοποίηση αυτής της αξίωσης θα έχει επαχθείς συνέπειες για την ανακόπτουσα λόγω της απώλειας του διεκδικουμένου χρηματικού ποσού, το οποίο κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) είναι σημαντικό για μία εταιρία, όπως η ανακόπτουσα, υπό τις παρούσες μάλιστα οικονομικές συνθήκες. Κατά συνέπεια πληρούνται οι όροι εφαρμογής του άρθρου 281 ΑΚ…” ‘ Ηδη, η αναιρεσείουσα προβάλλει, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., διότι παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 5960/1933 και 281 ΑΚ. Και τούτο διότι, όπως ο σχετικός λόγος εκθέτει: 1) θεώρησε, πώς κρίσιμος χρόνος για την καλή πίστη κομιστή, δεν είναι εκείνος της κτήσης της επιταγής, αλλά μεταγενέστερος β) “διότι δεν ευσταθεί νομικώς τα ίδια περιστατικά ιδωμένα υπό το πρίσμα του άρθρου 22 του Ν. 5960/1933 να επιτρέπουν την άσκηση του δικαιώματος και ιδωμένα υπό το πρίσμα του άρθρου 281 ΑΚ να μην την επιτρέπουν …” γ) “δεν υπάρχει υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, όταν κατά τον κρίσιμο κατά τον νόμο χρόνο κτήσεως της επιταγής, ο κομιστής … δίδει πίστη στο αξιόγραφο αυτό ότι θα εισπραχθεί κανονικά, κατά τον χρόνο εμφανίσεως αυτού …”. Όμως, όλα τα παραπάνω δεν είναι ακριβή. Σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης: α) “… δεν αποδείχθηκε ότι, κατά το χρόνο κτήσης της επιταγής, δηλαδή την 30-3-2011, η καθ’ ης γνώριζε, ότι η προμηθεύτρια εταιρία δεν επρόκειτο να παραδώσει τα παραγγελθέντα εμπορεύματα στην ανακόπτουσα ή ότι ήταν κακόπιστη ως προς την αποδοχή της επιταγής για οποιοδήποτε άλλο λόγο…”. Επομένως, δεν υπήρξε μετατόπιση του κρίσιμου χρόνου για την ύπαρξη της καλής πίστης, ως, αβασίμως υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα, β) δεν πρόκειται για τα ίδια περιστατικά, που το μεν επιτρέπουν, το δε όχι, την άσκηση του δικαιώματος. Είναι εντελώς διαφορετική η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος και τελείως διαφορετική η απαγόρευση, εν τέλει, της άσκησής του λόγω της εφαρμογής του άρθρου 281 ΑΚ γ) το αν υπάρχει ή όχι κατάχρηση δικαιώματος, δηλαδή το αν η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι ορισμένη συμπεριφορά υπερβαίνει τα όρια που θέτουν τα κριτήρια του άρθρου 281 ΑΚ, ως νομική κρίση, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Δηλαδή, ο Άρειος Πάγος ελέγχει, μόνον, αν τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας, συνιστούν την νομική έννοια του άρθρου 281 ΑΚ. Αντίθετα, η διακρίβωση των πράξεων, με τις οποίες ο δικαιούχος άσκησε το δικαίωμά του στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πραγματικό ζήτημα και κρίνεται ανέλεγκτα από το δικαστήριο της ουσίας (άρθρ. 561 § 1 Κ.Πολ.Δ.). ‘ Ομως, η επαναξιολόγηση των περιστατικών που έγιναν δεκτά, από την αναιρεσείουσα και η σχετική αντίθετη κρίση της, εκφεύγει της έρευνας του παρόντος δικαστηρίου, κατά τα ως άνω.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης (από το άρθρο 560 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), είναι αβάσιμος.
ΙΙ. Στη συνέχεια, η αναιρεσείουσα, προβάλλουσα την αυτή πλημμέλεια (άρθρ. 560 αρ.1 Κ.Πολ.Δ.) εκθέτει, ότι παραβιάστηκαν οι ως άνω διατάξεις, διότι μόνη η αδράνεια του δικαιούχου, δεν σημαίνει και εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ. Ακόμη, εκθέτει ότι στο εξώδικο που της απεστάλη από την αντίδικό της “δεν χρειαζόταν να απαντήσουμε το οτιδήποτε, χωρίς αυτό να καθιστά την συμπεριφορά της αδρανή …”, ακόμη, ότι ήταν “… απολύτως σαφές, ότι θα κάναμε περαιτέρω χρήση της επιταγής …”, ότι “… η συμπεριφορά μας δεν δημιούργησε την παραμικρή πεποίθηση στην αντίδικο, ότι δεν θα ασκήσουμε εν τέλει το δικαίωμά μας από την επιταγή …”. Όμως, όλα τα παραπάνω απαραδέκτως προβάλλονται, γιατί αποτελούν εκτιμήσεις και αξιολογήσεις του αποδεικτικού υλικού (άρθρ. 561§1 Κ.Πολ.Δ.). Σε κάθε περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ενέμεινε στην αδράνεια, ως μόνο λόγο εφαρμογής του άρθρου 281 ΑΚ, ως εσφαλμένα εκτιμά η αναιρεσείουσα, αλλά έκανε μνεία και άλλων στοιχείων και περιστάσεων (διάρκεια χρόνου, μη αμφισβήτηση ισχυρισμών της αναιρεσίβλητης, γνώση της οικονομικής κατάρρευσης της προμηθεύτριας εταιρείας, μεγάλη δημοσιότητα της κατάρρευσης αυτής, ανυπαρξία απαίτησης…).
Συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση των ως άνω διατάξεων και ο δεύτερος περί του αντιθέτου λόγος της αναίρεσης είναι αβάσιμος. Μετά ταύτα, πρέπει ν’ απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 12 § 2 Ν. 4055/2012) και να επιβληθεί σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της, η δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, η οποία κατέθεσε προτάσεις (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7 Ιανουαρίου 2014 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΑΒC FACTORS ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΕ” και δ.τ. “ABC FACTORS” για αναίρεση της 230/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης από δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 2 Ιουνίου 2015.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ