Περίληψη:
Αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών ως υπότροπος και τοξικομανής. Δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της κατοχής ναρκωτικών ουσιών η προς περαιτέρω διάθεση ή προς ιδία αποκλειστική χρήση η κατοχή αυτών από το δράστη, ούτε απαιτείται για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ότι ο δράστης προόριζε αυτές για δική του αποκλειστική χρήση. Μόνο αν υποβληθεί αυτοτελής ισχυρισμός, πλήρης και ορισμένος, από κατηγορούμενο για προμήθεια και κατοχή ναρκωτικών ουσιών, προς ιδία αποκλειστική χρήση, οφείλει το δικαστήριο να διαλάβει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη αυτού. Ο νόμος δεν απαιτεί να αιτιολογείται ότι η κατοχή ναρκωτικών έγινε με σκοπό την εμπορία, εφόσον δεν αποδείχτηκε ότι έγινε για κάτι άλλο, όπως την αποκλειστική ιδία χρήση, τιμωρείται ως υπότροπος και ο τοξικομανής. Παράπονα για υπέρβαση εξουσίας, λόγω καταδίκης ως τοξικομανούς και υποτρόπου. Πλήρης και σαφής και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Απορρίπτει λόγους αναιρέσεως.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1494/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και την Γραμματέα Πελαγία Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ, κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Χαρίση, περί αναιρέσεως της 46/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιουνίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1420/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσια-στικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιο-λογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 46/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών ως τοξικομανής και υπότροπος και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών και χρηματική ποινή τριάντα χιλιάδων (30.000) ΕΥΡΩ. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: “Την 31-5-2005 αστυνομικοί του τμήματος Ασφάλειας … έχοντας πληροφορίες ότι γίνεται διακίνηση ναρκωτικών από οικία που βρίσκεται στην οδό … της ίδιας πόλης παρακολούθησαν την οικία αυτή, οπότε εμφανίσθηκε ο πρώτος κατηγορούμενος και κατά τη σωματική έρευνα, που διενήργησαν σ’ αυτόν, διαπίστωσαν ότι κατείχε 0,5 gr ηρωίνης. Ακολούθησε έρευνα στην παραπάνω οικία, την οποία είχε μισθώσει ο ίδιος και βρέθηκαν 312 gr ακατέργαστης ινδικής κάνναβης και 1,8 gr ηρωίνης. Τις ποσότητες αυτές κατείχε ο πρώτος κατηγο-ρούμενος με την έννοια της φυσικής εξουσίασης και της δυνατότητας να τις διαθέτει πραγματικά κατά τη βούλησή του. Ο κατηγορούμενος ομολόγησε στην προανάκριση και στην κύρια ανάκριση ότι τις ποσότητες αυτές είχε αγοράσει από άγνωστα άτομα στο … και στην …. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είναι τοξικομανής με την έννοια του άρθρου 30 παρ. 1 ΚΝΝ, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι αυτός είναι υπότροπος, καθόσον με την 103-104/27-3-2002 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών σε βαθμό κακουργήματος, όπως προκύπτει από το αντίγραφο του ποινικού του μητρώου”.
Στη συνέχεια, το δικάσαν Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα της άνω αξιόποινης πράξεως, ως τοξικομανή και υπότροπο και ειδικότερα, του ότι: “στην … την 31η Μαΐου 2005, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα και συγκεκριμένα: 1) Αγόρασε από άλλον ναρκωτικές ουσίες με σκοπό την εμπορία και ειδικότερα αγόρασε από άγνωστο μέχρι σήμερα άτομο τουλάχιστον τριακόσια δώδεκα (312) γραμμάρια ακατέργαστης ινδικής καννάβεως και ενός κόμμα οκτώ (1,8) γραμμαρίων ηρωίνης. 2) Κατείχε ναρκωτικές με σκοπό την εμπορία και ειδικότερα σε έρευνα που διενήργησαν αρμόδια αστυνομικά όργανα στην επί της οδού …, οικία που διατηρούσε, διαπιστώθηκε να κατέχει τις ανωτέρω ποσότητες ναρκωτικών ουσιών (312) γραμμάρια ινδικής καννάβεως και 1,3 γραμμάρια ηρωίνης ως και σε σωματική του έρευνα μικροποσότητα 0,5 του γραμμαρίου ηρωίνης. Τέλεσε τις ανωτέρω πράξεις καθ’ υποτροπήν καθόσον τελούσε σε αναστολή υπολοίπου (2 έτη, 7 μήνες και 6 ημέρες) ποινής της 103-104/27-3-2002 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών”. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απο-δείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλο-γισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. α’, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 § 1 ΠΚ και 1, 2 πιν. Α’, 5,6, 20 § 1 β’ζ’, 2, 23, 30 § 1, 4β’Ν. 3459/2006, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 46/2009 του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας: … και υπερασπίσεως: … και …. Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντι-φάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: 1) το δικάσαν Δικα-στήριο, χωρίς καμία απόδειξη προς τούτο τον καταδίκασε για αγορά με σκοπό την εμπορία και χωρίς καμία αιτιολογία, αλλά και χωρίς ο σκοπός εμπορίας να περιλαμβάνεται στις πράξεις που περιγράφονται στο εξώφυλλο της δικογραφίας, η δε ποσότητα ακατέργαστης κάνναβης εξυπηρετούσε αποκλειστικά τις δικές του ανάγκες, αφού από πολλά έτη είναι τοξικομανής και είναι ενταγμένος σε πρόγραμμα αποτοξίνωσης και συγκεκριμένα στο ΟΚΑΝΑ … από τις 13-11-06, το οποίο παρακολουθεί κανονικά και, από τον εθισμό στη χρήση ναρκωτικών ουσιών, δεν μπορεί να απαλλαγεί αποκλειστικά με δικές του δυνάμεις. Αβάσιμα όμως, καθόσον δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της κατοχής ναρκωτικών ουσιών, η προς περαιτέρω διάθεση ή προς ιδίαν αποκλειστική χρήση κατοχή αυτής από το δράστη (ΑΠ 327/2000 Π.Δνη 5.689), ούτε απαιτείται για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η αναφορά σε αυτή ότι ο δράστης και κάτοχος της ναρκωτικής ουσίας, προόριζε αυτή για δική του αποκλειστική χρήση (ΑΠ 1036/1995 π.χ. ΜΣΤ’70), μόνο δε αν υποβληθεί πλήρης και ορισμένος αυτοτελής ισχυρισμός από τον κατηγορούμενο για προμήθεια ή κατοχή ναρκωτικών ουσιών προς ιδίαν αποκλειστική χρήση, οφείλει το δικαστήριο να διαλάβει στην απόφασή του την ως άνω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη αυτού (ΑΠ 872/1997 ΝοΒ 46.386). Όπως όμως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν υποβλήθηκε στο δικάσαν Δικαστήριο για τον κατηγορούμενο τέτοιος ισχυρισμός. Εξάλλου, ο νόμος δεν απαιτεί οι άνω πράξεις να τελούνται με σκοπό την εμπορία και να αιτιολογείται ειδικά αυτός ο σκοπός (άρθρ. 20 Ν. 3459/06), αφού η τέλεση των πράξεων αυτών με τον άνω σκοπό είναι αυτονόητη και τότε μόνο δεν ισχύει, εάν αποδειχθεί κάτι άλλο, όπως, αποκλειστική χρήση, χωρίς όμως ο κατηγορούμενος δια του εκπροσωπήσαντος αυτόν συνηγόρου, στο δικάσαν Δικαστήριο να έχει κάτι τέτοιο ισχυριστεί. Και 2) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για την κήρυξη αυτού ως υποτρόπου. Όμως, τόσο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όσο και στην πρωτόδικη με αριθμό 2/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, που αναγνώστηκε, υπάρχει πλήρης και σαφής αιτιολογία για την, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 Ν. 1729/87, όπως αντ/κε με το άρθρ. 13 Ν. 2408/96, το άρθρ. 2 § 15 β’ Ν. 2449/97 και το άρθρο 5 του Ν. 3189/03, για τον χαρακτηρισμό του αναιρεσείοντος ως υποτρόπου. Τέλος, με το άρθρ. 30 § 4 εδ. α’ Ν. 3459/2006 ρητά αναφέρεται ότι τιμωρείται και ο τοξικομανής ως υπότροπος. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Η’ ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, αλλά και της υπέρβασης εξουσίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25 Ιουνίου 2009 (υπ’ αριθμ. πρωτ. 7503/28-9-2009 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) αίτηση του Χ, για αναίρεση της με αριθμό 46/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Σεπτεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ