Απόφαση 1807 / 2017 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 1807/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Πέππα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεράσιμου Φουρλάνου), Γεώργιο Λέκκα, Αθανάσιο Καγκάνη, Ιωάννη Μπαλιτσάρη και Θωμά Γκατζογιάννη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Θ. Α. του Α., 2) Ν. Α. του Α., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αναστάσιο Κοϊμτζίδη και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Δ. του Α., κατοίκου …, 2) Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία “… – ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΩΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, τελούσας υπό εκκαθάριση, 3) Ε. Κ. του Ν., κατοίκου …, 4) Ε. Λ. του Δ., κατοίκου …, οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο, 5) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ” και το διακριτικό τίτλο “…” που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως υπεισελθούσης στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της αρχικά αναιρεσίβλητης Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία “….”, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Φρουδάκη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 29/12/2008 και από 27/1/2010 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καβάλας και συνεκδικάστηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 125/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε την από 27/1/2010 αγωγή και παρέπεμψε την από 29/12/2008 αγωγή ως προς τον πρώτο των ήδη αναιρεσειόντων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας και την απέρριψε ως προς τους λοιπούς.
Εκδόθηκε η 251/2013 απόφαση του Εφετείου Θράκης.
Την αναίρεση των α) υπ’ αριθ. 125/2011 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας και β) υπ’ αριθ. 251/2013 αποφάσεως του Εφετείου Θράκης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15/1/2015 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Θωμάς Γκατζογιάννης ανέγνωσε την από 3/9/2015 έκθεση της κωλυομένης να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου Αρεοπαγίτη Αλτάνας Κοκκοβού, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της από 15/1/2015 αίτησης για την αναίρεση της υπ’ αριθ. 251/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης και της υπ’ αριθ. 125/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας και να γίνουν δεκτοί οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι αυτής.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται για συζήτηση η από 15.1.2015 αίτηση αναίρεσης των αναιρεσειόντων Θ. Α. του Α. και Ν. Α. του Α. κατά της 251/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης και της 125/201 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, με την από 4.10.2015 κλήση αυτών, μετά τη ματαίωση της συζήτησης της αίτησης κατά την ορισθείσα αρχικά δικάσιμο της 21.9.2015. Από τις υπ’ αριθ. …/3.11.2015, …/3.11.2015, …/29.10.2015, …/6.11.2015 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Καβάλας Β. Μ., τις οποίες προσκομίζουν και επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ανωτέρω κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου της 7.3.2016 για συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και κλήση για συζήτηση αυτής στην ορισθείσα δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια των αναιρεσειόντων, οι οποίοι παρίστανται στη συζήτηση, στους 1ο, 2η, 3ο, 4ο από τους αναιρεσιβλήτους. Κατά την ως άνω δικάσιμο η συζήτηση της αίτησης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και ο γραμματέας, σύμφωνα με το άρθρο 226 παρ. 4 εδ. β’ και γ’ του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατά το άρθρο 575 εδ. β’ ίδιου Κώδικα, μετέφερε την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Οι ως άνω αναιρεσίβλητοι, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεως, δεν παρέστησαν κατά την ως άνω νομίμως ορισθείσα δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε για συζήτηση, κατά τη σειρά της από το οικείο πινάκιο. Επομένως, και εν όψει του ότι η αίτηση αναίρεσης είχε επιδοθεί νόμιμα στους αναιρεσίβλητους, όπως τούτο προκύπτει από τις …/19.3.2015, …/19.3.2015, …/20.3.2015 και …19.3.2015, αντίστοιχα, εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Καβάλας οι τρεις πρώτες και της δικαστικής επιμελήτριας του ίδιου Δικαστηρίου Λ. Φ. η τελευταία, η δε αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο της μετά την αναβολή ορισθείσας δικασίμου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και δεν χρειάζεται άλλη κλήση των αναιρεσίβλητων για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή, δεδομένου ότι είχαν νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστούν στη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, να ερευνηθεί η υπόθεση παρά την απουσία των ως άνω αναιρεσίβλητων.
Με την κρινόμενη από 15.1.2015 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία 251/2013 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, η οποία απέρριψε την έφεση που είχαν ασκήσει οι αναιρεσείοντες κατά της, επίσης προσβαλλόμενης με την αναίρεση, 125/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, με την οποία η μεν πρώτη αγωγή τους ως προς τον πρώτο αναιρεσίβλητο παρεπέμφθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας για να δικαστεί κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, ως προς τους λοιπούς δε αναιρεσίβλητους απορρίφθηκε η αγωγή αυτή, καθώς, επίσης, απορρίφθηκε και η, συνεκδικασθείσα με αυτήν, δεύτερη αγωγή τους, με τις οποίες ζητούσαν αποζημίωση για τη ζημία που είχαν υποστεί από την εκτιθέμενη αδικοπραξία των αναιρεσιβλήτων. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 592, 594, 599 σε συνδυασμό προς το άρθρο 330 ΑΚ, που εφαρμόζονται και επί των εμπορικών μισθώσεων, κατ’ άρθρο 44 του ΠΔ 34/1995, προκύπτει, ότι ο μισθωτής έχει υποχρέωση να χρησιμοποιεί το μίσθιο, κατά τη διάρκεια της μισθώσεως με την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια και όπως ειδικότερα έχει συμφωνηθεί, να αποδώσει δε τούτο στην κατάσταση που το παρέλαβε, Έτσι, ο μισθωτής έχει υποχρέωση αφενός μεν να αποφεύγει κάθε αυθαίρετη, χωρίς τη συναίνεση του εκμισθωτή, επέμβαση στο μίσθιο, εξαιτίας της οποίας αλλοιώνεται ουσιωδώς η γενική και ειδική διαμόρφωση, διάταξη και όψη του μισθίου, αφετέρου δε να μην προκαλεί στο μίσθιο φθορές, με εξαίρεση εκείνες που προκλήθηκαν από τη συνήθη χρήση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Σε περίπτωση υπαίτιας αθέτησης της υποχρέωσής του αυτής, ο μισθωτής ευθύνεται να αποκαταστήσει κάθε θετική και αποθετική ζημία, που υφίσταται ο εκμισθωτής από τις αυθαίρετες μεταβολές του μισθίου και τις ανεπίτρεπτες, που δεν δικαιολογούνται από τη συνήθη χρήση, φθορές του (ΑΠ 513/2009, ΑΠ 1413/2008). Η ευθύνη του μισθωτή μπορεί να απορρέει, τόσο από τη σύμβαση, λόγω της απ’ αυτήν ως άνω υποχρέωσής του περί παραδόσεως του μισθίου κατά τη λήξη της μίσθωσης στην προσήκουσα κατάσταση, όσο και από αδικοπραξία, λόγω παραβιάσεως της γενικής αρχής “του μη ζημιούν άλλον υπαιτίως”, διότι η από την παράβαση της τελευταίας αυτής υποχρέωσης ευθύνη δύναται να γεννηθεί και χωρίς την ύπαρξη του ενοχικού δεσμού (ΑΠ 422/1998). Η αποζημίωση αυτή περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία, όπως τις μελλοντικές δαπάνες του εκμισθωτή για την επανόρθωση των μη οφειλόμενων στη συνήθη χρήση φθορών του μισθίου ή σε περίπτωση καταστροφής τη δαπάνη για την αντικατάσταση αυτού (ΑΠ 495/2008), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, το οποίο συνίσταται στην εξαιτίας του επιζήμιου γεγονότος ματαίωση της βασίμως προσδοκώμενης αύξησης της περιουσίας του, όπως ιδίως η απώλεια μισθωμάτων από την αδυναμία εκμισθώσεως του μισθίου σε τρίτους ή η διαφορά από την είσπραξη μειωμένου μισθώματος σε περίπτωση κατάρτισης νέας σύμβασης μισθώσεως (ΑΠ 204/2000, ΑΠ 1597/1995). Ο μισθωτής, έχει ευθύνη για αποκατάσταση της ζημίας του εκμισθωτή, από την παραβίαση των υποχρεώσεών του για την με επιμέλεια χρήση του μισθίου και την προστασία αυτού και αποτροπή κινδύνου ζημιών. Αυτή την ευθύνη έχει είτε οι ζημίες που προκλήθηκαν στο μίσθιο και δεν δικαιολογούνται από τη συνηθισμένη χρήση οφείλονται σε πταίσμα του ιδίου, είτε οφείλονται σε πταίσμα του υπομισθωτή στον οποίο υπεκμίσθωσε το μίσθιο, ή σε πταίσμα των προστηθέντων από αυτόν ή σε πταίσμα γενικά των βοηθών εκπληρώσεως στους οποίους παραχωρήθηκε η χρήση του μισθίου ή τους επιτράπηκε η χρήση αυτού. Εάν η ζημία προέρχεται από τα ως άνω τρίτα πρόσωπα και συντρέχουν σ’ αυτά οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας του άρθρου 914 ΑΚ, τότε σε αποζημίωση του εκμισθωτή ευθύνονται τόσο ο μισθωτής όσο και τα πρόσωπα αυτά εις ολόκληρο. Βοηθός δε εκπληρώσεως είναι κάθε πρόσωπο στο οποίο επέτρεψε ο μισθωτής, έστω και προσωρινά, τη χρήση του μισθίου, όπως είναι και οι σύνοικοι. Και τα πρόσωπα αυτά που είναι στη χρήση του μισθίου, καταλαμβάνονται από την παρεπόμενη ως άνω υποχρέωση του μισθωτή για την με επιμέλεια χρήση του μισθίου, τη μη πρόκληση σ’ αυτό φθορών που δεν δικαιολογούνται από τη συνηθισμένη χρήση του και την προστασία τούτου από κινδύνους ζημιών. Εξάλλου, από το άρθρο 71 ΑΚ προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων, που, κατά τα ως άνω άρθρα 65, 67 και 68 ΑΚ, το αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν τη βούληση του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση. Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες προς αυτές των άρθρων 118, 216 παρ. 1α, 224 εδ. β’ ΚΠολΔ, συνάγεται ότι σε αγωγή κατά νομικού προσώπου, η οποία έχει ως αντικείμενο την αποζημίωση από μη εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης αναληφθείσας από αυτό ή την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης εξαιτίας ενεργειών ή παραλείψεων των οργάνων του, δεν απαιτείται για το ορισμένο αυτής να αναγράφονται στο δικόγραφό της και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν το νομικό πρόσωπο, (κατά την κατάρτιση της σύμβασης ή κατά την ενέργεια των πράξεων και παραλείψεων) ή και ότι αυτά ενήργησαν εντός των ορίων της εκπροσωπευτικής τους εξουσίας, σύμφωνα με το καταστατικό του νομικού προσώπου (ΑΠ 1625/2014, ΑΠ 365/2010). Ούτε απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσης εκάστου μέλους της διοικήσεως για την κατ` αρχήν θεμελίωση της δικής του υποχρέωσης, εντεύθεν δε και του νομικού προσώπου, προς αποζημίωση του βλαβέντος εκ του αδικήματος (ΑΠ 1761/2014). Εάν η πράξη ή η παράλειψη του αρμοδίου οργάνου είναι υπαίτια που παράγει υποχρέωση αποζημίωσης για τον πράξαντα ή παραλείψαντα, τότε ευθύνονται εις ολόκληρο και αυτό και το νομικό πρόσωπο, δηλαδή το νομικό πρόσωπο έχει πρόσθετη μετά του καταστατικού οργάνου του ευθύνη αποζημίωσης (ΑΠ 687/2013, ΑΠ 1485/2010). Στην περίπτωση αυτή ο τρίτος ζημιωθείς μπορεί να εναγάγει, παραλλήλως προς το νομικό πρόσωπο και το υπαίτιο όργανο, υφισταμένης μεταξύ τούτων παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (άρθρα 481 και 926 ΑΚ) και σχέσης απλής ομοδικίας, αφού η κοινή εναγωγή αυτών δεν αποτελεί υποχρέωση αλλά δικαίωμα του τρίτου (ΑΠ 22/2009, ΑΠ 27/2009). Εξάλλου, τα αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, είναι συνάρτηση του εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου. Έτσι από τις διατάξεις των άρθρων 914, 932, 297, 298, 299 και 330 εδ. β’ ΑΚ σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 216 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας του εναγομένου, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που κατά το νόμο θεμελιώνουν την παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά του τελευταίου, η πρόκληση από την εν λόγω συμπεριφορά ζημίας καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη (θετική και αποθετική) ζημία του ενάγοντος και, τέλος, η ύπαρξη αιτιώδους συναφείας μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας (ΑΠ 93/2016, ΑΠ 1513/2014). Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης, ως παράνομης συμπεριφοράς, προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη, ιδιαίτερα, σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, που επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προστασίας προς αποφυγή της ζημίας (ΑΠ 5/2001). Αμέλεια δε υπάρχει, κατά την έννοια του άρθρου 330 ΑΚ, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφώς νομικό καθήκον, είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνον, που επιβάλλεται από τις περιστάσεις (ΑΠ 1084/2008, ΑΠ 708/2004). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του N. 2496/1997 με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον αντισυμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή της (ασφαλιστική περίπτωση). Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 25 και 26 παρ. 1 του ίδιου νόμου, προκύπτει ότι επί προαιρετικής ασφαλίσεως, όπως είναι αυτή της αστικής ευθύνης για την περίπτωση πυρκαγιάς, ο ζημιωθείς τρίτος δεν έχει ευθεία αξίωση έναντι του ασφαλιστή παρά μόνο κατά του λήπτη της ασφαλίσεως από τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις του οποίου γεννήθηκαν οι αξιώσεις του (ΑΠ 441/2010). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 72 ΚΠολΔ κατά την οποία “οι δανειστές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική προστασία ασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτου τους, εφόσον εκείνος δεν τα ασκεί εκτός αν συνδέονται στενά με το πρόσωπό του” συνάγεται, ότι, προϋπόθεση για την άσκηση πλαγιαστικής αγωγής είναι ο ενάγων να είναι δανειστής του φορέα του ασκούμενου υπέρ αυτού δικαιώματος, να έχει δηλαδή συγκεκριμένη απαίτηση κατ’ αυτού, ο δε τελευταίος (οφειλέτης) να έχει κατά του τρίτου (εναγομένου δια της πλαγιαστικής αγωγής) κάποιο δικαίωμα, το δικαίωμα να έχει περιουσιακή αξία και να μην είναι προσωποπαγές και η αδράνεια του οφειλέτη, συνιστάμενη στην παράλειψη (αμέλεια και αδιαφορία) αυτού να προβεί στην καταδίωξη του δικού του οφειλέτη, η οποία και δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του ενάγοντος δανειστή προς άσκηση της αγωγής του οφειλέτη του κατά του τρίτου (ΑΠ 106/2014, ΑΠ 499/2011). Στοιχεία, συνεπώς, της πλαγιαστικής αγωγής είναι η επίκληση της ιδιότητας του ενάγοντος, ως δανειστή του δανειστή του πλαγιαστικώς εναγόμενου οφειλέτη και των δικαιωμάτων που έχει κατά του τελευταίου ο αδρανών να ασκήσει αυτά δανειστής (ΑΠ 235/2010). Μάλιστα, νομολογιακά γίνεται δεκτή η δυνατότητα σώρευσης στο ίδιο δικόγραφο τόσο της ευθείας αξίωσης του ζημιωθέντος τρίτου κατά του υπόχρεου σε αποζημίωση, όσο και της πλαγιαστικής αγωγής κατά του ασφαλιστή. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το χρονικό σημείο επίδοσης της αγωγής στον υπόχρεο ασφαλισμένο. Αρκεί η επίδοση του δικογράφου της αγωγής στον ασφαλισμένο να έχει γίνει κατά το χρόνο εκδίκασης των αγωγών στο δικαστήριο (ΑΠ 323/2016, ΑΠ 1544/2010). Ο ενάγων (παθών τρίτος) δανειστής, ζητώντας πλαγιαστικά έννομη προστασία νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος. Αίτημα της πλαγιαστικής αγωγής είναι η καταδίκη του εναγομένου (ασφαλιστή) να καταβάλει στο δικαιούχο ασφαλισμένο (οφειλέτη του ενάγοντος και δανειστή του εναγομένου). Η δυνατότητα ικανοποίησης του δανειστή από το δικαίωμα του οφειλέτη, όπως και η αδράνεια του οφειλέτη προς ενάσκηση του δικαιώματός του αποτελούν στοιχεία για τη δικαιολόγηση του εννόμου συμφέροντος στην άσκηση της σχετικής πλαγιαστικής αγωγής, που βέβαια πρέπει πάντοτε να έχει την απαιτούμενη πληρότητα του περιεχομένου της για να μην απορρίπτεται, ως αόριστη (ΑΠ 433/2008, ΑΠ 398/2007). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, συντρέχει δε αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο κανόνας αυτός προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο αγωγή (ΑΠ 34/2015). Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 και 14 ΚΠολΔ. Ο από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος ιδρύεται, αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της γεγονότα, που δεν εκτίθενται σ’ αυτήν ή αν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή παραγνωρίζοντας αναγκαία για τη θεμελίωσή της γεγονότα που με επάρκεια εκτίθενται σ’ αυτήν (ΑΠ 1825/2014, ΑΠ 1185/2009), ενώ ο από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν (αγωγή) των στοιχείων, που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματός της, την έκρινε ορισμένη θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια και κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών, την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 308/2015, ΑΠ 387/2015). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της ένδικης από 29.12.2008 αγωγής, προκύπτει ότι οι ενάγοντες εξέθεταν κατά το ουσιώδες περιεχόμενό της, τα εξής: ότι είχαν εκμισθώσει το περιγραφόμενο ακίνητο στον πρώτο αναιρεσίβλητο στις 26.10.1998 προκειμένου να λειτουργήσει σ’ αυτό “Kafeteria – Restaurant – Cafe Bar”, με τους όρους που αναφέρονται στην από την ημερομηνία αυτή έγγραφη σύμβαση, ότι μετά την κατάρτιση της σύμβασης, ο μισθωτής συνέστησε τη δεύτερη εναγόμενη και ήδη 2η αναιρεσίβλητη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, στην οποία, παρά τη σχετική απαγόρευση από τη σύμβαση, με την οποία επιτρεπόταν η παραχώρηση της χρήσης του μισθίου μόνο σε προσωπική εταιρεία, παραχώρησε τη χρήση του μισθίου καταστήματος και στο όνομα της οποίας εκδόθηκε η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος “ΚΑΦΕ – ΨΗΤΟΠΩΛΕΙΟΥ” στο ως άνω μίσθιο, ότι ύστερα από τροποποίηση της εταιρείας αυτής στις 8.9.2000, μέλη της ήταν πλέον οι πρώτος, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, ότι ο μισθωτής και οι σύνοικοι-συνέταιροι της εγκατεστημένης επιχείρησης, κατά τον αναφερόμενο χρόνο επέδειξαν την ιστορούμενη αμελή συμπεριφορά, συνιστάμενη στο ότι δεν μερίμνησαν να καθαρίσουν με επιμέλεια το χώρο του μισθίου μετά από διασκέδαση λόγω της Αποκριάς, με αποτέλεσμα η προκληθείσα από βραχυκύκλωμα πυρκαγιά να επεκταθεί και κατακαύσει ολοσχερώς το μίσθιο, καθόσον οι συνέταιροι καθυστέρησαν να καλέσουν την πυροσβεστική υπηρεσία έγκαιρα προς κατάσβεσή της και να απωλέσουν πολύτιμο χρόνο και να υποστούν ζημίες το μίσθιο κατάστημα και τα τέσσερα ισόγεια καταστήματα και τα εμπορεύματά τους, από την ποσότητα του ύδατος που εκτοξεύθηκε. Ζήτησαν δε να υποχρεωθούν, λόγω της αδικοπραξίας τους, οι πρώτος έως και τέταρτος των εφεσίβλητων να τους καταβάλουν, καθένας εις ολόκληρο, τα αναφερόμενα ποσά ως αποζημίωση για τη θετική ζημία και τα διαφυγόντα κέρδη, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν. Περαιτέρω, στην αγωγή οι αναιρεσείοντες ιστορούσαν ότι, με το … ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο είχε καταρτίσει η δεύτερη εφεσίβλητη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την πέμπτη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, η τελευταία ευθύνεται να καταβάλει στην πρώτη ως ασφάλισμα για τις υλικές ζημίες που προκλήθηκαν απ’ αυτήν σε τρίτους λόγω της έκρηξης της πυρκαγιάς, κατά το χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης. Επειδή δε η δεύτερη εφεσίβλητη αδρανεί στην άσκηση του δικαιώματός της, ασκούν οι ενάγοντες πλαγιαστική αγωγή και ζητούν να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει αυτή στην οφειλέτιδα τούτων το ως άνω ποσό. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα εξής: “Ειδικότερα, ως προς τη δεύτερη εναγομένη εταιρία περιορισμένης ευθύνης, εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο, το οποίο επομένως, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, δεν αδικοπρακτεί, αλλά είναι δυνατόν να ευθύνεται αντικειμενικά για τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων της και των προστηθέντων από αυτή υπαλλήλων της, δεν αναφέρεται στην αγωγή ποια είναι τα φυσικά πρόσωπα, δηλαδή ποια τα όργανα αυτής, ή οι προστηθέντες απ’ αυτή υπάλληλοί της, τα οποία προέβησαν στις επικαλούμενες παράνομες παραλείψεις και δημιούργησαν υποχρέωση αυτής προς αποζημίωση. Πλέον ειδικότερα, οι ενάγοντες αναφέρουν ότι οι παράνομες παραλείψεις αποδίδονται στον μισθωτή και στους συνοίκους της εγκατεστημένης στο μίσθιο επιχείρησης, αλλά δεν αναφέρεται αφενός η ειδικότερη σχέση των προσώπων αυτών με τη δεύτερη εναγομένη, ήτοι εάν ενήργησαν είτε ως αντιπροσωπευτικά όργανα αυτής είτε ως προστηθέντες υπάλληλοι ή εργάτες αυτής και, στην περίπτωση αυτή, δυνάμει ποιάς συγκεκριμένης σχέσης, σύμβασης ή οποιασδήποτε μεταξύ τους βιοτικής σχέσης, αφετέρου δεν αναφέρεται η υπαιτιότητα των προσώπων αυτών, υπό τη μορφή του δόλου ή της αμέλειάς τους, χωρίς να αρκεί η αόριστη επίκληση περί παρανόμων παραλείψεων, καθώς και αν ενήργησαν κατά την εκτέλεση των ανατιθέμενων σ’ αυτά καθηκόντων ή εντός των εντολών και οδηγιών που έλαβαν από τη δεύτερη εναγομένη. Ως τέτοια δε πρόσωπα δεν μπορούν να θεωρηθούν οι τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, μέλη της δεύτερης εναγομένης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, αφού ως προς αυτούς αναφέρεται μόνο η εταιρική ιδιότητά τους και δεν αναφέρεται η ύπαρξη άλλης εσωτερικής σχέσης, που τους συνδέει με τη δεύτερη εναγομένη, η οποία συνιστά και το νόμιμο λόγο ευθύνης της, και ειδικότερα δεν αναφέρεται ότι προέβησαν σε ορισμένες ενέργειες ή παραλείψεις ως νόμιμοι εκπρόσωποι αυτής ή ως προστηθέντες αυτής κατά την έννοια του άρθρου 922 ΑΚ. Ειδικά δε ως προς τους τρίτο και τέταρτο των εναγομένων, η αγωγή είναι αόριστη, καθόσον στο δικόγραφο ως προς την υπαιτιότητα τους αναφέρεται, ότι δεν μερίμνησαν να καθαρίσουν το χώρο του μισθίου με συνέπεια η εκδηλωθείσα πυρκαγιά από βραχυκύκλωμα να επεκταθεί και ότι καθυστέρησαν να καλέσουν την Πυροσβεστική Υπηρεσία, με αποτέλεσμα να απωλέσουν πολύτιμο χρόνο, όμως δεν εκτίθεται στην αγωγή ο λόγος για τον οποίο είχαν νομική υποχρέωση να προβούν στην παραπάνω ενέργεια, ήτοι ότι λειτουργούσαν ως αντιπροσωπευτικά όργανα της δεύτερης εναγομένης, στην οποία είχε παραχωρηθεί η χρήση του μισθίου ακινήτου, ή ως προστηθέντες αυτής, ενεργούντες κατά την εκτέλεση των ανατιθέμενων σ’ αυτούς καθηκόντων ή εντός των εντολών και οδηγιών που έλαβαν από τη δεύτερη εναγομένη προς διεκπεραίωση των υποθέσεών της και γενικότερα για την εξυπηρέτηση των επαγγελματικών και οικονομικών συμφερόντων της, χωρίς να αρκεί για τη θεμελίωση ευθύνης η εταιρική τους ιδιότητα, αφού η ιδιότητά τους αυτή δεν δημιουργεί ευθύνη τους για τις εταιρικές υποχρεώσεις, ούτε θεωρούνται λόγω αυτής και μόνο σύνοικοι στο μίσθιο. Ως προς δε την πέμπτη εναγομένη, η οποία ενάγεται πλαγιαστικά, αφού ως προς αυτή οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθεί να καταβάλει στην οφειλέτριά τους, δεύτερη εναγομένη, τα αξιούμενα με την αγωγή ποσά, ασκώντας τα δικαιώματα αυτής κατά το άρθρο 72 ΚΠολΔ, η αγωγή είναι αόριστη, καθόσον οι ενάγοντες ουδόλως αναφέρουν στο δικόγραφο τους όρους και τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης, το είδος της παρεχόμενης ασφαλιστικής κάλυψης, δυνάμει της οποίας γεννάται ευθύνη της πέμπτης εναγομένης έναντι της δεύτερης εναγομένης για καταβολή ασφαλίσματος από την ένδικη πυρκαγιά, ιδία εν όψει του ότι πρόκειται για πλαγιαστική αγωγή κατά ασφαλιστή πρέπει να εξειδικεύεται το έννομο συμφέρον του πλαγιαστικώς ενάγοντος και η δυνατότητα ικανοποίησης του δανειστή από το δικαίωμα του οφειλέτη, όπως και η αδράνεια του οφειλέτη προς ενάσκηση του δικαιώματός του, η οποία βέβαια μονολεκτικά αναφέρεται”. Με το ανωτέρω, όμως, περιεχόμενο, η αγωγή διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, για την πληρότητα του δικογράφου της στοιχεία, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται για την κατά τα άρθρα 71, 914, 926, 932 ΑΚ72 ΚΠολΔ, 1 και 26 Ν. 3190/1955, 1 παρ. 1 Ν. 2496/1997 θεμελίωση της ασκούμενης με την αγωγή αξίωσης, που έχει βάση την αποζημίωση και καταβολή χρηματικής ικανοποίησης από αδικοπραξία, όσον αφορά τους πρώτο, δεύτερη, τρίτο και τέταρτο των εφεσίβλητων και της ασκούμενης πλαγιαστικής αγωγής, όσον αφορά την πέμπτη των εφεσίβλητων. Ειδικότερα, εκτίθεται στην αγωγή η ιδιότητα των τεσσάρων πρώτων εφεσίβλητων ως συνοίκων του μισθωτή, λόγω και της ιδιότητας αυτών ως μελών της δεύτερης τούτων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης στην οποία είχε παραχωρηθεί η χρήση του μισθίου από το μισθωτή πρώτο εφεσίβλητο, οι παραλείψεις αυτών συνεπεία των οποίων προκλήθηκε η ζημία, η υπαιτιότητα αυτών με τη μορφή της αμέλειας (“εγκληματική αμέλεια κατά τη σχετική αναφορά”), η ζημία που παράνομα επήλθε στους αναιρεσείοντες- ενάγοντες, η αιτιώδης συνάφεια των παραλείψεων αυτών με την επελθούσα ζημία, καθώς επίσης προσδιορίζεται η θετική και αποθετική ζημία που υπέστησαν. Στην πλαγιαστικά δε ασκούμενη αγωγή, εκτίθενται οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την άσκηση αυτής, ήτοι ότι οι αναιρεσείοντες έχουν την ένδικη αξίωση κατά της ασφαλισμένης δεύτερης αναιρεσίβλητης, ότι η τελευταία έχει απαίτηση, περιουσιακής αξίας, κατά της πέμπτης αναιρεσίβλητης κατά της οποίας ασκείται η πλαγιαστική αγωγή από τη μεταξύ τους σύμβαση ασφάλισης και την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, από την οποία υπάρχει δυνατότητα ικανοποίησης της δικής τους αξίωσης, καθώς και ότι η δεύτερη αναιρεσίβλητη αδρανεί στην καταδίωξη της ασφαλιστικής εταιρείας για την καταβολή της απαίτησης, ενώ έχει γίνει επίδοση της αγωγής των αναιρεσειόντων στην ασφαλισμένη δεύτερη αναιρεσίβλητη κατά το χρόνο εκδίκασης των αγωγών. Για την πληρότητα της αγωγής, δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρονται, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη, τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν τη δεύτερη εφεσίβλητη, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, κατά την ενέργεια των πράξεων και παραλείψεων, ούτε έπρεπε να γίνεται αναφορά ότι τα εκπροσωπούντα αυτήν πρόσωπα ενήργησαν εντός των ορίων της εκπροσωπευτικής τους εξουσίας, ούτε να διευκρινίζεται ότι οι αδικοπραγήσαντες ήταν προστηθέντες αυτής, ούτε να αναφέρεται η ιδιότητα των τρίτου και τέταρτου αναιρεσίβλητων ως εκπροσώπων ή προστηθέντων της δεύτερης τούτων, καθόσον ο μεν πρώτος αναιρεσίβλητος ενάγεται ως μισθωτής, καθένας δε από τους δεύτερη, τρίτο και τέταρτο των αναιρεσίβλητων ενάγεται αυτοτελώς ευθυνόμενος για την πρόκληση της ζημίας, λόγω της επιδειχθείσας αμελούς συμπεριφοράς που εκτίθεται, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, ως σύνοικοι του μισθωτή, που έχουν την υποχρέωση επιμελούς χρήσης του μισθίου και προστασίας αυτού από τον κίνδυνο ζημιών. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η αγωγή ήταν ορισμένη, το δε Εφετείο, που με τις προαναφερόμενες παραδοχές του αφενός μεν αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτούν οι ως άνω κανόνες για τη θεμελίωση της νομικής επάρκειας της αγωγής και έτσι έκρινε αυτήν ως αόριστη, αφετέρου σχημάτισε την περί της αοριστίας της σχετικής κρίση του παραγνωρίζοντας αναγκαία για τη στήριξή της γεγονότα που με επάρκεια εκτίθενται σ’ αυτήν και παρά την πλήρη έκθεσή τους την απέρριψε ως αόριστη. Επομένως, το Εφετείο υπέπεσε στις πλημμέλειες από τους αρ. 1, 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ώστε οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος αντίστοιχοι λόγοι της αναίρεσης είναι βάσιμοι. Κατ’ ακολουθία, κατά παραδοχή των ως άνω λόγων της αίτησης, και αφού παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αυτής, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, στο ίδιο Εφετείο, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που καταβλήθηκε για την άσκηση της αναίρεσης και επισυνάφθηκε στην 5/2015 έκθεση κατάθεσης της γραμματέα του Εφετείου Θράκης, στον καταθέσαντα (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων θα επιβληθούν, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός των, σε βάρος των αναιρεσίβλητων, λόγω της ήττας αυτών (άρθρα 176, 183 και 191 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 251/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν.
Διατάσσει την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου που κατατέθηκε.
Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσίβλητων τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Σεπτεμβρίου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και νυν Πρόεδρος Αρείου Πάγου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Νοεμβρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ