Ευθύνη των κατασκευαστών πετρελαιοκίνητων οχημάτων εξοπλισμένων με συστήματα αναστολής και δίκαιο ΕΕ
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τις δημοσιευθείσες στις 2-06-2022 προτάσεις του, ο Έλληνας γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Αθανάσιος Ράντος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αγοραστής πετρελαιοκίνητου οχήματος εξοπλισμένου με παράνομο σύστημα αναστολής πρέπει να έχει αξίωση αποζημίωσης κατά του κατασκευαστή αυτοκινήτων.
Κατά τον γεν. εισαγγελέα Αθ. Ράντο, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τον τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης, υπό τον όρο ότι, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αποτελεσματικότητας, η αποζημίωση αυτή είναι προσήκουσα.
Ιστορικό της υποθέσεως
Ο αγοραστής μιας μεταχειρισμένης Mercedes C 220 CDI, της οποίας το σύστημα ανακυκλοφορίας καυσαερίων περιελάμβανε «θερμοκρασιακό παράθυρο», άσκησε αγωγή αποζημίωσης κατά της κατασκευάστριας MercedesBenz ενώπιον του πρωτοδικείου Ravensburg (Γερμανία). Το θερμοκρασιακό παράθυρο μειώνει τον συντελεστή ανακυκλοφορίας των καυσαερίων όταν οι εξωτερικές θερμοκρασίες είναι πιο ψυχρές, γεγονός που συνεπάγεται αύξηση των εκπομπών οξειδίου του αζώτου (NOx).
Κατά την προκαταρκτική εκτίμηση του πρωτοδικείου Ravensburg, το επίμαχο θερμοκρασιακό παράθυρο συνιστά παράνομο σύστημα αναστολής κατά το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον φαίνεται ότι δεν αποσκοπεί στην προστασία του κινητήρα από άμεσους κινδύνους ζημιών που προκαλούν συγκεκριμένο κίνδυνο κατά την οδήγηση του οχήματος, αλλά μόνον προφυλάσσει τον κινητήρα από τη φθορά1.
Το πρωτοδικείο Ravensburg ζήτησε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το δίκαιο της Ένωσης παρέχει σε μεμονωμένο αγοραστή οχήματος εξοπλισμένου με τέτοιο σύστημα αναστολής αξίωση αποζημίωσης κατά του κατασκευαστή αυτοκινήτων, λόγω αδικοπρακτικής ευθύνης, ειδικά δε σε περίπτωση που συντρέχει μόνον αμέλεια. Εν προκειμένω, η Mercedes-Benz φαίνεται ότι δεν ενήργησε εκ προθέσεως. Κατά το γερμανικό δίκαιο, στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να στοιχειοθετηθεί αδικοπρακτική ευθύνη εάν η σχετική με την έγκριση ΕΚ τύπου οχημάτων νομοθεσία της Ένωσης, η οποία απαγορεύει τη χρήση τέτοιων συστημάτων αναστολής, αποσκοπεί και στην προστασία των συμφερόντων του μεμονωμένου αγοραστή.
Εάν τούτο συμβαίνει, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να διευκρινιστεί ο τρόπος υπολογισμού της αποζημίωσης και ιδίως αν το όφελος από τη χρήση του οχήματος πρέπει να αφαιρεθεί από το επιστρεπτέο τίμημα της πώλησης.
Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Αθανάσιος Ράντος πρότεινε στο Δικαστήριο να απαντήσει, πρώτον, ότι η νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την έγκριση ΕΚ τύπου οχημάτων προστατεύει τα συμφέροντα του μεμονωμένου αγοραστή μηχανοκίνητου οχήματος, ιδίως δε το συμφέρον του να μην αγοράσει όχημα εξοπλισμένο με παράνομο σύστημα αναστολής. Συγκεκριμένα, μέσω του πιστοποιητικού συμμόρφωσης ΕΚ, ο κατασκευαστής παρέχει στον αγοραστή τη διαβεβαίωση ότι το όχημα που αγόρασε πληροί τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης.
Δεύτερον, ο γενικός εισαγγελέας πρότεινε στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι ο αγοραστής οχήματος έχει αξίωση αποζημίωσης κατά του κατασκευαστή αυτοκινήτων σε περίπτωση που το όχημα είναι εξοπλισμένο με παράνομο σύστημα αναστολής. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις.
Τρίτον, ο γενικός εισαγγελέας εκτίμησε ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τους κανόνες που αφορούν τον τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης. Ωστόσο, κατ’ εφαρμογή της προβλεπόμενης από το δίκαιο της Ένωσης αρχής της αποτελεσματικότητας, η αποζημίωση πρέπει να είναι προσήκουσα.
Στην υπό κρίση υπόθεση, εναπόκειται στο πρωτοδικείο Ravensburg να εξακριβώσει αν εξασφαλίζει προσήκουσα αποκατάσταση της ζημίας για τον αγοραστή το γεγονός ότι από το επιστρεπτέο τίμημα του οχήματος αφαιρείται το όφελος που προκύπτει από την πραγματική χρήση του οχήματος –υπό κανονικές συνθήκες χρήσης.
Ως προς το ζήτημα αυτό, ο γενικός εισαγγελέας πρόσθεσε ότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί εάν το όφελος από τη χρήση του οχήματος πρέπει να υπολογιστεί με βάση το συνολικό καταβληθέν τίμημα, χωρίς συνυπολογισμό της μείωσης της αξίας λόγω της τοποθέτησης παράνομου συστήματος αναστολής ή/και λόγω της χρήσης οχήματος μη σύμφωνου με το δίκαιο της Ένωσης.
Τέλος, όσον αφορά μια πτυχή της γερμανικής πολιτικής δικονομίας, ο γενικός εισαγγελέας εκτίμησε επικουρικώς ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιβάλλει σε μονομελή δικαστικό σχηματισμό –όταν αυτός κρίνει ότι, στο πλαίσιο υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιόν του, ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας ή κύρους του δικαίου της Ένωσης επί του οποίου πρέπει να εκδοθεί απόφαση του Δικαστηρίου–την υποχρέωση να παραπέμψει το ζήτημα αυτό σε πολιτικό τμήμα, με συνέπεια να κωλύεται η εκ μέρους του υποβολή αίτησης προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο.
Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA
- 1.Βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, CLCV κ.λπ. (Σύστημα αναστολής σε πετρελαιοκινητήρες) C-693/18. Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2021, επί των εκκρεμών υποθέσεων C128/20, GSMB Invest, C-134/20, Volkswagen, καθώς και C-145/20, Porsche Inter Auto και Volkswagen, οι οποίες αφορούν, όπως και η υπό κρίση υπόθεση, θερμοκρασιακό παράθυρο.