Χριστιανικοί ναοί
Πριν από την εποχή των διωγμών, αλλά και στα διαστήματα ανάμεσά τους, οι ομάδες των Χριστιανών στις πόλεις της αυτοκρατορίας διέθεταν λατρευτικά κτίρια, μερικά από τα οποία είχαν προέλθει από μετατροπή ιδιωτικών οικιών (domus ecclesiae), ενώ άλλα ήταν από την αρχή νέα κτίσματα. Μετά το διάταγμα των Κωνσταντίνου και Μαξέντιου το 313, που όριζε ως ισότιμο με τα άλλα θρησκεύματα το Χριστιανισμό, οι χριστιανικοί ναοί άρχισαν να αποκτούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και σταδιακά εξελίχθηκαν σε κέντρα κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στη ζωή των πόλεων και των κατοίκων τους.
Η ένταξη των χριστιανικών ναών στον πολεοδομικό ιστό έγινε βαθμιαία. Οι πρώτοι ναοί, των οποίων η κατασκευή χορηγήθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ιδρύθηκαν σε ιδιοκτησίες που ανήκαν στον αυτοκράτορα ή που παραχωρήθηκαν από το δημόσιο. Πράγματι, στη Ρώμη, η βασιλική του Χριστού Σωτήρα ιδρύθηκε σε χώρο που πριν ανήκε στο στρατιωτικό σώμα των πραιτοριανών (Λατερανό) και δωρήθηκε στον επίσκοπο της πόλης, ενώ ο ναός του Τιμίου Σταυρού της Ιερουσαλήμ υπήρξε ιδιωτικό παρεκκλήσιο στο Σεσσοριανό παλάτι, που δωρήθηκε στην αγία Ελένη, μητέρα του αυτοκράτορα. Η βασιλική του Παναγίου Τάφου ιδρύθηκε πάνω σε τμήμα του Φόρουμ της Αιλίας (Ιερουσαλήμ), ενώ η πρώτη Αγία Σοφία οικοδομήθηκε σε δημόσια έκταση, δίπλα στο Αυγουσταίο, όπου είχε την έδρα του ο Έπαρχος της Κωνσταντινούπολης.
Κατά τον 5ο και τον 6ο αιώνα οι χριστιανικοί ναοί ιδρύονταν σε κεντρικά σημεία του πολεοδομικού ιστού και καταλάμβαναν χώρους δίπλα ή και μέσα στα παλαιά πολιτικά και οικονομικά κέντρα, αποβαίνοντας πραγματικά τοπόσημα (landmarks). Η αργή αυτή διαδικασία συμπεριέλαβε τη μετατροπή των δημόσιων οικοδομημάτων και των ειδωλολατρικών ναών, που είχαν πλέον εγκαταλειφθεί εντελώς και κινδύνευαν να ερειπωθούν, σε χριστιανικούς χώρους λατρείας.
Η μετατροπή αυτή επέφερε ορισμένες αλλοιώσεις στον προσανατολισμό και την εσωτερική διαρρύθμιση των παλαιών αυτών μνημείων, αλλά υπήρξε ουσιαστικός παράγοντας για τη διατήρησή τους μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τέτοιων μετατροπών, που αποτέλεσαν ορόσημα για τη μετάβαση από την Αρχαιότητα στο Μεσαίωνα, ήταν αυτά του ναού του Πανθέου στη Ρώμη, που έγινε ναός της Παναγίας (Sancta Maria ad Martyres) το 609 από τον πάπα Βονιφάτιο Δ’ (608-615) και της έδρας της Συγκλήτου (Curia) που αφιερώθηκε στον άγιο Αδριανό επί πάπα Ονωρίου Α’ (625-638). Στη μέση και ύστερη Βυζαντινή περίοδο, οι ναοί συνήθως κτίζονταν σε σημεία χωρίς δόμηση ή δίπλα σε βασικούς δρόμους των πόλεων. Αποτέλεσαν μάλιστα τους πυρήνες γύρω από τους οποίους οργανώνονταν οι συνοικίες. Κατά την ύστερη, και κυρίως κατά την μεταβυζαντινή περίοδο, οι ναοί έδιναν το όνομά τους στις συνοικίες (μαχαλάδες) όπου βρίσκονταν.
Σε όλη τη διάρκεια της Ύστερης Αρχαιότητας, θεία λειτουργία τελούσε μόνον ο επίσκοπος που είχε την έδρα του στις πόλεις. Οι πιστοί που ήθελαν να εκκλησιαστούν συγκεντρώνονταν στον επισκοπικό ναό ή όπου αλλού προγραμμάτιζε ο επίσκοπος να χοροστατήσει. Οι λιτανείες και οι περιφορές εικόνων και λειψάνων ήταν πολύ συχνές και η μορφή της θείας λειτουργίας ήταν «σταυθμευτική» (stational liturgy), περίπου όπως μας διασώζει το Περί βασιλείου τάξεως του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου. Στο έργο αυτό, όπου με αναλυτικό τρόπο περιγράφεται το αυτοκρατορικό τελετουργικό και πρωτόκολλο, αναφέρονται και τα δρομολόγια που ακολουθούσε ο βασιλέας και η ακολουθία του στην Κωνσταντινούπολη κατά τις δεσποτικές και θεομητορικές γιορτές για να παρευρεθεί στη θεία λειτουργία όπου χοροστατούσε ο πατριάρχης: υπάρχουν περιπτώσεις όπου σε άλλο ναό τελούνταν ο όρθρος και τα αντίφωνα ψάλλονταν καθ’ οδόν προς άλλον ναό, όπου και ολοκληρωνόταν η θεία λειτουργία. Μόνον μετά από ειδική άδεια των κατά τόπους επισκόπων μπορούσαν να τελούν θεία λειτουργία άλλοι χωρεπίσκοποι ή ιερείς σε συγκεκριμένους ναούς για ειδικούς λόγους. Για παράδειγμα, στους ιδιωτικούς ναούς, που είχαν ιδρυθεί από πλούσιους χορηγούς για τους ίδιους και τα μέλη των οικογενειών και των οικείων τους, μυστήρια τελούσε ιερέας που τύγχανε της αποδοχής του επισκόπου μετά από ειδική άδεια, για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις και να διαλυθούν υποψίες για αιρετική ή διχαστική συμπεριφορά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ναοί όπου όλοι μπορούσαν να εκκλησιαστούν ονομάζονταν καθολικοί ναοί. Στην ύστερη Βυζαντινή, και κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο, ο κάθε ναός αποτελούσε το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής της συνοικίας και απέβη ενοριακός, με την έννοια που ο όρος έχει σήμερα.
Μοναστήρια
Στις βυζαντινές πόλεις ιδρύονταν, εκτός από εκκλησίες, και μοναστήρια. Μολονότι ο μοναχισμός ξεκίνησε ως κίνημα όσων απαρνούνταν τα εγκόσμια, αφιερώνοντας τη ζωή τους στο Θεό, και γι’ αυτό εγκατέλειπαν τις πόλεις, από τον 6ο αιώνα κυρίως και εξής, ορισμένα μοναστήρια ιδρύονταν εντός των τειχών των πόλεων. Η ένταξή τους στον πολεοδομικό ιστό ήταν μάλλον περιφερειακή, αλλά σύντομα αναδείχθηκαν σε κέντρα πνευματικής ζωής με σημαντική οικονομική δύναμη.
Κάθε μοναστήρι, ανδρικό η γυναικείο, διοικούνταν από έναν ηγούμενο ή μια ηγουμένη, σύμφωνα με τυπικό που ρύθμιζε όλες, ή τουλάχιστον τις περισσότερες, παραμέτρους της ζωής σ’ αυτό. Ο αριθμός των κτισμάτων που διέθετε ένα μοναστήρι εξαρτιόταν από το μέγεθος, τον πλούτο του και την κοινωφελή προσφορά του προς την πόλη, από την οποία απομονωνόταν με ψηλό περιβολότοιχο. Ο κεντρικός ναός του, το κυριακόν, αποτελούσε σημείο αναφοράς για την οργάνωση της ζωής στο μοναστήρι. Τα υπόλοιπα κτίσματα συνήθως διατάσσονταν γύρω από αυτό: η τράπεζα (εστιατόριο), το μαγειρείο με τους φούρνους και τα κελλιά των μοναχών ήταν από τα πιο απαραίτητα κτίσματα. Εξίσου βασικές για την κάλυψη των αναγκών των μοναχών ήταν οι αποθήκες των τροφίμων («δοχεία»), οι χώροι φιλοξενίας («αρχονταρίκι») και τα λουτρά. Αν ήταν κέντρα προσκυνήματος , διέθεταν στοές και παρεκκλήσια , για την παραμονή και τη φιλοξενία (εγκοίμηση) αρρώστων, που ανέμεναν την ίαση από τον άγιο ή την αγία που θαυματουργά θεράπευε στη μονή. Παράπλευρα κτίρια ενίοτε στέγαζαν νοσοκομεία, που χρησιμοποιούνταν και από λαϊκούς ασθενείς, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι μονές ιδρύονταν σε ειδικά σημεία για τον έλεγχο κάποιων σημαντικών παραμέτρων της ζωής στην πόλη· για παράδειγμα, η μονή Βλατάδων της Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε δίπλα στη μεγάλη υπόγεια κινστέρνα , όπου κατέληγε ένας από τους υδαταγωγούς που έφερνε νερό από τον Χορτιάτη. Σε άλλες περιπτώσεις, η θέση των μονών στις άκρες της πόλης και δίπλα στα τείχη, ενδεχομένως ενίσχυε την άμυνα του οικισμού, όπως ίσως στις περιπτώσεις των μονών Βροντοχίου και Περιβλέπτου στο Μυστρά. Τέλος, πολλά μοναστήρια είχαν αξιόλογες βιβλιοθήκες, ενώ ορισμένα ήταν σημαντικά κέντρα παραγωγής και αντιγραφής χειρόγραφων βιβλίων, όπως η μονή Στουδίου στη Κωνσταντινούπολη.
http://exploringbyzantium.gr/EKBMM/Page?name=ypomeleti&lang=gr&id=15&sub=97&level=3