Απόφαση 595 / 2016 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 595/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου-εισηγήτρια, Νικήτα Χριστόπουλο, και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Β. Σ. του Δ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Χρήστο Σιμιτό Των αναιρεσίβλητων: 1)Ν. Σ. του Ι. κατοίκου … και 2)Ι. Σ. του Δ. κατοίκου …, οι οποίοι παραστάθηκαν μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου Φλώρας Μεραβόγλου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-1-2013 αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λευκάδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 39/2012 του ιδίου Δικαστηρίου και 45/2015 του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα, με την από 31-12-2012 και με αύξ. αριθμ. έκθ. καταθέσεως 1/4.1.2016 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, η πληρεξούσια των αναιρεσίβλητων ζήτησε την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Ειδικότερα, προκειμένου περί αγωγής αναγνώρισης της ακυρότητας διαθήκης λόγω ανικανότητας του διαθέτη για τη σύνταξη αυτής, κατ’ άρθρο 1719 παρ.3 ΑΚ, ο επικαλούμενος την πιο πάνω ανικανότητα πρέπει, για το ορισμένο του ισχυρισμού του, να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τη συνδρομή της εν λόγω προϋπόθεσης, και όχι απλώς να επαναλαμβάνει τη διατύπωση του νόμου. Στην προκείμενη περίπτωση, ο πρώτος των αναιρεσιβλήτων με την από 16/3/2010 αγωγή του ζήτησε την αναγνώριση της ακυρότητας της …/9-8-1999 δημόσιας διαθήκης του αποβιώσαντος στις 30/6/2006 παππού του Δ. Σ., επικαλούμενος την ανικανότητά του για τη σύνταξη αυτής, εξαιτίας του ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του και παράλληλα βρισκόταν σε ψυχική και διανοητική διαταραχή που περιόριζε παντελώς τη λειτουργία της βούλησής του. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι ο πιο πάνω διαθέτης κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης (9/8/1999), ήταν 74 ετών και αντιμετώπιζε ήδη χρόνια και σοβαρά προβλήματα υγείας. Ότι, συγκεκριμένα, έπασχε από δύσπνοια λόγω ανεπάρκειας αορτικής βαλβίδας, από καρδιακή ανεπάρκεια τρίτου σταδίου και από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια. Ότι επίσης έπασχε από ατροφία των οπτικών θηλών, έντονη αγγειοσκλήρυνση άμφω και κερατοπάθεια Α.Ο., με αποτέλεσμα η οπτική του οξύτητα στον αριστερό και δεξιό οφθαλμό να είναι κάτω του 1/20, πάθηση η οποία διαπιστώθηκε επιστημονικά ότι ήταν μη ιάσιμη. Ότι, ακόμη, παρουσίαζε κινητική αναπηρία, νοητική καθυστέρηση και ψυχική πάθηση, εξαιτίας των οποίων αξιολογήθηκε από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές ανίκανος για την άσκηση και του πιο συνηθισμένου βιοποριστικού επαγγέλματος, με ποσοστό αναπηρίας 100%. Επίσης, ότι προέβαινε συχνά σε πράξεις αντικοινωνικές και ασυμβίβαστες με τις πράξεις ενός λογικού ανθρώπου, λέγοντας πράγματα τρελά και ακατανόητα, ενώ απειλούσε τρίτους, ακόμη και τους οικείους του. Ότι ήταν συνεχώς και αδικαιολόγητα εχθρικός με τους ανθρώπους που τον περιέβαλλαν, νομίζοντας ότι όλοι συνωμοτούν εναντίον του για να τον εξοντώσουν. Ότι επίσης προέβαινε σε καταστροφικές πράξεις για την περιουσία του, ενώ ισχυριζόταν ότι θα προέβαινε και σε δωρεές προς αγνώστους. Ότι, ειδικότερα, χορηγούσε ένορκες βεβαιώσεις σε τρίτους, με τις οποίες ομολογούσε άτυπες μεταβιβάσεις των ακινήτων του, τα οποία είχε ήδη εκμισθώσει σε τρίτους. Ότι έτσι αδυνατούσε παντελώς να φροντίζει τον εαυτό του και την υγεία του και να διαχειρίζεται την περιουσία του, ευρισκόμενος διαρκώς σε κατάσταση συνεχούς επίβλεψης, περιποίησης και συμπαράστασης άλλου προσώπου, εξαιτίας δε της κατάστασης αυτής ζητήθηκε από την οικογένειά του η θέση του σε δικαστική συμπαράσταση. Ότι, τελικά, με την 569/2001 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λευκάδας κρίθηκε ότι τελούσε σε απόλυτη αναπηρία από το έτος 1997 και τέθηκε σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, κηρύσσοντάς τον ανίκανο για όλες τις δικαιοπραξίες, συνεπώς και για την σύνταξη διαθήκης. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, διότι προσδιορίζει όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά ως προς την ανικανότητα του διαθέτη για τη σύνταξη της επίμαχης διαθήκης, εξαιτίας της έλλειψης συνείδησης των πράξεων και της ψυχικής και διανοητικής διαταραχής του που περιόριζαν αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του κατά το κρίσιμο χρόνο σύνταξης της διαθήκης. Επομένως, το Εφετείο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω (ποσοτικής) αοριστίας την πιο πάνω αγωγή, αναφορικά με τη συνδρομή της προαναφερόμενης προϋπόθεσης για την αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης, απορρίπτοντας σιωπηρά το σχετικό ισχυρισμό περί αοριστίας που είχε προβάλει η αναιρεσείουσα τόσο με τις πρωτόδικες όσο και με τις κατ’ έφεση προτάσεις της, δεν υπέπεσε στις από τους αρ. 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες.
Συνεπώς, οι συναφείς πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Έτσι παραμόρφωση εγγράφου υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας κάνει λάθος κατά την ανάγνωση του εγγράφου και αποδίδει σε αυτό περιεχόμενο διαφορετικό από το αληθινό, όχι όμως λάθος κατά την αξιολόγησή του. Παραμόρφωση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής υπάρχει και όταν το δικαστήριο κατά την ανάγνωση του εγγράφου παρέλειψε φράσεις ή περικοπές του κειμένου κρίσιμες, δηλαδή που να μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποδεικτικό συμπέρασμα. Δεν υπάρχει όμως παραμόρφωση, όταν το δικαστήριο δεν στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, αλλά το συνεκτίμησε μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα ή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που περιέχονται στο έγγραφο αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον τρίτο και τελευταίο, από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, όπως αυτός εκτιμάται, προβάλλει ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της …/25.6.199 απόφασης του κλιμακίου Ιωαννίνων της ανώτατης υγειονομικής επιτροπής του ΟΓΑ, την οποία είχαν προσκομίσει οι αναιρεσίβλητοι, με το να αναγνώσει μέρος μόνον αυτής και να δεχτεί με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι “ο διαθέτης (πατέρας της) έπασχε και πριν από τη σύνταξη της επίμαχης διαθήκης από νοητική καθυστέρηση και ψυχική πάθηση και ότι κρίθηκε ασφαλιστικά ανάπηρος 100%”, ενώ υπήρχαν και άλλες κρίσιμες περικοπές στο κείμενο του παραπάνω εγγράφου που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το δικαστήριο σε διαφορετικό από το γενόμενο δεκτό αποδεικτικό συμπέρασμα, ως προς την ανικανότητα του διαθέτη να συντάξει την επίμαχη διαθήκη. Ειδικότερα, με τον κρινόμενο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι δεν αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι παθήσεις του διαθέτη που αναγράφονται στο τέλος του κειμένου του παραπάνω εγγράφου της υγειονομικής επιτροπής και έχουν συμπληρωθεί ιδιοχείρως: “ατροφία οπτικών θηλών, σοβαρού βαθμού αγγειοσκλήρυνση άμφω και κερατοπάθεια Α. Ο. με νΔΟ κακή αντίληψη φωτός Α.Ο. μέτρηση δακτύλων, σοβαρού βαθμού ανεπάρκεια αορτής”, ενώ γίνεται δεκτό ότι αυτός έπασχε, με βάση το ίδιο έγγραφο, από νοητική καθυστέρηση και ψυχική πάθηση και ότι κρίθηκε ασφαλιστικά ανάπηρος, κατά ποσοστό 100%, χωρίς οι αντίστοιχες παθήσεις να έχουν υπογραμμιστεί ή κυκλωθεί στη σχετική ένδειξη ( υπό στοιχείο 2α) του εγγράφου, με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, να δημιουργείται και ασάφεια ως προς το είδος των παθήσεων που έλαβε υπόψη της η εν λόγω επιτροπή, προκειμένου να προβεί στη διαπίστωση του προαναφερθέντος ποσοστού αναπηρίας του διαθέτη. Από την επισκόπηση του περιεχομένου του εν λόγω εγγράφου (άρθρ.561 παρ.1ΚΠολΔ) προκύπτει ότι πράγματι υπήρχαν σε αυτό και επιπλέον περικοπές, πέρα από εκείνες που αναφέρονται στις πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς όμως να συνάγεται εξ αυτού ότι το Εφετείο ηθελημένα δεν παρέθεσε και τις επίμαχες περικοπές ή ότι παρέλειψε να αναγνώσει ολόκληρο το περιεχόμενο του πιο πάνω εγγράφου και να το λάβει υπόψη του, αφού σε άλλο σημείο της προσβαλλόμενης απόφασης γίνεται ειδική αναφορά στην προεκτεθείσα πάθηση των οφθαλμών του διαθέτη. Σε κάθε όμως περίπτωση, όπως προκύπτει από το σύνολο των παραδοχών της πληττόμενης απόφασης το Εφετείο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του κρίση, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της ανικανότητας του διαθέτη να συντάξει την παραπάνω διαθήκη, εξαιτίας ψυχικής και διανοητικής διαταραχής που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, συνεκτίμησε και τα άλλα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν οι διάδικοι (ένορκες βεβαιώσεις, λοιπά έγγραφα) και δεν στήριξε την εν λόγω κρίση του αποκλειστικά στο περιεχόμενο του φερόμενου ως παραμορφωθέντος πιο πάνω εγγράφου. Επομένως και ο τρίτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη. Ακόμη, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αύξοντα αριθμό κατάθεσης 1/4.1.2016 αίτηση της Β. Σ. για αναίρεση της 45/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Νοεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Νοεμβρίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ