Απόφαση 714 / 2020 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 714/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Iωάννη Μαγγίνα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου και Ζωή Κωστόγιαννη-Καλούση, Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου X. C. του M., κατοίκου … και ήδη κρατούμενου στο Αγροτικό Κατάστημα Κράτησης Κασσάνδρας Χαλκιδικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Τσιρώνη, για αναίρεση της υπ’αριθ. 104/2018 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ν. Τ. του Κ., κάτοικο …, ο οποίος δεν εμφανίστηκε.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 2.5.2019 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 805/2019.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως για τους υπό στοιχ. Β και Δ λόγους και β) να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης ως προς τους λοιπούς λόγους υπό στοιχ. Α και Γ και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη 2.5.2019 αίτηση του X. C. του M., κατοίκου … και ήδη κρατούμενου στις Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατ’ άρθρο 473 παρ. 2, στις 3.5.2019, για αναίρεση της υπ’ αριθμό 104/2018 καταδικαστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρα 473 παρ. 1, 2, 474 παρ. 1, 2 Κ.Π.Δ) και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
Κατά το άρθρο 590 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4620/2019 και ισχύοντος από 1.7.2019 Κ.Π.Δ. “Υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα. Οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας που τελέστηκαν όταν ίσχυαν οι διατάξεις που καταργούνται διατηρούν το κύρος τους”. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του Αστικού Κώδικα, κατά το οποίο ο νόμος ισχύει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ, προκύπτει ότι το επιτρεπτό των ενδίκων μέσων και, συνεπώς, και τα σφάλματα της απόφασης, για τα οποία επιτρέπεται η άσκηση του ένδικου μέσου, κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο της δημοσίευσης της απόφασης. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364, 365 και 369 του Κ.Π.Δ. σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι η ανάγνωση προανακριτικών ή ανακριτικών καταθέσεων απολειπομένων μαρτύρων, χωρίς να προηγείται η βεβαίωση περί της αδυναμίας αυτών να εμφανισθούν στο ακροατήριο, και η συνεκτίμηση και συναξιολόγησή τους με τις λοιπές αποδείξεις από το Δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσης του αναφορικά με την ενοχή του κατηγορουμένου δεν δημιουργεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Π.Δ., λόγο αναίρεσης για ακυρότητα της διαδικασίας, αν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του δεν είχαν αντιλέξει στην ανάγνωση των καταθέσεων αυτών, δεδομένου ότι έτσι δεν παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ’ της ΕΣΔΑ και το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. ε’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν. 2462/1997), να θέτει ερωτήματα στους μάρτυρες, αφού διατηρείται πάντως το, από το άρθρο 358 του Κ.Π.Δ., δικαίωμα του κατηγορούμενου να κάνει παρατηρήσεις επί των εν λόγω καταθέσεων που αναγνώσθηκαν. Αντίθετα, η διάταξη αυτή του άρθρου 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ παραβιάζεται και επέρχεται εντεύθεν απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ’ του Κ.Π.Δ., αν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του είχαν αντιλέξει στην ανάγνωση των ληφθεισών κατά την προδικασία καταθέσεων των απολειπόμενων μαρτύρων και το Δικαστήριο, παρά ταύτα, απορρίπτοντας το αίτημα, για τη μη ανάγνωση των εν λόγω καταθέσεων, προέβη στην ανάγνωση αυτών, οπότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άνω άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Π.Δ.. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά επισκοπούνται για την διερεύνηση του σχετικού λόγου αναίρεσης, στο στάδιο της ανάγνωσης των εγγράφων, αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας, οι από 23.5.2013 και 25.4.2016 καταθέσεις των απολειπόμενων μαρτύρων S. M. του C. και του Μ. Χ. – Αστυνομικού, αντίστοιχα, χωρίς, όμως, να προβληθεί κάποια αντίρρηση από τον κατηγορούμενο και το συνήγορό του. Επομένως, από την ανάγνωση των καταθέσεων των ως άνω απόντων μαρτύρων, χωρίς ειδική αιτιολόγηση του ανέφικτου της εμφάνισής τους στο ακροατήριο, δεν παραβιάστηκε η αρχή της προφορικότητας, της δημοσιότητας και κατ’ αντιδικία διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας και δεν δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού δεν υπήρξε σχετική εναντίωση του κατηγορούμενου, ούτε προσφυγή του στο δικαστήριο, προκειμένου να αποφασίσει τούτο για την ανάγνωσή τους ή μη, ούτε αίτημα αυτού για αναβολή ή διακοπή της δίκης, προκειμένου να κλητευθούν και να διαταχθεί η βίαιη προσαγωγή τους. Κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Γ’ του Κ.Π.Δ., υπό στοιχείο “
ΙΙ” συναφής λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Από το συνδυασμό των ιδίων ως άνω διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364, 369 και 358 του Κ.Π.Δ. προκύπτει, επίσης, ότι η λήψη υπόψη και συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή του κατηγορούμενου, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι, έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα, δικαιώματος αυτού να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο και ιδρύει τους προβλεπόμενους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Γ’ Κ.Π.Δ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του ιδίου Κώδικα λόγους αναίρεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι στήριξε τη σε βάρος του καταδικαστική απόφαση σε έγγραφη ανακοίνωση και συγκεκριμένα σε “αναφορά αξιόποινης πράξης” και σε μαρτυρική του κατάθεση οι οποίες δεν αναγνώσθηκαν. Σχετικά με την εν λόγω αιτίαση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι στο σκεπτικό αυτής εκτίθενται τα γεγονότα που ο αναιρεσείων ανέφερε στους αστυνομικούς προσερχόμενος, με δική του πρωτοβουλία, στις 23.5.2013, αναφορικά με την επίμαχη ληστεία, τα οποία αποτελούν το περιεχόμενο της …/3.7.2013 υποβλητικής αναφοράς του Τμήματος Ασφάλειας Πρέβεζας, η οποία ρητά μνημονεύεται. Η επισημαινόμενη έγγραφη αναφορά, ωστόσο, αναγνώσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά το στάδιο της ανάγνωσης των εγγράφων, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας και μάλιστα χωρίς να υποβληθεί αντίρρηση από τον αναιρεσείοντα και τους συνηγόρους του και η αναφορά στο περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου, όπως και στη μαρτυρική κατάθεση του ιδίου, (χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό αυτής – μαρτυρικής κατάθεσης), έγινε στη προσβαλλόμενη απόφαση διηγηματικά, καθότι στον σχηματισμό της κρίσης του αναφορικά με την ενοχή του αναιρεσείοντος το Δικαστήριο της ουσίας ήχθη από την συνεκτίμηση των ρητά σ’ αυτήν μνημονευόμενων αποδεικτικών μέσων.
Επομένως, από την αναφορά των επισημαινόμενων εγγράφων δεν παραβιάστηκε η αρχή της δημοσιότητας της ποινικής διαδικασίας και δεν δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Γ’ του Κ.Π.Δ., υπό στοιχείο “
ΙΙΙ” συναφής λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το ν. 4619/2019 και ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορούμενου”. Επιεικέστερος είναι ο νόμος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορούμενου, αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι’ αυτόν και δεν αποκλείεται στη συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος νόμος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται αφενός ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή. Ευμενέστερος δε κατά τα προεκτεθέντα είναι ο νόμος που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτερο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο και επί ίσων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Ευμενέστερος είναι και ο νόμος που καταργεί επιβαρυντική περίσταση, η παραδοχή της οποίας, μέχρι την κατάργησή της, οδηγούσε σε επίταση της απειλούμενης κατά του δράστη ποινής. Εάν από τη σύγκριση των περισσότερων διατάξεων προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο απ’ όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά ο νεότερος επιεικέστερος. Στην περίπτωση που μετά την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, ως προς τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και την προβλεπόμενη ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει και αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορούμενου κατά τη συζήτηση της τελευταίας, όπως τούτο προκύπτει από τον συνδυασμό των άρθρων 514 και 511 εδ. τελ. Κ.Π.Δ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 380 παρ.1 του ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα “1. Όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή”, ενώ στην παρ. 1 εδ. α’ του άρθρου 380 του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 ποινικού κώδικα, στην όμοια ως προς τα στοιχεία της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης του ιδίου εγκλήματος (ληστείας) προβλεπόταν ποινή κάθειρξης, παράλληλα περιλαμβανόταν και η διάταξη του εδ. β’, σύμφωνα με την οποία: “Η τέλεση της πράξης του προηγούμενου εδαφίου με κάλυψη ή αλλοίωση των χαρακτηριστικών του προσώπου του δράστη συνιστά επιβαρυντική περίσταση.” Η ως άνω διάταξη του ισχύοντος Π.Κ., κατά το μέρος που με αυτήν καταργείται η επιβαρυντική περίσταση του εδ. β’ της παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, δηλ. της κάλυψης ή αλλοίωσης των χαρακτηριστικών του προσώπου του δράστη, είναι ευμενέστερη της προϊσχύσασας. Ευμενέστερη της προγενέστερης είναι επί πλέον και ως προς την προβλεπόμενη ποινή, καθόσον με αυτή προβλέπεται πλαίσιο ποινής κάθειρξης πέντε (5) ετών έως δεκαπέντε (15) ετών (άρθρο 52 του ισχύοντος Π.Κ) ενώ η προηγούμενη προέβλεπε πλαίσιο ποινής κάθειρξης πέντε (5) ετών έως είκοσι (20) ετών (άρθρο 52 του προϊσχύσαντος Π.Κ.). Αναφορικά με την απλή συνέργεια, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του ισχύσαντος κατά τον χρόνο τέλεσης της επίδικης πράξης Π.Κ., που έχει τον υπότιτλο “Απλός συνεργός”, όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β’ του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83), ενώ με το αντίστοιχο άρθρο του ισχύοντος από 1.7.2019 Π.Κ., “όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται με μειωμένη ποινή (άρθρο 83)”. Με την τελευταία αυτή διάταξη καταργείται η διάκριση μεταξύ άμεσης και απλής συνέργειας, όπως αποτυπωνόταν στα άρθρα 46 παρ. 1 εδ. β’ και 47 του προϊσχύσαντος Π.Κ. και προβλέπεται κατ’ αρχήν ενιαία μειωμένη ποινή για όλες τις μορφές της συνέργειας στο έγκλημα είτε προσφέρεται κατά είτε πριν από την τέλεση της πράξης και κατ’ εξαίρεση μόνο προβλέπεται δυνατότητα του δικαστηρίου να επιβάλει στο συνεργό την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει τη συνδρομή του κατά την τέλεση της πράξης και θέτει με αυτήν το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού (άμεσος συνεργός). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση απλής συνέργειας απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης πριν από την τέλεση αυτής ή κατά την τέλεσή της, εφόσον εκείνος που την παρέχει με θετική ή αρνητική μορφή ενεργεί από πρόθεση και ειδικότερα με τον οικείο δόλο που απαιτείται για τον αυτουργό αυτής. Έτσι, για να υπάρχει απλή συνέργεια θα πρέπει ο αυτουργός να τέλεσε ή να αποπειράθηκε τουλάχιστον να τελέσει την ποινικά άδικη πράξη, για την εξ υποκειμένου δε στοιχειοθέτηση της απλής συνέργειας απαιτείται δόλος του συνεργού, συνιστάμενος στη γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλει με την συνδρομή του στην πραγμάτωση του εγκλήματος, χωρίς να είναι ανάγκη να γνωρίζει λεπτομέρειες της πράξης και ιδίως πότε και υπό ποίες ειδικές συνθήκες θα τελεσθεί από τον αυτουργό της πράξης. Η συνδρομή του απλού συνεργού συνίσταται σε πράξεις δευτερεύουσας σημασίας και δύναται να παρασχεθεί μόνον κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης ή και πριν από αυτήν ουδέποτε δε μετά από αυτήν εκτός εάν αναλαμβάνει ο συνεργός να προεξασφαλίσει έναντι του αυτουργού την εξάλειψη των ιχνών του εγκλήματος ή τη ματαίωση δίωξης του δράστη. Οι συμμετέχοντες κατά το άρθρο 47 του ισχύοντος ΠΚ τιμωρούνται, σύμφωνα με το άρθρο 49 του ιδίου Κώδικα, με μειωμένη ποινή (άρθρο 83), αν, στις περιπτώσεις που ο νόμος για να είναι μια πράξη αξιόποινη απαιτεί ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις, αυτές υπάρχουν μόνο στον δράστη (παρ. 1), ενώ οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις που επιτείνουν, μειώνουν ή αποκλείουν την ποινή λαμβάνονται υπόψη μόνο για εκείνον το συμμέτοχο στον οποίο υπάρχουν (παρ.2). Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την, επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα γενικά, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα και χωρίς να απαιτείται η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, καθώς και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφαρμόσθηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για την βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω και κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Λόγο αναίρεσης της απόφασης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Π.Δ., αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη σχετική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει. Εσφαλμένη δε εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται με πλάγιο τρόπο, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, το οποίο περιέχεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία θεμελίωσης και στην ταυτότητα του σχετικού εγκλήματος, υπάρχουν ελλείψεις, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης ως άνω απόφασής του, το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: “Στην … στις 21.5.2013 και περί ώρα 22.30 δύο άγνωστοι Αλβανοί, μετά από συναπόφαση, έχοντας καλυμμένα τα πρόσωπά τους και φορώντας γάντια, εισήλθαν στην οικία του Ν. Τ. και Ε. Κ.. Τους ακινητοποίησαν δένοντάς τους με σχοινί, τους άσκησαν σωματική και ψυχολογική βία και αφού τραυμάτισαν τον Ν. Τ. και με μαχαίρι και την Ε. Κ. με τα χέρια τους, τους απέσπασαν το χρηματικό ποσό των 400 ευρώ, ένα σάκο που περιείχε το χρηματικό ποσό των 50.000 ευρώ και διάφορα χρυσαφικά. Από τις έρευνες του Τμήματος Ασφαλείας Πρέβεζας προέκυψε ότι οι φυσικοί αυτουργοί της ληστείας με την επιβαρυντική περίσταση της κάλυψης των χαρακτηριστικών του προσώπου των δραστών είναι οι Αλβανοί υπήκοοι: 1)F. I. του B. και 2) M. S. B. B., οι οποίοι είναι άγνωστης διαμονής και ως προς τους οποίους έχει ανασταλεί η διαδικασία στο ακροατήριο με σχετικές διατάξεις του Εισαγγελέα Εφετών Ιωαννίνων και έχουν εκδοθεί σε βάρος τους ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης. Τόσο από το αποδεικτικό υλικό της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανάκρισης όσο και από το υλικό της κυρίας ανάκρισης προέκυψε κατά τρόπο απολύτως βέβαιο ότι οι παραπάνω Αλβανοί χρησιμοποιούσαν ο μεν πρώτος (F. I.) το με αριθμό κλήσης … κινητό τηλέφωνο, ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος (M. S. B.) χρησιμοποιούσε τα με αριθμούς … κινητά τηλέφωνα. Το ότι ο τελευταίος χρησιμοποιούσε το … κινητό τηλέφωνο προκύπτει από την ένορκη κατάθεση της 24ης Σεπτεμβρίου 2014 της M. R. L., υπηκόου Ρουμανίας, εν διαστάσει συζύγου του κατηγορουμένου B. Το δεύτερο τηλέφωνο ανήκε στον συγκάτοικό του στη Λευκάδα D. S., ο οποίος όμως είχε αναχωρήσει από την Ελλάδα για την Αλβανία και του το είχε αφήσει. Από τις καταθέσεις των παραπάνω παθόντων προέκυψε ότι αυτοί είχαν τη συνήθεια για αρκετό χρονικό διάστημα να μεταφέρουν καθημερινά ένα σάκο που περιείχε τις αποταμιεύσεις τους από την οικία τους στο κατάστημα ¨mini market¨ που διατηρούσαν στην … και αντίστροφα από το κατάστημα στην οικία τους. Μάλιστα είχαν φροντίσει να ράψουν το φερμουάρ του σάκου ώστε να μην είναι εύκολη η πρόσβαση στο εσωτερικό του. Όταν λοιπόν οι παραπάνω αρχικά άγνωστοι δράστες, οι οποίοι ανακαλύφθηκαν στη συνέχεια ζήτησαν τα χρήματα των παθόντων δεν αρκέστηκαν στα 400 ευρώ περίπου που τους έδωσε ο Ν. Τ. και τα οποία αποτελούσαν τις εισπράξεις της ημέρας αλλά συνέχισαν να ψάχνουν το σπίτι και μόλις ανακάλυψαν το σάκο κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι, τον παρέλαβαν και έφυγαν χωρίς καν να τον ανοίξουν. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι οι δράστες γνώριζαν για την ύπαρξη του σάκου και του περιεχομένου του και για το λόγο αυτό προέβησαν στη ληστεία. Να σημειωθεί ακόμη το γεγονός ότι ο παθών μιλούσε στα αρβανίτικα στους δράστες, πλην όμως αυτοί απαντούσαν στα ελληνικά. Το γεγονός αυτό εκτιμήθηκε από την Αστυνομία δηλ. το Τμήμα Ασφαλείας Πρέβεζας ότι οι δράστες ήταν Αλβανοί, οι οποίοι είχαν αντλήσει πληροφορίες για τους παθόντες από το στενό οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον τους. Ακόμη από την αρχική από 22.5.2013 κατάθεση του παθόντος Ν. Τ. αλλά και την σαφή κατάθεσή του στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο ένας από τους δράστες, λίγο πριν την αποχώρησή τους από την οικία των παθόντων τηλεφώνησε από το κινητό του σε τρίτο πρόσωπο, έχοντας συνομιλία μικρής διάρκειας λέγοντας συγκεκριμένα τη φράση: ¨περίμενε ερχόμαστε¨. Στα πλαίσια της έρευνας της υπόθεσης προσήχθησαν στις 22.5.2013, στο ΑΤ Πάργας για εξέταση άτομα από την ευρύτερη περιοχή της …ς, μεταξύ των οποίων οι Αλβανοί υπήκοοι: S. M., K. T., S. E. και F. I., κάτοικοι … καθώς και ο παρών κατηγορούμενος X. G. Ο κατηγορούμενος αυτός δηλ. ο X. G. δεν είπε τίποτε στην Αστυνομία κατά την ημέρα της προσαγωγής. Στη συνέχεια όμως, στις 23.5.2013, με δική του πρωτοβουλία, ζήτησε να προσέλθει στην Υπηρεσία για να αναφέρει εμπιστευτικά γεγονότα που γνώριζε από τη ληστεία. Συγκεκριμένα πριν από οποιαδήποτε εξέτασή του ανέφερε στους αστυνομικούς ότι στις 21.5.2013 και περί ώρα 20.00 του τηλεφώνησε ο πρώτος κατηγορούμενος(F. I.) στο με αριθμό κλήσης … κινητό του από το προαναφερόμενο με αριθμό κλήσης … κινητό του και του ζήτησε να μεταφέρει αυτόν και τον M. S. B. από την Πάργα στην …, με το υπ’ αριθμ. … ΙΧΕ αυτοκίνητό του, ιδιοκτησίας του, γιατί οι ίδιοι δεν διέθεταν αυτοκίνητο. Ακόμη ανέφερε ότι ο F. I. ήταν κάτοικος …, διέμενε στην Πάργα το τελευταίο δεκαήμερο και γνωρίζονται πολύ καλά γιατί τυγχάνουν συγχωριανοί στην Αλβανία. Τέλος ανέφερε ότι περί ώρα 20.15 της 21.5.2013 συνάντησε τους παραπάνω (F. I. και M. S. B.) στο ΚΤΕΛ στην Πάργα και αφού επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητό του τους μετέφερε στην …, όπου τους αποβίβασε σε ένα πάρκινγκ, πολύ κοντά στην οικία των παθόντων, στο οποίο στάθμευσε το όχημά του και επισκέφθηκε ένα καφενείο στην …, όπου συνάντησε ομοεθνείς του. Όταν αποχώρησε από το καφενείο και πήγε στο πάρκινγκ να παραλάβει το όχημά του, αντιλήφθηκε να τον περιμένουν εκεί οι παραπάνω, οι οποίοι κρατούσαν μια μαύρη τσάντα και του ζήτησαν να τους πάρει μαζί του στην Πάργα. Εκείνος προσφέρθηκε πλην όμως κατά τη διαδρομή, οι Αλβανοί αυτοί, χρησιμοποιώντας απειλή βίας για τη ζωή του και για τη ζωή της οικογένειάς του, τον εξανάγκασαν να τους μεταφέρει στο …, όπως και έγινε. Στη συνέχεια μέσω της ΕΟ Νεράιδας – Αρχαγγέλου, κατευθύνθηκαν προς τη … και σταμάτησαν σε ένα σημείο της οδού, περίπου 15 χιλιόμετρα πριν από το χωρίο … όπου ο M. S. B. αποβιβάστηκε, ενώ ο F. I. του έδεσε τα χέρια στο τιμόνι, αφήνοντάς τον ακινητοποιημένο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Περί ώρα 07.00 της επομένης (22.5.2013) ήλθε ο M. S. B. και αφού επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητό του τον εξανάγκασαν με την απειλή βίας να τους μεταφέρει αρχικά στο … και στη συνέχεια μέσω της υποθαλάσσιας σήραγγας Ακτίου στον …. Εκεί τους παρέλαβε ο Αλβανός L. N. του P., ο οποίος οδηγούσε μια άσπρη κλούβα, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Από το σχετικό έγγραφο ΤΕΟ ΑΕ – Σταθμός Διοδίων Ακτίου, προέκυψε ότι πράγματι στις 22.5.2013 και ώρα 09.59 το υπ’ αριθμ. κυκλ. … ΙΧΕ αυτοκίνητο του κατηγορουμένου, μάρκας Volks Wagen, τύπου Passat, πραγματοποίησε διέλευση, κινούμενο από Πρέβεζα προς Άκτιο Αιτωλοακαρνανίας. Τέλος ο παρών κατηγορούμενος ανέφερε αυθορμήτως και πριν από οποιαδήποτε εξέτασή του, ότι κατά τη διαδρομή από το … στον …, ο M. S. B. τηλεφώνησε στον L. N. και ζήτησε να πληροφορηθεί αν υπάρχει αστυνομία στα διόδια. Να σημειωθεί ότι όταν ο F. I. επιβιβάστηκε στο όχημα του παρόντος κατηγορουμένου στην … αυτός διαπίστωσε ότι είχε μελανιές στο λαιμό και στα χέρια και κηλίδες αίματος σε ένα από τα χέρια του, προφανώς γιατί τραυματίσθηκε κατά την πάλη με τον παθόντα εντός της οικίας αλλά και κατά την προσπάθειά του να εισέλθει στον προαύλιο χώρο αυτής (βλ. την …/3.7.2013 υποβλητική αναφορά του Τμήματος Ασφαλείας Πρέβεζας) Σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ.3 ΚΠοινΔ η ανακοίνωση αξιόποινης πράξης πρέπει να γίνεται εγγράφως και να περιέχει όλα τα στοιχεία που αφορούν την αξιόποινη πράξη, τους δράστες και τις αποδείξεις. Η έγγραφη αυτή ανακοίνωση (“αναφορά αξιόποινης πράξης”) δεν έχει το χαρακτήρα μαρτυρικής κατάθεσης και για το λόγο αυτό είναι επιτρεπτή η ανάγνωσή της κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 364 ΚΠοινΔ. Να σημειωθεί ότι επειδή κατά τη συγκεκριμένη στιγμή της προανάκρισης δεν είχαν προκύψει ενδείξεις ότι ο παρών κατηγορούμενος ήταν συνεργός στη διάπραξη της ληστείας, αφού ανέφερε αυθόρμητα τα παραπάνω, ελήφθη από τον ίδιο μαρτυρική κατάθεση και επιδείχθηκαν φωτογραφίες όπου αναγνώρισε με απόλυτη βεβαιότητα μόνο τον σεσημασμένο F. I.. Από τις καταθέσεις των λοιπών παραπάνω Αλβανών προέκυψε η φυσική παρουσία του F. I. στην …, τουλάχιστον για χρονικό διάστημα μιας εβδομάδας πριν τη διάπραξη της ληστείας και φιλοξενούνταν από τον εξάδελφό του F. I., ο οποίος επιβεβαίωσε ότι ο F. I. είναι χρήστης της υπ’ αριθμ. … τηλεφωνικής σύνδεσης. Περαιτέρω από τα στοιχεία της δικογραφίας προέκυψαν κατά τρόπο απολύτως σαφή τα εξής: α) οι κατηγορούμενοι F. I. και M. S. B., που είναι συγχωριανοί στην Αλβανία, είχαν αποφασίσει να τελέσουν τη συγκεκριμένη ληστεία έχοντας πληροφορίες από γνωστούς τους Αλβανούς όπως πχ από τον F. I., για το σάκο που μετέφεραν καθημερινά τα θύματα από την οικία τους στο μίνι μάρκετ που διατηρούσαν και αντιστρόφως. β) Η οργάνωση της ληστείας έγινε με σχέδιο. Έτσι ο εκ των κατηγορουμένων F. I. φρόντισε να πάει ενωρίτερα στην …, όπου η κατοικία των θυμάτων, για να έχει ίδια αντίληψη. Κατά τον κρίσιμο χρόνο (21.5.2013) διέμενε στην … και ήταν φιλοξενούμενος του εξαδέλφου του F. I.. γ) Αμφότερους τους παραπάνω κατηγορουμένους, αυτουργούς της ληστείας, γνώριζε ο παρών κατηγορούμενος, καθόσον κατάγονται όλοι από το ίδιο χωριό της Αλβανίας. δ) Την κρίσιμη ημερομηνία (21.5.2013) ο παρών κατηγορούμενος, μετέφερε με το υπ’ αριθμ. κυκλοφ. … ΙΧΕ αυτοκίνητό του, μάρκας VW, μόνο τον κατηγορούμενο M. S. B. στην …. Αυτό προκύπτει από την κατάθεση του S. M.. Ο μάρτυρας αυτός εξεταζόμενος ενόρκως στις 23.5.2013 κατέθεσε ότι την κρίσιμη ημερομηνία είδε τον παρόντα κατηγορούμενο, ο οποίος στην Ελλάδα χρησιμοποιεί το όνομα ¨Η. να μεταφέρει με το αυτοκίνητό του VW Passat ένα πρόσωπο και τον ρώτησε ποιο πρόσωπο μετέφερε και αυτός του απάντησε ότι μετέφερε ένα φίλο ομοεθνή του που μένει στο χωριό Αγιά και ότι τον άφησε. Το σημείο που τον άφησε είναι πολύ κοντά, κοντά, 100 μέτρα περίπου, από το σπίτι που έγινε η ληστεία. ε) Ο παρών κατηγορούμενος, ο οποίος τελούσε εν γνώσει του όλου εγκληματικού σχεδίου ανέμενε τους παραπάνω δύο δράστες φυσικούς αυτουργούς της ληστείας για να τους μεταφέρει μετά την ολοκλήρωσή της. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι M. S. B. περί ώρα 23.10 της 21.5.2013 τηλεφώνησε χρησιμοποιώντας την υπ’ αρίθμ. … τηλεφωνική σύνδεση (που ανήκε στον συγκάτοικό του στη Λευκάδα D. S., ο οποίος όμως είχε αναχωρήσει για την Αλβανία) στην υπ’ αριθμ. … τηλεφωνική σύνδεση του παρόντος κατηγορουμένου και του είπε ¨περίμενε ερχόμαστε¨. Τη φράση αυτή αναφέρει στην κατάθεσή του και το θύμα Ν. Τ.. στ) Μετά την ολοκλήρωση της ληστείας ο παρών κατηγορούμενος τους ανέμενε και τους μετέφερε από την … στο …. ζ) Από τις άρσεις του απορρήτου, που έλαβαν χώρα στα πλαίσια της αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης προέκυψε ότι ο παρών κατηγορούμενος (X. G.) είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον M. S. B. τόσο τις προηγούμενες ημέρες πριν τη ληστεία, όσο και την ίδια ημέρα καθώς και το πρωί της επόμενης. Συγκεκριμένα στις 14.5.2013 ο παρών κατηγορούμενος χρησιμοποιώντας την υπ’ αριθμ. … τηλεφωνική σύνδεση επικοινώνησε (τηλεφώνησε) στην υπ’ αριθμ. … σύνδεση που ανήκει, όπως προαναφέρθηκε, στον M. S. B., ενώ στις 19.5.2013 και ώρα 21.16 του έστειλε γραπτό μήνυμα. Στις 4.5.2013, 6.5.2013, 23.5.2013 και 24.5.2013 η υπ’ αριθμ. … σύνδεση πραγματοποιεί εξερχόμενες κλήσεις προς την υπ’ αριθμ…. τηλεφωνική σύνδεση, που ανήκει επίσης στον παρόντα κατηγορούμενο. Την ώρα της ληστείας, όπως ήδη προαναφέρθηκε, καταγράφεται συνομιλία 12 δευτερολέπτων μεταξύ του παρόντος κατηγορουμένου και του M. S. B.. Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει κατά τρόπο απολύτως σαφή ότι όσα ανέφερε αρχικά στην Αστυνομία ο παρών κατηγορούμενος είναι ψευδή. Έτσι ψευδές είναι ότι δεν γνώριζε τον κατηγορούμενο M. S. B. ενώ η αλήθεια είναι ότι γνώριζε αμφότερους τους δράστες της ληστείας, ψευδές είναι ότι την νύκτα μετά τη ληστεία παρέμεινε στο αυτοκίνητό του στο … δεμένος από τους ληστές ενώ η αλήθεια είναι ότι πήγε στην οικία του και την άλλη ημέρα με το αυτοκίνητό του μετέφερε με το ΙΧΕ αυτοκίνητό του, που φαίνεται να πραγματοποιεί διέλευση στις 22.5.2013 και ώρα 09.59 στο σταθμό διοδίων Ακτίου, τους δράστες της ληστείας αρχικά στο Λούρο και από εκεί μέσω της υποθαλάσσιας σήραγγας Ακτίου στον … Αιτωλοακαρνανίας, όπου τους παρέλαβε ο L. N., ψευδές είναι ότι δέχθηκε απειλές από τους δύο ληστές κλπ. Περαιτέρω η συμμετοχή του παρόντος κατηγορουμένου προκύπτει και από το γεγονός ότι μετά τη μεταφορά των δραστών της ληστείας αμέσως καθάρισε το αυτοκίνητό του, όπως ο ίδιος ομολόγησε, έχει ως μόνη λογική εξήγηση την εξαφάνιση κάθε στοιχείου σχετικού με τη ληστεία. Από όλα τα παραπάνω δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι ο παρών κατηγορούμενος γνωρίζοντας την πρόθεση των δύο φυσικών αυτουργών της ληστείας, παρέσχε τη συνδρομή του με το να μεταφέρει τον δεύτερο από αυτούς, με το αυτοκίνητό του στον τόπο της ληστείας, στη συνέχεια με το να μεταφέρει αμφότερους τους ληστές με τα κλοπιμαία και να τους απομακρύνει από τον τόπο του εγκλήματος πάλι με το αυτοκίνητό του, εξασφαλίζοντας έτσι την ασφαλή διαφυγή τους. Ένα σημαντικό επίσης σημείο, το οποίο δεν επισημάνθηκε, στην πρωτόδικη δίκη και αποδεικνύει πόσο επικίνδυνοι είναι όλοι οι Αλβανοί κατηγορούμενοι και ιδίως οι φυσικοί αυτουργοί της ληστείας είναι το γεγονός ότι κράτησαν μόνο τα χρήματα ενώ τα χρυσαφικά και άλλα αντικείμενα, από τα οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως, να αναγνωριστούν, τα άφησαν μέσα σε μια τσάντα πάνω σε ένα δένδρο στην περιοχή Άνω Δεσποτικών, όπου βρέθηκαν και αποδόθηκαν στους παθόντες (βλ. σχετικώς την κατάθεση του αστυνομικού Μ. Χ.). Όσον αφορά τον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι η πράξη του δεν συνιστά απλή συνέργεια γιατί αυτή παρέχεται πριν την πράξη και στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος και αν ακόμη δεχθούμε ότι βοήθησε στη φυγάδευση των κατηγορουμένων η πράξη του αυτή δεν συνιστά απλή συνέργεια γιατί παρασχέθηκε μετά την τυπική περάτωση του εγκλήματος της ληστείας. Η άποψη αυτή του κατηγορουμένου είναι από ουσιαστική πλευρά αβάσιμη και από τυπική πλευρά βρίσκεται πέραν των ορίων του τεθειμένου δικαίου. Από ουσιαστική πλευρά γιατί η συνδρομή του παρασχέθηκε πριν την πράξη με τη μεταφορά του ενός εκ των πρωταγωνιστών της ληστείας στον τόπο τέλεσης της πράξης, εν γνώσει του εγκληματικού σχεδίου, αλλά και από νομικής πλευράς απλή συνέργεια σε ληστεία θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί υπό τη μορφή μιας τρόπον τινά ¨προεξασφάλισης ματαίωσης της δίωξης¨. Πράγματι απλή συνέργεια αποτελεί και η υπόσχεση συνδρομής που θα χορηγηθεί μετά την εκτέλεση, εφόσον η υπόσχεση αυτή απλώς ενισχύει την απόφαση του αυτουργού προς τέλεση του εγκλήματος, όπως ακριβώς εν προκειμένω που ο κατηγορούμενος ανέμενε με το αυτοκίνητό του σε πολύ μικρή απόσταση και αμέσως μόλις δέχθηκε το τηλεφώνημα τους περίμενε και τους παρέλαβε με το αυτοκίνητό του, με αποτέλεσμα να διαφύγουν. Και αυτό ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι μια συνδρομή που παρέχεται στο στάδιο ανάμεσα στην τυπική τελείωση και στην ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος συνιστά απλή συνέργεια.
Συνεπώς, θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για απλή συνέργεια σε ληστεία με την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου (84 παρ. 2 α’ ΠΚ), την οποία του αναγνώρισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο και να απορριφθούν όλοι οι λοιποί αυτοτελείς ισχυρισμοί του.”.
Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο του ότι: “Στην … Πάργας Πρέβεζας, στις 21.5.2013 και 22.5.2013, παρείχε με πρόθεση σε άλλους συνδρομή, πριν από την τέλεση και κατά την τέλεση της άδικης πράξης της διακεκριμένης περίπτωσης ληστείας από υπαίτιους που ενήργησαν από κοινού με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Συγκεκριμένα στις 21.5.2019 βραδινές ώρες, μετέφερε με το υπ’ αριθ. … ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας VW PASSAT, χρώματος μαύρου, ιδιοκτησίας του, τους συγκατηγορουμένους του και ήδη φυγόδικους F. Ι. του B. και M. S. B. B., από την Πάργα στην … Πάργας πλησίον της οικίας των παθόντων Ν. Τ. του Κ. και Ε. Κ. του Θ., κατά το χρόνο δε που οι τελευταίοι ενεργώντας από κοινού και με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, αφαίρεσαν με σωματική βία εναντίον των προσώπων αυτών και με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο του σώματος ή της ζωής τους ξένα εν όλω κινητά πράγματα και συγκεκριμένα: α) ένα σάκο που περιείχε το ποσό των 50.000,00 ευρώ περίπου, διάφορα χρυσά κοσμήματα (τέσσερις χρυσές λίρες, τρία δαχτυλίδια, ένα σταυρό με αλυσίδα, δύο καρφίτσες, δύο αλυσίδες λαιμού) και διάφορα προσωπικά αντικείμενα και β) το χρηματικό ποσό των 400,00 ευρώ, προκειμένου να τα ιδιοποιηθούν παρανόμως, αυτός δε (1ος κατηγορούμενος), ανέμενε την ολοκλήρωση της πράξης τους προκειμένου να τους απομακρύνει με το ως άνω όχημά του από την οικία των παθόντων, πράγμα το οποίο έπραξε, καθόσον ευθύς μετά, περί ώρα 23.00′- 23.15′ τους παρέλαβε και τους μετέφερε αρχικά στο … Πρέβεζας, την επομένη δε (22.5.2013) πρωινές ώρες, τους παρέλαβε και πάλι από το … και τους μετέφερε μέσω της υποθαλάσσιας σήραγγας Ακτίου στον … Αιτωλοακαρνανίας, γνωρίζοντας αρχικά ότι θα διέπρατταν αυτοί την προπεριγραφείσα ληστεία και μετά ότι πράγματι την είχαν διαπράξει.”.
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφασή του, όσον αφορά την πράξη της απλής συνδρομής σε ληστεία, στη βασική μορφή του εγκλήματος αυτού, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, οι αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 47 παρ.1 και 380 παρ. 1 ΠΚ., δηλαδή στη βασική μορφή του εγκλήματος αυτού, χωρίς την επιβαρυντική περίσταση της κάλυψης των χαρακτηριστικών του προσώπου του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος. Οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, καθόσον το Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα αναφερόμενα ειδικώς αποδεικτικά μέσα, με βάση τα οποία και με ειδικές αιτιολογίες έκρινε ότι “η οργάνωση της ληστείας έγινε με σχέδιο και ότι ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει του όλου εγκληματικού σχεδίου και ότι, μετά από συνεννόηση με τους αυτουργούς, παρέσχε τη συνδρομή του σε αυτούς για την τέλεση της ένδικης ληστείας, η οποία (συνδρομή) συνίστατο στην μεταφορά του δεύτερου από τους φυσικούς αυτουργούς (M. S. B.) με το υπ’ αριθ. … ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας VW PASSAT, χρώματος μαύρου, ιδιοκτησίας του από την Πάργα στον τόπο της ληστείας, στην … Πάργας και σε απόσταση 100 μέτρων από την οικία των παθόντων, όπου στάθμευσε το αυτοκίνητό του, με την επισήμανση ότι ο F. Ι. είχε ήδη μεταβεί στην …, όπου βρισκόταν η οικία των παθόντων, προκειμένου να αποκτήσει ιδίαν αντίληψη του χώρου πέριξ αυτής, και ανέμενε σε καφενείο της περιοχής την ολοκλήρωση της πράξης από αμφότερους τους φυσικούς αυτουργούς, τους οποίους, στη συνέχεια και μετά από σύντομη τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον M. S. B. (“περίμενε ερχόμαστε”), τους απομάκρυνε μαζί με τα κλοπιμαία από τον τόπο του εγκλήματος, πάλι με το αυτοκίνητό του, εξασφαλίζοντας έτσι την ασφαλή διαφυγή τους και την ματαίωση της δίωξής τους. Εκ του γεγονότος ότι στο διατακτικό της απόφασης, από προφανή παραδρομή, αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων μετέφερε με το ως άνω αυτοκίνητό του αμφότερους τους προαναφερθέντες συγκατηγορουμένους του και ήδη φυγόδικους F. Ι. του B. και M. S. B., από την Πάργα στην … και όχι μόνο τον M. S. B., δεν δημιουργείται ασάφεια, αφού τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, ως ανωτέρω ειδικότερα αναφέρονται, προσήκουν, αναφορικά με τον αναιρεσείοντα, στο έγκλημα της απλής συνέργειας στη βασική μορφή του εγκλήματος αυτού, χωρίς την επιβαρυντική περίσταση της κάλυψης των χαρακτηριστικών του προσώπου, για το οποίο καταδικάστηκε.
Μετά ταύτα, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ λόγοι αναίρεσης υπό στοιχεία “IV” και “V”, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της ληστείας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν και έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμοι.
Περαιτέρω, συντρέχει περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής, κατά τα άρθρα 2 παρ. 1 του ισχύοντος Π.Κ. και 511 εδ. τελευταίο του ισχύοντος Κ.Π.Δ. 1) της διάταξης του άρθρου 380 παρ. 1 του ισχύοντος Π.Κ. (σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του ιδίου Κώδικα), με την οποία, όπως προαναφέρθηκε, καταργήθηκε η επιτείνουσα την ποινή επιβαρυντική περίσταση της κάλυψης ή αλλοίωσης των χαρακτηριστικών του προσώπου του δράστη. Η περίσταση αυτή, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν συνέτρεχε και στο πρόσωπο του συνεργού αναιρεσείοντα, όπως απαιτούσε το άρθρο 49 παρ. 2 Π.Κ., πλην όμως λήφθηκε υπόψη εις βάρος του για την επιμέτρηση της επιβληθείσας ποινής. Δεν θα εξετασθεί, όμως, λόγω της ύπαρξης της ως άνω ευμενέστερης διάταξης, αναιρετικός λόγος για εσφαλμένη εφαρμογή από το Δικαστήριο της ουσίας του άρθρου 49 παρ. 2 Π.Κ. αναφορικά με τη συνδρομή στο πρόσωπο του συνεργού της καταργηθείσας περίστασης, 2) του άρθρου 85 του ιδίου κώδικα, σύμφωνα με το οποίο: “Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι με ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής ως εξής: α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία, β) τα δύο έτη σε ένα, γ) το ένα έτος, σε έξι μήνες και δ) η μειωμένη ποινή φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή” και 3) των επιεικέστερων διατάξεων του ισχύοντος από 1.7.2019 Π.Κ που δεν προβλέπουν πλέον την παρεπόμενη ποινή της στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ενόψει του ότι εμφανίστηκε ο αναιρεσείων και είναι παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης περιέχουσα τους προαναφερθέντες λόγους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Γ’, Δ’ και Ε’ Κ.Π.Δ., συντρέχει δε νόμιμη περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο των ως άνω επιεικέστερων για τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο διατάξεων (άρθρο 511 του ισχύοντος από 1.7.2019 Κ.Π.Δ.), ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, καταδικάστηκε για την αξιόποινη πράξη της απλής συνέργειας σε διακεκριμένη περίπτωση ληστείας από υπαιτίους που ενήργησαν από κοινού με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α’ του Π.Κ. σε ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση 104/2018 του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων α) ως προς την επιβληθείσα στον αναιρεσείοντα απλό συνεργό ποινή για την επιμέτρηση της οποίας θα ληφθεί υπόψη η ανυπαρξία στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της προαναφερόμενης επιβαρυντικής περίστασης και πλην των άλλων και η λόγω της αναγνώρισης του ελαφρυντικού 84 παρ. 2 α’ του Π.Κ. ύπαρξη λόγου περαιτέρω μείωσης της ποινής (άρθρο 85 Π.Κ) και να απαλειφθεί από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης η άνω επιβαρυντική περίσταση κατά το μέρος της τέλεσης της πράξης της απλής συνέργειας σε διακεκριμένη περίπτωση ληστείας από υπαιτίους που ενήργησαν από κοινού με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους και β) ως προς την επιβολή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος και να απαλειφθεί από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης η σχετική διάταξη. Οι αναιρετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για αναιτιολόγητη απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ’ και ε’ του Π.Κ. και του συναφούς αιτήματος, είναι άσκοπο να ερευνηθούν από τον Άρειο Πάγο, ως αλυσιτελείς, διότι το Εφετείο, στο οποίο η υπόθεση θα παραπεμφθεί, πριν τον καθορισμό της επιβλητέας ποινής, θα αποφασίσει επί του ως άνω αιτήματος, που σχετίζεται αποκλειστικά με το κεφάλαιο της ποινής, εφόσον ο ως άνω ισχυρισμός υποβληθεί εκ νέου. Πρέπει, περαιτέρω, να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος, η υπόθεση για νέα κατά τούτο συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο και αν είναι δυνατόν συγκροτούμενο από τους ίδιους δικαστές (άρθρο 522 Κ.Π.Δ του ισχύοντος από 1.7.2019 Κ.Π.Δ., που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατά το άρθρο 590 του ιδίου κώδικα, σύμφωνα με το οποίο “υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας σε οποιοδήποτε βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα”) και να απορριφθεί, κατά τα λοιπά, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης.
Σημειώνεται ότι ο πολιτικώς ενάγων Ν. Τ., που κλήθηκε νομότυπα να παραστεί, την 20.9.2019 κατά την οποία αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, όπως προκύπτει από το από 30.6.2019 αποδεικτικό επίδοσης του Αρχ/κα Β. Ρ. του Α.Σ. ΠΑΡΓΑΣ, που υπάρχει στο φάκελο της δικογραφίας, δεν εμφανίστηκε ούτε παραστάθηκε δια πληρεξουσίου δικηγόρου, πλην όμως η συζήτηση, εφόσον εμφανίστηκε ο αναιρεσείων, γίνεται σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 515 παρ. 2 α’ Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 104/2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων εν μέρει και δη α) κατά το μέρος που αφορά στην επιβαρυντική περίσταση της τέλεσης της πράξης της απλής συνέργειας σε διακεκριμένη περίπτωση ληστείας από υπαιτίους που ενήργησαν από κοινού με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, β) ως προς την περί ποινής διάταξή της και γ) ως προς την περί αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος διάταξη.
Απαλείφει από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης: α) την διάταξη που αναφέρεται στην κατά τα άνω επιβαρυντική περίσταση και β) την διάταξη περί στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων των αναιρεσειόντων.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το πιο πάνω αναιρούμενο μέρος της, που αφορά στην επιμέτρηση της ποινής, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από τους ίδιους δικαστές, εφόσον τούτο είναι δυνατόν.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 2.5.2019 αίτηση του X. C. του M., κατοίκου … και ήδη κρατούμενου στις Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας για αναίρεση της υπ’ αριθμό 104/2018 καταδικαστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαΐου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Μαΐου 2020.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ