Νέες διατάξεις για εκδικητική πορνογραφία, αναβολή ποινικής δίκης, λιπομαρτυρία, φθορά ψηφιακών δεδομένων και άλλες
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο Ν. 4947/2022 με τον τίτλο «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ του Συμβουλίου (L 123) και λοιπές επείγουσες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’/124/23-06-2022).
Με τον νόμο αυτό επέρχονται σημαντικές αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και άλλα νομοθετήματα.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, με τις διατάξεις του Μέρους Α’ επιδιώκεται η αντιμετώπιση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών με τον ορισμό των συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων σχετικά με αυτά τα μέσα πληρωμής, προκειμένου να συνεχισθεί ανεμπόδιστα η ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας, αλλά και να διευκολυνθεί η διάδοση της καινοτομίας στον τομέα των τεχνολογιών πληρωμών.
Επιπλέον, στόχος είναι η διεύρυνση της προστασίας των παραδοσιακών υλικών μέσων πληρωμής και στα άυλα μέσα πληρωμής, που σχετίζονται με το ψηφιακό περιβάλλον, καθώς και η διευκόλυνση της πρόληψης των αδικημάτων αυτών και η παροχή συνδρομής και στήριξης στα θύματα.
Το Μέρος Β’ αυτού στοχεύει στη λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/48 και της απόφασης – πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ και η αποτελεσματική εφαρμογή τους, καθώς και στην πλήρη ενσωμάτωση των διατάξεων της Οδηγίας 541/2017 και την ενίσχυση της εθνικής έννομης τάξης με τα κατάλληλα νομοθετικά εργαλεία για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας.
Περαιτέρω, σκοπό αποτελεί η επιτάχυνση της εκδίκασης ποινικών υποθέσεων και της έκδοσης αποφάσεων και η αποτελεσματική αντιμετώπιση των φαινομένων εκδικητικής πορνογραφίας, η οποία ως πράξη δεν τυποποιούνταν ως τώρα ως ποινικό αδίκημα.
Μεταξύ άλλων, προβλέπεται:
- Στο άρθρο 38, σχετικά με την εκδικητική πορνογραφία, η προσθήκη στον ΠΚ του άρθρου 346 ως εξής:
«Άρθρο 346 Εκδικητική πορνογραφία
1. Όποιος χωρίς δικαίωμα κοινολογεί σε τρίτο πρόσωπο ή αναρτά σε κοινή θέα, πραγματική, αλλοιωμένη ή σχεδιασμένη εικόνα ή κάθε είδους οπτικό ή οπτικοακουστικό υλικό, στο οποίο αποτυπώνεται μη δημόσια πράξη άλλου που αφορά στη γενετήσια ζωή του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή.
2. Όποιος απειλεί άλλον ότι θα τελέσει τις πράξεις της παρ. 1 τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους. Αν ο υπαίτιος της πράξης του προηγούμενου εδαφίου εξαναγκάζει άλλον σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή για την οποία αυτός δεν έχει υποχρέωση, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών.
3. Με κάθειρξη έως οκτώ (8) έτη και χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη της παρ. 1 αν τελείται: α) με ανάρτηση στο διαδίκτυο ή σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης με αόριστο αριθμό αποδεκτών, β) από ενήλικο και αφορά σε ανήλικο, γ) σε βάρος νυν ή πρώην συζύγου ή συντρόφου του υπαιτίου ή σε βάρος προσώπου που συνοικεί με αυτόν ή έχει μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας ή βρίσκεται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του ή δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, δ) με σκοπό να προσπορίσει ο υπαίτιος στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος.
4. Αν κάποια από τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων οδήγησε το θύμα σε απόπειρα αυτοκτονίας επιβάλλεται κάθειρξη και χρηματική ποινή. Αν η πράξη του προηγούμενου εδαφίου οδήγησε στο θάνατο επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή.»
- Στο άρθρο 39, σχετικά με την έγκληση του παθόντος, η τροποποίηση της παρ. 3 του άρθρου 51 του ΚΠΔ, ως προς το είδος της απαιτούμενης αιτιολογίας για την απόρριψη της έγκλησης του παθόντος, ως εξής:
«3. Αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, απορρίπτει την έγκληση με διάταξή του, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία και επιδίδεται στον εγκαλούντα.»
- Στο άρθρο 40, σχετικά με τη λιπομαρτυρία στην ανάκριση ή στο ακροατήριο, η τροποποίηση των παρ. 1 και 2 του άρθρου 231 του ΚΠΔ, ως προς το ποσό των επαπειλούμενων προστίμων, ως εξής:
«1. Εκείνος που καλεί τον μάρτυρα, αν η κλήση είναι νόμιμη (άρθρο 213) και ο μάρτυρας δεν εμφανίζεται, εκδίδει εναντίον του ένταλμα βίαιης προσαγωγής. Αν αυτός που καλεί είναι εισαγγελέας, ανακριτής, ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει το μάρτυρα που δεν εμφανίστηκε από απείθεια την ορισμένη ημέρα σε πρόστιμο εκατό (100) έως τριακοσίων (300) ευρώ και στην πληρωμή των τελών. Στην ίδια ποινή υπόκειται και ο μάρτυρας που εμφανίστηκε, αρνείται όμως, χωρίς να υπάρχει νόμιμος λόγος, την μαρτυρία του ή τον όρκο της μαρτυρίας του, με την επιφύλαξη και της βαρύτερης ποινής κατά τον Ποινικό Κώδικα.
2. Αν κάποιος από τους μάρτυρες ή τους πραγματογνώμονες που κλητεύθηκε νόμιμα στο ακροατήριο δεν εμφανισθεί, καταδικάζεται από το δικαστήριο με πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως σε πρόστιμο διακοσίων (200) έως πεντακοσίων (500) ευρώ, καθώς και στην πληρωμή των τελών της απόφασης, ανεξάρτητα από την αναβολή ή όχι της δίκης. Αν η απουσία του μάρτυρα ή πραγματογνώμονα, που καταδικάσθηκε κατά τον τρόπο αυτόν αποτελέσει λόγο αναβολής της δίκης, καταδικάζεται επί πλέον στις δαπάνες που προκλήθηκαν από την αναβολή και οι οποίες εκκαθαρίζονται και ορίζονται σε αυτήν την απόφαση. Αν καταδικάστηκαν περισσότεροι, ο καθένας ενέχεται να πληρώσει εξ ολοκλήρου όλες τις δαπάνες.»
- Στο άρθρο 41, σχετικά με την αναβολή της δίκης, η τροποποίηση του άρθρου 349 του ΚΠΔ, ως εξής:
«Άρθρο 349 Αναβολή της δίκης
1. Το δικαστήριο μπορεί, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας. Το σημαντικό αίτιο μπορεί να προβληθεί από οποιονδήποτε ακόμη και όταν αφορά το πρόσωπο του διορισμένου πληρεξουσίου δικηγόρου σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 340. Ο σοβαρός λόγος υγείας αποδεικνύεται αποκλειστικά με ιατρική πιστοποίηση νοσηλευτικού ιδρύματος ή ιατρού πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, η ακρίβεια της οποίας ελέγχεται με οποιονδήποτε τρόπο κατά την κρίση του δικαστηρίου.
2. Το δικαστήριο πριν διατάξει την αναβολή, υποχρεούται να διερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης. Το δικαστήριο αναβάλλει στη συντομότερη δικάσιμο, η οποία δεν δύναται να υπερβεί τους οκτώ (8) μήνες. Η απόφαση που δέχεται τους λόγους αναβολής πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία πρέπει να αναφέρει, ότι ο λόγος της αναβολής δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με διακοπή της δίκης.
2A. Για την υποβολή αιτήματος αναβολής που συνίσταται σε κώλυμα του συνηγόρου υπεράσπισης ή υποστήριξης της κατηγορίας λόγω συμμετοχής του σε άλλη δίκη ή διαδικασία, απαιτείται, αυτός που προβάλλει το κώλυμα να προσκομίζει υποχρεωτικά στο δικαστήριο κάθε νομιμοποιητικό, διαδικαστικό ή άλλο έγγραφο, με το οποίο αποδεικνύεται πλήρως ο λόγος της αναβολής. Το αίτημα υποβάλλεται μόνο μία (1) φορά. Κατ’ εξαίρεση, δύναται να υποβληθεί και δεύτερο αίτημα, αν το κώλυμα προέκυψε σε χρόνο μεταγενέστερο της πρώτης αναβολής.
3. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, την οποία το δικαστήριο ανακοινώνει στους παρόντες διαδίκους, μάρτυρες και πραγματογνώμονες και σε αυτήν κλητεύονται μόνο οι απόντες. Αν ο λόγος αναβολής αναγγέλθηκε από συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό απόντος διαδίκου και η συζήτηση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο, η περί αναβολής απόφαση επέχει θέση κλητεύσεώς του.
4. Η αποχή των δικηγόρων αποτελεί λόγο ανώτερης βίας για την αναβολή.»
- Στο άρθρο 46, σχετικά με την παράταση ισχύος της παρ. 6 του άρθρου 998 ΚΠολΔ, η τροποποίηση της παρ. 3 του άρθρου 20 του Ν. 4912/2022, ως εξής:
«3. Η παρ. 6 του άρθρου 998 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ως ίσχυε πριν την κατάργησή της δυνάμει της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 119 του ν. 4842/2021 (Α’ 190), επανέρχεται σε ισχύ έως την 31η.12.2022. Η κατάργηση της παρ. 6, κατά την ως άνω ημεροχρονολογία, δεν θίγει το κύρος εκκρεμών, κατά τον χρόνο της κατάργησής της, διαδικασιών.
- Φθορά ψηφιακών δεδομένων – Προσθήκη άρθρου 379 ΠΚ
Στον ΠΚ προστίθεται άρθρο 379 ως εξής:
«Άρθρο 379 Φθορά ψηφιακών δεδομένων
1. Όποιος, χωρίς δικαίωμα, διαγράφει, καταστρέφει, αλλοιώνει ή αποκρύπτει ψηφιακά δεδομένα ενός συστήματος πληροφοριών, καθιστά ανέφικτη τη χρήση τους ή με οποιονδήποτε τρόπο αποκλείει την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε είναι ελαφρά, ο υπαίτιος τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.
2. Η πράξη της παρ. 1 τιμωρείται: α) με φυλάκιση έως τρία (3) έτη και χρηματική ποινή, αν επλήγη μεγάλος αριθμός πληροφοριακών συστημάτων και η πράξη τελέστηκε με τη χρήση εργαλείου που έχει σχεδιαστεί κατά κύριο λόγο για τον σκοπό αυτόν, β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή, αν προκάλεσε σοβαρές ζημίες και ιδίως μεγάλης έκτασης ή για μεγάλο χρονικό διάστημα διατάραξη των υπηρεσιών των συστημάτων πληροφοριών, οικονομική ζημία ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή σημαντική απώλεια δεδομένων, ή αν τελέστηκε κατά πληροφοριακών συστημάτων που αποτελούν μέρος υποδομής για την προμήθεια του πληθυσμού με ζωτικής σημασίας αγαθά ή υπηρεσίες. Ως ζωτικής σημασίας αγαθά ή υπηρεσίες νοούνται ιδίως η εθνική άμυνα, η υγεία, οι συγκοινωνίες, οι μεταφορές και η ενέργεια.
3. Με φυλάκιση έως δύο (2) έτη και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος χωρίς δικαίωμα και με σκοπό τη διάπραξη του εγκλήματος της παρ. 1 κατασκευάζει, κατέχει, εισάγει ή διαθέτει: α) συσκευές ή πληροφοριακά συστήματα, πρωτίστως σχεδιασμένα ή ειδικά προσαρμοσμένα για τον σκοπό της διάπραξης του εγκλήματος της παρ. 1 ή β) συνθηματικά ή κωδικούς πρόσβασης ή άλλα παρεμφερή δεδομένα με τη χρήση των οποίων είναι δυνατόν να αποκτηθεί πρόσβαση στο σύνολο ή μέρος ενός πληροφοριακού συστήματος. Απαλλάσσεται από κάθε ποινή όποιος καταστρέφει με δική του θέληση τις παραπάνω συσκευές ή προγράμματα υπολογιστή ή δεδομένα πριν τα χρησιμοποιήσει για τη διάπραξη του εγκλήματος του προηγούμενου εδαφίου.»
Η ισχύς του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Δείτε αναλυτικά τον Ν. 4947/2022.