Επί διεκδικητικής αγωγής ακινήτου ο ενάγων οφείλει να περιγράψει το επίδικο ακίνητο, μνημονεύων με λεπτομέρεια τη θέση, την έκταση, την ιδιότητα ως οικόπεδο και τα όριά του, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητός του. Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ούτως ώστε να είναι δυνατόν στον εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου επιδίκου αντικειμένου, το δικαστήριο δε να τάξει το προσήκον θέμα απόδειξης και να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτέλεσης. Το βάρος αυτό του ενάγοντος δεν μπορεί να μετατεθεί ούτε στο στάδιο της απόδειξης (στους μάρτυρες, τους πραγματογνώμονες κ.λπ.) ούτε στο δικαστήριο. Η εν λόγω αοριστία δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπές σε άλλα έγγραφα ή σχεδιαγράμματα αν αυτά δεν προσαρτώνται στην αγωγή. Η περιγραφή του ακινήτου μπορεί να γίνει και με την αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα. Τα ανωτέρω ισχύουν και επί αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής.
Αριθμός 157/2016
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Μαρία Καραγιάννη, Πρόεδρο Εφετών, Γεώργιο Οικονόμου, Εφέτη, Κωνσταντίνο Ασημακόπουλο, Εφέτη-Εισηγητή και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Πάτρα την 18 Σεπτεμβρίου 2014 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
…, κατοίκου Ελβετίας, …
Α. ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) … προσωρινώς διαμένοντος στα Μεταξάτα Κεφαλληνίας και 2) …, κατοίκου Χολαργού Αττικής, που παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Μιχαήλ Μοσχονά (Δικηγορικός Σύλλογος Κεφαλληνίας), δυνάμει της από 17-9-2014 δήλωσης του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …, κατοίκου ΗΠΑ …., που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Νικολάου Παπαϊωάννου (Δικηγορικός Σύλλογος Κεφαλληνίας), δυνάμει της από 8-9-2014 δήλωσης του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Β. ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …, κατοίκου Ελβετίας, … και προσωρινώς διαμένοντος στα Μεταξάτα Κεφαλληνίας και 2) …, κατοίκου Χολαργού Αττικής, που παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Μιχαήλ Μοσχονά (Δικηγορικός Σύλλογος Κεφαλληνίας), δυνάμει της από 17-9-2014 δήλωσης του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …, κατοίκου, … CALIFORNIA, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Νικολάου Παπαϊωάννου (Δικηγορικός Σύλλογος Κεφαλληνίας), δυνάμει της από 8-9-2014 δήλωσης του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Γ. ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …, κατοίκου Ελβετίας, … και προσωρινώς διαμένοντος στα Μεταξάτα Κεφαλληνίας και 2) …, κατοίκου Χολαργού Αττικής, που παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Μιχαήλ Μοσχονά (Δικηγορικός Σύλλογος Κεφαλληνίας), δυνάμει της από 17-9-2014 δήλωσης του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …, κατοίκου, … CALIFORNIA και 2) …, κατοίκου ΗΠΑ …, που παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Νικολάου Παπαϊωάννου (Δικηγορικός Σύλλογος Κεφαλληνίας), δυνάμει της από 8-9-2014 δήλωσης του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας ασκήθηκαν α) η από 24-11-2006 και με αριθμό κατάθεσης 449/2006 αγωγή αναγνώρισης κυριότητας ακινήτου και β) η από 4-6-2007 και με αριθμό κατάθεσης 235/2007 διεκδικητική αγωγή ακινήτου και διόρθωσης ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν με την από 17-11-2008 ανταγωγή της πρώτης εναγομένης της υπό στοιχείο β άνω αγωγής και με την 13/2009 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου απορρίφθηκαν η υπό στοιχείο α’ αγωγή και η άνω ανταγωγή και έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η υπό στοιχείο β’ αγωγή.
Κατόπιν τούτων, ο ενάγων της υπό στοιχείο α’ αγωγής-δεύτερος εναγόμενος της υπό στοιχείο β’ αγωγής ζητεί να γίνει δεκτή η από 15-4-2009 έφεση του, που κατατέθηκε την 15-4-2009 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 28/2009 και προσδιορίστηκε με αριθμό κατάθεσης 546/17-6-2009 στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου για τη δικάσιμο της 4-11-2010, κατά την οποία η συζήτηση της έφεσης ματαιώθηκε. Ήδη με την από 18-11-2010 κλήση των εφεσίβλητων, που κατατέθηκε την 15-12-2010 στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης 308/2010, προσδιορίστηκε εκ νέου η υπόθεση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 1-11-2012 και ύστερα από νόμιμη αναβολή για τη σημερινή δικάσιμο. Η αντενάγουσα-πρώτη εναγομένη της υπό στοιχείο β’ αγωγής ζητεί να γίνει δεκτή η από 15-4-2009 έφεση της, που κατατέθηκε την 15-4-2009 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 29/2009 και προσδιορίστηκε με αριθμό κατάθεσης 545/17-6-2009 στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου για τη δικάσιμο της 4-11-2010, κατά την οποία η συζήτηση της έφεσης ματαιώθηκε. Ήδη με την από 18-11-2010 κλήση των εφεσίβλητων, που κατατέθηκε την 15-12-2010 στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης 307/2010, προσδιορίστηκε εκ νέου η υπόθεση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 1-11-2012 και ύστερα από νόμιμη αναβολή για τη σημερινή δικάσιμο.
Οι εναγόμενοι της υπό στοιχείο α’ αγωγής-ενάγοντες της υπό στοιχείο β’ αγωγής ζητούν να γίνει δεκτή η από 9-4-2009 έφεση τους, που κατατέθηκε την 21-4-2009 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 30/2009 και προσδιορίστηκε με αριθμό κατάθεσης 875/9-9-2009 στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου αρχικά για τη δικάσιμο της 13-1-2011 και ύστερα από νόμιμες αναβολές για τη σημερινή δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων προκατέθεσαν έγγραφες προτάσεις και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό 1) η από 15-4-2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 28/2009 έφεση του …, η οποία προσδιορίστηκε εκ νέου προς συζήτηση με την από 18-11-2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 308/2010 κλήση των εφεσίβλητων, ύστερα από ματαίωση της συζήτησης της έφεσης κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 4-11-2010, 2) η από 15-4-2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 29/2009 έφεση της …, η οποία προσδιορίστηκε εκ νέου προς συζήτηση με την από 18-11-2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 307/2010 κλήση των εφεσίβλητων, ύστερα από ματαίωση της συζήτησης της έφεσης κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 4-11-2010 και 3) η από 9-4-2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 30/2009 έφεση των α) … και 2) …, κατά της με αριθμό 13/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, κατά τις διατάξεις των άρθρων 246 και 524 ΚΠολΔ, ως συναφείς, διότι κατά τον τρόπο αυτό διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων. Έχουν δε αυτές ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, αφού τα δικόγραφα αυτών κατατέθηκαν στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 15-4-2009, την 15-4-2009 και την 21-4-2009 αντίστοιχα και αντίγραφο της εκκαλούμενης απόφασης επιδόθηκε από τον εκκαλούντα της τρίτης έφεσης στους αντιδίκους του την 23-3-2009 (βλ. σχετ. την από 23-3-2009 σημείωση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας … σε προσκομιζόμενο από τον εκκαλούντα της τρίτης έφεσης αντίγραφο της εκκαλούμενης απόφασης). Επομένως, οι συνεκδικαζόμενες εφέσεις πρέπει, αφού γίνουν τυπικά δεκτές, να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, για να κριθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Με την υπ. αριθμ. κατάθ. 449/2006 αγωγή του ο ενάγων και ήδη εκκαλών της πρώτης έφεσης και δεύτερος εφεσίβλητος της τρίτης έφεσης εξέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι είναι κύριος ενός ακινήτου, που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του ΔΔ Σβορωνάτων Κεφαλληνίας, όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά κατά έκταση, θέση και όρια, κατά ποσοστό 3/48 εξ αδιαιρέτου λόγω κληρονομικής εξ αδιαθέτου διαδοχής του αποβιώσαντος την 31-10-1995 πατέρα του …, την κληρονομιά του οποίου αποδέχθηκε νόμιμα και κατά το υπόλοιπο ποσοστό 45/48 εξ αδιαιρέτου λόγω των αναφερομένων αναλυτικά στο δικόγραφο δωρεών και γονικής μέριμνας, οι τίτλοι των οποίων μεταγράφηκαν νόμιμα. Ότι, επικουρικά, απέκτησε την κυριότητα του άνω ακινήτου με τακτική άλλως με έκτακτη χρησικτησία, ασκώντας τόσο ό ίδιος από το έτος 1995 μέχρι σήμερα όσο και οι μνημονευόμενοι δικαιοπάροχοι του από το έτος 1914 σ’ αυτό τις προσιδιάζουσες στη φύση του και στον υλικό προορισμό του πράξεις νομής, καλόπιστα, συνεχώς και αδιάλειπτα και για το χρονικό διάστημα πριν την εισαγωγή σε ισχύ του Αστικού Κώδικα (23-2-1946) με τα προσόντα της τριακονταετούς παραγραφής του Ιόνιου Αστικού Κώδικα, τα στοιχεία της οποίας αναφέρονται αναλυτικά στην αγωγή, προσμετρώντας στο δικό του χρόνο χρησικτησίας τον αντίστοιχο χρόνο των δικαιοπαρόχων του. Ότι οι εναγόμενοι αμφισβητούν έμπρακτα, με την άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων νομής και αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας στο Ειρηνοδικείο Αργοστολίου, την κυριότητα του σε τμήμα του άνω ακινήτου, έκτασης 300 τ.μ., όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά κατά θέση, όρια και αξία στο δικόγραφο και στο συνημμένο σ’ αυτό τοπογραφικό διάγραμμα. Κατόπιν τούτων, ο ενάγων ζήτησε να αναγνωριστεί η κυριότητα του στο επίδικο τμήμα και να καταδικαστούν οι αντίδικοι του στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του.
Με την υπ. αριθμ. κατάθ. 235/2007 αγωγή τους οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι της πρώτης έφεσης και της δεύτερης έφεσης και εκκαλούντες της τρίτης έφεσης εξέθεσαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 3λ ο πρώτος και κατά ποσοστό % εξ αδιαιρέτου η δεύτερη απ’ αυτούς ενός ακινήτου, που βρίσκεται εκτός ορίων του οικισμού Μηνιών του Δήμου Αργοστολίου, όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά στο δικόγραφο κατά έκταση, θέση και όρια, λόγω κληρονομικής εξ αδιαθέτου διαδοχής του αποβιώσαντος την 30-10-1960 πατέρα του πρώτου και συζύγου της δεύτερης απ’ αυτούς …, την κληρονομιά του οποίου αποδέχθηκαν νόμιμα. Ότι ο άνω δικαιοπάροχος τους είχε καταστεί αποκλειστικός κύριος του εν λόγω ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, δεδομένου ότι ασκούσε πριν από το έτος 1930 μέχρι το θάνατο του σ’ αυτό τις προσιδιάζουσες στη φύση του και στον υλικό προορισμό του πράξεις νομής, καλόπιστα, συνεχώς και αδιάλειπτα και για το χρονικό διάστημα πριν την εισαγωγή σε ισχύ του Αστικού Κώδικα (23-2-1946) με τα προσόντα της τριακονταετούς παραγραφής του Ιόνιου Αστικού Κώδικα, τα στοιχεία της οποίας αναφέρονται αναλυτικά στην αγωγή. Ότι οι ενάγοντες, επικουρικά, έχουν καταστεί συγκύριοι, κατά τα προαναφερόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά, του άνω ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, διότι από το την 30-10-1960 μέχρι σήμερα συνεχίζουν να ασκούν τις ίδιες ως άνω υλικές πράξεις νομής, προσμετρώντας στο δικό τους χρόνο χρησικτησίας τον αντίστοιχο χρόνο του δικαιοπαρόχου τους. Ότι, κατά τη διαδικασία υποβολής δηλώσεων για την κτηματογράφηση της περιοχής Μηνιών Δήμου Αργοστολίου, η πρώτη εναγομένη δήλωσε ψευδώς ότι τμήμα του άνω ακινήτου τους, έκτασης 1.270 τ.μ., το οποίο περιγράφεται αναλυτικά στο δικόγραφο κατά σχήμα, θέση και όρια, ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα της, με συνέπεια να αποτυπώνεται αυτό αναληθώς στα σχετικά κτηματολογικά βιβλία με αυτοτελές ΚΑΕΚ … και με κυρία την πρώτη εναγομένη. Επίσης, ο δεύτερος εναγόμενος, κύριος του όμορου προς βορρά με το ακίνητο των εναγόντων με αριθμό ΚΑΕΚ … ακινήτου, δήλωσε ψευδώς ότι σ’ αυτό περιλαμβάνεται και τμήμα του άνω ακινήτου τους, έκτασης 193 τ.μ., το οποίο περιγράφεται αναλυτικά στην αγωγή κατά σχήμα, θέση και όρια, με συνέπεια να αποτυπώνεται αυτό αναληθώς στα σχετικά κτηματολογικά βιβλία ως τμήμα του άνω ακινήτου του δεύτερου εναγομένου. Ότι, περί τα τέλη Μαίου – αρχές Ιουνίου του έτους 2003 ο δεύτερος εναγόμενος, εισήλθε αυθαίρετα εντός του ακινήτου τους και με την κατασκευή πέτρινης μάνδρας κατέλαβε τμήμα αυτού, έκτασης 316 τ.μ., το οποίο περιγράφει αναλυτικά κατά σχήμα, θέση και όρια, ενώ στη συνέχεια αυτός από κοινού με την πρώτη εναγομένη κατέλαβαν και δεύτερο τμήμα του άνω ακινήτου τους, έκτασης 1.270 τ.μ., σε συνέχεια του πρώτου τμήματος και συνολικά τμήμα, έκτασης 1.463 τ.μ., το οποίο περιγράφουν αναλυτικά κατά σχήμα, θέση και όρια, αποβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τους ενάγοντες παράνομα από τη σύννομη τους. Κατόπιν τούτων, οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωριστεί η συγκυριότητα τους, κατά τα προαναφερθέντα εξ αδιαιρέτου ποσοστά, στα επιμέρους επίδικα τμήμα του ενιαίου ακινήτου τους, έκτασης 1.270 τ.μ. και 193 τ.μ. αντίστοιχα και να διορθωθούν οι σχετικές ανακριβείς πρώτες κτηματολογικές εγγραφές ώστε τα τμήματα αυτά να καταχωρισθούν ως ανήκοντα στο ενιαίο ακίνητο τους, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους αποδώσουν το επίδικο τμήμα των 1.463 τ.μ. και να καταδικαστούν οι αντίδικοι τους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων τους.
Με τις από 17-11-2008 έγγραφες προτάσεις της η πρώτη εναγομένη της δεύτερης αγωγής και ήδη εκκαλούσα της δεύτερης έφεσης και πρώτη εφεσίβλητη της τρίτης έφεσης άσκησε παραδεκτά ανταγωγή ισχυριζόμενη ότι είναι κυρία του επίδικου ακινήτου με ΚΑΕΚ …, έκτασης 1.100 τ.μ., το οποίο περιγράφει αναλυτικά στο δικόγραφο κατά θέση και όρια, με έκτακτη χρησικτησία, ασκώντας σ’ αυτό ανελλιπώς από το έτος 1967 τις προσιδιάζουσες στη φύση και στον προορισμό του υλικές πράξεις νομής. Κατόπιν τούτων, ύστερα από την έμπρακτη αμφισβήτηση της κυριότητας της από τους ενάγοντες της δεύτερης αγωγής, ζητεί να αναγνωριστεί κυρία αυτού.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του, αφού συνεκδίκασε τις άνω δύο αγωγές και την ανταγωγή, απέρριψε την πρώτη αγωγή και την ανταγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμες και δεχόμενο κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη τη δεύτερη αγωγή, α) αναγνώρισε τους ενάγοντες συγκυρίους, κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου τον πρώτο και κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου τη δεύτερη απ’ αυτούς των επίδικων τμημάτων των 1.270 τ.μ. και των 193 τ.μ. και διέταξε τη διόρθωση των σχετικών κτηματολογικών εγγραφών ώστε αυτά να εμφαίνονται ως τμήματα ενός ενιαίου ακινήτου των εναγόντων με τίτλο την έκτακτη χρησικτησία και β) υποχρέωσε το δεύτερο εναγόμενο να αποδώσει στους ενάγοντες, κατά τα προαναφερθέντα εξ αδιαιρέτου ποσοστά, το επίδικο τμήμα των 316 τ.μ. Κατά της απόφασης αυτής οι διάδικοι παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις τους για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών νομικών διατάξεων και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της, ώστε, όσον αφορά την πρώτη έφεση, να γίνει δεκτή η πρώτη αγωγή και να απορριφθεί στο σύνολο της η δεύτερη αγωγή, όσον αφορά τη δεύτερη έφεση, να γίνει δεκτή η ανταγωγή και να απορριφθεί στο σύνολο της η δεύτερη αγωγή και όσον αφορά την τρίτη έφεση να γίνει στο σύνολο της δεκτή η δεύτερη αγωγή.
Κατ’ άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν, σύμφωνα με τον νόμο, την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Συνεπώς, για να θεωρηθεί οποιαδήποτε αγωγή σαφής και ορισμένη, πρέπει να περιέχει σαφή και όχι ενδοιαστική έκθεση όλων των συγκεκριμένων περιστατικών που είναι παραγωγικά του επιδίκου δικαιώματος ειδικότερα, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς συνάπτεται με την υποβολή ορισμένου αιτήματος και αποσκοπεί να καταστήσει δυνατή την ταυτότητα αυτού (ΑΠ 346/1988, ΝοΒ 37. 252, ΕφΑΘ 6600/2004, ΕλΔνη 2005.498). Η έλλειψη ή η ασαφής αναφορά των ανωτέρω, ήτοι η αοριστία της αγωγής, ερευνάται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, διότι ανάγεται στην προδικασία που αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 438/2001, ΕλΔνη 43.381, ΑΠ 1363/1997, ΕλΔνη 39.325). Ειδικότερα επί διεκδικητικής αγωγής ακινήτου (άρθρο 1094 ΑΚ), οφείλει ο ενάγων να περιγράψει το επίδικο ακίνητο, μνημονεύων με λεπτομέρεια τη θέση, την έκταση, την ιδιότητα ως οικόπεδο, αγρός, κτίριο κτλ. και τα όριά του, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητος του (ΑΠ 491/1995, ΕλΔνη 37.317, ΕφΠειρ 889/1996, ΕλΔνη 39.599). Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικημένου αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ούτως ώστε, να είναι δυνατόν στον εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου (και όχι ασαφούς) επιδίκου αντικειμένου, στο δικαστήριο δε να τάξει το προσήκον θέμα απόδειξης και να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτέλεσης (Κ. Παπαδοπούλου, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, εκδ. 1989, παρ. 103, ΑΠ 560/1979, ΝοΒ 27.1599, ΕφΑΘ 2722/1996, Αρμ. ΝΑ 348). Το βάρος αυτό του ενάγοντος, ήτοι το να προσδιορίσει το αντικείμενο για το οποίο ζητεί έννομη προστασία, δεν μπορεί να μετατεθεί με οποιαδήποτε νομική αιτία ούτε στο στάδιο της απόδειξης, δηλαδή στους μάρτυρες, τους πραγματογνώμονες κλπ. ούτε πολύ περισσότερο στο δικαστήριο, ώστε το τελευταίο να αποφανθεί και περί του ποίο θεωρεί ο ενάγων ως επίδικο, ή πράγμα ισοδύναμο για ποίο δικαίωμα ο ενάγων ζητεί προστασία (ΕφΠειρ 239/1998, ΕλΔνη 39.887). Η άνωθεν αοριστία δεν μπορεί
να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπές εις άλλα έγγραφα ή σχεδιαγράμματα (ΕφΑΘ 910/1995, ΕλΔνη 38.916, ΕφΘεσ 278/1990, ΕλΔνη 31.1309), εάν δεν προσαρτώνται στην αγωγή. Ήτοι η περιγραφή του ακινήτου μπορεί να γίνει και με την αποτύπωση του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα (ΑΠ 1182/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ-587611, ΑΠ 712/1993, ΕλΔνη 36.1993). Τα ίδια, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ισχύουν και επί αναγνωριστικής της κυριότητος ακινήτου αγωγής (ΑΠ 45/1997, ΝοΒ 46.777).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι … εκθέτουν στην αγωγή τους ότι το όλο ακίνητο τους, έκτασης 4.814,96 τ.μ., αποτυπώνεται περιμετρικά με τους αριθμούς 56-57-134-135-101-102-103-104-105-108-110-601-111-112-114-98-122-121-123-97-34-35-51-52-53-54-55-56 στο από Δεκέμβριο 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού …, όπως αυτό περιγράφεται περαιτέρω αναλυτικά κατά όρια, στη συνέχεια δε εκθέτουν ότι η πρώτη εναγομένη δήλωσε τμήμα του ακινήτου τους στο κτηματολόγιο ως δικό της με ΚΑΕΚ …, έκτασης 1.270 τ.μ., με σχήμα τραπεζίου, το οποίο βρίσκεται στο μέσο περίπου του όλου ακινήτου τους, όπως αυτό επίσης περιγράφεται αναλυτικά κατά όρια. Στη συνέχεια, όμως, οι ενάγοντες αναφέρουν στο δικόγραφο ότι η πρώτη εναγομένη από κοινού με το δεύτερο εναγόμενο κατέλαβαν τμήμα του όλου ακινήτου τους, ομοίως 1.270 τ.μ., που βρίσκεται επίσης στο μέσο αυτού, αλλά σχήματος ορθογωνίου και όχι τραπεζίου, ενώ στην περιγραφή των πλευρικών διαστάσεων των δύο τμημάτων υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές και δη νότια-νοτιανατολικά αμφότερα συνορεύουν με ακίνητο με ΚΑΕΚ … αλλά το πρώτο σε πλευρά 25,80 μέτρων και το δεύτερο σε πλευρά 19 μέτρων και βορειοανατολικά το πρώτο σε πλευρά 57,70 μέτρων εν μέρει με το επίδικο τμήμα των 193 τ.μ. και εν μέρει με ακίνητο με ΚΑΕΚ… και το δεύτερο σε πλευρά 51,60 μέτρων εν μέρει με ακίνητο με ΚΑΕΚ … και εν μέρει με ακίνητο με ΚΑΕΚ …. Οι εν λόγω διαφοροποιήσεις προκαλούν ωστόσο σημαντική σύγχυση ως προς την ακριβή ταυτότητα και θέση του επίδικου τμήματος των 1.270 τ.μ., που οι εναγόμενοι φέρονται να κατέλαβαν από κοινού, χωρίς ωστόσο να επισημαίνεται αν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο τμήματα, τα οποία άλλωστε δεν αποτυπώνονται ευκρινώς στο συνημμένο στην αγωγή ανώνυμο και χωρίς ημερομηνία απόσπασμα τοπογραφικού διαγράμματος. Επιπλέον, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι ο δεύτερος εναγόμενος κατέλαβε στα τέλη Μαίου-αρχές Ιουνίου του έτους 2003 τμήμα, έκτασης 316 τ.μ. από το ακίνητο των εναγόντων, όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά κατά σχήμα, θέση και όρια, ζητούν ωστόσο να υποχρεωθεί αυτός από κοινού με την πρώτη εναγομένη να τους αποδώσουν τμήμα, συνολικής έκτασης 1.463 τ.μ., όπως αυτός επίσης περιγράφεται κατά σχήμα, θέση και όρια, χωρίς ωστόσο αυτό να ανταποκρίνεται στο άθροισμα των δύο επιμέρους καταληφθέντων τμημάτων, το οποίο ισούται με 1.586 (1.270 + 316) τ.μ. και όχι βέβαια με 1.463 τ.μ., το οποίο προφανώς περιλαμβάνει όχι το καταληφθέν από τον δεύτερο εναγόμενο τμήμα των 316 τ.μ., αλλά το δηλωθέν αναληθώς από τον ίδιο ως δικό του στο κτηματολόγιο τμήμα των 193 τ.μ., το οποίο όμως δεν συμπίπτει ούτε κατά έκταση ούτε κατά όρια και πλευρικές διαστάσεις μ’ αυτό των 316 τ.μ. Συνεπώς, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεν υπάρχει σαφής και χωρίς αντιφάσεις προσδιορισμός της ταυτότητας των δύο επίδικων τμημάτων των 1.270 τ.μ. και των 316 τ.μ., την απόδοση των οποίων ζητούν οι ενάγοντες με τη σωρευμένη στο ίδιο δικόγραφο διεκδικητική αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του απέρριψε την αγωγή των … ως αόριστη, ως προς το επιμέρους αίτημα απόδοσης του επίδικου τμήματος των 1.270 τ.μ., λόγω μη ακριβούς περιγραφής των ορίων αυτού, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των αναφερόμενων στην άνω νομική σκέψη διατάξεων, απορριπτόμενων όσων αντίθετα εκθέτουν οι άνω εκκαλούντες με το μοναδικό λόγο της συνεκδικαζόμενης τρίτης έφεσης τους. Συνεπώς, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς εξέταση, η τρίτη έφεση πρέπει να απορριφθεί, τα δε δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Περαιτέρω, όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ορισμένη τη σωρευμένη στο δικόγραφο της άνω αγωγής διεκδικητική αγωγή για την απόδοση του επιμέρους τμήματος των 316 τ.μ., έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των ίδιων ως άνω διατάξεων, αφού δέχθηκε την σωρευμένη διεκδικητική αγωγή ως ορισμένη, παρά την προαναφερθείσα ασαφή περιγραφή του επίδικου ακινήτου, που αποτρέπει την εκτέλεση της τυχόν θετικής για τους ενάγοντες απόφασης. Κατόπιν τούτων, γενομένου δεκτού ως βάσιμου του σχετικού λόγου της συνεκδικαζόμενης πρώτης έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος δεκτή η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά τη διάταξη της που υποχρέωσε το δεύτερο εναγόμενο-εκκαλούντα να αποδώσει στους ενάγοντες-εφεσιβλήτους, κατά τα αναφερόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά, το επίδικο τμήμα των 316 τ.μ., να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο ως προς το σχετικό κεφάλαιο και να απορριφθεί η σωρευμένη διεκδικητική αγωγή ως προς την απόδοση του άνω επίδικου τμήματος ως απαράδεκτη λόγω της προαναφερθείσας αοριστίας της.
Περαιτέρω, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ίδιου Δικαστηρίου αυτού, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τον εκκαλούντα της πρώτης έφεσης υπ’ αριθ. 9369/3-3-2008 και 9370/3-3-2008 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …, που συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αργοστολίου …, ύστερα από νομότυπη, κατ’ άρθρο 270 παρ.2 ΚΠολΔ, κλήτευση των αντιδίκων του, από τους οποίος ο … παραστάθηκε κατά την εξέταση των μαρτύρων (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. 9648Γ726-2-2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο …, πατέρας του …, πρώτου εναγομένου της πρώτης αγωγής – πρώτου ενάγοντος της δεύτερης αγωγής – πρώτου αντεναγομένου της ανταγωγής και ήδη πρώτου εφεσίβλητου της πρώτης έφεσης και της δεύτερης έφεσης και σύζυγος της …, δεύτερης εναγομένης της πρώτης αγωγής – δεύτερης ενάγουσας της δεύτερης αγωγής – δεύτερης αντεναγομένης της ανταγωγής και ήδη δεύτερης εφεσίβλητης της πρώτης έφεσης και της δεύτερης έφεσης, νεμόταν επί μια εικοσαετία μέχρι το θάνατο του, που επήλθε την 30-10-1960, ένα ακίνητο, έκτασης 4.814,96 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Βρεχάμενα» της κτηματικής περιφέρειας της τέως Κοινότητας Σβορωνάτων του νυν Δήμου Αργοστολίου Κεφαλληνίας και εμφαίνεται περιμετρικά με αριθμητικά στοιχεία 56-57-134-135-101-102-103-104-105-108-110-111 -112-114-98-122-121 -123-97-34-35-51 -52-53-54-55-56 στο από Δεκέμβριο του έτους 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού …, το οποίο συνορεύει δυτικά και βορειοδυτικά με χωματόδρομο, βορειοανατολικά με ιδιοκτησίες … (ενάγοντος της πρώτης αγωγής – δεύτερου εναγομένου της δεύτερης αγωγής και ήδη εκκαλούντος της πρώτης έφεσης) και …, νότια και νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία αγνώστων και νοτιοδυτικά με χωματόδρομο και αιγιαλό. Ειδικότερα, αυτός επέβλεπε το άνω ακίνητο, απέτρεπε παρεμβάσεις τρίτων σ’ αυτό και το παραχωρούσε σε διάφορους κτηνοτρόφους προς βόσκηση των ποιμνίων τους. Στις ίδιες πράξεις προέβησαν, μετά το θάνατο του … οι εφεσίβλητοι υιός και σύζυγος του και ιδίως ο πρώτος εφεσίβλητος, ο οποίος από το Σεπτέμβριο του έτους 1996 ανέθεσε στο … την επίβλεψη της συνολικής ακίνητης περιουσίας του, στην οποία συμπεριλαμβάνεται το άνω ακίνητο, έναντι μηνιαίας αμοιβής 50.000 δραχμών. Επιπλέον, το Νοέμβριο του έτους 2001 οι εφεσίβλητοι παραχώρησαν στους κατοίκους του οικισμού Σαρλάτων λωρίδα στο νότιο τμήμα του ακινήτου τους προκειμένου να διαπλατυνθεί ο υφιστάμενος χωματόδρομος, που οδηγεί στον αιγιαλό. Περί τα τέλη του ίδιου μήνα ο πρώτος εφεσίβλητος ανέθεσε στο … την οριοθέτηση του ακινήτου στη νότια και ανατολική πλευρά του και αυτός προέβη στην τοποθέτηση χαμηλών σιδερένιων, φυτευτών στο έδαφος, πασσάλων και στη σύνδεση τους με σύρμα περίφραξης καθόλο το μήκος των άνω πλευρών, ενώ περί τα μέσα Φεβρουαρίου του έτους 2002 ο ίδιος στερέωσε τους πασσάλους αυτούς με τσιμέντο. Για τις παραπάνω υλικές πράξεις νομής κατέθεσαν με σαφήνεια ως μάρτυρες τόσο ο ίδιος ο … στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Αργοστολίου την 10-11-2003, κατά τη συζήτηση της από 28-7-2003 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων νομής, που άσκησαν οι εφεσίβλητοι κατά του …, όσο και οι …, μόνιμοι κάτοικοι Σαρλάτων, οι οποίοι αναφέρθηκαν ρητά στην παραπάνω παραχώρηση εδαφικής λωρίδας από τους εφεσίβλητους και την οριοθέτηση της νότιας και ανατολικής πλευράς του ακινήτου τους. Συνεπώς, οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι, μετά το θάνατο του άνω δικαιοπαρόχου τους, συνέχισαν να ασκούν τη συνννομή του άνω ακινήτου, κατά τα νόμιμα εξ αδιαιρέτου ποσοστά της εξ αδιαθέτου διαδοχής του, κατέστησαν συγκύριοι αυτού κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου ο πρώτος απ’ αυτούς και κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου η δεύτερη απ’ αυτούς με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, δεδομένου ότι από την έναρξη ισχύος του Αστικού Κώδικα (23-2-1946) μέχρι το έτος 2002, ήτοι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών, προσμετρουμένου του προηγούμενου χρόνου νομής του θανόντος δικαιοπαρόχου τους (από 23-2-1946 έως 30-10-1960), ασκούσαν σ’ αυτό ανελλιπώς τις προαναφερθείσες πράξεις νομής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το βορειοανατολικό όριο του ακινήτου των εφεσίβλητων ήταν μόνιμα οριοθετημένο με παλαιά περίφραξη (ξηρολιθιά), όπως ρητά κατέθεσαν οι προαναφερθέντες μάρτυρες απόδειξης αλλά και ο Διονύσιος Μαυρογιάννης, πρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου Σβορωνάτων κατά το έτος 2002, ο οποίος, εξεταζόμενος ενώπιον της Πταισματοδίκη Αργοστολίου την 3-6-2002 στα πλαίσια σχετικής ποινικής διαδικασίας, ανέφερε, μεταξύ των άλλων, ότι όλες οι ιδιοκτησίες στο επίδικο σημείο οριοθετούνται προς τη θάλασσα με παλιές ξηρολιθιές, ενώ χαρακτηρίζει το ακίνητο των εφεσίβλητων ως παλαιό κοινόχρηστο αγροτικό δρόμο, χωρίς ωστόσο να μνημονεύει αυτό ως τμήμα των ιδιοκτησιών των εκκαλούντων … και της θείας του τελευταίου …. ’λλωστε, αυτοί δεν αντέδρασαν έγκαιρα στην προαναφερθείσα ενέργεια του πρώτου εφεσίβλητου για την οριοθέτηση του ακινήτου, παρά μόνο ο πρώτος απ’ αυτούς, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των μηνών Μαίου και Ιουνίου του έτους 2003, ήτοι μετά από 15 μήνες, επιχείρησε να επεκτείνει την ιδιοκτησία του προς τα νότια και δυτικά σε βάρος της όμορης ιδιοκτησίας των εφεσίβλητων, με την ανέγερση νέας μάνδρας όχι σε ευθεία γραμμή όπως ήταν η προηγούμενη αλλά 6 μέτρα δυτικότερα, ήτοι εντός του ακινήτου των εφεσίβλητων, οι οποίοι αντέδρασαν άμεσα με την άσκηση της προαναφερόμενης αίτησης ασφαλιστικών μέτρων νομής, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. 106/2003 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αργοστολίου, που επικυρώθηκε τελεσίδικα με την υπ’ αριθ. 3/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας. ’λλωστε, πέρα από τις παραπάνω σαφείς μαρτυρικές καταθέσεις τρίτων προσώπων, που δεν εξαρτούν συγκεκριμένο έννομο συμφέρον από την έκβαση της παρούσας δίκης, για την οριοθέτηση των ακινήτων των εφεσίβλητων και του … και την τέλεση υλικών πράξεων νομής από τους πρώτους στο όλο ακίνητο τους, προκύπτει χωρίς αμφιβολία από τις προσκομιζόμενες αεροφωτογραφίες των ετών 1960, 1989 και 1992 ότι το ακίνητο των εφεσίβλητων έχει ευκρινώς την ίδια μορφολογία (βραχώδες με σποραδική άγρια βλάστηση), που διαχωρίζεται από τις προς τα ανατολικά εκτάσεις, που φαίνονται καλλιεργημένες, ενώ υπάρχει λιθοδομή και αναβαθμός, που λειτουργεί ως σαφές φυσικό όριο μεταξύ των χωριστών ιδιοκτησιών. Επίσης, ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι οι θέσεις «Βρεχάμενα» και «Γιαλός Χαλιάς» δεν βρίσκονται στη θέση που αναφέρουν οι αντίδικοι τους και ότι συνεπώς αυτοί δεν έχουν ακίνητη περιουσία στην επίδικη περιοχή, λαμβανομένου υπόψη του ότι στο νοτιοδυτικό όριο του ακινήτου της … βρίσκεται χωματόδρομος, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι αφενός οι προαναφερθέντες μάρτυρες-μόνιμοι κάτοικοι Σαρλάτων αναφέρουν ρητά ότι η περιοχή «Βρεχάμενα» βρίσκεται πάνω από την παρακείμενη παραλία «Χαλιάς» ή αλλιώς «Σαρλέϊκος γιαλός» αφετέρου δε ήδη με την υπ’ αριθ. 525/2008 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) έγινε δεκτό με ισχύ δεδικασμένου ότι το επίδικο ακίνητο δεν συνιστά κοινόχρηστο χώρο, που ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά ιδιωτική περιουσία των εφεσίβλητων. Το συμπέρασμα αυτό θεμελιώνεται και στη διαπίστωση ότι στο υπ’ αριθ. …/4-8-1944 συμβόλαιο ισόβιας προσόδου του τότε συμβολαιογράφου Αργοστολίου … αναφέρονται ως συνορίτες του ευρισκόμενου ανατολικά της επίδικης έκτασης ακινήτου του … οι …, δικαιοπάροχοι-συγγενείς του πρώτου εφεσίβλητου και συγκεκριμένα ο … ήταν προππάπους του από την πατρική γραμμή. Εξάλλου, ο με επιμέλεια του … εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρας …, πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα, που κατασκεύασε για λογαριασμό του εκκαλούντος την οικία και τη νέα περίφραξη στο ακίνητο του, δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες υλικές πράξεις νομής του εντολέα του στο επίμαχο ακίνητο, παρά μόνο ανέφερε ότι η νέα μάνδρα κτίσθηκε στη βάση της παλιάς ξηρολιθιάς, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να γνωρίζει προηγούμενες επεμβάσεις του … σ’ αυτήν, αφού επισκέφθηκε την περιοχή για πρώτη φορά το έτος 2002. Επίσης, η με επιμέλεια της εκκαλούσας … εξετασθείσα ομοίως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρας …, η οποία είναι παντρεμένη με ανεψιό της εκκαλούσας και κατοικεί στα Σαρλάτα μόλις από το έτος 1994, ανέφερε γενικά και αόριστα ότι η εκκαλούσα νοίκιαζε το ακίνητο της για βοσκή στους …, χωρίς όμως να δίνει συγκεκριμένα στοιχεία για τη χρονική διάρκεια, το ύψος και τις λοιπές συνθήκες της εκάστοτε μίσθωσης και κυρίως αν την πληροφορία αυτή τη γνωρίζε, αυτοπρόσωπα ή, λόγω του νεαρού της ηλικίας της, από διηγήσεις τρίτων προσώπων. Συνεπώς, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει και ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι έχει παραγραφεί η ένδικη αξίωση των αντιδίκων τους λόγω υπερεικοσαετούς νομής του ακινήτου των εφεσίβλητων από τους ίδιους τους εκκαλούντες, ενώ ο επιμέρους ισχυρισμός, που εισάγεται εκ νέου προς κρίση με αυτοτελή λόγο έφεσης, ότι, για τον ίδιο ως άνω λόγο, έχει υποπέσει σε ενιαύσια παραγραφή και η επιμέρους αξίωση των εφεσίβλητων για απόδοση της νομής του επίδικου ακινήτου τους, τυγχάνει πλέον νομικά αδιάφορος, αφού προς εκδίκαση πλέον παραμένει η σωρευμένη αναγνωριστική της κυριότητας του ακινήτου και της διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής αγωγή. Παρά τα ανωτέρω πραγματικά δεδομένα και την μη απόδειξη τέλεσης συγκεκριμένων υλικών πράξεων νομής από τους εκκαλούντες … σε οποιοδήποτε τμήμα του ακινήτου των 4.814,96 τ.μ., η δεύτερη απ’ αυτούς, κατά την υποβολή δηλώσεων στο Κτηματολόγιο, δήλωσε ψευδώς ότι τμήμα του ακινήτου των εφεσίβλητων, που έχει σχήμα τραπεζίου, εμβαδού 1.270 τ.μ. και συνορεύει νότιο-νοτιοανατολικά σε πλευρά μήκους 25,80 μ. με ΚΑΕΚ … ακίνητο, νοτιοδυτικά σε πλευρά μήκους 49,99 μ. με χωματόδρομο και πέρα αυτού με βραχώδη ακτή, δυτικά-βορειοδυτικά σε πλευρά μήκους 24,40 μ. με ΚΑΕΚ … ακίνητο και βορειοδυτικά σε πλευρά μήκους 57,70 μ. με ΚΑΕΚ … ακίνητο, ως αυτοτελές ακίνητο της, με τίτλο κτήσης τη χρησικτησία, με συνέπεια να καταχωρηθεί εσφαλμένα στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αργοστολίου με ΚΑΕΚ … και με εμβαδόν 1.274 τ.μ. Επίσης, ο εκκαλών δήλωσε ψευδώς ότι τμήμα του ακινήτου των εφεσίβλητων, που έχει σχήμα τριγώνου, εμβαδού 193 τ.μ. και συνορεύει νοτιοδυτικά σε πλευρά μήκους 57,70 μ. με ΚΑΕΚ … ακίνητο, βορειοδυτικά σε πλευρά μήκους 8 μ. με ΚΑΕΚ … ακίνητο και βορειοανατολικά σε πλευρά μήκους 50 μ. με ΚΑΕΚ … ακίνητο, ανήκει στο με ΚΑΕΚ … ακίνητο του, εμβαδού 4.020 τ.μ., με δηλωμένους τίτλους κτήσης τα υπ’ αριθ. …/2001 νόμιμα μεταγεγραμμένα συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αργοστολίου … (αποδοχής κληρονομιάς το πρώτο, δωρεάς εν ζωή το τρίτο και το τέταρτο και γονικής παροχής το τρίτο απ’ αυτά), με συνέπεια να καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αργοστολίου με την ως άνω ανακριβή πρώτη εγγραφή. Οι αρχικές εν λόγω ανακριβείς εγγραφές προσβάλλουν το δικαίωμα συγκυριότητας των εφεσίβλητων στα επίδικα τμήματα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα και α) αναγνώρισε τους εφεσίβλητους συγκυρίους κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου τον πρώτο και κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου τη δεύτερη απ’ αυτούς 1) ολόκληρου του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ …, επιφανείας 1.270 τ.μ. και 2) τμήματος του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ …, επιφανείας 193 τ.μ. και β) διόρθωσε τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές στα οικεία κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Αργοστολίου σχετικά με τα ανωτέρω ακίνητα, με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τους σχετικούς λόγους των συνεκδικαζόμενων πρώτης και δεύτερης εφέσεων είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατόπιν τούτων, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η δεύτερη συνεκδικαζόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, τα δε δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρους της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων-εναγόντων της πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για το ενιαίο της εκτέλεσης με την ύπαρξη μιας σχετικής διάταξης, πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος του εκκαλούντος -εναγομένου λόγω της εν μέρει ήττας του (άρθρα 106, 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις αναφερόμενες στο σκεπτικό εφέσεις.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την με αριθμό κατάθεσης 29/2009 έφεση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων, τα οποία ορίζει, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε τετρακόσια (400) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την με αριθμό κατάθεσης 30/2009 έφεση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων, τα οποία ορίζει, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε τετρακόσια (400) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατά ένα μέρος ουσιαστικά την με αριθμό κατάθεσης 28/2009 έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 13/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ως προς τη διάταξη της που αφορά την με αριθμό κατάθεσης 235/2007 αγωγή, με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος υποχρεώθηκε να αποδώσει στους ενάγοντες, κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου στον πρώτο και κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου στη δεύτερη απ’ αυτούς, ακίνητο, επιφανείας 316 τ.μ., όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά κατά όρια στην άνω διάταξη.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 4-6-2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 235/2007 αγωγή των ….
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη σωρευμένη στο άνω δικόγραφο αγωγή διεκδίκησης του ακινήτου των 316 τ.μ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εφεσίβλητο-εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εκκαλούντων-εναγόντων, το οποίο ορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε εξακόσια (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Πάτρα στις . 2016 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στις 2016 με διαφορετική σύνθεση, αποτελούμενη από τους Δικαστές Πρόεδρο Εφετών, Εφέτες και τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου, λόγω μετάθεσης και αναχώρησης όλων των μελών του Δικαστηρίου,
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ