Του Λεωνίδα Στεργίου
Ο στόχος των ελληνικών τραπεζών για αύξηση της οργανικής κερδοφορίας, δηλαδή των εσόδων από δάνεια και προμήθειες, αντιμετωπίζει προκλήσεις. Από τη μία πλευρά, η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ ενισχύει σημαντικά τα επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών.
Από την άλλη, αυτό προϋποθέτει πιστωτική επέκταση, δηλαδή καθαρή θετική αύξηση των χορηγήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα, η οποία μέχρι σήμερα ‒τουλάχιστον προς τα νοικοκυριά‒ δεν είναι ενθαρρυντική. Ταυτόχρονα, η κερδοφορία δοκιμάζεται από τον κίνδυνο αύξησης των κόκκινων δανείων, λόγω μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, που σημαίνει αύξηση των προβλέψεων.
Οι τράπεζες έχουν ήδη αρχίσει να αναπροσαρμόζουν τη στρατηγική τους, ξεκινώντας από τα δάνεια προς ιδιώτες, όπου υπάρχουν μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους σε σχέση με την επιχειρηματική πίστη, ενώ ταυτόχρονα η πιστωτική επέκταση παραμένει αρνητική.
Δηλαδή οι αποπληρωμές δανείων μεγαλύτερων ποσών από το παρελθόν ξεπερνούν τις νέες εκταμιεύσεις, παρά την άνοδο που παρατηρήθηκε, κυρίως, την τελευταία διετία.
Αντίθετα, στα επιχειρηματικά η πιστωτική επέκταση παραμένει ανοδική και θετική. Οι νέες εκταμιεύσεις μικρών δανείων στο πεντάμηνο υπολογίζονται σε 700 εκατ. ευρώ, ενώ τα μεγάλα δάνεια εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν φέτος τα 6,5 – 8 δισ. ευρώ, λόγω δρομολογημένων σχεδίων. Όμως στην επιχειρηματική πίστη ο ανταγωνισμός περιορίζει το περιθώριο κέρδους.
Οι πρώτες αλλαγές
Ξεκινώντας με τα στεγαστικά δάνεια, τα σταθερά επιτόκια θα αυξάνονται συνεχώς, κάνοντας πιο ελκυστικά τα κυμαινόμενου επιτοκίου, περιορίζοντας ακόμα και το περιθώριο επί του euribor. Κύριος στόχος είναι να υπάρχει μια ελκυστική λύση στην αγορά της στεγαστικής πίστης, ώστε να μην αποθαρρυνθεί η ζήτηση και, επιπλέον, να μην αυξηθεί ο κίνδυνος των επισφαλειών λόγω κόστους.
Η Eurobank ήδη αύξησε τα σταθερά επιτόκια στα στεγαστικά δάνεια και μείωσε τα περιθώρια στα κυμαινόμενα. Το ίδιο πρόκειται να κάνει η Alpha Bank από 4 Ιουλίου, ενώ θεωρείται θέμα χρόνου να προχωρήσουν και οι υπόλοιπες τράπεζες, με αντίστοιχες αναπροσαρμογές, ανάλογα με το μείγμα δανείων, πελατείας και στρατηγικής πωλήσεων.
Τα χαμηλά σταθερά επιτόκια φαίνεται ότι πλέον αποτελούν παρελθόν, καθώς ήταν μια ευκαιρία που δημιουργήθηκε την περίοδο των ιστορικά χαμηλών (αρνητικών) επιτοκίων. Σημειώνεται ότι η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ και η άνοδος των αποδόσεων στα ομόλογα δεν επηρεάζουν την κερδοφορία των τραπεζών ή τη δόση των δανειοληπτών, καθώς αυτά τα κόστη έχουν κλειδώσει. Επίσης, την περίοδο της ζήτησης για στεγαστικά σταθερού επιτοκίου, το μερίδιό τους στις νέες εκταμιεύσεις έφτασε μέχρι το 55% (και σε ορισμένες τράπεζες το 80%). Επειδή οι νέες εκταμιεύσεις είναι μικρότερου μεγέθους σε σχέση με το υπόλοιπο των στεγαστικών δανείων, το ποσοστό εκείνων με σταθερό επιτόκιο στο συνολικό υπόλοιπο δεν εκτιμάται πάνω από 3%-5%. Συνολικά στην ελληνική αγορά τα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου (ιδιώτες-επιχειρήσεις) ανέρχονται στο 95%.
Τα επίπεδα του 2,70% (για 3-5 έτη) έως 3,5% (για 30 έτη) δεν μπορούν πλέον να διατηρηθούν για μεγάλο ακόμα διάστημα, καθώς ήδη το κόστος για το “κλείδωμα” των επιτοκίων μέσω swap έχει αυξηθεί έως τις 250 μονάδες βάσης, λόγω ανόδου των αποδόσεων. Το κόστος για το κλείδωμα σταθερών επιτοκίων για μεγάλες διάρκειες εξαρτάται από την καμπύλη αποδόσεων των ομολόγων. Τα σταθερά επιτόκια των στεγαστικών της Eurobank από 2,70% (3ετία) έως 3,90% (30ετία) αυξήθηκαν σε 2,90% και 4,20% αντίστοιχα. Από 4 Ιουλίου τα σταθερά επιτόκια για στεγαστικά δάνεια της Alpha Bank αυξάνονται από 2,80% (5ετία) έως 3,80% (30ετία) σε 3,20% και 4,20%.
Την ίδια στιγμή, μειώνεται το περιθώριο επί του euribor 3 μηνών, που σήμερα κινείται στο -0,18%, όταν πριν από μερικές εβδομάδες ήταν -0,4%. Για παράδειγμα, Eurobank και Alpha Bank περιορίζουν τα περιθώρια στα κυμαινόμενα κατά περίπου 30 μονάδες βάσης, ανάλογα με τις διάρκειες. Έτσι, διαμορφώνονται σε 300 έως 440 μονάδες βάσης επί του euribor 3μήνου, πλέον της εισφοράς 0,12%. Σημειώνεται ότι υπάρχουν δάνεια με βάση αναφοράς το επιτόκιο euribor 1 μήνα, το οποίο είναι αρνητικό (-0,55%) λόγω ρευστότητας. Ακόμα, τα περισσότερα δάνεια δεν λαμβάνουν υπόψη τις αρνητικές τιμές του euribor. Συνεπώς, οι αυξήσεις στα κυμαινόμενα επιτόκια θα εμφανιστούν όταν το euribor ξεπεράσει το μηδέν.
Νέα κατάσταση
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, από Σεπτέμβριο, μετά τη δεύτερη αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ και καθώς κινούμαστε προς το 2023, η εικόνα που αναμένεται να έχει διαμορφωθεί στην αγορά, σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών, θα έχει ως εξής: τα κυμαινόμενα επιτόκια θα διαφέρουν τουλάχιστον κατά 2 μονάδες σε σχέση με τα σταθερά, τα οποία θα βρίσκονται στο 5% ή ακόμα και στο 6%. Παράλληλα, η τιμολόγηση θα προσαρμόζεται ανάλογα με την αύξηση του ποσοστού χρηματοδότησης, δηλαδή αναμένεται να δούμε χαμηλότερα ποσοστά ίδιας συμμετοχής.
Η εναλλακτική αυτή φαίνεται ότι είναι απαραίτητη, καθώς η άνοδος των τιμών ακινήτων και ο περιορισμός του διαθέσιμου εισοδήματος από την ενεργειακή κρίση, αλλά και η γενικότερη αβεβαιότητα, έχουν επιβραδύνει τη ζήτηση για στεγαστικά δάνεια. Είναι ενδεικτικό ότι στο πρώτο πεντάμηνο του έτους οι νέες εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων ανήλθαν γύρω στα 440 εκατ. ευρώ, δηλαδή ήταν λιγότερες κατά 10 εκατ. ευρώ από εκείνες των καταναλωτικών.
Προμήθειες
Η άλλη πηγή εσόδων όπου θα επικεντρωθούν οι τράπεζες για την αύξηση της κερδοφορίας είναι οι προμήθειες. Αυτές θα προέλθουν από την προώθηση νέων bancassurance προϊόντων, τη διαχείριση περιουσίας, τα νέα δάνεια, τις συμβουλευτικές υπηρεσίες και τη δημιουργία νέων ψηφιακών υπηρεσιών ‒ τραπεζικών και μη. Τα έσοδα από προμήθειες ανήλθαν στο πρώτο τρίμηνο σε 500 εκατ., ενώ από trading και άλλες συναλλαγές σε άνω του 1 δισ. ευρώ. Αυτό το τελευταίο κομμάτι των εσόδων ίσως δοκιμαστεί από τις συνθήκες στις αγορές.
Ομόλογα
Ήδη η πρόσφατη αναταραχή στις αγορές ομολόγων με την εκτίναξη των αποδόσεων και, κατά συνέπεια την πτώση της τιμής τους, έχει κοστίσει ‒τουλάχιστον λογιστικά‒ στις αποτιμήσεις τους. Οι απώλειες είχαν διαφανεί από τον Μάρτιο και μετά, όταν, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η αποτίμηση του συνολικού χαρτοφυλακίου ομολόγων τους μειώθηκε από το επίπεδο των 40,6 δισ. ευρώ στα τέλη του 2021 στα 37,2 δισ. ευρώ. Οι μεγαλύτερες απώλειες προήλθαν από τα ελληνικά ομόλογα (από 28 δισ. σε 25 δισ.), ενώ πιο περιορισμένες ήταν εκείνες από ομόλογα κρατών της Ευρωζώνης (από 11,4 δισ. ευρώ σε 11,1 δισ.), αφού πρώτα προέκυψε αύξηση των αποτιμήσεων των τελευταίων κατά 1 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο.
Οι απώλειες αυτές και οι περιορισμένες δυνατότητες για κέρδη από ομόλογα σε συνθήκες αναταραχής και αβεβαιότητας, προς το παρόν, αντισταθμίζονται πλήρως από τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα, τα οποία το 2021 ξεπέρασαν τα 5,3 δισ. ευρώ, ενώ μόνο στο πρώτο τρίμηνο του 2022 ανήλθαν σε 1,2 δισ. ευρώ. Η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τεσσάρων συστημικών, θα ενισχύσει τα επιτοκιακά έσοδα σε ετήσια βάση κατά 250 εκατ. ευρώ, ενώ επιπλέον αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης θα επιφέρει επιπλέον έσοδα ύψους 400-500 εκατ. ευρώ (πέραν των αρχικών 250 εκατ. ευρώ).
Κόκκινα
Όσον αφορά τα κόκκινα δάνεια, μέχρι στιγμής δεν έχει καταγραφεί κάποιο ιδιαίτερα ανησυχητικό στοιχείο, σύμφωνα με τις τράπεζες, αν και η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προειδοποιήσει για τον κίνδυνο αυτό, λόγω του μεγάλου ποσού δανείων (περίπου 9 δισ. ευρώ) που ακόμη υποστηρίζεται άμεσα και έμμεσα με μέτρα στήριξης. Παράλληλα, παρατηρείται αύξηση του re-default rate, δηλαδή των δανείων που γίνονται πάλι κόκκινα μετά τη ρύθμιση μέσα σε 12 έως 18 μήνες. Οι τράπεζες έχουν υπολογίσει ότι η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 20% του δανειολήπτη μπορεί να οδηγήσει σε νέα κόκκινα δάνεια ύψους 400 εκατ. ευρώ, τα οποία θα απαιτήσουν αύξηση προβλέψεων (μείωση κερδοφορίας) κατά 100 εκατ. ευρώ.