Απόφαση 474 / 2017 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 474/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Σοφία Ντάντου, Γεώργιο Χοϊμέ και Αλεξάνδρα Κακκαβά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας ζημιών με την επωνυμία “…” (πρώην “…”), που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Δαρούδη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ι. Μ. του Σ. και 2) Γ. Μ. του Δ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Θεμιστόκλεια Αναδιώτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-6-2009 αγωγή φυσικών προσώπων, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάστηκε με την από 13-11-2009 παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, με την από 1-3-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, καθώς και με την από 23-4-2010 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της “…”, επίσης μη διαδίκου στην παρούσα δίκη.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 31874/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1847/2014 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22-5-2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Χοϊμές διάβασε την από 13-5-2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος του, και δεύτερος, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 εδάφ. γ’ του ν. 3557/ 2007, η ισχύς του οποίου άρχισε από 14-5-2007, καταργήθηκε η Κ4/585/5-4-1978 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ 795, τ. ΑΕ και ΕΠΕ), ενώ με τη διάταξη του άρθρου 4 του ίδιου νόμου προστέθηκε το άρθρο 6β στο π.δ. 237/1986 (που κωδικοποίησε το ν. 489/1976 “περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης”), το οποίο ορίζει ότι: 1. Εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται: α) από οδηγό, ο οποίος στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί, β) από οδηγό, ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999, ΦΕΚ 57 Α’ ), όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος…, γ) από αυτοκίνητο όχημα, του οποίου γίνεται διαφορετική χρήση από αυτή που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και στην άδεια κυκλοφορίας, εφόσον η χρήση αυτή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος. Οι προαναφερόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις που απαρτίζουν, περιοριστικά πλέον, τους τρεις (3) λόγους εξαίρεσης από την ασφάλιση, αποτελούν λόγους απαλλαγής του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου του, με την επισήμανση ότι επιτρέπεται με τη σύμβαση ασφάλισης να ορίζονται, πέραν των περιπτώσεων αυτών, και άλλες περιπτώσεις εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, εφόσον αυτές αφορούν μόνο προαιρετική ασφαλιστική κάλυψη (άρθρ. 6β παρ. 2 του ίδιου π.δ/τος). Από το συσχετισμό μεταξύ τους των τριών περιπτώσεων εξαίρεσης σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος προβλέπει την ανάγκη συνδρομής αιτιώδους συνάφειας, ως μιας περαιτέρω προϋπόθεσης για τη συγκρότηση των λόγων εξαίρεσης, μόνο στις περιπτώσεις β’ και γ’ , όχι όμως και στην περίπτωση α’ , δηλαδή στην πρόκληση ατυχήματος από οδηγό που στερείται άδειας ικανότητας οδήγησης για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί. Ειδικότερα, από τη γραμματική διατύπωση των τριών περιπτώσεων εξαίρεσης συνάγεται ότι στην α’ περίπτωση δεν εξετάζεται και δεν ερευνάται κατά πόσο η έλλειψη άδειας ικανότητας οδηγού επηρέασε ή όχι την πρόκληση του ατυχήματος, αφού πρόκειται τυπικά για περίπτωση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, ενώ η ανάγκη συνδρομής της αιτιώδους συνάφειας ερευνάται μόνο στις δύο άλλες περιπτώσεις. Η διατύπωση αυτή στο νόμο, δηλαδή η μη αναφορά, σε αντίθεση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις, της σύνδεσης της αιτιώδους συνάφειας της έλλειψης άδειας οδήγησης με την πρόκληση του ατυχήματος, αποτελεί συνειδητή ρύθμιση του νομοθέτη, διαφοροποιημένη σε σχέση με τις δύο άλλες περιπτώσεις, και δεν πρόκειται για απλή παράλειψή του. Ναι μεν η σύγχρονη ασφαλιστική επιστήμη, η θεωρία και η πάγια νομολογία (ΑΠ 1068/2013, ΑΠ 1016/2013, ΑΠ 1451/2009, ΑΠ 1357/2008, ΑΠ 1517/2006) θεωρούσαν, μέχρι την κατάργηση της παραπάνω υπουργικής απόφασης, και τους λόγους αυτούς απαλλαγής ή εξαίρεσης (που αποτελούσαν συμβατικές εξαιρέσεις της κάλυψης του ασφαλισμένου) ως καλυμμένα ασφαλιστικά βάρη (συμβατικά), δηλαδή η απαλλαγή του ασφαλιστή, στην επίμαχη περίπτωση, δεν επερχόταν μόλις διαπιστωνόταν η έλλειψη άδειας οδήγησης στο πρόσωπο του οδηγού που είχε εμπλακεί στο ατύχημα, αλλά τούτο επερχόταν, εφόσον συνέτρεχε υπαιτιότητα και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους, δηλαδή της έλλειψης άδειας ικανότητας οδήγησης, και του ατυχήματος, πλην, όμως, τούτο δεν σημαίνει ότι ο νομοθέτης είναι δεσμευμένος (νομοθετικά) να ακολουθήσει οπωσδήποτε την παραδοχή αυτή. Αντίθετα, έχει την ευχέρεια να αποκλίνει, εφόσον, βέβαια, εκφράζεται σαφώς, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση του εδαφίου α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 6β του π.δ. 237/1986, στην οποία, σε αντίθεση με τις άλλες δύο ρυθμιζόμενες περιπτώσεις ασφαλιστικών βαρών, δεν θέτει ως προϋπόθεση του λόγου απαλλαγής ή εξαίρεσης του ασφαλιστή την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της πιο πάνω παράβασης και του ατυχήματος, χωρίς, περαιτέρω, να είναι υποχρεωμένος, όταν προβλέπει λόγους εξαίρεσης για τη ρύθμιση κάποιου θέματος, να θέτει είτε μόνο λόγους εξαίρεσης είτε μόνο καλυμμένα ασφαλιστικά βάρη, αλλά έχει τη δυνατότητα να κάνει συνδυασμό μεταξύ τους.
Συνεπώς, με βάση την προπαρατιθέμενη ρύθμιση του νόμου, δεν έχει νομική επιρροή ο ισχυρισμός του οδηγού που έχει εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα και δεν έχει άδεια ικανότητας οδήγησης ότι γνωρίζει να οδηγεί ή ότι λείπει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της έλλειψης της άδειας αυτής και του ατυχήματος (ΑΠ 71/2017, ΑΠ 324/2016). Όλα όσα προαναφέρθηκαν έχουν νομική αξία στις σχέσεις ασφαλιστή και ασφαλισμένου στη λεγόμενη δίκη αναγωγής του πρώτου κατά του δεύτερου, κατά την οποία παρέχεται το δικαίωμα στον ασφαλιστή να εναγάγει τα αναφερόμενα στο άρθρο 11 παρ. 1 του π.δ. 237/1986 πρόσωπα και να ζητήσει απ’ αυτά ό,τι κατέβαλε ή θα καταβάλει σε εκείνον που ζημιώθηκε από το τροχαίο ατύχημα. Εξάλλου, κατά τις σχετικές διατάξεις του ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο του ατυχήματος, που ενδιαφέρουν στην εξεταζόμενη υπόθεση, ορίζονται τα εξής: α) άρθρο 13 παρ. 2 εδάφ. α’ : “Ο οδηγός επιβάλλεται να έχει την, κατά τις σχετικές διατάξεις, προβλεπόμενη άδεια οδήγησης και την αναγκαία σωματική και διανοητική ικανότητα και να βρίσκεται σε κατάλληλη κατάσταση για να οδηγεί, οφείλει δε κατά το χρόνο της οδήγησης να είναι σε θέση να ελέγχει το όχημά του ή τα ζώα του”, β) άρθρο 94 παρ. 3: “Απαγορεύεται η οδήγηση αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών από πρόσωπα τα οποία δεν κατέχουν ισχύουσα ελληνική άδεια οδήγησης της κατάλληλης κατηγορίας ή υποκατηγορίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους του παρόντος άρθρου”, η οποία, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, απαιτείται να είναι Κατηγορίας Β, για την οδήγηση επιβατηγού αυτοκινήτου, του οποίου ο μέγιστος αριθμός θέσεων καθημένων (χωρίς τη θέση του οδηγού) δεν υπερβαίνει τις οκτώ, γ) άρθρο 95 παρ. 1, εδάφ. α’ – ε’ : “Οι άδειες οδήγησης των κατηγοριών Α, Β και των υποκατηγοριών Α1 και Β1 ισχύουν χρονικά μέχρι να συμπληρώσουν οι κάτοχοί τους το εξηκοστό πέμπτο (65) έτος της ηλικίας τους. Οι άδειες οδήγησης των κατηγοριών Β+Ε, Γ, Γ+Ε, Δ, Δ+Ε και της κατηγορίας Β, όταν αυτή χρησιμοποιείται για την οδήγηση επιβατηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης, ισχύουν για πέντε (5) χρόνια από την ημερομηνία έκδοσης ή της προηγούμενης ανανέωσής τους. Με τη λήξη πενταετούς ισχύος των αδειών αυτών λήγει συγχρόνως και η ισχύς των αδειών οδήγησης των κατηγοριών Α, Β και των υποκατηγοριών Α1 και Β1 που είναι ενσωματωμένες στο έντυπο της άδειας οδήγησης. Μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα πέντε (65) ετών οι άδειες οδήγησης ανανεώνονται κάθε τρία (3) χρόνια από την έκδοση ή την προηγούμενη ανανέωσή τους. Η ανανέωση των αδειών οδήγησης γίνεται μετά από ιατρική εξέταση”, δ) άρθρο 95 παρ. 3: “Η ανανέωση της άδειας οδήγησης μπορεί να γίνει οποτεδήποτε όχι όμως προ του διμήνου, το οποίο προηγείται της ημερομηνίας λήξης της (εδάφ. α’ )… Η ανανέωση γίνεται χωρίς θεωρητική και πρακτική εξέταση, έπειτα από ιατρική εξέταση, κατά την οποία πρέπει να κριθεί ότι ο ενδιαφερόμενος πληροί τις ελάχιστες απαιτούμενες προϋποθέσεις υγείας (εδάφ. γ’ )” και ε) άρθρο 95 παρ. 5: “Η άδεια οδήγησης επιτρέπεται να ανανεωθεί και μετά τη λήξη της ισχύος της, αν υπάρχουν οι νόμιμες, προς τούτο, προϋποθέσεις. Η άδεια οδήγησης θεωρείται ότι δεν ισχύει: α. αν έληξε ο χρόνος ισχύος της, β. αν έχει φθαρεί ή αλλοιωθεί, σε τέτοιο βαθμό που να είναι δυσχερής ο έλεγχός της και γ. αν έπαψαν να ισχύουν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε ή ανανεώθηκε” (ΑΠ 958/2015, ΑΠ 1628/2013, ΑΠ 242/2011). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανανέωση της άδειας οδήγησης που έληξε, λόγω της συμπλήρωσης της ηλικίας των 65 ετών, δεν καλύπτει τον ενδιάμεσο χρόνο (από τη λήξη μέχρι την ανανέωση), κατά τον οποίο ο οδηγός, που στερείται της άδειας, προκάλεσε το τροχαίο ατύχημα (ΑΠ 911/2002, πρβλ. ΑΠ 1628/2013, ΑΠ 859/2013, ΑΠ 242/2011). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών… Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 849/2007). Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη 1847/2014 απόφασή του, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667 και 670 έως 676 (681Α) ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την από 13-11-2009 παρεμπίπτουσα αγωγή της αναιρεσείουσας ασφαλιστικής εταιρείας (που τότε είχε την επωνυμία “… Α.Α.Ε.Ζ.”) κατά των αναιρεσιβλήτων, που ενδιαφέρουν στην παρούσα αναιρετική δίκη: “Με το … και με ημερομηνία έκδοσης 18.11.2008 ασφαλιστήριο συμβόλαιο και της μ’ αυτό καταρτισθείσας ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία “… Α.Α.Ε.Ζ.” και ήδη “… (…) Α.Α.Ε.Ζ.” και της δεύτερης παρεμπιπτόντως εναγόμενης, ήταν ασφαλισμένο το με αριθμ. κυκλοφορίας … ΙΧΕ όχημα, το οποίο ανήκε εξ αδιαιρέτου και από κοινού στη συγκυριότητα, συννομή και συγκατοχή κατά ποσοστό 50% στον καθένα από τους παρεμπιπτόντως εναγόμενους, κατά το χρονικό διάστημα από 14.11.2008 έως 14.11.2009, για τις προς τρίτους προξενούμενες υλικές ζημίες και σωματικές βλάβες μέχρι των ποσών των 100.000,00 ευρώ και 500.000,00 ευρώ, αντίστοιχα, μέσα στα όρια και με τους όρους που διαλαμβάνονται στην ισχύουσα νομοθεσία και στους αποτελούντες αναπόσπαστο τμήμα της παραπάνω σύμβασης γενικούς και ειδικούς όρους ασφάλισης της αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων και εν γένει οχημάτων. Η ασφάλιση αυτή διέπεται από τις διατάξεις του ν. 489/76 “περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης”, έτσι όπως αυτές συμπληρώθηκαν, τροποποιήθηκαν και ισχύουν μετά την κωδικοποίησή τους με το π.δ. 237/1986 και την τροποποίησή του με το ν. 3557/2007, του ν. 2496/1997 και του ν.δ/τος 400/70, καθώς και από τις λοιπές διατάξεις και όρους, που συμφωνήθηκαν μεταξύ τους κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής αυτής σύμβασης και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα και περιεχόμενο αυτής, έχοντες καταστεί συμβατικοί όροι του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, σύμφωνα με ρητή και ειδική μνεία και αναφορά αυτών στο παραπάνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο, ισχύοντες και σε κάθε περίπτωση ανανέωσης, και τους οποίους αποδέχθηκε η δεύτερη εναγόμενη της παρεμπίπτουσας αγωγής, με την παραλαβή του ασφαλιστηρίου, της βεβαίωσης ασφάλισης και την πληρωμή των ασφαλίστρων. Έτσι, μεταξύ των συμβατικών όρων αποτελεί και η περίπτωση του άρθρου 6β παρ. 1α περ. α του π.δ/τος 237/1986, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3557/2007, με την οποία ορίζεται ότι εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται από οδηγό ο οποίος στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί. Ο πρώτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος Ι. Μ., κατά το ένδικο οδικό ατύχημα, οδηγούσε το … ΙΧΕ αυτοκίνητο, στερούμενος άδειας ικανότητας οδήγησης. Συγκεκριμένα, αυτός (που έχει γεννηθεί στις 24-6-1940) ήταν κάτοχος της … άδειας ικανότητας οδήγησης (Β’ και Γ’ κατηγορίας), που του επέτρεπε την οδήγηση του ζημιογόνου οχήματος. Η άδεια αυτή είχε εκδοθεί, ως επαγγελματική, την 28.7.1964 και έληξε την 22.11.1996, ενώ, στη συνέχεια, ανανεώθηκε αρχικά για το μέχρι την 10.3.2003 χρονικό διάστημα και, στη συνέχεια, για το μέχρι την 3.4.2008 χρονικό διάστημα, ενώ είχε υποχρέωση να φορά γυαλιά. Κατά το χρόνο του ένδικου τροχαίου ατυχήματος (30.1.2009) η άδεια αυτή είχε λήξει και δεν ανανεώθηκε εμπρόθεσμα από τον πρώτο παρεμπιπτόντως εναγόμενο και, συνεπώς, θεωρείται ως μη υπάρχουσα. Για το λόγο αυτό επιβλήθηκε από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα του Α’ Τμήματος Τροχαίας Θεσσαλονίκης, που επιλήφθηκαν, το προβλεπόμενο, από τις διατάξεις του άρθρου 95 ΚΟΚ, πρόστιμο, ύψους 200,00 ευρώ, με τη … πράξη βεβαίωσης παράβασης. Η ανανέωση της άδειας έγινε την 10.2.2009, ήτοι λίγες μόλις ημέρες μετά το άνω τροχαίο ατύχημα, οπότε και ανανεώθηκε μέχρι την 10.2.2012. Η απαιτούμενη, στην προκείμενη περίπτωση, ανανέωση της άδειας ικανότητας οδήγησης στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στην υποβολή αυτού σε ιατρικές εξετάσεις, χωρίς να είναι απαραίτητη κατά το νόμο η υποβολή του σε νέα δοκιμασία ελέγχου της ικανότητάς του να οδηγεί. Όπως προαναφέρθηκε, το ένδικο ατύχημα οφείλεται στην ανωτέρω συγκλίνουσα αμέλεια του πρώτου εναγόμενου, ο οποίος, φορώντας τα κατάλληλα για αυτόν γυαλιά, οδηγούσε το προαναφερόμενο ασφαλισμένο στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα αυτοκίνητο και, παραβιάζοντας τη διπλή διαχωριστική γραμμή, γνωστή σ’ αυτόν και αποχρωματισμένη στο ένδικο σημείο, άλλαξε κατεύθυνση προς τα αριστερά, προκειμένου να εισέλθει σε χώρο στάθμευσης της επιχείρησης των υιών του, χωρίς να αντιληφθεί την προαναφερθείσα κίνηση του θανόντος ανήλικου Τ. Α., ο οποίος κινούμενος, όπως άνω περιγράφεται, στο αντίθετο ρεύμα, επίσης, δεν κατείχε άδεια οδήγησης, με αποτέλεσμα να συγκρουστούν και από τη σύγκρουση αυτή να τραυματιστεί θανάσιμα ο ανήλικος οδηγός της μοτοσικλέτας. Ενόψει των προαναφερθέντων και λαμβανόμενης υπόψη της ανωτέρω παράβασης του ΚΟΚ από τον οδηγό Ι. Μ., στην οποία υπέπεσε αυτός, η οποία δεν φέρει τα χαρακτηριστικά τυπικά ανίκανου οδηγού, καθώς ο συγκεκριμένος οδηγός από αμέλειά του προέβη στην παράβαση αυτής και δεν είχε τεταμένη την προσοχή του, ενώ σε τέτοιες παραβάσεις υποπίπτουν καθημερινά πολλοί οδηγοί, από αμέλεια, παρόλο που διαθέτουν άδεια ικανότητας οδήγησης ή, και μετά το 65° έτος, έχουν ανανεώσει, ανά τριετία, την άδεια οδήγησης. Η έλλειψη άδειας ικανότητας οδήγησης, λόγω μη εμπρόθεσμης ανανέωσης από τον πρώτο παρεμπιπτόντως εναγόμενο, δεν συνδέεται αιτιωδώς με την ανωτέρω αμελή συμπεριφορά του παρεμπιπτόντως εναγομένου ως οδηγού ούτε συνετέλεσε αιτιωδώς στην επέλευση του ατυχήματος, διότι αυτός ουσιαστικά είχε την ικανότητα να οδηγεί, γεγονός που αποδεικνύεται εκ του ότι ανανέωσε πολύ σύντομα την άδεια ικανότητας οδήγησης. Επομένως, δεν συντρέχει ο συμβατικός όρος αποκλεισμού του από την ασφάλιση. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, για να τύχει εφαρμογής ο προαναφερθείς όρος της ασφαλιστικής σύμβασης από την κάλυψη του ατυχήματος για το λόγο ότι ο υπαίτιος οδηγός στερείται άδειας ικανότητας οδήγησης, πρέπει η παράβαση αυτού του ασφαλιστικού βάρους να συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του ατυχήματος και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι ανταπέδειξαν την έλλειψη αιτιώδους συνάφειας. Η ανάγκη συνδρομής αιτιώδους συνάφειας ισχύει και στην περίπτωση έλλειψης της άδειας ικανότητας οδήγησης, όπως ορίζεται ρητά στο ζήτημα της μέθης ή της διαφορετικής χρήσης του οχήματος, και η απαλλαγή της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας δεν επέρχεται μόλις διαπιστωθεί η έλλειψη αυτή, αλλά εφόσον συντρέχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους και του τροχαίου ατυχήματος. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, δεν δικαιούται η ενάγουσα να διεκδικήσει αναγωγικά από τους παρεμπιπτόντως εναγόμενους, οδηγό – συγκύριο – συγκάτοχο και συγκυρία – συγκάτοχο – ασφαλισμένη την αποζημίωση, τόκους και έξοδα που θα καταβάλει στους ενάγοντες της πρώτης κύριας αγωγής. Σε κάθε περίπτωση, και αν ήθελε γίνει δεκτή η άποψη ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση συμβατικού αποκλεισμού της ασφάλισης, ήτοι της στέρησης της απαιτούμενης άδειας οδήγησης, δεν απαιτείται η ανωτέρω συνδρομή της αιτιώδους συνάφειας, θα πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η ένσταση για καταχρηστική άσκηση του ένδικου δικαιώματος της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, με επίκληση από την τελευταία του ως άνω συμβατικού όρου αποκλεισμού ασφάλισης, την οποία ένσταση προέβαλαν, παραδεκτά, οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρουν, νόμιμα, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι εφεσίβλητοι – παρεμπιπτόντως εναγόμενοι για την υποστήριξη του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης. Ειδικότερα, σε κάθε περίπτωση, η παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά της να ζητήσει αναγωγικά ό,τι καταβάλει στους ενάγοντες της πρώτης κύριας αγωγής, κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που διαγράφονται από τις διατάξεις του άρθρου 281 Α.Κ., διότι η εκκαλούσα, στις 18.11.2008, ασφάλισε, για το διάστημα από 14.11.2008 έως 14.11.2009, το ως άνω όχημα, εισέπραξε κανονικά τα ασφάλιστρα του προαναφερθέντος ασφαλιστηρίου, εξέδωσε το ασφαλιστήριο και χορήγησε τη σχετική βεβαίωση ασφάλισης, αν και γνώριζε και, σε κάθε περίπτωση, όφειλε να πληροφορηθεί ότι είχε λήξει η ισχύς της άδειας οδήγησης που είχε ο πρώτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος – συγκύριος – συγκάτοχος και, σε κάθε περίπτωση, όφειλε να ζητήσει αντίγραφο αυτής, αφού η δεύτερη παρεμπιπτόντως εναγόμενη – ασφαλισμένη ουδέποτε ήταν κάτοχος άδειας ικανότητας οδήγησης. Έτσι, κατά τους ως άνω χρόνους, έναρξης και έκδοσης του ασφαλιστηρίου, κανένας από τους συγκυρίους – συγκατόχους του ασφαλισμένου αυτοκινήτου, δεν είχε άδεια ικανότητας οδήγησης του αυτοκινήτου, απαιτούμενη για την κατά προορισμό χρήση του και ενόψει του ότι δεν δηλώθηκε στο ασφαλιστήριο οιοσδήποτε άλλος ως οδηγός. Η ενάγουσα γνώριζε τα ανωτέρω περιστατικά, καθώς και ότι το αυτοκίνητο δεν είναι σε ακινητοποίηση, άλλως όφειλε να γνωρίζει όλα αυτά, αφού με δικό της πταίσμα δεν πληροφορήθηκε την παραπάνω έλλειψη. Η παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία εισέπραξε κανονικά τα ασφάλιστρα του προαναφερθέντος οχήματος, δημιουργώντας, έτσι, στους παρεμπιπτόντως εναγόμενους την δικαιολογημένη πεποίθηση ότι δεν επρόκειτο να επικαλεστεί την οποιαδήποτε έλλειψη της άδειας οδήγησης, και αυτήν της μη ανανέωσής της, και ότι δεν θα επιδιώξει την παραπάνω αναγωγική είσπραξη, ενώ η επιδίωξη αυτή συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τους ίδιους επιπτώσεις, που τελούν σε ουσιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά της για είσπραξη των ασφαλίστρων και χορήγησης σχετικής βεβαίωσης ασφάλισης. Evόψει και της προαναφερθείσας, στην προκείμενη περίπτωση, έλλειψης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της έλλειψης, λόγω μη ανανέωσης, της άδειας οδήγησης με το ένδικο ατύχημα, όπως αναλύεται παραπάνω, η άσκηση του ένδικου δικαιώματος από την παρεμπιπτόντως ενάγουσα υπερβαίνει, προφανώς, τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματός της όρια (άρθρ. 281 ΑΚ). Επομένως, και με την προαναφερθείσα εκδοχή, η παρεμπίπτουσα αυτή αγωγή, κατά παραδοχήν ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της σχετικής ένστασης των παρεμπιπτόντως εναγομένων, είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την από 23-5-2013 έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης 31874/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που είχε κρίνει ομοίως κατά την κύρια παραδοχή (απορρίπτοντας την παρεμπίπτουσα αγωγή της αναιρεσείουσας, με την αιτιολογία ότι “για τον άνω συμβατικό αποκλεισμό απαιτείται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της έλλειψης άδειας ικανότητας οδήγησης και του οδικού ατυχήματος”) και, επιπλέον, το Εφετείο, με επάλληλη αιτιολογία, δέχθηκε ότι, εν πάση περιπτώσει, και με την αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή δεν απαιτείται να συντρέχει, για την απαλλαγή της ασφαλιστικής εταιρείας – αναιρεσείουσας, κατ’ άρθρ. 6β παρ. 1 εδάφ. α’ του π.δ. 237/1986, αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της έλλειψης άδειας ικανότητας οδήγησης και του ατυχήματος, η κρινόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή πρέπει να απορριφθεί, κατά παραδοχή, ως ουσιαστικά βάσιμης, της ένστασης καταχρήσεως δικαιώματος (άρθρ. 281 ΑΚ) που παραδεκτά και νόμιμα πρότειναν οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι, ήδη αναιρεσίβλητοι. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, με την κύρια αιτιολογία της απόφασής του, απαιτώντας, για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 6β παρ. 1α του π.δ. 237/1986, και τη συνδρομή της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της έλλειψης άδειας οδήγησης και της πρόκλησης του επίδικου τροχαίου ατυχήματος, παραβίασε, ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, την πιο πάνω διάταξη (καθώς και τις λοιπές, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις που προαναφέρθηκαν), αφού ζήτησε περισσότερα από όσα στοιχεία αυτή αξιώνει, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην αρχή της παρούσας σκέψης. Κατά συνέπεια, ο πρώτος, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο υποστηρίζονται τα ίδια, με την περαιτέρω επίκληση ότι ο όρος απαλλαγής της αναιρεσείουσας για την επίμαχη αιτία είχε συμπεριληφθεί και στο οικείο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (άρθρ. 361 ΑΚ), είναι βάσιμος. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, “η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που εφαρμόζεται σε όλα τα δικαιώματα του ιδιωτικού δικαίου, είτε πηγάζουν άμεσα από το νόμο είτε από δικαιοπραξία, είτε προέρχονται από κανόνες ενδοτικού δικαίου είτε από κανόνες δημόσιας τάξης, άρα και στο δικαίωμα αναγωγής του ασφαλιστή κατά των ασφαλισμένων προσώπων σε περίπτωση συνδρομής λόγου απαλλαγής του από την ασφαλιστική κάλυψη (ΑΠ 18/2010, ΑΠ 1436/2009, ΑΠ 515/2009), το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν καθιστούν ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση που δημιουργήθηκε απ’ αυτόν, η οποία επάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, επιπλέον, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, με βάση τις οποίες και την αδράνεια του δικαιούχου, η άσκηση του δικαιώματος, που επακολουθεί και που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί υπό τις πιο πάνω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται από τα όρια που ορίζονται στην εν λόγω διάταξη. Η αδράνεια αυτή του δικαιούχου πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην συντομότερο από εκείνο που προβλέπεται στο νόμο για την παραγραφή του δικαιώματος, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό. Το ζήτημα αν οι συνέπειες (που δεν είναι απαραίτητο να είναι αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο, αλλά αρκεί η επέλευση και δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων), που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματός του. Γίνεται, δηλαδή, σε τελική ανάλυση στάθμιση των αντίθετων συμφερόντων των μερών και προκρίνονται εκείνα τα συμφέροντα που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την κοινωνική τάξη και ευρυθμία (ΑΠ 1724/2014). Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (ΑΠ Ολομ., 6/2016, 10/2012, 5/2011, 8/2001). Η διακρίβωση των πράξεων, με τις οποίες ο δικαιούχος άσκησε το δικαίωμά του στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί πραγματικό ζήτημα και κρίνεται ανέλεγκτα από το δικαστήριο της ουσίας, η κρίση του όμως αυτή ότι ορισμένη συμπεριφορά υπερβαίνει, και μάλιστα προφανώς, τα όρια που θέτουν τα παραπάνω κριτήρια είναι νομική και, επομένως, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ο Άρειος Πάγος, δηλαδή, ελέγχει μόνο αν τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας συνιστούν τη νομική έννοια του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 1666/2010, ΑΠ 1189/2009, ΑΠ 493/2008, ΑΠ 1287/ 2007). Για τη διαπίστωση αυτή, ήτοι αν έγινε εσφαλμένη (ψευδής) ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν το δικαστήριο της ουσίας που κατέληξε στο πιο πάνω νομικό συμπέρασμα διέλαβε σ’ αυτό πανηγυρικά τη φρασεολογία και διατύπωση του νόμου, αλλά αν τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα έγιναν δεκτά συνιστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση την έννοια της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΠ 362/2007). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: α) οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή μνεία ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση) και τα περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό και γ) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή, αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, μνεία μόνο τούτου, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία, ποία επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη νομικού χαρακτηρισμού και, αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποίες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει. Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ’ αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, υποστηρίζοντας ότι το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς, αντιφατικές και ασαφείς αιτιολογίες, όσον αφορά το ουσιώδες ζήτημα της καταχρηστικής, εκ μέρους της, άσκησης του αναγωγικού δικαιώματός της, δεδομένου ότι: α) μολονότι δέχεται ότι η εξαίρεση του άρθρου 6β παρ. 1 περ. α’ του π.δ. 237/1986 περιλήφθηκε και ως συμβατικός όρος στην ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ της αναιρεσείουσας και της δεύτερης των αναιρεσιβλήτων, στη συνέχεια, με τρόπο αντιφατικό, αποφαίνεται ότι, επειδή η αναιρεσείουσα γνώριζε ή, αλλιώς, όφειλε να γνωρίζει ότι η λήπτρια της ασφάλισης-αντισυμβαλλόμενή της δεν κατείχε άδεια οδήγησης, καθώς και ότι η άδεια οδήγησης του άλλου συγκυρίου-πρώτου αναιρεσιβλήτου είχε λήξει και δεν είχε ανανεωθεί, δημιούργησε στους αναιρεσιβλήτους τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι, με την έκδοση του ασφαλιστηρίου και την είσπραξη των ασφαλίστρων, δεν θα επικαλεστεί τη μη ανανέωση της άδειας οδήγησης του πρώτου αναιρεσιβλήτου, χωρίς, περαιτέρω, να διευκρινίζεται αν η μη επίκληση, από την αναιρεσείουσα, της έλλειψης αυτής θα αφορούσε στη δίχως νόμιμη άδεια οδήγησης του ασφαλιζόμενου αυτοκινήτου μόνο από τη λήπτρια της ασφάλισης-δεύτερη αναιρεσίβλητη ή και από τον συγκύριο και συγκάτοχο του αυτοκινήτου-πρώτο αναιρεσίβλητο ή και από οποιονδήποτε τρίτο οδηγό αυτού, μη γνωστό εκ των προτέρων, β) ενώ δέχεται ότι η αναιρεσείουσα εξέδωσε το ασφαλιστήριο και εισέπραξε κανονικά τα ασφάλιστρα, χωρίς προηγουμένως, αν και όφειλε, να πληροφορηθεί, αν ο πρώτος αναιρεσίβλητος ήταν κάτοχος άδειας οδήγησης σε ισχύ, ζητώντας, μάλιστα, εν πάση περιπτώσει, αντίγραφο της άδειας αυτής, δεν προσδιορίζει ποία διάταξη νόμου ή ποίος συμβατικός όρος επέβαλαν σ’ αυτήν, ως ασφαλίστρια, να προβεί στον εν λόγω προληπτικό έλεγχο, αν ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι στο ειδικό φυλλάδιο που συνοδεύει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ρητά επισημαίνεται και εφιστάται η προσοχή των ασφαλισμένων να μελετήσουν με προσοχή τους όρους της ασφάλισης και, ειδικά, να μεριμνούν ώστε η άδεια οδήγησης να είναι σε ισχύ και να ανανεώνεται πριν λήξει, γ) δεν διευκρινίζει ποίο νόημα θα είχε η έρευνα από την αναιρεσείουσα του αν ο συγκύριος του ασφαλιζόμενου αυτοκινήτου κατείχε ή όχι νόμιμη άδεια οδήγησης, καθόσον, σύμφωνα με το νόμο, με την ασφαλιστική σύμβαση ασφαλίζεται η ευθύνη από την κυκλοφορία του αυτοκινήτου, ανεξάρτητα από το ποίος το οδηγεί, και όχι η ευθύνη συγκεκριμένου προσώπου και ποία θα έπρεπε να ήταν η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας, σε περίπτωση που διαπίστωνε ότι ένας από τους συγκυρίους του προς ασφάλιση αυτοκινήτου δεν κατείχε νόμιμη άδεια οδήγησης, ώστε να μη θεωρηθεί καταχρηστική η κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης και, ειδικά, αν αυτή όφειλε να αρνηθεί την κατάρτιση και, συνακόλουθα, την έκδοση του ασφαλιστηρίου, δ) δεν αναφέρει αν, κατά την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης, γνωστοποιήθηκε από τη λήπτρια της ασφάλισης προς την αναιρεσείουσα ή, αλλιώς, με ποίον τρόπο θα μπορούσε αυτή να πληροφορηθεί ποία πρόσωπα θα οδηγούσαν στο μέλλον το προς ασφάλιση όχημα, αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται στο νόμο ή στην ασφαλιστική σύμβαση και ε) ενώ δέχεται ότι η σύμβαση αυτή καταρτίστηκε μεταξύ της αναιρεσείουσας και της δεύτερης αναιρεσίβλητης, ακολούθως, διαλαμβάνει ότι η αναιρεσείουσα γνώριζε ή όφειλε να πληροφορηθεί ότι η άδεια οδήγησης του πρώτου αναιρεσιβλήτου είχε λήξει και δεν είχε ανανεωθεί, χωρίς, όμως, να μνημονεύει αν και με ποίον τρόπο γνωστοποιήθηκε από τη δεύτερη αναιρεσίβλητη στην αναιρεσείουσα, κατά τη σύναψη της σύμβασης, ότι η ίδια δεν κατείχε άδεια οδήγησης και ότι το αυτοκίνητο θα οδηγούνταν, αποκλειστικά και μόνο, από τον πρώτο αναιρεσίβλητο, καθώς και αν η δήλωση αυτή περιλήφθηκε, ως όρος, στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, προκειμένου να ερευνηθεί αν η αναιρεσείουσα είχε, πράγματι, υποχρέωση να ελέγξει την ύπαρξη ή όχι άδειας οδήγησης σε ισχύ του οδηγού αυτού. Ο πιο πάνω λόγος, κατά το ερευνώμενο σκέλος του, είναι βάσιμος, καθόσον το Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της προπαρατιθέμενης, ουσιαστικού δικαίου, διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, την οποία, εκ πλαγίου, παραβίασε, στερώντας την απόφασή του από νόμιμη βάση. Συγκεκριμένα, ενώ το Εφετείο δέχεται ότι η αναιρεσείουσα, “…γνώριζε, και σε κάθε περίπτωση όφειλε να πληροφορηθεί ότι είχε λήξει η ισχύς της άδειας οδήγησης που είχε ο πρώτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος – συγκύριος – συγκάτοχος και, σε κάθε περίπτωση, όφειλε να ζητήσει αντίγραφο αυτής, αφού η δεύτερη παρεμπιπτόντως εναγομένη-ασφαλισμένη ουδέποτε ήταν κάτοχος άδειας ικανότητας οδήγησης… γνώριζε τα ανωτέρω περιστατικά… άλλως όφειλε να γνωρίζει όλα αυτά, αφού με δικό της πταίσμα δεν πληροφορήθηκε την παραπάνω έλλειψη…” και, παρόλα αυτά, προχώρησε στην ασφάλιση του ζημιογόνου αυτοκινήτου (εισπράττοντας τα ασφάλιστρα, εκδίδοντας το σχετικό ασφαλιστήριο και χορηγώντας την οικεία βεβαίωση ασφάλισης), δεν διευκρινίζει α) πώς η αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία γνώριζε την έλλειψη αυτή και β) από πού προέκυπτε η υποχρέωσή της να γνωρίζει ή, σε κάθε περίπτωση, να πληροφορηθεί τούτο, προβαίνοντας στην κατάλληλη γι’ αυτό προληπτική έρευνα (την οποία και παρέλειψε), αν ληφθεί υπόψη ότι, σύμφωνα με το νόμο, ασφαλίζεται όχι η ευθύνη συγκεκριμένου προσώπου (οπότε θα είχε, πράγματι, νομική αξία να είχε το πρόσωπο αυτό άδεια ικανότητας οδήγησης και, συνακόλουθα, και η σχετική έρευνα της ασφαλιστικής εταιρείας), αλλά η ευθύνη από την κυκλοφορία του οχήματος, ανεξάρτητα από το ποίος το οδηγεί. Μετά από αυτά, αφού η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης γίνει δεκτή, κατά παραδοχή, ως βάσιμων, των παραπάνω δύο λόγων της, κατά τα προαναφερόμενα μέρη τους, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αυτής [α) του πρώτου, κατά το δεύτερο σκέλος του, β) του δεύτερου, κατά το πρώτο σκέλος του και γ) του τρίτου, από τους αριθμούς 1, 19 και 10, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ], γιατί η παραδοχή αυτών οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα (αναίρεση της απόφασης ως προς τα ίδια κεφάλαια), πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τα κεφάλαιά της που προεκτέθηκαν και κατά το μέρος που αναφέρονται στους διαδίκους της προκείμενης αναιρετικής δίκης. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση, κατά τα αναιρούμενα κεφάλαιά της, στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, σε αυτήν (άρθρο 495 παρ. 4 εδάφ. ε’ του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που ισχύει, κατ’ άρθρ. 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, για τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα). Τέλος, οι αναιρεσίβλητοι που νικήθηκαν στη δίκη πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη 1847/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ως προς τα κεφάλαια που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας και ως προς τους διαδίκους της προκείμενης δίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση.
Διατάζει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που έχει καταθέσει. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2017.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ