Αριθμός 34/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Αβροκόμη Θούα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 28 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Δ. συζύγου Ν. Κ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ελευθέριο Σπύρου με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Κ. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Σπεντζοπούλου, που ανακάλεσε την από 25-11-2016 δήλωσή της και παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-2-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 23344/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 1686/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 3-3-2011 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αντώνιος Ζευγώλης ανέγνωσε την από 4-1-2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης. Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 222 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της έως ότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι προϋπόθεση προβολής του από την εκκρεμοδικία απαραδέκτου, το οποίο οδηγεί σε αναστολή εκδικάσεως της επίδικης διαφοράς είναι εκτός άλλων, να υπάρχει ταυτότητα διαφοράς και στις δύο δίκες δηλαδή στην αρχική και τη δεύτερη που έχει αχθεί ενώπιον του δικαστηρίου, για την οποία έκρινε η απόφαση. Δεν αρκεί δηλαδή η σύμπτωση των αιτημάτων των δύο αγωγών, αλλά απαιτείται και ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, σε τρόπον ώστε να μην υπάρχει τέτοια ταυτότητα διαφοράς αν μεταξύ των δύο αγωγών υφίσταται διαφοροποίηση των πραγματικών γεγονότων των παραγωγικών του ίδιου γεγονότος. Η αρχή αυτή ισχύει και στις διαπλαστικές αγωγές (ΑΠ 638/1999, ΑΠ 1403/1997). Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο απέρριψε, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, την ένσταση εκκρεμοδικίας της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, ως μη νόμιμη θεωρήσαν κατόπιν τούτου την ένδικη αγωγή, ως παραδεκτώς ασκηθείσα, με την αιτιολογία ότι η προηγούμενη υπ’ αριθ. καταθ. 1025/08-05-1984 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου εδίωκε μεν και αυτή, όπως και η ένδικη από 08-02-2008 αγωγή, τη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου για το λόγο της τετραετούς διαστάσεως (άρθρ. 1439 παρ. 3 ΑΚ), είχε όμως η πρώτη (η προηγούμενη) αγωγή ως επίδικο χρονικό διάστημα τετραετούς διαστάσεως το από το έτος 1979 μέχρι τις 8-4-1984 χρονικό διάστημα, ενώ η ένδικη μεταγενέστερη αγωγή έχει ως επίδικο χρονικό διάστημα τετραετούς διαστάσεως από τα μέσα του έτους 1985 και εντεύθεν μέχρι την άσκησή της (ημερομηνία καταθ. 08-02-2008 και συζήτησης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο 18-03-2009), ήτοι διαφορετικό χρονικό διάστημα. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, όχι παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο της αγωγής αλλά αντίθετα ορθά απέρριψε ως μη νόμιμη την πιο πάνω ένσταση και θεώρησε κατόπιν τούτου παραδεκτή την ένδικη αγωγή, αφού υπήρχε πράγματι έλλειψη ταυτότητας διαφοράς, ως εκ της διαφορετικής κατά τα εκτεθέντα ιστορικής αιτίας λόγω των διαφορετικών θεμελιωτικών γεγονότων όσον αφορά το χρόνο της πιο πάνω τετραετούς διάστασης. Γι’ αυτό ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 559 αριθμ. 14 Κ.Πολ.Δικ., πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι αβάσιμος.
Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Εξάλλου, κατά την έννοια του πιο πάνω εδαφίου, για την ίδρυση του λόγου αυτού αναιρέσεως αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 2/2008). Ο ανωτέρω λόγος είναι αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Συνήθως αρκεί προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως καθενός και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Μη λήψη υπόψη, πάντως, δεν συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση ορισμένα μόνο από τα προσκομισθέντα με επίκληση αποδεικτικά μέσα, όχι όμως και τα επίδικα (ΑΠ 1573/2006), ούτε όμως και συνιστά μη λήψη υπόψη αυτών όταν το δικαστήριο από την συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων καταλήγει σε διαφορετικό πόρισμα από αυτό που θεωρεί ορθό ο αναιρεσείων, καθόσον τότε πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11 γ’ ΚΠολΔ και ειδικότερα, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε 14 φωτογραφίες τις οποίες επικαλέσθηκε και προσκόμισε ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας η αναιρεσείουσα, στις οποίες εμφανίζονται οι διάδικοι μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου 2005 κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα με τα τέκνα τους στη συζυγική οικία, καθώς και σε ταξίδια τους την περίοδο 2000-2004 στο … και την … προκειμένου να επισκεφθούν τον υιό τους Ν. που σπούδαζε εκεί, γεγονός που υποδηλώνει ότι μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου του 2005 δεν είχε διακοπεί η έγγαμη συμβίωση μεταξύ τους και κατά την συζήτηση της αγωγής (18-03-2009) δεν είχε συμπληρωθεί τετραετία από τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους. Από τη βεβαίωση όμως της προσβαλλόμενης απόφασης ότι λήφθηκαν υπόψη, εκτός των άλλων, και όλα τα επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα (ως τέτοια δε θεωρούνται και οι φωτογραφίες), αλλά και από το σύνολο του περιεχομένου της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, κατά την οποία, ο αναιρεσίβλητος από το τέλος του 1985 εγκατέλειψε τη συζυγική οικία και έκτοτε διαμένει σε διάφορες μισθωμένες οικίες, στις οποίες από 15ετίας συζεί με άλλη γυναίκα, με πρόθεση την πραγματική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής του με την αναιρεσείουσα και ότι οι οποιεσδήποτε κοινές εμφανίσεις των διαδίκων από το 1985 και εφεξής έγιναν προς αντιμετώπιση οικογενειακών αναγκών που κατά κύριο λόγο αφορούσαν τα τέκνα τους και όχι την αποκατάσταση της έγγαμης συμβίωσής τους, καθίσταται αναμφίβολα βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τις επίδικες φωτογραφίες. Επομένως, ο αντίθετος από την παραπάνω διάταξη (άρθρο 559 αριθ. 11 γ’ ΚΠολΔ), λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος, καθόσον οι προβαλλόμενες αιτιάσεις ανάγονται στην εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.).
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα σε ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του, καταθέσαντος προτάσεις, αναιρεσίβλητου, συμψηφιζομένων κατά τα λοιπά (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 03 Μαρτίου 2011 αίτηση της Δ. σύζ. Ν. Κ., για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1686/2010 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα σε ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε χίλια διακόσια (1.200) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Δεκεμβρίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιανουαρίου 2017.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ