Απόφαση 470 / 2016 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 470/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Ευφημία Λαμπροπούλου και Γεράσιμο Φουρλάνο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 10 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Τoυ αναιρεσείοντος: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ” (ΙΚΑ – ΕΤΑΜ), που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μουρδουκούτα, με δήλωση του αρθρ. 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1. Ν. Κ. Α. του Ρ., κατοίκου …, ως ομόρρυθμου εταίρου της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “…” και τον διακριτικό τίτλο … που εδρεύει στον … και 2. Β. Π., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φίλιππο Κοτέα, με δήλωση του αρθρ. 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-3-2007 αγωγή του ήδη αναιρείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3700/2009 μη οριστική, 2837/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 813/2013 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 5-3-2014 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεράσιμος Φουρλάνος, ανέγνωσε την από 29-10-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Εισάγεται προς κρίση αίτηση για αναίρεση απόφασης δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε υπόθεση αξίωσης αποζημίωσης του αναιρεσείοντος ΙΚΑ, υποκατασταθέντος στην όμοια αξίωση του ασφαλισμένου του, εργαζόμενου στην επιχείρηση (και) των αναιρεσιβλήτων και παθόντα από εργατικό ατύχημα, οφειλόμενο με δόλο των τελευταίων.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο, το οποίο προέβη αυτεπαγγέλτως ή κατά πρόταση κάποιου από τους διαδίκους σε έρευνα για τη συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων του δεδικασμένου, κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Στον έλεγχο του Αρείου Πάγου υπόκειται η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας τόσο για το αν τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα, τα οποία προσέδωσε σΛ αυτό η απόφαση, όσο και η κρίση για τη συνδρομή ή μη των κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ προϋποθέσεων, εφόσον η κρίση αυτή στηρίζεται σε διαδικαστικά έγγραφα, όπως είναι η αγωγή και οι δικαστικές αποφάσεις, η εκτίμηση του περιεχομένου των οποίων, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 324 και 325 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ισχύει δε αυτό υπέρ και κατά: α) των διαδίκων, β) εκείνων που έγιναν διάδοχοί τους όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της, και γ) εκείνων που νέμονται ή κατέχουν το επίδικο πράγμα στο όνομα κάποιου διαδίκου ή διαδόχου του, αδιάφορο αν πρόκειται για σχέσεις εμπράγματες ή ενοχικές. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη αγωγή. Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση. Για να ισχύσει δε και απέναντι στο διάδοχο το δεδικασμένο, θα πρέπει η διαδοχή να συντελέστηκε μετά την εκκρεμοδικία δηλαδή μετά την κατάθεση της αγωγής. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 34 § 2 και 60 § 3 του α.ν. 1846/1951 “περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων”, συνδυαζόμενες και με εκείνες του άρθρου 16 §§1 και 3 του κωδικοποιημένου ν.551/1915, συνάγεται ότι, όταν ο παθών από εργατικό ατύχημα υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος αυτού, τόσο της κατά το κοινό δίκαιο ευθύνης για αποζημίωση, όσο και της προβλεπόμενης από τον ν. 551/1915 ειδικής αποζημιώσεως και μόνον εάν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο αυτού (εργοδότη) ή του προσωπικού που προστήθηκε από αυτόν υποχρεούται αυτός να καταβάλει στον παθόντα την από το παραπάνω άρθρο 34 παρ.2 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της κατά το κοινό δίκαιο αποζημιώσεως και του ολικού ποσού των υπό του ΙΚΑ χορηγουμένων παροχών. Το δε ΙΚΑ επιβαρύνεται αποκλειστικά αυτό να αποζημιώσει τον παθόντα ή τα μέλη της οικογένειας του και δεν υποκαθίσταται στα δικαιώματα του ασφαλισμένου έναντι του εργοδότη, παρά μόνον όταν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων. Εξάλλου κατά το άρθρο 10 § 5 του ν.δ/τος 4104/1960, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 § 1 του ν. 4476/1965, επιφυλασσομένης της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 34 § 2 και 60 § 3 του α.ν. 1846/1951 εφόσον ο ασφαλισμένος ή τα μέλη της οικογένειάς του μπορούν να αξιώσουν αποζημίωση για ζημιά που τους έγινε με αφορμή ασθένεια, αναπηρία ή θάνατο του υπόχρεου σε διατροφή τους, η αξίωση αυτή μεταβιβάζεται στο Ι.Κ.Α. κατά το ποσό που αυτό οφείλει ως ασφαλιστικές παροχές στον δικαιούχο της αποζημίωσης, όπως ειδικότερα θα ρυθμισθεί με διάταγμα που θα εκδοθεί με πρόταση του Υπουργού Εργασίας μετά από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του Ι.Κ.Α. Τέλος με το άρθρο 18 του α.ν 1645/1986, προστέθηκε στο τέλος της παρ.5 του ως άνω άρθρου διάταξη, κατά την οποία “η παραπάνω μεταβίβαση επέρχεται αυτοδικαίως από τότε που γεννήθηκε η αξίωση….Συμβιβασμός του δικαιούχου, παραίτηση, εκχώρηση η με οποιοδήποτε τρόπο αλλοίωση της παραπάνω αξιώσεως του Ι.Κ.Α. είναι άκυρη κατά το μέρος που αφορά τις παραπάνω αξιώσεις του Ι.Κ.Α. από παροχές”. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις συνάγεται, ότι μετά την ισχύ του ν. 1645/1986 το ΙΚΑ για τις καταβαλλόμενες παροχές προς τους ασφαλισμένους του, οι οποίοι δικαιούνται αποζημίωση για ζημία που προξενήθηκε σ’ αυτούς από τρίτο, υποκαθίσταται αυτοδικαίως από το νόμο, κατά το ποσό των καταβληθέντων ή οφειλομένων στο ζημιωθέντα ασφαλιστικών παροχών, στην ποσοτικά και ποιοτικά αντίστοιχη αξίωση αποζημιώσεως του τελευταίου κατά του υπόχρεου. Η υποκατάσταση δε αυτή ανατρέχει στο χρόνο που γεννήθηκε η αξίωση αποζημίωσης στον αρχικό δικαιούχο δηλαδή στο χρόνο του ατυχήματος, η δε μεταγενέστερη αυτής έκδοση της απόφασης του Διοικητή του ΙΚΑ έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα, καθορίζουσα απλώς το ποσό μέχρι του οποίου έχει επέλθει αυτοδικαίως η μεταβίβαση. Με βάση επομένως το σύστημα της αυτοδίκαιης μεταβίβασης της απαιτήσεως από αδικοπραξία του παθόντος ασφαλισμένου στο ΙΚΑ από τον ως άνω χρόνο τελέσεως του αδικήματος, δεν μπορεί να βρει πεδίο εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 325 περ. 2 ΚΠολΔ για την επέκταση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου στους διαδόχους των διαδίκων κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το τέλος της σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, αφού η μεταβίβαση του δικαιώματος θα έχει επέλθει πριν από την έναρξη της δίκης την οποία θα ανοίγει με την αγωγή ο ασφαλισμένος-παθών απαιτώντας αποζημίωση η οποία ανήκει πλέον στο ΙΚΑ.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του τα ακόλουθα: “…Με την 2141/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 11.4.2005 (αριθμ.εκθ. κατάθεσης 3375/2005) αγωγής του Κ. Μ. του Σ. κατά των εδώ εναγομένων και επικυρώθηκε από την 184/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και κατέστη συνεπώς τελεσίδικη, έγινε δεκτό με δύναμη δεδικασμένου, το οποίο δεσμεύει τους διαδίκους και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (άρθρα 321, 322 § 1, 324, 325 αριθμ. 2, 332 ΚΠολΔ), ότι το επίδικο ατύχημα έγινε υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στην απόφαση αυτή στις 12.5.2002 πάνω στη φορτηγίδα “…”, ιδιοκτησίας …., η οποία βρισκόταν στην θαλάσσια περιοχή … Σαλαμίνας, κατά τη διάρκεια της εργασίας του ασφαλισμένου στο ΙΚΑ αμμοβολιστή ……., τον οποίο είχε προσλάβει και απασχολούσε με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας η πρώτη των εναγομένων, ομόρρυθμα μέλη και νόμιμοι εκπρόσωποι της οποίας τυγχάνουν οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος απ’ αυτούς. Ακόμη έγινε δεκτό ότι κατά το επίδικο εργατικό ατύχημα ο ως άνω ασφαλισμένος τραυματίστηκε σοβαρά, όπως ειδικότερα στην εν λόγω απόφαση εκτίθεται, ότι το ατύχημα και το ζημιογόνο αποτέλεσμά του οφείλονται στην περιγραφόμενη επίσης στην ίδια απόφαση αμελή συμπεριφορά των ως άνω νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης – εργοδότιδας (ο δεύτερος από τους οποίους είχε οριστεί υπεύθυνος του οικείου συνεργείου και ο τρίτος εργοδηγός) και του πέμπτου εναγομένου, μηχανικού, τον οποίο είχε προστήσει η πρώτη στην υπηρεσία της, και ότι αντίθετα, δεν αποδείχθηκε, όπως ο παθών είχε ισχυριστεί, δόλος των εναγομένων.
Για τους λόγους αυτούς, η προαναφερόμενη αγωγή του παθόντος – ασφαλισμένου κατά το κεφάλαιο που αφορά την αποζημίωση του κοινού δικαίου και εκείνη του ν.551/1914, απορρίφθηκε ως αβάσιμη στην ουσία, έγινε δε εν μέρει δεκτή μόνο κατά το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης. Ενόψει τούτων εφόσον με δύναμη δεδικασμένου έχει κριθεί ότι το επίδικο ατύχημα και ο τραυματισμός του ενάγοντος οφείλονται σε αμέλεια και όχι σε δόλο των εναγομένων, η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία….
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, κατ’ αποδοχή της εφέσεως των αναιρεσιβλήτων και μετ’ εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, απέρριψε ακολούθως την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος ΙΚΑ με την οποία αυτό, επικαλούμενο δόλο (και) των αναιρεσιβλήτων στην πρόκληση του εργατικού ατυχήματος του ασφαλισμένου του παθόντος, ζήτησε την καταψήφιση εκείνων στην καταβολή αποζημιώσεως, ισόποσης κατ’ αντιστοιχία προς τις παροχές που χορήγησε στον ασφαλισμένο του. Έτσι όμως κρίνοντας το Εφετείο και ειδικότερα δεχόμενο ότι από την ανωτέρω 184/2009 τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε στη δίκη μεταξύ των υπόχρεων προς αποζημίωση και του παθόντος ασφαλισμένου του αναιρεσείοντος ΙΚΑ, απορρέει δεδικασμένο που δεσμεύει και το ίδιο (αναιρεσείον), υπέπεσε στην από τον αριθ. 16α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη, δεν συνέτρεχαν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι προϋποθέσεις υπάρξεως δεδικασμένου, λόγω διαφοράς προσώπων στην πρώτη και στην ένδικη αγωγή και ελλείψεως επεκτάσεως των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, αφού το αναιρεσείον δεν κατέστη ειδικός διάδοχος του παθόντος κατά τη διάρκεια της πρώτης δίκης ή μετά το τέλος της αλλά πριν από την έναρξη της εκκρεμοδικίας. Επομένως ο σχετικός από το άρθρο 559 αριθμ. 16 ΚΠολΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος, ενώ παρέλκει πλέον η έρευνα του άλλου αναιρετικού λόγου.
Συνεπώς πρέπει: α)να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, στην οποία σημειώνεται πως αναφέρονται ευσύνοπτα μεν, αλλά αρκούντως οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, β)να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εφ’ οσον η σύνθεση τούτου από άλλους δικαστές είναι εφικτή. (αρθρ.580 παρ.3 ΚΠολΔ), γ)να επιβληθεί σε βάρος των αναιρεσίβλητων η δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, το οποίο κατέθεσε προτάσεις (αρθρ.176, 180, 183 ΚΠολΔ) μειωμένη όμως σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 και 3 Ν.3643/1957, όπως ήδη ισχύει (ΑΠ 317/2007).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ.813/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, στο δικαστήριο που την εξέδωσε συγκείμενο από άλλο δικαστή.
Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσίβλητων τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος από τριακόσια (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Νοεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιουλίου 2016.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ