Μόνη η συμμετοχή κάποιου ως ομόρρυθμου εταίρου σε Ομόρρυθμη ή Ετερόρρυθμη Εταιρεία δεν αρκεί άνευ άλλου τινός για να προσδώσει στο μέλος εμπορική ιδιότητα, εφόσον η εταιρεία, μολονότι εμπορική, δεν ασκούσε πράγματι εμπορική δραστηριότητα. Δικαιοδοσία Πολιτικών Δικαστηρίων για ρύθμιση οφειλών προς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης. Συνταγματικότητα υπαγωγής των οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης στις διατάξεις του Ν. 3869/2010. Μη ορθολογικοί ή και επιπόλαιοι χειρισμοί των οικονομικών του οφειλέτη και της εν γένει διαχείρισης ομόρρυθμης εταιρείας που τον οδήγησαν σε υπερδανεισμό, δεν συνεπάγεται ύπαρξη δόλου.
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ν. 3869/2010)
ΑΡΙΘΜΟΣ 142/2020
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αθηνών Χρυσάνθη Παπαστάμου, με την παρουσία της Γραμματέως Αφροδίτης Γιαννόπουλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 30η Σεπτεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση:
Του αιτούντος …, κατοίκου Γλυφάδας Αττικής, με Α.Φ.Μ. … (Δ.Ο.Υ. .), ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Χαράλαμπου Νικολέρη.
Ο αιτών με την από 03.12.2018 και με αριθμό πράξης κατάθεσης ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου ./2018 αίτηση του ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Για την αίτηση αυτή με την από 04.12.2018 πράξη της Ειρηνοδίκη Αθηνών ορίσθηκε ημέρα συζήτησης η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης οι αναφερόμενοι στην αίτηση πιστωτές του αιτούντος παραστάθηκαν ως εξής:
1. Η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Όλγας Δέππου.
2. Το Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη από 01.01.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, παραστάθηκε με δήλωση δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας Γεωργίου Φουρκαλίδη.
3. Το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΙ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκροσωπείται νόμιμα, ως καθολικός διάδοχος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ» και του Α’ Περιφερειακού Κέντρου Είσπραξης Οφειλών (ΚΕΑΟ), παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ιωάννη Κάππου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που έλαβε χώρα μετά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σε αυτό, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, αφού ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν στο ακροατήριο.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.. Με τις διατάξεις του Ν. 4336/2016 που τροποποίησαν αυτές του Ν. 3869/2010 ως ίσχυε, δίδεται πλέον η δυνατότητα στους οφειλέτες να υπαγάγουν, μεταξύ άλλων, και τις οφειλές τους προς τα ασφαλιστικά ταμεία και τη φορολογική διοίκηση με την προϋπόθεση ότι οι οφειλές αυτές, όπως και οι υπόλοιπες: α) δεν έχουν αναληφθεί ή 3εβαιωθεί το τελευταίο έτος πριν την κατάθεση της αίτησης της παραγράφου 1 του αρθρ. 4, β) δεν δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε από τον οφειλέτη με δόλο ή βαρεία αμέλεια, γ) δεν συνίστανται σε διοικητικά πρόστιμα ή χρηματικές ποινές και δ) δεν αφορούν στην υποχρέωση διατροφής συζύγου ή ανηλίκου τέκνου (βλ. αρθρ. 1 του Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του Ν. 4336/2015). Ειδικότερα, με το ά. 1 του Κεφ. Α της Υποπαρ. Α4 της Παρ. Α του ά. 2 του Μέρους Β του Ν. 4336/2015 διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 3869/2010 ως προς τα δυνάμενα προς υπαγωγή χρέη, προστιθεμένων στην παράγραφο 2 του ά. 1 περιπτώσεων υπό στοιχεία α’ και γ’, κατά τα οποία στο πεδίο εφαρμογής υπάγονται «α) οι βεβαιωμένες οφειλές στην Φορολογική Διοίκηση σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ), τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ) και τον Τελωνειακό Κώδικα, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν, β) … , γ) ασφαλιστικές οφειλές προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Τα αναφερόμενα στα στοιχεία α’, β’ και γ’ πρόσωπα, δεν επιτρέπεται να συνιστούν το σύνολο των πιστωτών του αιτούντος και οι οφειλές του προς αυτά υποβάλλονται σε ρύθμιση κατά τον παρόντα νόμο μαζί με τις οφειλές του προς τους ιδιώτες πιστωτές».
II. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, «Στο Συμβούλιο Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου», ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, «στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει». Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων δεν υπάγονται όλες οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, αλλά μόνο όσες ορίζει ο νόμος, δηλαδή ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ή άλλος ειδικός νόμος. Κύριο χαρακτηριστικό των υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας είναι ότι κινούνται στο μεταίχμιο μεταξύ διοικητικής και δικαιοδοτικής λειτουργίας. Από τις υποθέσεις αυτές απουσιάζει το στοιχείο της διαφοράς, το δε δικαστήριο δεν προβαίνει σε αυθεντική διάγνωση της διαφοράς ή του προσβαλλόμενου δικαιώματος, αλλά δρα συνήθως προληπτικά και ρυθμιστικά, λαμβάνοντας μέτρα διαπιστωτικού ή διαπλαστικού χαρακτήρα (βλ. Κεραμεύς – Κονδύλης – Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ 2000, ά. 1 παρ. 25 σελ. 13). Παράλληλα, με τη διαδικασία των ά. 739 – 781 ΚΠολΔ εκδικάζονται και ορισμένες ιδιωτικού δικαίου διαφορές, αντικείμενα δηλαδή, όπου εμφανίζεται κανονικά το στοιχείο της αντιδικίας. Οι διαφορές αυτές χαρακτηρίζονται ως μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας. Πρόκειται κυρίως για διαφορές διαπλαστικού και όχι αναγνωριστικού χαρακτήρα, τις οποίες ο νομοθέτης για λόγους σκοπιμότητας παραπέμπει προς εκδίκαση στην εκουσία δικαιοδοσία αντί της περισσότερο δύσκαμπτης διαδικασίας της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, (βλ. Αρβανιτάκη σε Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ 2000,1460). Ο νομοθέτης με τον ειδικό νόμο 3869/2010 υπήγαγε στα πολιτικά δικαστήρια και συγκεκριμένα στα Ειρηνοδικεία, τα οποία δικάζουν με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Κατά την εν λόγω διαδικασία, δε γίνεται δεσμευτική διάγνωση κάποιας έννομης σχέσης, αλλά διατάσσεται το κατάλληλο ρυθμιστικό μέτρο σε σχέση με την κατάσταση του φυσικού προσώπου, στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες πραγματικές καταστάσεις προς πραγμάτωση του σκοπού του νόμου, που είναι η ρύθμιση των οφειλών του στο σύνολο τους και η δυνατότητα επανόδου στην ενεργή οικονομική ζωή της χώρας. Η υπαγωγή δε στις διατάξεις του συγκεκριμένου νόμου και οφειλών προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης δεν μετατρέπει τις συγκεκριμένες διαφορές σε διοικητικές διαφορές ουσίας, για την εκδίκαση των οποίων αποκλειστική αρμοδιότητα έχουν κατά τα παραπάνω τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, αφού δεν γίνεται και εν προκειμένω δεσμευτική διάγνωση της ασφαλιστικής σχέσης. Η παθητική δηλαδή νομιμοποίηση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης δεν αρκεί από μόνη της για το χαρακτηρισμό της διαφοράς ως διοικητικής διαφοράς ουσίας, καθώς δεν μεταβάλλει τον ρυθμιστικό και όχι διαγνωστικό χαρακτήρα των συγκεκριμένων υποθέσεων. Για το λόγο, μάλιστα, αυτό, δεν υφίσταται κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, αφού το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται την αίτηση του ν. 3869/2010 δεν προβαίνει σε έλεγχο της ορθότητας των οφειλών, όπως αυτές του εισφέρονται, σε περίπτωση δε μεταγενέστερης έκδοσης απόφασης τακτικού Δικαστηρίου που διαφοροποιεί το ποσό των οφειλόμενων, υπάρχει δυνατότητα μεταρρύθμισης του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών και προσαρμογής αυτού στο τελικό ύψος της απαίτησης. Τούτο, μάλιστα, ισχύει και για τις οφειλές προς τους ιδιώτες, αφού και αυτές δύνανται να διαφοροποιηθούν κατόπιν άσκησης κάποιου ένδικου βοηθήματος. Με δεδομένο δε ότι στο πεδίο εφαρμογής του νόμου υπάγονται οι συγκεκριμένες οφειλές που βεβαιώνονται μετά από παραίτηση από την άσκηση του δικαιώματος ή και του δικογράφου οποιουδήποτε ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου ή προσφυγής ενώπιον διοικητικής αρχής μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης αίτησης, εφόσον οι υποθέσεις εκκρεμούν ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων και διοικητικών αρχών και δεν έχουν ακόμη συζητηθεί, πιθανότητα έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων υφίσταται μόνο για τις περιπτώσεις υποθέσεων που έχουν συζητηθεί ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών αρχών ή Δικαστηρίων και αναμένεται η έκδοση απόφασης. Ως εκ τούτου και με δεδομένο ότι η εκούσια δικαιοδοσία έχει επιλεγεί και σε άλλες συλλογικές διαδικασίες αντιμετώπισης χρεών (πτώχευση, εξυγίανση, αναδιάρθρωση κ.λπ.), κρίνεται ότι υφίσταται εν προκειμένω δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, απορριπτόμενης της ένστασης ελλείψεως δικαιοδοσίας του τρίτου των καθ’ ων.
III. Με το Ν. 3869/2010 δόθηκε η δυνατότητα σε υπερχρεωμένους πολίτες που έχουν αποδεδειγμένη και μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, να ρυθμίσουν την εξόφληση τους με ευνοϊκότερους όρους και να απαλλαγούν από αυτά, εφόσον εξυπηρετήσουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με βάση το εισόδημα τους ένα μέρος των χρεών τους. Η δυνατότητα ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά βρίσκει τη νομιμοποίηση της ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μια τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει, όμως, να εξυπηρετεί ευρύτερα και το γενικό συμφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα (βλ. αιτιολογική έκθεση Ν. 3869/2010). Η δυνατότητα υπαγωγής πλέον των οφειλών προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης και προς τη Φορολογική Διοίκηση, οι οποίες αρχικά δεν υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, κρίθηκε επιβεβλημένη από το νομοθέτη, προκειμένου να επιτευχθεί ο προστατευτικός σκοπός των ρυθμίσεων του Ν. 3869/2010, που είναι η απαλλαγή του οφειλέτη – υπό προϋποθέσεις – από τα χρέη του και η επάνοδος στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου, καθώς τυχόν απαλλαγή από τα χρέη προς ιδιώτες με διατήρηση των μέχρι πρότινος εξαιρούμενων χρεών (εν προκειμένω και έναντι των φορέων κοινωνικής ασφάλισης) θα καθιστούσε άνευ ουσιαστικού αποτελέσματος ενδεχόμενη απαλλαγή του οφειλέτη, ο οποίος θα εξακολουθούσε να βαρύνεται με τα εξαιρούμενα χρέη. Η δε εξαίρεση συγκεκριμένων απαιτήσεων από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 3869/2010 είχε ως συνέπεια τη δημιουργία δανειστών δύο ταχυτήτων, καθώς οι πιστωτές που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των υπολοίπων, διατηρώντας στο ακέραιο τις απαιτήσεις τους. Μάλιστα, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, και κατ’ εξαίρεση της αρχής της καθολικότητας, δίδεται η δυνατότητα στον οφειλέτη να επιλέξει τη ρύθμιση που θα ακολουθήσει ως προς τις εν λόγω οφειλές, καθώς ο οφειλέτης που έχει ρυθμίσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις ανωτέρω οφειλές κάνοντας χρήση ενός άλλου θεσμικού πλαισίου θα πρέπει να εγκαταλείψει την εν λόγω ρύθμιση, εφόσον επιθυμεί να υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκαν, καλούμενος ο ίδιος να σταθμίσει τυχόν επιπτώσεις που συνεπάγεται η μη προσήκουσα καταβολή των υποχρεώσεων αυτών (ειδικά όσον αφορά στις απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, πιθανότητα απώλειας συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και περίθαλψης). Ο τρίτος των καθ’ ων φορέας κοινωνικής ασφάλισης ισχυρίζεται με τις προτάσεις του ότι η ανωτέρω διάταξη του νόμου 3869/2010 είναι αντισυνταγματική ως αντίθετη με τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 5 και 4 παρ. 1. Στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι «το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Η συγκεκριμένη διάταξη αποτελεί πράγματι ειδικό συνταγματικό θεμέλιο του κοινωνικού κράτους, θέτει δε την κοινωνική ασφάλιση υπό την εγγύηση του κράτους, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που νόμος ορίζει, όπως προκύπτει από τη ρητή επιφύλαξη που η ίδια η διάταξη εμπεριέχει. Από τα ανωτέρω, ωστόσο, ουδόλως συνάγεται ότι η συγκεκριμένη διάταξη ή το συγκεκριμένο δικαίωμα υπερέχει των λοιπών συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών, τα οποία έχουν την ίδια τυπική ισχύ (δεν μπορεί δηλαδή να γίνει λόγος για «υπερέχοντα» και «υποδεέστερα» από νομικής απόψεως δικαιώματα), τυχόν δε σύγκρουση τους δεν μπορεί να λυθεί με την αναφορά σε ιεραρχική κλίμακα ισχύος. Ακόμα δε λιγότερο θεμιτή είναι η αόριστη επίκληση του γενικού ή του δημοσίου συμφέροντος, χωρίς αυτό να αναφέρεται στην εκάστοτε συνταγματική διάταξη ως περιορισμός του εμπεριεχόμενου σε αυτήν δικαιώματος. Ούτε φυσικά είναι θεμιτή η αφηρημένη στάθμιση των ατομικών δικαιωμάτων ανεξάρτητα και πέρα από τη συνταγματική αλληλουχία τους. Η λύση πρέπει πάντοτε να αναζητείται στις συνταγματικά θεμελιωμένες αρχές, ιδίως στην αρχή της αναλογικότητας, με σκοπό την πρακτική εναρμόνιση των ατομικών δικαιωμάτων στη συγκεκριμένη εφαρμογή τους. Εν προκειμένω, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι η ανωτέρω διάταξη του ν. 3869/2010 θέτει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, ισχυρισμός που σε κάθε περίπτωση αμφισβητείται, θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για «σύγκρουση» μεταξύ του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση (άρθρο 22 παρ. 5 Συντ) και στο δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1) υπό την έκφανση της συμμετοχής στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, το οποίο ακριβώς έρχεται να προστατεύσει ο νομοθέτης με την συμπερίληψη των οφειλών έναντι των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης στις διατάξεις του ν. 3869/2010. Σε αυτή τη σύγκρουση δεν είναι δυνατό να αποφανθεί κανείς υπέρ της μίας ή της άλλης διάταξης, καθώς σκοπός του συνταγματικού νομοθέτη και αποστολή του ερμηνευτή του δικαίου είναι η πλήρης εναρμόνιση τους, κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή προστασία αμφοτέρων. Η δε κήρυξη της αντισυνταγματικότητας μιας διάταξης που αποσκοπεί στην προστασία της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και έχει τεθεί ακριβώς προς κατοχύρωση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος δεν δύναται να αποτελεί τη λύση σε κάθε τέτοιου είδους σύγκρουση, ιδίως όταν ακόμα κι αν αυτή καταφαθεί, καθίσταται και πάλι επισφαλής η κατοχύρωση του έτερου δικαιώματος. Δεδομένου, μάλιστα, ότι οι όροι και οι προϋποθέσεις της κοινωνικής ασφάλισης επαφίενται από το Σύνταγμα στην πλήρη αρμοδιότητα του κοινού νομοθέτη, η αρχή της αναλογικότητας και υπό τις τρεις εκφάνσεις της, ήτοι της αναγκαιότητας, της προσφορότητας και της σκοπιμότητας, επιβάλλει τη λήψη μέτρων για την οικονομική και κοινωνική επανένταξη των οικονομικά εξαθλιωμένων πολιτών, καθίσταται δε πλέον υποχρέωση του νομοθέτη η διάρθρωση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης κατά τρόπο τέτοιο ώστε να μην καθίσταται επισφαλής η κατοχύρωση του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί εκ των προτέρων και ανενδοίαστα να γίνει δεκτό ότι θίγεται με την εισαγωγή της ανωτέρω διάταξης η εγγύηση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, όπως εξειδικεύεται στην αρχή τΠζ προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου και της οικονομικής βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης με τη δημιουργία εντονότατων προβλημάτων στην οικονομική τους βιωσιμότητα, καθώς η είσπραξη των εν λόγω οφειλών είναι λίαν επισφαλής, αν όχι αδύνατη, και οι φορείς δε δύνανται να στηρίζουν σε αυτές τη βιωσιμότητα τους. Η περικοπή οφειλών υπερχρεωμένων ήδη πολιτών δε στερεί τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από αναγκαίους πόρους, όταν η αβεβαιότητα είσπραξης σε σχέση με τη δυνατότητα εξοφλήσεως είναι ιδιαίτερα υψηλή. ’λλωστε, ο υπερχρεωμένος οφειλέτης ακριβώς λόγω της ιδιότητας του δε θα μπορούσε να αντεπεξέλθει ούτως ή άλλως στις υποχρεώσεις του έναντι αυτών, συνεπώς θα οδηγείτο στο ίδιο αποτέλεσμα, ήτοι τη συσσώρευση μη δυνάμενων να εισπραχθούν οφειλών και την απώλεια παροχών. ’λλωστε, η ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη και η ενδεχόμενη απαλλαγή του από αυτά δεν επέρχεται αμέσως συνεπεία της αιτήσεως του, αλλά τίθεται σειρά προϋποθέσεων, με συμμετοχή στη διαδικασία και των πιστωτών, η δε απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη συνιστά την απόληξη μιας διαδικασίας, συνδυαζόμενη ενδεχομένως με τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, από την οποία και οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης θα ικανοποιήσουν μέρος των απαιτήσεων τους. Πέραν των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι απαλλαγή του οφειλέτη από χρέη, συμπεριλαμβανομένων και των οφειλών έναντι των φορέων κοινωνικής ασφάλισης είναι ήδη γνωστή στο δικαιϊκό μας σύστημα, καθώς και στο θεσμό της πτώχευσης επέρχεται υπό προϋποθέσεις τέτοια απαλλαγή (ά. 170 παρ. 5 Ν. 3588/2007). Επιπροσθέτως, το επιχείρημα του τρίτου καθ’ ου περί προϋφιστάμενου νόμου, ο οποίος επέφερε γενναίες περικοπές στις εν λόγω οφειλές, επιρρώνει τη θέση υπέρ της σύμφωνης με το Σύνταγμα επιλογής του νομοθέτη για υπαγωγή και των ανωτέρω οφειλών στις διατάξεις του ν. 3869/2010. Εξάλλου, και σε άλλα δικαιϊκά συστήματα τα εν λόγω χρέη υπάγονται στις ρυθμίσεις για την απαλλαγή των υπερχρεωμένων οφειλετών από τα χρέη τους (έτσι και στο γερμανικό δίκαιο, § 302, 304 – 314 Insolvenzordnung). Τέλος, ως προς τον ισχυρισμό του δεύτερου και του τρίτου των καθ’ ων περί αντίθεσης της ανωτέρω ρύθμισης στη διάταξη του ά. 4 παρ. 1 του Συντάγματος περί ισότητας, επισημαίνεται ότι το Σύνταγμα με την εν λόγω διάταξη απαιτεί από το νομοθέτη να είναι δίκαιος και επομένως να επιδιώκει την ίση μεταχείριση όμοιων και την άνιση μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων. Υπό αυτή την παραδοχή, ο ανωτέρω ισχυρισμός των καθ’ ων αλυσιτελώς προβάλλεται, αφενός γιατί ουδόλως αποκλείεται η ειδική μεταχείριση συγκεκριμένης κατηγορίας πολιτών με σκοπό την προστασία της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας τους και αφετέρου, γιατί, ακόμα και ενδεχόμενη θετική κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας για τους λόγους που αναφέρει το καθ’ ου, ουδόλως θα οδηγούσε στην εξαίρεση των υπαγόμενων πλέον στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 οφειλών έναντι των ασφαλιστικών ταμείων και της φορολογικής διοίκησης, παρά ενδεχομένως στην αποδοχή εφαρμογής της ρύθμισης και για οφειλέτες για τους οποίους δεν πληρούται η προϋπόθεση του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του ά. 1 Ν. 3869/2010, υπό την εκδοχή της παράβασης της αρχής της ισότητας δια της παραλείψεως του νομοθέτη. Επισημαίνεται ότι τόσο το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ Ολ. 1030/1983) όσο και ο ’ρειος Πάγος (ΑΠ Ολ 5/1988) ήδη από τη δεκαετία του 1980 διεύρυναν τη δέσμευση του νομοθέτη από τη αρχή της ισότητας, δεχόμενοι ότι και η παράλειψη του νομοθέτη μπορεί να αποτελέσει παράβαση της ισότητας. Ειδικά ο ’ρειος Πάγος με την με αριθμό 5/1988 απόφαση της Ολομέλειας του δέχθηκε ότι «αν γίνει με νόμο δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που δικαιολογεί την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση είναι αντισυνταγματική. Προς αποκατάσταση δε της συνταγματικής αρχής της ισότητας πρέπει να εφαρμοστεί και για εκείνους εις βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση». Παρά δε τη ρητή συνταγματική απαγόρευση επιβαρύνσεως του κρατικού προϋπολογισμού χωρίς νόμο και βάσει της συνταγματικής υποχρεώσεως των δικαστηρίων να ελέγχουν την συνταγματικότητα των νόμων, ο ’ρειος Πάγος δέχεται ότι «μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων του Συντάγματος δημιουργούμενη ανισότητα, η οποία θα παρέμενε, με αποτέλεσμα να είναι χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο η ζητούμενη δικαστική προστασία, αν το δικαστήριο περιοριζόταν σε μόνη την κήρυξη της αντισυνταγματικότητας της διάταξης που καθιερώνει τη δυσμενή διάκριση, χωρίς να εφαρμόσει περαιτέρω την ειδική ευμενή ρύθμιση και υπέρ εκείνου εις βάρος του οποίου έγινε η δυσμενής διάκριση». Ως εκ τούτου, κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη η ένσταση αντισυνταγματικότητας που προέβαλε το τρίτο των καθ’ ων.
IV. Από την διάταξη του άρθρ. 4 παρ. 5 Συντ. συνάγεται ότι οι φορολογικοί νόμοι δεν μπορούν να προβαίνουν σε αδικαιολόγητες διακρίσεις ή να επιβαρύνουν δυσανάλογα και υπέρμετρα ορισμένους πολίτες ή κατηγορίες πολιτών. Η αρχή της φορολογικής ισότητας, που καθιερώνεται στο ανωτέρω άρθρο, επιβάλλει την όμοια φορολογική μεταχείριση ατόμων που βρίσκονται κάτω από τις ίδιες οικονομικές συνθήκες (οριζόντια φορολογική ισότητα) και την ανόμοια μεταχείριση εκείνων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες (κάθετη φορολογική ισότητα), έτσι ώστε να μην είναι συνταγματικά ανεκτή ούτε η .άνιση μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων ούτε η ίση μεταχείριση ανόμοιων (βλ. Γκέρτσος στο Συλλογικό Έργο «Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία», εκδ. Σάκκουλα, 2017, σελ. 1210 και Φινοκαλιώτης «Φορολογικό Δίκαιο», εκδ. Σάκκουλα, 1999, σελ. 140). Η ίδια ως άνω διάταξη προσδιορίζει τι μπορεί, αλλά και τι πρέπει να αποτελεί κριτήριο διαφορετικής μεταχείρισης και τούτο είναι οι δυνάμεις, δηλαδή οι οικονομικές δυνατότητες του πολίτη. Αξίζει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι το Σύνταγμα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 δεν απαγορεύει οποιεσδήποτε διακρίσεις, αλλά μόνο τις αυθαίρετες, ως τέτοιες δε νοούνται α) αυτές που στηρίζονται σε απαγορευμένες από το Σύνταγμα διαφοροποιήσεις, π.χ. το φύλο, τη φυλή, τη γλώσσα, τις θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις, β) αυτές που επιφέρουν δυσμενείς έννομες συνέπειες σε άτομα, ιδιότητες ή καταστάσεις που τελούν κατά το Σύνταγμα υπό την προστασία, μέριμνα ή ειδική φροντίδα του Κράτους, γ) αυτές που έχουν χαριστικό χαρακτήρα εις όφελος ορισμένων προσώπων ή ομάδων, δε νοούνται δε ως τέτοιες οι φορολογικές απαλλαγές και εξαιρέσεις που αποτελούν μέσα άσκησης οικονομικής πολιτικής. Εν προκειμένω, το δεύτερο των καθ’ ων ισχυρίζεται με πς προτάσεις του ότι η διάταξη του ν. 3869/2010 περί υπαγωγής στο ρυθμιστικό του πεδίο και των οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση είναι αντισυνταγματική ως αντιβαίνουσα στην αρχή της φορολογικής ισότητας που επιβάλλει το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, καθώς επιφέρει την απαλλαγή του οφειλέτη ακόμα και σχεδόν από το σύνολο του αναλογούντος σε αυτόν φόρου, διασώζοντας το ακίνητο που αποτελεί την κύρια κατοικία του, και ενδεχομένως και άλλα απρόσφορα προς ρευστοποίηση περιουσιακά στοιχεία. Ωστόσο, πρέπει εν προκειμένω να επισημανθεί ότι η κατά το ν. 3869/2010 απαλλαγή του οφειλέτη από μέρος των χρεών του με την ταυτόχρονη διάσωση της κύριας κατοικίας του δεν πραγματοποιείται αναίμακτα για τον οφειλέτη, καθώς υποχρεούται να αποδώσει στους πιστωτές του το ποσό που αντιστοιχεί, κατά τις τελευταίες τροποποιήσεις, στο ποσό που αυτοί θα ελάμβαναν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης και πλειστηριασμού της τελευταίας. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι γίνεται πλέον ρητή παραπομπή από το νόμο 3869/2010 στις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας όσον αφορά την κατάταξη των πιστωτών του αιτούντος και διατηρούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο τα γενικά προνόμια του Δημοσίου, αφού δεν προβλέπεται σύμμετρη ικανοποίηση όλων των δανειστών, διασφαλίζεται ότι κανένας εκ των πιστωτών δεν θα περιέλθει σε θέση δυσμενέστερη της θέσης στην οποία θα ήταν σε περίπτωση μη υπαγωγής του οφειλέτη στη ρύθμιση. Εξάλλου, η υπαγωγή ενός οφειλέτη στο νόμο υπόκειται σε πλήθος αντικειμενικών προϋποθέσεων, που αφορούν την εισοδηματική και περιουσιακή του κατάσταση και τη σχέση της παροντικής του ρευστότητας με τις οφειλές του, αλλά και στην υποκειμενική προϋπόθεση της μη δόλιας περιέλευσής του σε αδυναμία πληρωμών, η επιβαλλόμενη δε από το Δικαστήριο ρύθμιση πρέπει κατά το νόμο να εξαντλεί τις δυνατότητες αποπληρωμής του οφειλέτη, γεγονός που τρόπον τινά εγγυάται ότι επί του πρακτέου δεν θα διαφοροποιούταν η κατάσταση, ακόμα και αν ο οφειλέτης δεν υπαγόταν στις διατάξεις του νόμου. Μοναδική διαφοροποίηση αποτελεί το γεγονός ότι πλέον παρέχεται στον οφειλέτη η δυνατότητα μίας μακρόχρονης και βιώσιμης ρύθμισης, που του επιτρέπει να συμμετέχει ενεργά στην κοινωνική και οικονομική ζωή χωρίς να απειλείται από την αιφνίδια αναγκαστική εκτέλεση της περιουσίας του και την απώλεια της κύριας κατοικίας του. Ως εκ τούτου, είναι κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου απορριπτέα ως αβάσιμη η ένσταση αντισυνταγματικότητας του δευτέρου των καθ’ ων.
V. Σύμφωνα με την ακριβή διατύπωση του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, δεν εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του φυσικά πρόσωπα που διαθέτουν πτωχευτική ικανότητα. Με τη συγκεκριμένη διατύπωση ο νομοθέτης ουσιαστικά παραπέμπει στις αντίστοιχες διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, προκειμένου εξ αντιδιαστολής να διερευνάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση η δυνατότητα κάποιου φυσικού προσώπου να υπαχθεί στη διαδικασία του ν. 3869/2010. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι ο νόμος 3869/2010 δεν ορίζει ως αρνητική προϋπόθεση για την υπαγωγή στις διατάξεις του την ύπαρξη εμπορικής ιδιότητας, αλλά την ύπαρξη πτωχευτικής ικανότητας, καθίσταται προφανές ότι μόνη η διαπίστωση, βάσει του τεκμηρίου εμπορικότητας, του εμπορικού χαρακτήρα συγκεκριμένων συναλλαγών δεν αρκεί για την απόρριψη της σχετικής αίτησης του οφειλέτη. Απαιτείται, επιπλέον, να αποδειχθεί ότι το συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο έχει και πτωχευτική ικανότητα, ότι δηλαδή μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα. Τούτο επιτάσσει επιπλέον την εξέταση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων που τάσσονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Πτωχευτικού Κώδικα, πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι, κατά δε το άρθρο 1 του Β.Δ. 19-4/1-5/1835, έμποροι είναι όσοι μετέρχονται πράξεις εμπορικές και κύριο επάγγελμα έχουν την εμπορία. Όσον αφορά ειδικά τη συμμετοχή σε εταιρία που είναι κατά το ουσιαστικό σύστημα εμπορική (ομόρρυθμη, ετερόρρυθμη), αυτή προσδίδει στον ομόρρυθμο εταίρο την εμπορική ιδιότητα, χωρίς να απαιτείται η άσκηση από αυτόν προσωπικώς εμπορικών πράξεων. Πρέπει, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση να αποδεικνύεται ότι ασκείται πράγματι εμπορική δραστηριότητα από την εταιρία, για να επέρχονται οι συνέπειες της εμπορικότητας στην εταιρία και κατ’ επέκταση στον ομόρρυθμο εταίρο (βλ. I. Βενιέρη – Θ. Κατσά, Εφαρμογή του Ν.3869/2010, 3η έκδοση, σελ. 105). Συναφώς, η συμμετοχή κάποιου ως ομόρρυθμου εταίρου σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία δεν αρκεί άνευ άλλου τινός για να προσδώσει στο μέλος εμπορική ιδιότητα, αλλά πρέπει, σύμφωνα με τον κατασταστικό σκοπό της, η εταιρία να ενεργεί κατά σύνηθες επάγγελμα αντικειμενικώς εμπορικές πράξεις ή να ασκεί εργασίες και επιχειρήσεις, οι οποίες, αν ενεργούνταν από φυσικό πρόσωπο, θα προσέδιδαν σε αυτό την ιδιότητα του εμπόρου. Γίνεται δεκτό ότι δεν είναι έμποροι όσοι ασκούν ελεύθερα επαγγέλματα, ήτοι ιατροί, μηχανικοί αρχιτέκτονες, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι και λογιστές κλπ. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες μπορούν να θεωρηθούν έμποροι μόνο όταν εκτελούν τις εργασίες του μέσω οργανωμένης επιχείρησης με οργάνωση κεφαλαίου και με τη βοήθεια προσωπικού, οπότε μπορεί να κριθεί ότι ο τρόπος άσκησης της δραστηριότητας προσδίδει το επαγγελματία την εμπορική ιδιότητα. Περαιτέρω, το άρθρο 2 § 3 του Πτωχευτικού Κώδικα ορίζει ότι πτωχευτική ικανότητα έχει και το πρόσωπο που έπαυσε την εμπορία του από οποιαδήποτε αιτία. Προϋπόθεση για την ύπαρξη πτωχευτικής ικανότητας παραιτηθέντος εμπόρου είναι η παύση της εμπορίας να έγινε κατά τη διάρκεια της παύσης των πληρωμών, ήτοι η συνύπαρξη της παύσης των πληρωμών και της παύσης της εμπορίας. Πρέπει, δηλαδή, να ερευνηθεί κατά πόσο, όταν ο έμπορος έπαυσε την άσκηση της δραστηριότητας του είχε περιέλθει ήδη σε παύση πληρωμών, που πρέπει να είναι γενική και μόνιμη, να αφορά στο σύνολο ή στο μεγαλύτερο μέρος των οφειλών, και, σε κάθε περίπτωση, δεν ταυτίζεται με την αδυναμία προς εκπλήρωση κάποιων χρηματικών υποχρεώσεων. Πρόσωπα που έχουν εμπορική ιδιότητα υπάγονται στις διατάξεις του ν. 3869/2010 μόνο αν χαρακτηριστούν μικρέμποροι, δηλαδή εάν για αυτούς το κέρδος από την άσκηση εμπορικών πράξεων αποτελεί αμοιβή του σωματικού τους κόπου και όχι κερδοσκοπικών συνδυασμών, όπως είναι οι γυρολόγοι, οι υπαίθριοι πωλητές, οι τεχνίτες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, όπως οι ιατροί, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, δικηγόροι, οδηγοί αυτοκινήτων, οι οποίοι μπορεί να υπαχθούν (βλ. Αθανάσιος Κρητικός β’ έκδοση ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων σελ.47 παρ. 2,1. Βενιέρης Εφαρμογή του ν.3869/2010 σελ. 123 επ.).
VI. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, προϋπόθεση για την υπαγωγή του οφειλέτη στις διατάξεις του είναι να μην έχει περιέλθει με δόλο σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Στην έννοια του δόλου εμπίπτει τόσο ο άμεσος όσο και ο ενδεχόμενος δόλος. Με άμεσο δόλο βαρύνεται ένα πρόσωπο, όταν προβλέπει ως αναγκαία συνέπεια της συμπεριφοράς του ορισμένο αποδοκιμαζόμενο αποτέλεσμα, και, συνεπώς, ενεργώντας κατ αυτόν τον τρόπο, το επιδιώκει ή το αποδέχεται. Με τον ενδεχόμενο δόλο βαρύνεται ένα πρόσωπο, όταν προβλέπει ως ενδεχόμενο απότοκο της πράξης του την πρόκληση ορισμένου παρανόμου αποτελέσματος, πράττει, όμως, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Η δε διάγνωση του δόλου επιχειρείται σε δύο στάδια καταρχήν ανιχνεύεται στο διανοητικό-γνωστικό επίπεδο και, εν συνεχεία, στο βουλητικό επίπεδο. Σε γνωστικό επίπεδο ο δόλος προϋποθέτει τη διάγνωση ότι η επέλευση του αρνητικού αποτελέσματος ήταν για τον δράστη ένα σοβαρό ενδεχόμενο, έτσι ώστε να διαδραματίζει ρόλο κατά τη λήψη της απόφασης του να πράξει ή να μην πράξει. Το αποτέλεσμα θα πρέπει να έχει προβλεφθεί όχι απλώς ως δυνατό, αλλά ως πιθανό. Στην προκείμενη περίπτωση των χορηγήσεων δανείων, ο οφειλέτης θα πρέπει να γνωρίζει ότι με τη συγκεκριμένη χορήγηση είναι σοβαρή η πιθανότητα να μην ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει και να περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία. Περαιτέρω, σε βουλητικό επίπεδο ο δόλος προϋποθέτει ότι ο καταναλωτής, αν όχι επιδιώκει ή θέλει, πάντως αποδέχεται το αποτέλεσμα της μόνιμης αδυναμίας. Ενδεχόμενος δόλος υπάρχει, όταν ο οφειλέτης έλαβε υπόψη τον σοβαρό κίνδυνο να μην μπορεί να αποπληρώσει το δάνειο του, και, αφού τον στάθμισε με τη λήψη του δανείου, έκρινε αυτή τόσο σημαντική ώστε να αποφασίσει να προχωρήσει στο δάνειο, αποδεχόμενος τον κίνδυνο. Αυτή η αποδοχή του αποτελέσματος υποδηλώνει εντέλει μία χαλαρή μεν, αλλά υπαρκτή, βουλητική σχέση του καταναλωτή με το αποτέλεσμα που θα επαρκούσε για την θεμελίωση του δόλου. Ο οφειλέτης θα πρέπει, επομένως, να υπολόγισε το αποτέλεσμα της μόνιμης αδυναμίας και να επέδειξε κάποια εμμονή σε αυτό, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ο ενδεχόμενος δόλος προϋποθέτει, επομένως, έναν καταναλωτή που, αφού σταθμίζει τις δυνατότητες του αποπληρωμής, και τελικά δεν πιστεύει ή δεν ελπίζει δικαιολογημένα ότι θα τα καταφέρει να ανταποκριθεί, δεν αποθαρρύνεται από τον δανεισμό. Ο οφειλέτης λαμβάνει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μία εγωιστική και συνειδητή απόφαση κατά των αγαθών του πιστωτή (βλ. Δημ. Σπυράκου, Η έννοια της δόλιας αδυναμίας πληρωμών στο ν. 3869/2010, ΕφΑΔ, τεύχος 4/2015, σελ. 307 επ). Αντιθέτως, οι από μέρους του αιτούντος μη ορθολογικοί ή και επιπόλαιοι χειρισμοί των οικονομικών του και της εν γένει διαχείρισης που τον οδήγησαν σε οπερδανεισμό δεν συνεπάγεται ύπαρξη δόλου, ούτε καν ενδεχόμενου, αλλά εννοιολογικά, υπό τα διδάγματα του ποινικού δικαίου, η συμπεριφορά του ίσως να ταυτίζεται με ενσυνείδητη αμέλεια, η οποία, όμως, είναι εν προκειμένω, αδιάφορη.
VIII. Σύμφωνα με το ά. 9 παρ. 2β Ν.3869/2010, το οποίο προστέθηκε με το ά. 62 ττορ 3 Ν. 4849/2018 και, σύμφωνα με το ά. 68 παρ. 8 του τελευταίου ως άνω νόμου, εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του δίκες «Κατά το χρονικό διάστημα των καταβολών της παραγράφου 2 του άρθρου 8 το δικαστήριο κατανέμει ποσό που μπορεί να καταβάλει ο οφειλέτης μεταξύ της ρύθμισης οφειλών του άρθρου 8 και του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του παρόντος άρθρου, διασφαλίζοντας ότι οι πιστωτές δεν θα βρεθούν χωρίς τη συναίνεση τους σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν, στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης». Με την ανωτέρω διάταξη ουσιαστικά καταργήθηκε η δυνατότητα παροχής περιόδου χάριτος για την εξυπηρέτηση της ρύθμισης που αφορά τη διάσωση της κύριας κατοικίας, η οποία προβλεπόταν ρητά υπό το καθεστώς των ν. 3869/2010 και 4161/2013 και συνήχθη νομολογιακά, παρά τη σιωπή του νομοθέτη, υπό το καθεστώς των νόμων 4336/2015 και 4346/2015. Σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4549/2018, σκοπός της συγκεκριμένης ρύθμισης ήταν να ρυθμιστεί το ζήτημα της χρονικής σύμπτωσης της ρύθμισης του άρθρου 8 και του άρθρου 9, το οποίο παρέμενε αρρύθμιστο με το Ν. 3869/2010, όπως αυτός ίσχυε πριν την τροποποίηση του με το Ν. 4549/2018, προκειμένου α) να μην υποχρεώνονται οι οφειλέτες κατά τη διάρκεια της ρύθμισης του ά. 8 παρ. 2 να καταβάλλουν ποσά που υπερβαίνουν την ικανότητα αποπληρωμής τους, με ορατό τον κίνδυνο έκπτωσης τους, και β) να μην τοποθετεί το δικαστήριο την έναρξη της ρύθμισης του άρθρου 9 στη λήξη της ρύθμισης του άρθρου 8, με αποτέλεσμα οι οφειλέτες να επιβαρύνονται με τους τόκους του σχεδίου διευθέτησης και να επιμηκύνεται η συνολική περίοδος αποπληρωμής. Σύμφωνα, επομένως, με τα ανωτέρω το δικαστήριο υποχρεούται υπό το κράτος της ανωτέρω διάταξης να κατανείμει το ποσό των δύο δόσεων, αυτής δηλαδή με βάση την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη (ά. 8 παρ. 2) και αυτής για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του (ά. 9 παρ. 2), έτσι ώστε να μη χειροτερεύσει η θέση των πιστωτών σε σχέση με το ποσό που ορίστηκε ως αντάλλαγμα για τη διάσωση της, ήτοι θα πρέπει οι πιστωτές κατά τη διάρκεια της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 να λάβουν ποσό ίσο με αυτό του ανταλλάγματος της διάσωσης και, παράλληλα, ο οφειλέτης δε θα πρέπει να επιβαρυνθεί με καταβολές υψηλότερου ποσού από αυτό που ορίστηκε με βάση τα εισοδηματικά κριτήρια του άρθρου 8 παρ. 2 (βλ. ρητά και αιτιολογική έκθεση Ν. 4549/2018 κεφάλαιο Β – τροποποιήσεις του Ν. 3869/2010 – παράγραφος 1). Στα πλαίσια, επομένως, της κατανομής 8α πρέπει να τηρηθούν οι βασικές αρχές των ρυθμίσεων των άρθρων 8 και 9, ήτοι αυτή της μη υπέρβασης της ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη, όπως αυτή ορίστηκε στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2, και αυτή της καταβολής του υποχρεωτικού ανταλλάγματος στους πιστωτές ως προς τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2. Πλην, όμως, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, η ανωτέρω κατανομή μεταξύ των ρυθμίσεων του άρθρου 8 παρ. 2 και του άρθρου 9 παρ. 2 αφενός καταστρατηγεί τα συμφέροντα των ανέγγυων πιστωτών και αφετέρου αδυνατεί να προασπίσει τα συμφέροντα του υπερχρεωμένου αιτούντος, ιδίως στις περιπτώσεις που^ κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης και δημοσίευσης της απόφασης η ικανότητα αποπληρωμής του αιτούντος υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στην καταβλητέα για την διάσωση της κύριας κατοικίας δόσης. Ειδικότερα, στην ανωτέρω περίπτωση πρέπει είτε να επιβληθεί στον αιτούντα η καταβολή ποσού που δεν αντιστοιχεί στην ικανότητα αποπληρωμής του, αλλά αντιστοιχεί στο ποσό που πρέπει να καταβάλλει για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, γεγονός που θα οδηγήσει άνευ άλλου τινός στην έκπτωση του οφειλέτη από τη ρύθμιση και μάλιστα ήδη από την έναρξη αυτής, είτε να επιβληθεί στον οφειλέτη μειωμένη δόση για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 5, στο οποίο ρητά παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 6, με αποτέλεσμα αφενός την μη επιβολή δόσεων για τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 και, συνακόλουθα την υπέρμετρη βλάβη των ανέγγυων δανειστών, και αφετέρου την παράβαση της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών σε σχέση με τη διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης. Από τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι δυνατότητα της προβλεπόμενης από την ανωτέρω διάταξη κατανομής, με τήρηση των βασικών αρχών, είναι εφικτή, και πάλι με βλάβη των συμφερόντων των ανέγγυων πιστωτών, μόνο όταν το ποσό της μηνιαίας δόσης που ορίστηκε στο πλαίσιο του άρθρου 8 παρ. 2 υπερβαίνει το ποσό της δόσης του άρθρου 9 παρ. 2. Ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση αυτή, δεν βρίσκει απολύτως κανένα έρεισμα η μείωση της δόσης που είναι σε θέση ο αιτών να καταβάλλει στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 στους ανέγγυους πιστωτές, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι τα συμφέροντα των εμπραγμάτως εξασφαλισμένων πιστωτών ουδόλως θίγονται από την παροχή περιόδου χάριτος, δεδομένου ότι με τη λήξη της περιόδου ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 θα έχουν λάβει το προβλεπόμενο από το νόμο ποσό, από το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν είναι σε θέση να παρεκκλίνει η δικαστική απόφαση. Ως εκ τούτου, μοναδική λύση για τη στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων, τα οποία ο ίδιος ο νομοθέτης έκρινε άξια προστασίας με την εισαγωγή της ανωτέρω ρύθμισης, είναι η επιβολή μηδενικών δόσεων για τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 και για όσο χρόνο διαρκεί η ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2, προκειμένου ο αιτών να καταβάλλει τη δόση της μέγιστης δυνατότητας αποπληρωμής του στη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 ικανοποιώντας το σύνολο των πιστωτών του, και η ταυτόχρονη αντίστοιχη μείωση της διάρκειας της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2, προκειμένου να αποφευχθεί η δια της περιόδου χάριτος επιμήκυνση της διάρκειας της ρύθμισης. Η ανωτέρω επιλογή βρίσκει έρεισμα στο ίδιο το γράμμα του νόμου, ο οποίος με το άρθρο 9 παρ. 6 παραπέμπει στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 5 και στη δυνατότητα του Δικαστηρίου να ορίσει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μειωμένες ή μηδενικές καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας, δυνατότητα που δεν υφίστατο υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Τέλος, επισημαίνεται ότι η ανωτέρω επιλογή επιβάλλεται και από το γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν είναι δυνατή η εκ μέρους του Δικαστηρίου πρόβλεψη του ακριβούς ποσού στο οποίο θα ανέλθει η μηνιαία δόση για τη διάσωση της κύριας κατοικίας, δεδομένου ότι το συνολικό ποσό που θα κληθεί να καταβάλει ο αιτών για το σκοπό αυτό προβλέπεται έντοκο, δεν είναι δε εκ των προτέρων γνωστές οι διακυμάνσεις του επιτοκίου και, ως εκ τούτου, η επιβληθησόμενη από το Δικαστήριο δόση θα αφορά μόνο το κεφάλαιο που πρέπει να αποπληρωθεί και όχι το σύνολο της καταβλητέας δόσης, συμπεριλαμβανομένων των τόκων. Ως εκ τούτου, ενδεχόμενη απόπειρα κατανομής μεταξύ των δόσεων των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 θα είναι πλασματική και ουσιαστικά θα καταστρατηγεί την αρχή της μη υπέρβασης της ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη, δεδομένου ότι αυτός θα κληθεί εν τέλει να καταβάλει υψηλότερο των δυνατοτήτων του ποσό, λόγω της επιβολής των τόκων, το ύψος των οποίων είναι εξαρχής μη προσδιορίσιμο.
IX. Με την κρινόμενη αίτηση του και κατ’ ορθή εκτίμηση της ο αιτών, επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και περιέλευση σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, ζητεί τη διευθέτηση τους από το Δικαστήριο, με εξαίρεση της κύριας κατοικίας του, κατά το προτεινόμενο από αυτόν σχέδιο, ώστε να επέλθει η μερική απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών του έναντι της καθ’ ης, που περιλαμβάνονται στην υποβληθείσα από αυτόν κατάσταση. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αίτηση παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου της περιφέρειας της κατοικίας του αιτούντος κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 ν. 3869/2010). Παραδεκτά δε εισάγεται προς συζήτηση μετά από α) την προσκόμιση από τον αιτούντα κατά την κατάθεση της αίτησης των εγγράφων του ά. 4 παρ. 1 και 2 Ν. 3869/2010, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με το Ν. 4336/2015, β) τη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των καθ’ ων σύμφωνα με το ά. 5 Ν. 3869/2010 (βλ. τις με αριθμούς ./05.12.2018, ./05.12.2018, ./05.12.2018, ./05.12.2018, ./05.12.2018 και 2179/05.12.2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών .) και γ) την αποτυχία του προδικαστικού συμβιβασμού, η οποία διαπιστώθηκε με την έκδοση της από 01.02.2019 προσωρινής διαταγής της Ειρηνοδίκη Αθηνών. Περαιτέρω, από την αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου τούτου στα τηρούμενα αρχεία προέκυψε ότι ο αιτών είχε ασκήσει με σκοπό την υπαγωγή του στις διατάξεις του ν. 3869/2010 την από 03.12.2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου 5489/2015 αίτηση του, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 6051/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που απέρριπτε την αίτηση ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Ως εκ τούτου, δεν εκκρεμεί άλλη σχετική αίτηση του αιτούντος ούτε έχει εκδοθεί προγενεστέρως απόφαση για τη διευθέτηση των οφειλών του με απαλλαγή από τα υπόλοιπα χρεών (άρθρο 13 παρ. 2 ν. 3869/2010).
Η αίτηση, στην οποία περιλαμβάνονται και τα στοιχεία του άρθρου 4 του ν. 3869/2010, είναι ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 8, 9 και 11 του ν. 3869/2010, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, μετά και την καταβολή των νομίμων τελών συζήτησης, εφόσον δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ του αιτούντος και των καθ’ ων. Επισημαίνεται ότι τυγχάνει απορριπτέα η ένσταση αοριστίας των καθ’ ων, γιατί από το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης και από το σύνολο των προσκομισθέντων στοιχείων προκύπτουν με σαφήνεια και ακρίβεια, όπως αμέσως κατωτέρω καταδεικνύεται, η εισοδηματική και περιουσιακή κατάσταση του αιτούντος, οι μηνιαίες δαπάνες του, καθώς και η περιέλευσή του σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής των ήδη ληξιπρόθεσμων οφειλών του. Εξάλλου, δε χρειάζεται ο με ακρίβεια προσδιορισμός του απαραίτητου ποσού για την κάλυψη κάθε επιμέρους ανάγκης του οφειλέτη και της οικογένειας του. Αρκεί μόνο να αναφέρεται το συνολικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών, και ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα αοριστίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το Δικαστήριο μπορεί να αντλήσει στοιχεία αυτά κατά την εξέταση των μαρτύρων ή από τα διδάγματα της κοινής πείρας, στα πλαίσια του εξεταστικού συστήματος της εκούσιας δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, από καμία απολύτως διάταξη του νόμου δεν προκύπτει ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να ενταχθούν σε αυτόν μόνο όσοι δεν έχουν τη δυνατότητα αποπληρωμής των οφειλών τους λόγω επέλευσης απρόοπτων περιστατικών στη ζωή τους ή λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών, ώστε να απαιτούνται τα παραπάνω ως προϋπόθεση για την ένταξη κάποιου οφειλέτη στη ρύθμιση.
VIII. Από την ένορκη εξέταση της μάρτυρα του αιτούντος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας που ο αιτών προσκομίζει παραδεκτά και νόμιμα μετ’ επικλήσεως ή άνευ νομότυπου επικλήσεως και είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339, 395, 741 και 744 του ΚΠολΔ), από τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρα 336 παρ. 4 και 741 του ΚΠολΔ) τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν του αυτεπαγγέλτως, αλλά και από όλη εν γένει τη διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών …, κάτοικος Γλυφάδας Αττικής, είναι 46 ετών, είναι άγαμος και έχει ένα τέκνο, ηλικίας σήμερα 17 ετών. Ο αιτών είναι από ετών άνεργος, χωρίς να λαμβάνει επίδομα ανεργίας, απασχολούμενος για 10- ημέρες περίπου ετησίως από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «VIEWMASTER FILMS Α.Ε.» στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας (βλ. την προσκομισθείσα βεβαίωση της εργοδότριας εταιρίας), αποκομίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο περίπου το ποσό των 2.000,00 ευρώ ετησίως, ήτοι περίπου 200,00 ευρώ μηνιαίως. Περαιτέρω, ο αιτών εισπράττει μηνιαίως το ποσό των 200,00 ευρώ από την εκμίσθωση ακινήτου στη Γλυφάδα Αττικής (βλ. την από 21.09.2019 απόδειξη υποβολής πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας). Ως εκ τούτου, το συνολικό μηνιαίο εισόδημα του, συμπεριλαμβανομένης και μίας μικρής οικονομικής ενίσχυσης που λαμβάνει από τον πατέρα του, ανέρχεται περίπου στα 500,00 ευρώ. Από την 14.08.2002 ο αιτών δραστηριοποιούταν ως σκηνογράφος και θεατρικός φωτιστής, δραστηριότητα την οποία διέκοψε την 31.07.2014 λόγω συρρίκνωσης αυτής. Περαιτέρω, από την 19.11.2004 ο αιτών ήταν ομόρρυθμο μέλος της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «… ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», η οποία δραστηριοποιούταν στην παροχή υπηρεσιών σχεδιασμού (όχι παραγωγής) διαφημιστικών αντικειμένων ή ταινιών και η οποία λύθηκε την 26.06.2012. Όπως προκύπτει από τη δραστηριότητα της, η ανωτέρω εταιρία, μολονότι εμπορική, δεν ασκούσε πράγματι εμπορική δραστηριότητα, καθώς η δραστηριότητα της περιοριζόταν στην παροχή υπηρεσιών που αντιστοιχούν στην άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη υπό (I) αναφέρονται και ο αιτών, ως ομόρρυθμο μέλος της ανωτέρω εταιρίας, ουδέποτε απέκτησε την εμπορική ιδιότητα, απορριπτόμενης της σχετικής ένστασης έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης των καθ’ ων. Το ετήσιο εισόδημα του αιτούντος ανήλθε το οικονομικό έτος 2003 σε 29.375,96 ευρώ, το οικονομικό έτος 2004 σε 44.309,66 ευρώ, το οικονομικό έτος 2005 σε 66.458,44 ευρώ, το οικονομικό έτος 2006 σε 1.708,47 ευρώ, το οικονομικό έτος 2007 σε 0,00 ευρώ (καθώς η επιχείρηση του εμφάνισε ζημία ύψους 1.996,60 ευρώ), το οικονομικό έτος 2008 σε 4.536,25 ευρώ, το οικονομικό έτος 2009 σε 9.276,74 ευρώ, το οικονομικό έτος 2010 σε 31.605,70 ευρώ, το οικονομικό έτος 2011 σε 24.474,30 ευρώ, το οικονομικό έτος 2012 σε 44.786,28 ευρώ, το οικονομικό έτος 2013 σε 11.906,62 ευρώ, το οικονομικό έτος 2014 σε 28.645,56 ευρώ, το φορολογικό έτος 2014 σε 21.420,04 ευρώ, το φορολογικό έτος 2015 σε 5.031,16 ευρώ, το φορολογικό έτος 2016 σε 2.314,06 ευρώ, το φορολογικό έτος 2017 σε 2.125,73 ευρώ και το φορολογικό έτος 2018 σε 2.128,74 ευρώ. Ο αιτών φιλοξενείται σε διαμέρισμα ιδιοκτησίας του πατέρα του στη Γλυφάδα Αττικής. Η ακίνητη περιουσία του αποτελείται από την πλήρη κυριότητα ενός ισογείου διαμερίσματος επιφάνειας 100,00 τ.μ., που βρίσκεται στη Γλυφάδα Αττικής, οδός …, κατασκευάστηκε το έτος 1965 και αποτελεί τη δυνητική κύρια κατοικία του αιτούντος. Περαιτέρω, έχει στην κυριότητα του το με αριθμό κυκλοφορίας ΙΗΖ ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητο μάρκας TOYOTA AURIS, 1398 cc και παλαιότητας 12 ετών. ’λλη πηγή εισοδήματος δεν διαθέτει ο αιτών, ενώ δεν αναμένεται κάποια βελτίωση στα οικονομικά του στο εγγύς μέλλον, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί σε μισθούς και συντάξεις, αλλά και στην αγορά εργασίας, ως απόρροια της ευρύτερης οικονομικής κρίσης. Οι μηνιαίες δαπάνες του αιτούντος περιορίζονται σε αυτές που απαιτούνται για την ικανοποίηση των βασικών βιοτικών αναγκών του ιδίου και του ανήλικου τέκνου του, καθώς και για την ανατροφή και εκπαίδευση του τελευταίου.
Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης ο αιτών είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη προς τις καθ ων, τα οποία θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης, με εξαίρεση τα εμπραγμάτως εξασφαλισμένα δάνεια, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της απόφασης (άρθρο 6 παρ. 3 ν. 3869/2010):
1. Προς την πρώτη καθ’ ης ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.»: α) οφειλή ύψους 180.300,85 ευρώ από την με αριθμό … σύμβαση στεγαστικού δανείου, για την εξασφάλιση της οποίας έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης α’ τάξεως για το ποσό των 182.000,00 ευρώ επί του ανωτέρω αναφερόμενου ακινήτου του αιτούντος στην Γλυφάδα Αττικής, β) οφειλή ύψους 4.720,94 ευρώ από τον με αριθμό … λογαριασμό εξόδων στεγαστικού δανείου.
2. Προς το δεύτερο καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο οφειλή ύψους 16.528,15 ευρώ. Από τις οφειλές αυτές δεν εντάσσονται στο νόμο 3869/2010 α) οι οφειλές εκ των με αριθμούς ./27.07.2018 και ./28.08.2018 ταμειακών βεβαιώσεων ύψους 96,44 ευρώ και 152,21 ευρώ, καθώς η βεβαίωση αυτών έλαβε χώρα εντός έτους πριν την κατάθεση της ένδικης αίτησης, και β) οι οφειλές εκ των με αριθμούς ./03.10.2014, ./03.10.2014, ./13.10.2016 και ./01.06.2017 ταμειακών βεβαιώσεων ύψους 139,63 ευρώ, 139,63 ευρώ, 242,76 ευρώ και 232,54 ευρώ αντίστοιχα, καθώς απορρέουν από επιβολή προστίμων. Ως εκ τούτου, το σύνολο των εντακτέων στο νόμο οφειλών ανέρχεται στο ποσό των 15.773,59 ευρώ.
3. Προς το τρίτο καθ’ ου νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» οφειλή ύψους 18.369,10 ευρώ.
Το σύνολο των οφειλών του αιτούντος ανέρχεται στο ποσό των 219.164,48 ευρώ, το μεγαλύτερο δε μέρος αυτών ύψους 180.300,85 ευρώ απορρέει από ένα στεγαστικό δάνειο ύψους 140.000,00 ευρώ, το οποίο έλαβε ο αιτών το έτος 2006 από την πρώτη καθ’ ης. Επισημαίνεται ότι κατά το χρόνο ανάληψης των δανείων ο αιτών ήταν σε θέση να αποπληρώνει τις οφειλές του. Ωστόσο, η συρρίκνωση της δραστηριότητας του και η διακοπή αυτής από το έτος 2014, σε συνδυασμό με την αδυναμία του έκτοτε να βρει σταθερή εργασία, είχε ως αποτέλεσμα να μην είναι πλέον σε θέση να αντεπεξέρχεται προσηκόντως στις οφειλές του.
Λαμβανομένων υπόψη του ύψους των οφειλών του αιτούντος και των εισοδημάτων του, διαφαίνεται η αδυναμία εξυπηρετήσεως των οφειλών του, αφού δεν δύναται να παρακολουθήσει το ληξιπρόθεσμο των χρεών του και να προβεί στη σχετικώς άμεση ικανοποίηση τους. Περαιτέρω, δεν προβλέπεται η βελτίωση της εισοδηματικής του κατάστασης στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, αφού δε ληφθούν υπόψη η παροντική ρευστότητα του σε σχέση με τις οφειλές του, καθώς και η προβλεπόμενη στο εγγύς μέλλον εξέλιξη της οικονομικής του κατάστασης, δεδομένων των συνθηκών που επικρατούν σε μισθούς και συντάξεις, αλλά και στην αγορά εργασίας, έχουν ανατραπεί οι συνθήκες διαβίωσης του, χωρίς να διαφαίνεται αναπλήρωση των εισοδημάτων του από άλλη πηγή. Ως εκ τούτου, καθίσταται προφανές ότι ο αιτών έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία αποπληρωμής των οφειλών του, η δε αδυναμία του αυτή δεν οφείλεται σε δόλο καθώς ουδόλως αποδείχθηκε κάτι τέτοιο, σχετική δε ένσταση δε προβλήθηκε από τους καθ’ ων.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το διαμέρισμα στην Γλυφάδα, που κατασκευάστηκε το έτος 1965 και μπορεί να χρησιμεύσει ως κύρια κατοικία του αιτούντος, έχει αντικειμενική αξία που ανέρχεται στο ποσό των 78.300,00 ευρώ (βλ. ΕΝΦΙΑ 2017).
Η δε εμπορική του αξία εκτιμάται από το Δικαστήριο στο ποσό των 150.000,00 ευρώ, λαμβανομένων υπόψη της θέσης του ακινήτου, της παλαιότητας του και των ειδικότερων χαρακτηριστικών του. Ο αιτών, με την πρόταση εκκαθάρισης που υπέβαλε ζήτησε να εξαιρεθεί το ως άνω ακίνητο από την ρευστοποίηση για την ικανοποίηση των καθ’ ων.
Από τα ανωτέρω στοιχεία κρίνεται ότι ο αιτών έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, τα δε εισοδήματα του δεν επαρκούν για την αποπληρωμή των χρεών του και, επομένως, πληρούνται στο πρόσωπο του οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 και ειδικότερα σε αυτές των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2. Η δε ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ερειδόμενη στο γεγονός ότι καταχρηστικά ο αιτών ζητά την απαλλαγή του από μέρος των χρεών του, τυγχάνει απορριπτέα, καθώς τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν υπερβαίνουν τα ακραία αξιολογικά όρια που θέτει ο κανόνας του άρθρου 281 Α.Κ. Ειδικότερα, η επιδίωξη για ρύθμιση δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, δηλαδή άσκηση του δικαιώματος με τρόπο αντίθετο στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Πρόκειται απλώς για επιδίωξη ρύθμισης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3869/2010 και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ούτε η δημιουργία εύλογης πεποίθησης στους πιστωτές ότι ο αιτών δεν θα ασκούσε το δικαίωμα αυτό. Εξάλλου, οι καθ’ ων δεν αποδεικνύουν ούτε επικαλούνται τις ιδιαιτέρως επαχθείς και δυσβάσταχτες συνέπειες που επιφέρει γι’ αυτούς η εκ μέρους της αιτούσας άσκηση της κρινόμενης αίτησης, μολονότι δε η ρύθμιση αποτελεί επέμβαση στις απαιτήσεις τους, αυτή είναι σύμφωνη με το σκοπό του ν.3869/2010, που είναι η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει.
Χ. Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 ν. 3869/2010, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, «Αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, το δικαστήριο, αφού αφαιρέσει το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των ευλόγων δαπανών διαβίωσης του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειας του, όπως αυτές εκάστοτε προσδιορίζονται με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους δυνάμει του ν. 4224/2013 ή μέχρις ότου εκδοθεί η ανωτέρω απόφαση, όπως αυτές προσδιορίζονται στην Έρευνα Οικονομικών Προϋπολογισμών (Ε.Ο. Π.) που διενεργεί κάθε χρόνο η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία και στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης που βαρύνουν τον οφειλέτη, διατάσσει την καταβολή μηνιαίως, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, του ποσού που απομένει με βάση τα περιουσιακά στοιχεία και τα πάσης φύσεως εισοδήματα του, για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών, συμμέτρως διανεμόμενου».
Εξάλλου, κατά το άρθρο 9 του ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, «Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2018 ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης και σχέδιο διευθέτησης οφειλών ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, εφόσον, στο πρόσωπο του οφειλέτη, πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) το συγκεκριμένο ακίνητο χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, β) το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, όπως αυτές προσδιορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 του παρόντος, προσαυξημένες κατά εβδομήντα τοις εκατό (70%), γ) η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης δεν υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα χιλιάδες (180.000) ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά σαράντα χιλιάδες ευρώ (40.000) ευρώ για τον έγγαμο οφειλέτη και κατά είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία (3) τέκνα και δ) ο οφειλέτης είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης, βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, όπου αυτός εφαρμόζεται. Το σχέδιο διευθέτησης οφειλών θα προβλέπει ότι ο οφειλέτης θα καταβάλλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του και ότι καταβάλλει ποσό τέτοιο ώστε οι πιστωτές του δεν θα βρεθούν, χωρίς τη συναίνεση τους, σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία Θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος η οποία θα εκδοθεί εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος ορίζονται η διαδικασία και τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της μέγιστης ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη και τον προσδιορισμό του ποσού το οποίο θα ελάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και για τον προσδιορισμό της ενδεχόμενης ζημίας των πιστωτών. … Η εξυπηρέτηση της οφειλής γίνεται με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή, σε περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, και χωρίς ανατοκισμό. Για τον προσδιορισμό της περιόδου τοκοχρεολυτικής εξόφλησης της οριζόμενης συνολικής οφειλής λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ύψος της οφειλής και η οικονομική δυνατότητα του οφειλέτη. Η περίοδος πάντως αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη εκτός αν η διάρκεια των συμβάσεων δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν οι πιστώσεις στον οφειλέτη ήταν μεγαλύτερη των είκοσι (20) ετών, οπότε ο Ειρηνοδίκης δύναται να προσδιορίσει μεγαλύτερη διάρκεια η οποία πάντως δεν υπερβαίνει τα τριάντα πέντε (35) έτη. Οι απαιτήσεις των πιστωτών ικανοποιούνται από τις καταβολές του οφειλέτη με βάση την παρούσα παράγραφο κατά αναλογική εφαρμογή των άρθρων 974 επ. ΚΠολΔ. Αν κατά τη διάρκεια της αποπληρωμής του σχεδίου διευθέτησης οφειλών, ο οφειλέτης πωλήσει την κύρια κατοικία του και το τίμημα από την πώληση υπερβαίνει το ποσό της διευθετημένης δανειακής οφειλής, όπως αυτή καθορίζεται από τη δικαστική απόφαση, για την οποία έχει εγγράφει προσημείωση ή υποθήκη στην κύρια κατοικία, τότε το ήμισυ της διαφοράς κατανέμεται υπέρ των ενέγγυων και προνομιούχων πιστωτών. Σε κάθε περίπτωση το ποσό το οποίο λαμβάνει ο κάθε πιστωτής από την παραπάνω κατανομή, δεν μπορεί να είναι ανώτερο του ποσού που θα λάμβανε δυνάμει του σχεδίου διευθέτησης οφειλών. 3. Η μη τήρηση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου αυτής, επιτρέπει στον πιστωτή να κινήσει διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη και της μοναδικής κατοικίας του. Καταγγελία της ρύθμισης της παραγράφου 2 επιτρέπεται εφόσον ο οφειλέτης καθυστερεί υπαιτίως την καταβολή τεσσάρων διαδοχικών μηνιαίων δόσεων ετησίως ή καθυστερεί την καταβολή δόσεων της ρύθμισης, έτσι το συνολικό υψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικώς την αξία τεσσάρων (4) μηνιαίων δόσεων ετησίως. Για τον υπολογισμό του έτους στο προηγούμενο εδάφιο λαμβάνεται ως αφετηρία ο χρόνος έκδοσης της αποφάσεως που διατάσσει την καταβολή των δόσεων κατά το παρόν άρθρο. Αν ο οφειλέτης κατοικεί ή διαμένει σε ξένο ακίνητο [και ο σύζυγος αυτού δεν διαθέτει ακίνητο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία], τότε οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και για το μοναδικό ακίνητο του οφειλέτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 3869/2010, «Η κανονική εκτέλεση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με την απόφαση η ου εκδίδεται σε εφαρμογή των παραγράφων 2, 4 και 5 του άρθρου 8 επιφέρει, με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 4 και στην παράγραφο 2 του άρθρου 9, την απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των πιστωτών, ακόμη και έναντι εκείνων που δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους. Το δικαστήριο με αίτηση του οφειλέτη που κοινοποιείται στους πιστωτές πιστοποιεί την απαλλαγή του από το υπόλοιπο των οφειλών».
Εφαρμόζοντας, επομένως, τις διατάξεις αυτές στην περίπτωση της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του αιτούντος, όπως αυτή απεικονίστηκε παραπάνω, προκύπτουν τα ακόλουθα:
α) Το σύνολο των οφειλών του αιτούντος ανέρχεται στο ποσό των 219.164,48 ευρώ.
β) Για την ικανοποίηση των οφειλών του προς τους καθ’ ων πρέπει ο αιτών να διαταχθεί να καταβάλλει το ποσό των τριακοσίων ευρώ (300,00) ευρώ μηνιαίως και για 36 μήνες, ήτοι συνολικά το ποσό των 10.800,00 ευρώ, το οποίο θα καταβάλλεται συμμέτρως στους καθ’ ων.
γ) Στο ανωτέρω ποσό πρέπει κατ’ ά. 5 παρ. 2 εδ. β Ν. 3869/2010, να συνυπολογιστεί και το ποσό των 1.400,00 ευρώ, το οποίο κατέβαλε ο αιτών το χρονικό διάστημα από Μάρτιο 2019 έως και Σεπτέμβριο 2019 (σύνολο 7 μήνες), κατά το οποίο ο αιτών προέβαινε σε καταβολές ύψους 200,00 ευρώ μηνιαίως, σε συμμόρφωση με την από 01.02.2019 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη Αθηνών.
Επομένως εν τέλει, μετά το συνυπολογισμό των προσωρινών καταβολών, η οφειλή του αιτούντος προς τους καθ’ ων αναλύεται ως εξής: Με την οριστική ρύθμιση ορίζεται η διάρκεια των καταβολών σε 3 έτη, δηλαδή 36 μήνες, προς 300,00 ευρώ το μήνα δηλαδή 10.800,00 ευρώ. Με την προσωρινή ρύθμιση ορίσθηκε το ποσό της καταβολής σε 200,00 ευρώ και έτσι ο αιτών έχει καταβάλει για τους 7 μήνες της προσωρινής ρύθμισης ποσό 1.400,00 ευρώ. Μέχρι το ποσό των 10.800,00 ευρώ υπολείπεται ακόμη ποσό 9.400,00 ευρώ, το οποίο πρέπει να αποπληρωθεί σε χρονικό διάστημα τριών ετών, οπότε η μηνιαία δόση που οφείλει να καταβάλει ο αιτών ανέρχεται στο ποσό των 261,11 ευρώ μηνιαίως.
δ) Η εμπορική αξία του ακινήτου που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του αιτούντος στην Αθήνα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 150.000,00 ευρώ. Σύμφωνα με το ΚΠολΔ 995 παρ. 1 εδαφ. δ’, ως τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό ακινήτου ορίζεται η εμπορική του αξία κατά το χρόνο της κατάσχεσης, ήτοι εν προκειμένω, αν εκπλειστηριαζόταν το ανωτέρω ακίνητο του αιτούντος, η τιμή πρώτης προσφοράς θα ανερχόταν στο ποσό των 150.000,00 ευρώ. Τα δε έξοδα εκτέλεσης θα ανέρχονταν περίπου στο ποσό των 2.910,00 ευρώ, ήτοι 1.910,00 ευρώ για τα έξοδα δικαστικού επιμελητή [450,00 ευρώ (κόστος επιδόσεων) + 660,00 ευρώ (κόστος κατάσχεσης) + 400,00 ευρώ (σύνταξη αποσπάσματος κατασχετήριας έκθεσης) + 400,00 ευρώ (κόστος δημοσιεύσεων) = 1.910,00 ευρώ] πλέον των εξόδων συμβολαιογράφου ύψους περίπου 1.000,00 ευρώ. Ως εκ τούτου, το ποσό που θα διατίθετο στους καθ’ ων πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης θα ανερχόταν σε 150.000,00 – 2.910,00 = 147.090,00 ευρώ. Με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών ζήτησε την εξαίρεση του ακινήτου αυτού από την εκποίηση, δεδομένου ότι αυτό είναι το μοναδικό του ακίνητο, το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως κύρια κατοικία του. Επισημαίνεται ότι: α) το μηνιαίο διαθέσιμο εισόδημα του αιτούντος δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, β) η αντικειμενική αξία εν λόγω ακινήτου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 78.300,00 ευρώ, δεν υπερβαίνει το ποσό των 180.000,00 ευρώ, γ) ο αιτών είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης, καθώς ουδόλως αποδείχθηκε το αντίθετο. Υπάγεται συνεπώς στην προστατευτική ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 και προστατεύεται στην περίπτωση συνδρομής των όρων για τη δικαστική ρύθμιση των χρεών από τη ρευστοποίηση με την ανάληψη από τον αιτούντα της υποχρέωσης για εξόφληση οφειλών μέχρι του ποσού των 147.090,00 ευρώ. Στο συνολικό αυτό ποσόν των 147.090,00 ευρώ εντάσσονται καταρχήν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου ΚΠολΔ 977 παρ. 3 εδαφ. α, β’ και κατά την τάξη του προνομίου τους, οι οφειλές προς το δεύτερο και το τρίτο των καθ’ ων, οι οποίες είναι εξοπλισμένες με γενικό προνόμιο κατά το άρθρο 975 ΚΠολΔ. Οι οφειλές αυτές ικανοποιούνται μέχρι ποσοστό 65,00% του ποσού που θα αποπληρώσει ο αιτών, ήτοι μέχρι το ποσό των 95.608,50 ευρώ, καθώς μέχρι ποσοστό 25% (ήτοι μέχρι το ποσό των 36.772,50 ευρώ) ικανοποιείται η εμπραγμάτως εξασφαλισμένη απαίτηση της πρώτης καθ’ ης από την με αριθμό … σύμβαση στεγαστικού δανείου (ΚΠολΔ 976), και μέχρι ποσοστό 10,00% (ήτοι μέχρι το ποσό των 14.709,00 ευρώ) ικανοποιούνται οι μη προνομιούχες απαιτήσεις, ήτοι η με στοιχεία (1β) απαίτηση της πρώτης καθ’ ης. Με δεδομένο δε ότι το ποσό των 95.608,50 ευρώ υπερκαλύπτει το ύψος των προνομιούχων απαιτήσεων του δεύτερου και του τρίτου των καθ’ ων και το ποσό των 14.709,00 ευρώ υπερκαλύπτει το ύψος της μη εμπραγμάτως εξασφαλισμένης απαίτησης της πρώτης καθ’ ης, οι ανωτέρω απαιτήσεις θα ικανοποιηθούν πλήρως και το ποσό που θα απομείνει θα καταβληθεί στην εμπραγμάτως εξασφαλισμένη απαίτηση της πρώτης καθ’ ης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου ΚΠολΔ 977 παρ. 3 εδαφ. β’.
γ) Η αποπληρωμή του ανωτέρω αναφερόμενου ποσού των 147.090,00 ευρώ θα πραγματοποιηθεί εντόκως σε τριάντα έτη, ήτοι σε 360 μηνιαίες δόσεις (δεδομένου ότι και η σύμβαση στεγαστικού δανείου είχε διάρκεια 40 ετών), με το κυμαινόμενο επιτόκιο της με αριθμό … σύμβασης στεγαστικού δανείου, που ισούται με το επιτόκιο των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πλέον περιθωρίου 1,80 ποσοστιαίων μονάδων). Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με όσα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη υπό (VIII) αναφέρονται, και προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της μη υπέρβασης της ικανότητας αποπληρωμής του αιτούντος, πρέπει κατά την κρίση του Δικαστηρίου να οριστούν, λόγω του ανεπαρκούς εισοδήματος του αιτούντος, κατ’ άρθρο 9 παρ. 6 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 5, μηδενικές καταβολές στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντος για τα τρία πρώτα έτη της ρύθμισης, μετά το πέρας των οποίων και για τα επόμενα 27 έτη (ήτοι σε 324 μηνιαίες δόσεις) θα αρχίσει η εξυπηρέτηση της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2. Επισημαίνεται, τέλος, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, «ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Ελληνικό Δημόσιο για τη μερική κάλυψη του ποσού της μηνιαίας καταβολής του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του παρόντος άρθρου, το οποίο ορίζει η δικαστική απόφαση, ενημερώνοντας σχετικά τους πιστωτές».
Όσον αφορά το ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητο του αιτούντος, αυτό πρέπει να εξαιρεθεί της ρευστοποίησης, καθώς η τελευταία δε θα προκαλούσε αγοραστικό ενδιαφέρον και ούτε θα επέφερε αξιόλογο τίμημα λόγω του τύπου του, της παλαιότητας του και της χαμηλής εμπορικής αξίας του, η οποία κρίνεται δυσανάλογη με τα έξοδα της διαδικασίας ρευστοποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, δημοσιεύσεις κλπ).
XI. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να ρυθμιστούν οι οφειλές του αιτούντος κατά το διατακτικό. Η απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο χρεών του έναντι των καθ’ ων, που περιλαμβάνονται στην εμπεριεχόμενη στην αίτηση του κατάσταση, θα επέλθει κατά νόμο (άρθρο 11 παρ. 1 ν. 3869/2010) υπό τον όρο της κανονικής εκτέλεσης των υποχρεώσεων του, οι οποίες προβλέπονται από τη ρύθμιση για μηνιαίες καταβολές επί μία τριετία με την επιφύλαξη, όμως, της πραγματοποίησης των καθοριζόμενων για τη διάσωση της κατοικίας του καταβολών.
Διάταξη για δικαστική δαπάνη δεν περιλαμβάνεται στην απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 ν. 3869/2010.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την αίτηση αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.
ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ τις μηνιαίες επί μία τριετία καταβολές του αιτούντος προς τους καθ’ ων στο συνολικό ποσό των 10.800,00 ευρώ, ήτοι στο ποσό των 300,00 ευρώ μηνιαίως, συμμέτρως κατανεμόμενου μεταξύ των οφειλών.
ΣΥΝΥΠΟΛΟΓΙΖΕΙ κατά ποσό τις μηνιαίες καταβολές του αιτούντος για το χρονικό διάστημα από Μάρτιο 2019 έως και Σεπτέμβριο 2019 (7 μήνες), συνολικού ύψους 1.400,00 ευρώ, και υποχρεώνει αυτόν σε καταβολές ύψους 261,11 ευρώ για χρονικό διάστημα 36 μηνών, οι οποίες θα πραγματοποιούνται εντός του πρώτου επταημέρου κάθε μήνα, αρχής γενομένης από τον πρώτο μετά τη δημοσίευση της παρούσας μήνα.
ΕΞΑΙΡΕΙ από τη ρευστοποίηση για την ικανοποίηση των καθ’ ων το διαμέρισμα ισογείου επιφάνειας 100,00 τ.μ., που βρίσκεται στην Γλυφάδα Αττικής, οδός …, και μπορεί να χρησιμεύσει ως κύρια κατοικία του αιτούντος.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον αιτούντα την υποχρέωση να αποπληρώσει στους καθ’ ων ποσό συνολικού ύψους 147 090,00 ευρώ, το οποίο θα καταβληθεί κατά ποσοστό 65,00% στις εξασφαλισμένες με γενικό προνόμιο απαιτήσεις του δεύτερου και του τρίτου των καθ’ ων, κατά ποσοστό 25,00% στην εμπραγμάτως εξασφαλισμένη απαίτηση της πρώτης καθ’ ης από την με αριθμό … σύμβαση στεγαστικού δανείου και κατά ποσοστό 10,00% συμμέτρως στις λοιπές απαιτήσεις της πρώτης καθ’ ης. Το ποσό που θα απομείνει μετά την πλήρη εξόφληση των απαιτήσεων του δεύτερου και του τρίτου των καθ’ ων, καθώς και μετά την πλήρη εξόφληση των μη εμπραγμάτως εξασφαλισμένων απαιτήσεων της πρώτης καθ’ ης, θα καταβληθεί στην εμπραγμάτως εξασφαλισμένη απαίτηση της πρώτης καθ’ ης. Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει εντόκως με κυμαινόμενο επιτόκιο, με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο θα ισούται με το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πλέον περιθωρίου 1,80 εκατοστιαίων μονάδων, σε 30 έτη, ήτοι σε 360 μηνιαίες δόσεις.
ΟΡΙΖΕΙ την καταβολή μηδενικών δόσεων για χρονικό διάστημα 36 μηνών από την δημοσίευση της παρούσας για την αποπληρωμή του ανωτέρω ποσού των 147.090,00 ευρώ, η εξυπηρέτηση του οποίου θα αρχίσει την 1η ημέρα του πρώτου μήνα 36 μήνες μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, χωρίς ανατοκισμό, και θα ολοκληρωθεί σε χρονικό διάστημα 17 ετών., ήτοι σε 324 μηνιαίες δόσεις.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση του ακροατηρίου του στην Αθήνα την 13 ΙΑΝ. 2020.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ