Αριθμός 575/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Λουκά Μόρφη, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου και Πελαγία Ακάσογλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, την 10 Δεκεμβρίου 2019, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Ν. Α. του Κ., 2)Σ. Γ. του Π., κατοίκου …, 3)Γ. Δ. του Α., κατοίκου …, 4)Δ. Θ. του Σ., κατοίκου …, 5)Ε. Ι. του Ν., κατοίκου …, 6)Δ. Κ. του Β., κατοίκου …, 7)Δ. Κ. του Κ., κατοίκου …, 8)Γ. Π. του Ε., κατοίκου …, 9)Γ. Ρ. του Γ., κατοίκου … και 10)Β. Τ. του Γ., κατοίκου …. Οι 2η έως 10ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Βασιλείου, ο οποίος δήλωσε ότι ο 1ος απεβίωσε και τη βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν οι α)Μ. χήρα Ν. Α., το γένος Β. Α. και )Α. Α. του Ν., και εκπροσωπούνται από τον ίδιο, που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσίβλητου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “ΔΗΜΟΣ ΣΑΜΟΥ” που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Δάμη, ο οποίος δήλωσε ότι ο Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία “Δήμος Ανατολικής Σάμου” είναι καθολικός και ειδικός διάδοχος του αναιρεσιβλήτου και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/10/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείου Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 506/2010 του ίδιου Δικαστηρίου, 1881/2014 μη οριστική και 1943/2017 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 1/3/2018 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
(A).- Κατά τα άρθρα 118 αριθμός 3, 119, 566 παρ.1, 577 ΚΠολΔ, το έγγραφο (δικόγραφο) της αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει [και] το επώνυμο όλων των διαδίκων – φυσικών προσώπων ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά τους. Η τυχόν εσφαλμένη αναγραφή του στοιχείου του επωνύμου, εφ’ όσον δεν δημιουργείται εντεύθεν αμφιβολία, ως προς την ταυτότητα του διαδίκου – φυσικού προσώπου, δεν επάγεται ακυρότητα του δικογράφου της αναιρέσεως (ΑΠ 175/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
(B).- Από το συνδυασμό των άρθρων 286, 287, 288, 289, 290, 291, 292, 74, 75, 76, 573 παρ.1, 576 ΚΠολΔ, 35 ΑΚ προκύπτουν (και) τα εξής: Η δίκη διακόπτεται, αν, έως ότου τελειώσει η συζήτηση της υποθέσεως, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, πεθάνει διάδικος (φυσικό πρόσωπο). Ο θάνατος του διαδίκου, απλού ομοδίκου, επιφέρει βίαιη διακοπή της δίκης, ως προς τον θανόντα διάδικο και μόνο, ενώ, ως προς τους λοιπούς ομοδίκους, η δίκη συνεχίζεται κανονικά. Το αποτέλεσμα της διακοπής καθώς και της επαναλήψεως της δίκης, επί θανάτου διαδίκου, επέρχεται, μόνο, εφ’ όσον το διακοπτικό γεγονός και η κατά νόμιμο τρόπο γνωστοποίησή του επισυμβούν, το βραδύτερο, μέχρι την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο. Η γνωστοποίηση του θανάτου διαδίκου και η εκούσια επανάληψη της δίκης, που έχει διακοπεί, γίνεται (και) διαδοχικά, με ενιαία προφορική – ρητή δήλωση στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως προς συζήτηση, από τον διάδικο, ο οποίος έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη, οπότε, εφ’ όσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση ως προς την ιδιότητα εκείνου, που δικαιούται να επαναλάβει τη δίκη, ακολουθεί, παραδεκτώς, άμεση συζήτηση της υποθέσεως. Ως διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης, επί θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο κληρονόμος του και έχει το δικαίωμα αυτός (κληρονόμος) να επαναλάβει τη δίκη. Τα προηγούμενα ισχύουν και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση (ΑΠ ολ. 22/2000, ΑΠ 148/2017, ΑΠ 28/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
(Γ).- Με το ν. 3852/2010 (ΦΕΚ Α. 87 / 7.6.2010), είχε συσταθεί, από την 1.1.2011, στο νομό ΣΑΜΟΥ, ως πρωτοβάθμιος Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ο ‘ΔΗΜΟΣ ΣΑΜΟΥ’ (άρθρα 286 και 1 παρ. 2, υποπαράγραφος 43, περίπτωση Α’ – υποπερίπτωση 1). Με τον μεταγενέστερο ν. 4600/2019 (ΦΕΚ Α. 43 / 9.3.2019), από την 1.9.2019, καταργήθηκε ο ‘ΔΗΜΟΣ ΣΑΜΟΥ’ και, από του χρόνου εκείνου (1.9.2019), έχουν συσταθεί, στο νομό Σάμου, ως πρωτοβάθμιοι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, ο ‘ΔΗΜΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΣΑΜΟΥ’ και ο ‘ΔΗΜΟΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΣΑΜΟΥ’, που είναι διάδοχοι του ‘ΔΗΜΟΥ ΣΑΜΟΥ’. Ειδικότερα, στα άρθρα 154 και 157 ν. 4600/2019 ορίζονται και τα εξής: (i).- Στο άρθρο 154 ορίζεται ότι σε αντικατάσταση του άρθρου 1 παρ.2, υποπαράγραφος 43, περίπτωση Α’- υποπερίπτωση 1, συνιστώνται ο ΔΗΜΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΣΑΜΟΥ, με έδρα την πόλη της Σάμου, “αποτελούμενος από τις δημοτικές ενότητες (α).- Βαθέος και (β).- Πυθαγορείου” καθώς και ο ΔΗΜΟΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΣΑΜΟΥ, με έδρα το Καρλόβασι, “αποτελούμενος από τις δημοτικές ενότητες (α).- Καρλοβασίου και (β).- Μαραθοκάμπου”. Οι νέοι αυτοί δήμοι αρχίζουν να λειτουργούν από την εγκατάσταση των νέων δημοτικών αρχών τους, που θα αναδειχθούν, με τις πρώτες, μετά την 9.3.2019 [έναρξη της ισχύος του ν. 4600/2019, κατ’ άρθρο 278 αυτού], γενικές δημοτικές εκλογές. Οι νέες δημοτικές αρχές τους αναλαμβάνουν καθήκοντα, από 1.9.2019 και η θητεία τους λήγει, την 31.12.2023. Από την έναρξη λειτουργίας των νέων αυτών δήμων, καταργείται ο ΔΗΜΟΣ ΣΑΜΟΥ. (ii).- Στο άρθρο 157 ορίζεται ότι από την κατάργηση του ΔΗΜΟΥ ΣΑΜΟΥ, “οι εκκρεμείς δίκες αυτών συνεχίζονται, χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή και χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικαστική πράξη για καθεμία από αυτές, από το Δήμο, στα διοικητικά όρια του οποίου βρίσκεται η έδρα του αντίστοιχου καταργούμενου Δήμου”. “Κατ’ εξαίρεση: (α).- δίκες, που αφορούν αξιώσεις, εμπράγματες ή ενοχικές, επί ακινήτων του καταργούμενου δήμου, συνεχίζονται από το Δήμο, στα διοικητικά όρια του οποίου βρίσκονται τα ακίνητα αυτά και (β).- δίκες, που αφορούν το πάσης φύσεως προσωπικό του καταργούμενου Δήμου, συνεχίζονται από τον Δήμο, στον Μεταβατικό ή οριστικό Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του οποίου εντάσσονται οι αντίστοιχοι υπάλληλοι. Σε κάθε περίπτωση ειδικής διαδοχής, ο συνιστώμενος Δήμος, που είναι ειδικός διάδοχος, μπορεί να ασκήσει παρέμβαση, εφαρμοζομένων των άρθρων 225 και 325 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας”.
Υπόκειται προς κρίση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η από 1.3.2018 [Γ.Α.Κ. …33 / Ε.Α.Κ. … / 11.7.2018 – Πρωτοδικείο Αθηνών] αίτηση αναιρέσεως των αναιρεσειόντων (1).- Ν. Α. του Κ., (2).- Σ. Γ. του Π., (3).- Γ. Δ. του Α., (4).- Δ. Θ. του Σ., (5).- Ε. Ι. του Ν., (6).- Δ. Κ. του Β., (7).- Δ. Κ. του Κ., (8).- Γ. Π. του Ε., (9).- Γ. Ρ. του Γ. και (10).- Β. Τ. του Γ., όλων κατοίκων … κατά του αναιρεσίβλητου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ήτοι του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοικήσεως “ΔΗΜΟΣ ΣΑΜΟΥ” (στον χρόνο ασκήσεως, την 11.7.2018, της αναιρέσεως), που εδρεύει στην πόλη της Σάμου και νομίμως εκπροσωπείται. Προσβάλλεται δε, η 1943/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε, την 12.6.2017, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 18.7.2010 [Α.Κ. 1888 / 23.7.2010 – Ειρηνοδικείο Αθηνών και Γ.Α.Κ. …512 / Α.Κ.Δ. …0 / 9.2.2011 – Πρωτοδικείο Αθηνών] εφέσεως του εκκαλούντος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου – Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοικήσεως “ΔΗΜΟΣ ΒΑΘΕΟΣ ΝΟΜΟΥ ΣΑΜΟΥ” (στον χρόνο ασκήσεως, την 23.7.2010, της εφέσεως), όπως νομίμως εκπροσωπείται και εδρεύει στην πόλη της Σάμου, ήδη αναιρεσίβλητου κατά των εφεσιβλήτων και ήδη αναιρεσειόντων. Εκκαλούμενη ήταν η 506/2010 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε, την 19.4.2010, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 26.10.2007 [Α.Κ. 1726 / 19.11.2007 – Ειρηνοδικείο Αθηνών] καταψηφιστικής αγωγής των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων κατά του εναγομένου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου – Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοικήσεως “ΔΗΜΟΣ ΣΑΜΟΥ” (στον χρόνο ασκήσεως, την 29.11.2007, της αγωγής), όπως νομίμως εκπροσωπείται και εδρεύει στην πόλη της Σάμου, ήδη αναιρεσίβλητου. Με την 506/2010 πρωτόδικη απόφαση, η αγωγή, που αφορά απαιτήσεις, ποσού (10.962,22) ευρώ, εκάστου των εναγόντων, απλών μεταξύ τους ομοδίκων, από παροχή εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (αποδοχές και επίδομα αδείας, στα έτη 2002, 2003, 2004, 2005, επίδομα εορτών Πάσχα, στα έτη 2002, 2003, 2004, 2005 και επίδομα εορτών Χριστουγέννων, στα έτη 2001, 2002, 2003, 2004, 2005), κρίθηκε νόμιμη και, ακολούθως, έγινε ολικώς δεκτή, ως βάσιμη στην ουσία. Εναγόμενη, απλή ομόδικος, ήταν και η ανώνυμη εταιρία υπό την επωνυμία ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Α.Ε., που δεν είναι διάδικος στην προκειμένη αναιρετική δίκη. Με την 1943/2017 απόφαση, που προσβάλλεται, η έφεση έγινε δεκτή, τυπικά και στην ουσία, εξαφανίσθηκε η 506/2010 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στη συνέχεια, κρατήθηκε η υπόθεση και η αγωγή, κριθείσα νόμιμη, απορρίφθηκε κατ’ ουσία, στο σύνολό της, κατά πλειοψηφία ειδικότερα, απορρίφθηκε, “ως παραγεγραμμένη, με την εφαρμογή του άρθρου 90 παρ.3 ν. 2362/1995”. Στους πρώτο και δεύτερο βαθμούς δικαιοδοσίας, η υπόθεση εκδικάσθηκε, με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών [άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυσαν πριν από το άρθρο 1 – άρθρο τέταρτο ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α. 87 / 23.7.2015), ισχύον για την ειδική αυτή διαδικασία, από 1.1.2016, κατά το άρθρο 1 – άρθρο ένατο ν. 4335/2015]. Τη συζήτηση της αναιρέσεως επισπεύδουν και οι δέκα (10) πιο πάνω αναιρεσείοντες, απλοί μεταξύ τους ομόδικοι, σύμφωνα με την οικεία παραγγελία προς επίδοση της αιτήσεως αναιρέσεως, κάτω από το αντίγραφό της, του Παναγιώτη Α. Καμπίτη [Α.Μ. / Δ.Σ.Α. …], ως πληρεξουσίου δικηγόρου τους και την … /9.10.2018 έκθεση επιδόσεως του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αιγαίου, με έδρα το Πρωτοδικείο Σάμου, Δ. Χ.. -Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, στη σειρά της, από το σχετικό πινάκιο, στην ως άνω νόμιμη δικάσιμο (10.12.2019), οι (α).- Μ. χήρα Ν. Α., το γένος Β. Α. και Ό. Κ. και (β).- Α. Α. του Ν. και Μ., όπως νομίμως παρίστανται, δήλωσαν προφορικώς στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεώς του ότι ως μοναδικοί κληρονόμοι από ιδιόγραφη διαθήκη, νομίμως δημοσιευθείσα, του διαθέτη Ν. Α., αρχικού διαδίκου [ενάγοντος – εφεσίβλητου – αναιρεσείοντος], ο οποίος απεβίωσε, την 29.8.2019, γνωστοποιούν τον θάνατο του Ν. Α. και εκουσίως επαναλαμβάνουν τη διακοπείσα, με τον θάνατό του (Ν. Α.), δίκη. Προς τούτο, προσκομίζουν και με επίκληση, στις από 13.12.2019 νόμιμες έγγραφες προτάσεις τους [άρθρο 570 παρ.1 ΚΠολΔ], όπου επαναλαμβάνουν την ως άνω δήλωσή τους, (i).- το υπ’ αριθμ. πρωτ. ….8.2019 ‘απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ν. Α.’, εκδοθέν (το απόσπασμα) από τον Ληξίαρχο (ήδη) Ανατολικής Σάμου, (ii).- το με ημερομηνία 20.9.2019 ‘πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης’, εκδοθέν από τον Δήμαρχο (ήδη) Ανατολικής Σάμου, (iii).- το υπ’ αριθμ. πρωτ. … / 30.9.2019 ‘πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών’, εκδοθέν από τον Δήμαρχο (ήδη) Ανατολικής Σάμου, (iv).- τα υπ’ αριθμ. … / 5.12.2019 και … / 5.12.2019 ‘πιστοποιητικά’ της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Σάμου, (v).- τα υπ’ αριθμ. 216 / 14.11.2019 ‘πρακτικά συνεδριάσεως του Ειρηνοδικείου Σάμου’ μετά της από 5.2.2019 ‘ιδιόγραφης διαθήκης’ του διαθέτη και ήδη θανόντος, την 29.8.2019, Ν. Α., (vi).- το υπ’ αριθμ. πρωτ. … / 5.12.2019 ‘πιστοποιητικό’ της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Σάμου. Η γνωστοποίηση του θανάτου -επισυμβάντος μετά την άσκηση, την 11.7.2018, της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως- του αρχικού διαδίκου και απλού ομοδίκου Ν. Α. καθώς και η εκούσια επανάληψη της διακοπείσης, μόνον ως προς τον Ν. Α., δίκης, είναι νόμιμη και παραδεκτώς, ακολούθησε άμεση συζήτηση της υποθέσεως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο (Β) μείζονα σκέψη, εφ’ όσον η γνωστοποίηση του θανάτου και η εκούσια επανάληψη της δίκης έγιναν, με προφορική – ρητή δήλωση, στο ακροατήριο, από τους μοναδικούς αυτούς εξ ιδιογράφου διαθήκης κληρονόμους του θανόντος [άρθρα 1710, 1711, 1846, 1712, 1721 ΑΚ], οι οποίοι είχαν δικαίωμα να επαναλάβουν τη δίκη και δεν υπήρξε αμφισβήτηση της πιο πάνω ιδιότητάς τους, ως κληρονόμων. -Επίσης, κατά την ως άνω εκφώνηση της υποθέσεως, το αναιρεσίβλητο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου – Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοικήσεως “ΔΗΜΟΣ ΣΑΜΟΥ”, όπως νομίμως παρίσταται, δήλωσε προφορικώς στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδριάσεώς του ότι η δίκη συνεχίζεται από τον “ΔΗΜΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΣΑΜΟΥ”. Την ίδια δήλωση, το αναιρεσίβλητο επαναλαμβάνει και στις από 9.12.2019 νόμιμες έγγραφες προτάσεις του [άρθρο 570 παρ.1 ΚΠολΔ]. Η προκειμένη εκκρεμής αναιρετική δίκη, όπως έγινε δεκτό στην υπό στοιχείο (Γ) μείζονα σκέψη, νομίμως συνεχίζεται από τον ΔΗΜΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΣΑΜΟΥ, ως πρωτοβάθμιο Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, που εδρεύει στην πόλη της Σάμου, αποτελείται από τη δημοτική ενότητα Βαθέος (αρχικού εκκαλούντος) και έχει συσταθεί, στο Νομό Σάμου, μετά την άσκηση, την 11.7.2018, της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως ήτοι, έχει συσταθεί, από την 1.9.2019, οπότε καταργήθηκε ο ΔΗΜΟΣ ΣΑΜΟΥ, ως πρωτοβάθμιος Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοικήσεως. -Στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, όπως εκτέθηκε, αναγράφεται το επώνυμο του με τον αριθμό (5) αναιρεσείοντος ως “Ι.”. Εν τούτοις, από το όλο περιεχόμενο του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, σε συνδυασμό προς τα λοιπά ως άνω διαδικαστικά έγγραφα της δίκης -αγωγή, έφεση, 506/2010 (πρωτόδικη) απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, 1943/2017 (προσβαλλόμενη) απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών- καθώς και από το με ημερομηνία 30.7.2018 ‘πληρεξούσιο (εξουσιοδότηση – εντολή) για προσδιορισμό αναίρεσης και παράσταση ενώπιον του Αρείου Πάγου’, που προσκομίζεται, με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του ‘εντολέως’ Ε. Ι. του Ν. από Κ.Ε.Π. Δήμου Σάμου, προκύπτει ότι το ορθό επώνυμο του με αριθμό (5) αναιρεσείοντος είναι “Ι.”, όπως και αυτός ισχυρίζεται, με τις από 13.12.2019 νόμιμες έγγραφες προτάσεις του [άρθρο 570 παρ.1 ΚΠολΔ]. Παρά την εσφαλμένη, από προφανή παραδρομή, αναγραφή στο δικόγραφο της αναιρέσεως, δεν γεννάται καμία αμφιβολία, ως προς την ταυτότητα του συγκεκριμένου διαδίκου. Έτσι, και κατά τα γενόμενα δεκτά στην υπό στοιχείο (Α) μείζονα σκέψη, δεν δημιουργείται ακυρότητα του δικογράφου της αναιρέσεως και ο με τον αριθμό (5) αναιρεσίβλητος, στο εξής, θα προσδιορίζεται, με το ορθό επώνυμό του, δηλ. ως “Ι.”. Περαιτέρω, η αίτηση αναιρέσεως, ασκήθηκε, την 11.7.2018, νομίμως και εμπροθέσμως, ήτοι στη νόμιμη προθεσμία των δύο (2) ετών, από την 12.6.2017, οπότε δημοσιεύθηκε η 1943/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που προσβάλλεται [άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ], δεδομένου ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της 1943/2017 αποφάσεως, που προσβάλλεται ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοσή της. Κατ’ ακολουθία, η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των τριών (3) συνολικά λόγων της [άρθρα 577 παράγραφοι 1 και 3, 591 παρ.7 ΚΠολΔ]. (Δ).- Στο έγγραφο (δικόγραφο) της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται, κατά τρόπο ορισμένο, σαφή και ευσύνοπτο, η νομική πλημμέλεια, που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας [άρθρα 118 αριθμός 4, 119, 566 παρ.1, 577 παρ.3, 495 παρ.1 ΚΠολΔ] ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος και να διαπιστωθεί, αν και ποιο λόγο, από όσους αναφέρονται, περιοριστικώς, στα άρθρα 559 ή 560 ΚΠολΔ, θεμελιώνει η αιτίαση, που προβάλλεται. Διαφορετικά, ο λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος και απορρίπτεται, αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτος ενώ, η αοριστία του δεν δύναται να θεραπευθεί, με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (ΑΠ ολ.27/1998, ΑΠ ολ. 32/1996, ΑΠ 988/2017, ΑΠ 1185/2010, ΑΠ 804/2005, ΑΠ 194/1998 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η εκτίμηση του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων της ίδιας ή άλλης δίκης, ιδίως, αγωγών, παρεμβάσεων, ενδίκων μέσων, προτάσεων ή δικαστικών αποφάσεων, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, όταν η πλημμέλεια, που αποδίδεται στα έγγραφα αυτά, δημιουργεί λόγο αναιρέσεως από τους λόγους, που αναφέρονται στο άρθρο 559 ΚΠολΔ ή στο άρθρο 560 ΚΠολΔ. Για τη διαπίστωση της πλημμέλειας, πρέπει να προσκομίζονται τα επίμαχα διαδικαστικά έγγραφα προς έλεγχο. Το άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ αναφέρεται σε όλους τους λόγους των άρθρων 559 ή 560 ΚΠολΔ και δεν εισάγει άλλο ειδικό λόγο αναιρέσεως. Λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, όταν τα περιστατικά, που αναφέρονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως πληρούν το πραγματικό λόγου του άρθρου 559 ΚΠολΔ ή του άρθρου 560 ΚΠολΔ (ΑΠ 345/2015, ΑΠ 756/1996 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Το άρθρο 560 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ -το οποίο, εννοιολογικώς, ταυτίζεται με το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ- ορίζει (και) ότι κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα καθώς και αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ήτοι, αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αν αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα, που ο ουσιαστικός νόμος απαιτεί. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία, δηλ. όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε έννοια διαφορετική από την αληθινή είτε ως κακή εφαρμογή, δηλ. όταν το δικαστήριο της ουσίας έκανε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της ένδικης υποθέσεως σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας δεν υπάγονται και, έτσι, κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα, με τη μορφή του διατακτικού. Δια του λόγου αυτού αναιρέσεως, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων, αντενστάσεων) των διαδίκων καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών. Στην τελευταία περίπτωση, ήτοι όταν το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παραβίαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, αποκλειστικώς και μόνο, με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που, ανελέγκτως, δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν. Για να είναι ορισμένος (παραδεκτός) ο λόγος αυτός αναιρέσεως και, συνεπώς, να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, πρέπει στο δικόγραφο της αναιρέσεως να καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το νομικό σφάλμα, που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας περί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, επίσης, να εκτίθενται, πλήρως και σαφώς, οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας ώστε η αγωγή να γίνει δεκτή, ως βάσιμη ή να απορριφθεί, ως αβάσιμη στην ουσία (ΑΠ ολ. 11/2017, ΑΠ ολ. 2/2013, ΑΠ 780/2019, ΑΠ 164/2018, ΑΠ 319/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το άρθρο 90 παρ.3 ν. 2362/1995 (ΦΕΚ Α. 247), το οποίο ίσχυσε από 1.1.1996 [άρθρο 119 ν. 2362/1995] και ήδη άρθρο 140 παρ.3 ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α. 143), το οποίο ισχύει από 1.1.2015 [άρθρο 183 ν. 4270/2014], ρυθμίζει ειδικά το θέμα του χρόνου παραγραφής (διετίας) των απαιτήσεων των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού (Δημοσίου), οι οποίες αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές τους ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ορίζει δε, ως χρονικό σημείο ενάρξεως της συγκεκριμένης παραγραφής, τη γένεση της κάθε αντίστοιχης απαιτήσεως. Το άρθρο 92 ν. 2362/1995 δε, το οποίο, επίσης, ίσχυσε από 1.1.1996 [άρθρο 119 ν. 2362/1995] και ήδη άρθρο 142 ν. 4270/2014, το οποίο ισχύει από 1.1.2015 [άρθρο 183 ν.4270/2014], ρυθμίζει το θέμα της αναστολής του χρόνου παραγραφής των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου και για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από ανώτερη βία να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής. Τα προηγούμενα για τη διετή παραγραφή και αναστολή του χρόνου της παραγραφής ισχύουν και επί Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως / ο.τ.α. [άρθρα 3 ν.δ. 31/1968 (ΦΕΚ Α. 281 / 2.12.1968), 304 π.δ. 410/1995 (ΦΕΚ Α. 231), 276 παρ.2 ν. 3463/2006 (ΦΕΚ Α. 114)], οι οποίοι έχουν εξαιρεθεί της εφαρμογής του ν.δ. 496/1974 (ΦΕΚ Α. 204), από 1.1.1977 [άρθρα 56 παρ.1, 62 ν.δ. 496/1974]. Ειδικότερα, ως προς την ειδική βραχυχρόνια (διετή) παραγραφή, κατά το άρθρο 90 παρ.3 ν. 2362/1995, αν και η παραγραφή αυτή είναι μικρότερη του χρόνου παραγραφής (πενταετίας), κατά το άρθρο 250 αριθμοί 6 και 17 ΑΚ, ως προς παρόμοιες αξιώσεις των υπαλλήλων και των εργατών του ιδιωτικού τομέως και του χρόνου παραγραφής (πενταετίας), κατά το άρθρο 937 ΑΚ, ως προς τις απαιτήσεις από αδικοπραξία, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, το οποίο δικαιολογεί την εισαγωγή εξαιρέσεων και διακρίσεων. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τους ο.τ.α., έχει θεσπισθεί από την ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως των σχετικών απαιτήσεων και αντιστοίχων υποχρεώσεών τους, απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας τους και της οικονομικής τους καταστάσεως, στην οποία οι φορολογούμενοι δημότες συμβάλλουν, με την πληρωμή φόρων, τελών και λοιπών επιβαρύνσεων υπέρ αυτών (ο.τ.α.). Έτσι, το άρθρο 90 παρ.3 ν. 2362/1995 δεν είναι αντίθετο (i).- στην αρχή της ισότητας, κατά το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος ή (ii).- στην αρχή της ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας, κατά το άρθρο 22 παρ.1 εδ. (β) του Συντάγματος, ως ειδικότερη μορφή και εκδήλωση της αρχής της ισότητας επίσης, δεν αντίκειται στο άρθρο 1 παρ.1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών / Ε.Σ.Δ.Α. – ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α. 256 / 20.9.1974), αφού το άρθρο αυτό, με ισχύ από 28.11.1974 [άρθρο “δεύτερον” ν.δ. 53/1974], εμποδίζει τον νομοθέτη να καταργεί τα ενοχικά, ακόμη, δικαιώματα και όχι να θεσπίζει κανόνες για τον καθορισμό, κατά περίπτωση, χρόνου παραγραφής των απαιτήσεων, που θα γεννηθούν μετά την έναρξη της ισχύος του. Το άρθρο 1 παρ.2 του ιδίου Πρωτοκόλλου, άλλωστε, αναγνωρίζει, ευθέως, το δικαίωμα κάθε Κράτους να θεσπίζει νόμους, εάν το κρίνει αναγκαίο για τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, επομένως και να θέτει νόμιμους περιορισμούς στην ικανοποίηση των απαιτήσεων των πολιτών, όπως είναι και η άσκηση των αξιώσεών τους εντός ορισμένου χρόνου προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, όπου εμπίπτει, κατά τα παραπάνω και η προστασία της περιουσίας των ο.τ.α. (ΑΕΔ 1/2012, ΣτΕ 373/2018, ΑΠ 536/2014, ΑΠ 701/2014 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Το άρθρο 261 ΑΚ, το οποίο ίσχυσε μέχρι την 20.3.2013, όριζε ότι: “Την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή, που διακόπηκε, με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου”. Το αυτό άρθρο 261 ΑΚ, όπως ήδη ισχύει από 20.3.2013 [άρθρα 101, 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α. 74 / 20.3.2013)], ορίζει ότι: “(1).- Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή, που διακόπηκε, με τον τρόπο αυτόν, αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης. (2).- Στην περίπτωση, που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και, εφ’ όσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές, η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου, εφ’ όσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης. (3).- Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφ’ όσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”. Κατά το άρθρο 255 ΑΚ δε, “η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής αναστέλλεται, επίσης, η παραγραφή για όσο χρονικό διάστημα μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της, ο υπόχρεος απέτρεψε, με δόλο, τον δικαιούχο να ασκήσει την αξίωση”. Ο θεσμός της παραγραφής της αξιώσεως [άρθρο 247 ΑΚ] αποτελεί την κύρωση, που ο νόμος προβλέπει, στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του. Επομένως, δεν είναι νοητή η παραγραφή της αξιώσεως, όταν ο δανειστής έχει ενεργήσει ό,τι ήταν αναγκαίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση ώστε να μη χρειάζεται να επιχειρήσει κάτι, ιδιαίτερα. Ωστόσο ο νόμος αναγνωρίζει σοβαρούς λόγους, εξ αιτίας των οποίων, η πάροδος του χρόνου δεν έχει δυσμενείς συνέπειες για τον δανειστή. Τέτοιος λόγος αναστολής της παραγραφής είναι το δικαιοστάσιο, η ανώτερη βία και ο δόλος του υποχρέου. Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα των λόγων αναστολής είναι η αντικειμενική αδυναμία του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του (ΑΠ 487/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επί αξιώσεως, η οποία έχει καταστεί επίδικη, αν ο διάδικος απρακτεί, η παραγραφή μπορεί να συμπληρωθεί σε επιδικία δηλ., αν μεταξύ δύο, κατά σειρά, διαδικαστικών πράξεων παρέλθει διάστημα ισόχρονο με την παραγραφή, που διακόπηκε. Πλην όμως, μόνος ο ορισμός δικασίμου σε χρόνο πέραν του χρόνου παραγραφής, συνεπεία αδυναμίας να ορισθεί συντομότερη δικάσιμος εξ αιτίας του φόρτου εργασίας του δικαστηρίου, δεν συνιστά ανώτερη βία, αλλά πρέπει να ερευνάται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εάν, πράγματι, εξαντλήθηκε από τον διάδικο κάθε δυνατότητα για την αποτροπή της συμπληρώσεώς της (ΑΠ 611/2014 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι εμποδίστηκε από ανώτερη βία να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής, αποτελεί αντένσταση στην ένσταση παραγραφής (ΑΠ 3/2010, ΑΠ 1497/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
(Ε).- Το άρθρο 249 ΚΠολΔ, κατά το οποίο το δικαστήριο δύναται να διατάξει την αναβολή της συζητήσεως, εωσότου περατωθεί, τελεσιδίκως ή αμετακλήτως, άλλη εκκρεμής δίκη, εάν από το αντικείμενό της εξαρτάται, εν όλω ή εν μέρει, η διάγνωση της διαφοράς, τυγχάνει εφαρμογής, παρά τη μη ειδική αναφορά του στο άρθρο 573 παρ.1 ΚΠολΔ και στην αναιρετική διαδικασία, προεχόντως, όταν ενώπιον Τμήματος του Αρείου Πάγου πρόκειται νομικό ζήτημα, που ήδη έχει παραπεμφθεί προς επίλυση, ενώπιον της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, όπου εκκρεμεί. Σε τέτοια περίπτωση, το Τμήμα δύναται να διατάξει την αναβολή της συζητήσεως της αναιρέσεως μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση, η οποία επιλύει το συγκεκριμένο ζήτημα (ΑΠ 1125/2019, ΑΠ 1461/2018 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ο π ρ ώ τ ο ς λόγος αναιρέσεως περιέχει, με την επίκληση του άρθρου 560 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ, την αιτίαση ότι η 1943/2017 απόφαση εσφαλμένως εφάρμοσε το άρθρο 90 παρ.3 ν. 2362/1995, επίσης, παραβίασε τα άρθρα 4 παρ.1 και 22 παρ.1 Συντάγματος και 1 παρ.1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, σε συνδυασμό προς το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος.
Από την 1943/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος, όπως εκτέθηκε στην υπό στοιχείο (Δ) μείζονα σκέψη, χάριν της εξετάσεως του πρώτου λόγου αναιρέσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα εξής:
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την 1943/2017 απόφασή του, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα παρακάτω ουσιώδη: “Στο πλαίσιο του προβλεπομένου από την Υ.Α. 34100/1999 (ΦΕΚ Β. 2131) του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων προγράμματος για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας από άνεργους απόφοιτους λυκείου, ηλικίας 25 έως 64 ετών, στη φύλαξη σχολικών κτιρίων, καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, οι από 27.2.2001 και 1.4.2001 (ο έβδομος ενάγων) συμβάσεις συνεργασίας, διαρκείας (11) μηνών, σύμφωνα με τις οποίες οι ενάγοντες, αφού παρακολούθησαν επιμορφωτικό σεμινάριο για ζητήματα φύλαξης σχολικών κτιρίων, απασχολήθηκαν, σε καθημερινή βάση, με τρεις βάρδιες εργασίας, στη φύλαξη των σχολικών κτιρίων, στα οποία τους τοποθέτησε ο εναγόμενος Ο.Τ.Α., προκειμένου να αποκτήσουν αντίστοιχη εργασιακή εμπειρία. Οι συμβάσεις αυτές, μετά τη λήξη τους, ανανεώθηκαν, με παρόμοια συμφωνητικά συνεργασίας, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή διαστήματα μεταξύ των ετών 2001 και 2005, τα οποία δεν αμφισβητούνται, δυνάμει των οποίων οι ενάγοντες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, ως φύλακες σχολικών κτιρίων, στην περιοχή του τότε Δήμου Σάμου, ενώ, κατ’ εφαρμογή της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 11 π.δ. 164/2004 και σε εκτέλεση της υπ’ αριθμ. 6/2005 απόφασης της Ολομέλειας του Α.Σ.Ε.Π., εντάχθησαν σε προσωποπαγείς θέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου της υπηρεσίας του … εναγομένου Δήμου, με συμβάσεις αορίστου χρόνου διότι κρίθηκε ότι παρείχαν εξαρτημένη εργασία και κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του. Με βάση τα παραπάνω, οι ενάγοντες, συνδεόμενοι με τον ως άνω Δήμο, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, δικαιούνται, εκ του νόμου, για την παρασχεθείσα στον … εναγόμενο Δήμο εργασία επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές αδείας, ωστόσο οι αξιώσεις τους αυτές υπόκεινται … στην διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ.3 ν. 2362/1995, η οποία εκκινεί από την επομένη της γέννησης εκάστης αξίωσης … Το άρθρο 90 παρ.3 ν. 2362/1995 … το οποίο ίσχυσε, κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης (και ήδη άρθρο 140 παρ.3 ν. 4270/2014) και εφαρμόζεται και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 ν.δ. 31/1968, 56 ν.δ. 496/1974 και 276 παρ.1 ν. 3463/2006 … δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος … στο άρθρο 22 παρ.1 εδ. (β) του Συντάγματος … ή στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.”.
Με τις προηγούμενες ουσιαστικές παραδοχές, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ορθώς εφήρμοσε το άρθρο 90 παρ.3 ν. 2362/1995, ενώ δεν παραβίασε το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το οποίο υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου (άρθρο 28 παρ.1 Συντάγματος] ούτε τα άρθρα 4 παρ.1 και 22 παρ.1 εδ. (β) Συντάγματος. Επομένως και κατά τα εκτεθέντα στην υπό στοιχείο (Δ) μείζονα σκέψη, ο παραδεκτός π ρ ώ τ ο ς λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ο τ ρ ί τ ο ς λόγος αναιρέσεως, περιέχει, με την επίκληση του άρθρου 560 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ, την αιτίαση ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε, ως εφετείο, με την 1943/2017 απόφασή του, απέρριψε, ως μη νόμιμη, την αντένσταση, που είχε προταθεί νομίμως, ‘αναστολής για ανώτερη βία της παραγραφής σε επιδικία, κατά το άρθρο 255 ΑΚ’. Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην υπό στοιχείο (Δ) μείζονα σκέψη, ο τ ρ ί τ ο ς λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος και απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Τούτο διότι δεν αναφέρεται το περιεχόμενο της αντενστάσεως αυτής ώστε από το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως να προκύπτει η νομική πλημμέλεια, που προβάλλεται συγκεκριμένα, ο αναιρεσείοντες δεν αναφέρουν στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, εάν, πράγματι, εξαντλήθηκε από μέρους αυτών (αναιρεσειόντων) κάθε δυνατότητα για την αποτροπή του ενδεχόμενου της συμπληρώσεως της παραγραφής σε επιδικία (όπως ενημέρωσε το Δικαστήριο για τον κίνδυνο παραγραφής και αίτημα για προσδιορισμό της υπόθεσης σε συντομότερη δικάσιμο, το οποίο απορρίφθηκε).
Ο δ ε ύ τ ε ρ ο ς λόγος αναιρέσεως περιέχει, με την επίκληση του άρθρου 560 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ, την αιτίαση ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε, ως εφετείο, με την 1943/2017 απόφασή του, απέρριψε, ως μη νόμιμη, την αντένσταση, που είχε προταθεί νομίμως, για διακοπή της παραγραφής, κατά το άρθρο 261 ΑΚ, μετά την αντικατάστασή του, με το άρθρο 101 παρ.1 ν. 4139/2013 και ρυθμίζει το θέμα των εκκρεμών υποθέσεων, όπως η ένδικη υπόθεση, εφ’ όσον δεν είχε εκδοθεί, την 20.3.2013, τελεσίδικη απόφαση. Ειδικότερα, αποδίδεται σφάλμα στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αντενστάσεως αυτής των αναιρεσειόντων.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την 1943/2017 απόφασή του, την οποία ο Άρειος Πάγος παραδεκτώς επισκοπεί, ως άνω, χάριν της εξετάσεως του δεύτερου λόγου αναιρέσεως [άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ],έκρινε ότι: “Σύμφωνα με τη γνώμη, που επικράτησε, δεν τυγχάνει εφαρμογής, στην προκειμένη περίπτωση, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού των εναγόντων, η διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 101 παρ.1 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α. 74 / 20.3.2013), δεδομένου ότι … αυτή προϋποθέτει, αυτονόητα, στα πλαίσια εκκρεμούς ακόμα υπόθεσης να μην έχει ήδη παραγραφεί η ένδικη αξίωση κατά τη δημοσίευση του ν. 4139/2013, που έλαβε χώρα, την 20.3.2013 … Η αναδρομικότητα της ρύθμισης θα οδηγούσε στην επαναφορά της απαίτησης στην αρχική και πλήρη μορφή της, ενώ ήδη αυτή υφίσταται μόνο, ως φυσική ή ατελής ενοχή, λόγω της παραγραφής. Η εκδοχή αυτή … κυρίως θα ήγειρε και ζητήματα αντισυνταγματικότητας της ρύθμισης … καθ’ όσον θα επρόκειτο για αναβίωση παραγεγραμμένων ήδη απαιτήσεων, που θα επερχόταν μέσω της αναδρομικής ‘παράτασης’ του χρόνου παραγραφής τους, με αποτέλεσμα η ρύθμιση να αντίκειται στην αρχή του κράτους δικαίου, που απορρέει από το Σύνταγμα και, ειδικότερα, στην αρχή της ασφάλειας του δικαίου … Με βάση τη γνώμη του εκ δεξιών μέλους της Σύνθεσης, που μειοψήφησε … καθώς η ένδικη υπόθεση ήταν εκκρεμής, την 20.3.2013, που τέθηκε σε ισχύ η αντικατασταθείσα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, ήτοι δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ούτε είχε περατωθεί με άλλο τρόπο η δίκη και, συνακόλουθα, η διακοπείσα, με την άσκηση της ένδικης αγωγής, παραγραφή τελούσε σε αναστολή, ενώ η αντικατασταθείσα διάταξη δεν θέτει, ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της τη μη συμπλήρωση της παραγραφής, κατά το χρόνο ισχύος του ν. 4139/2013”. Το συγκεκριμένο ζήτημα έχει παραπεμφθεί, ως αντικείμενο λόγου αναιρέσεως, ενώπιον της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, όπου εκκρεμεί. Η παραπομπή έγινε με την …/2018 απόφαση του παρόντος πολιτικού Τμήματος (Β2), “σύμφωνα με τα άρθρα 100 παρ.5 του Συντάγματος και 563 παρ.2 εδ. (γ) ΚΠολΔ” (υποχρεωτική παραπομπή) σχετικά με το αν “η διάταξη του άρθρου 101 παρ.1 ν. 4139/2013, κατά το μέρος, που ρυθμίζει το θέμα των εκκρεμών υποθέσεων για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση είναι αντισυνταγματική, στις περιπτώσεις, που περιλαμβάνει και τις ήδη παραγεγραμμένες αξιώσεις”. Κατ’ ακολουθία τούτων, το Δικαστήριο κρίνει και κατά τα εκτεθέντα στην υπό στοιχείο (Ε) μείζονα σκέψη, να αναβληθεί η συζήτηση της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως για τον δ ε ύ τ ε ρ ο λόγο αναιρέσεως μέχρι να εκδοθεί η απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του συγκεκριμένου ζητήματος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τους πρώτο και τρίτο λόγους αναίρεσης.
Και
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ, ως προς τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, τη συζήτηση της ένδικης αιτήσεως για αναίρεση της 1943/2017 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για το στο σκεπτικό ζήτημα, το οποίο έχει παραπεμφθεί ενώπιον αυτής, με την …/2018 απόφαση του παρόντος Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 24 Μαρτίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 21 Μαΐου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ