Αίτηση διόρθωσης κτηματολογικού φύλλου, στο οποίο ακίνητο φέρεται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», ώστε αντί «άγνωστος» να αναγράφεται ο πραγματικός κύριος. Δικαιούμενα πρόσωπα. Εκδίκαση κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Κύρια παρέμβαση από το Ελληνικό Δημόσιο. Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές. Επί των στην Επτάνησο δασών το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει δικαιώματα κυριότητας. Επί των εν λόγω δασών δεν μπορεί να έχει εφαρμογή το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Προκειμένου περί δασών στην Επτάνησο μόνη η υπό του Δημοσίου επίκληση και σε περίπτωση αμφισβήτησης, απόδειξη της δασικής μορφής της διεκδικούμενης έκτασης, δεν αρκεί προς θεμελίωση δικαιώματος κυριότητας επ’ αυτής, αλλά απαιτείται η επίκληση και σε περίπτωση αμφισβήτησης, απόδειξη της κτήσεως κατά ένα από τους προβλεπόμενους από τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα, ή τον ΑΚ, ή ενδεχομένως κάποιου ειδικού νόμου, τρόπου κτήσεως κυριότητας. Αδέσποτα ακίνητα. Στην εκούσια δικαιοδοσία μπορούν να υποβληθούν νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί και κατά τη δίκη στο Εφετείο με τις έγγραφες προτάσεις οι οποίες πρέπει να κατατεθούν μέχρι την έναρξη της συζήτησης μαζί με τα αποδεικτικά των ισχυρισμών αυτών. Επιτρεπτή η συμπλήρωση με τις προτάσεις εκείνων των στοιχείων της αίτησης που αναφέρονται στο άρθρο 747 παρ. 2 ΚΠολΔ και η ευχέρεια αντλήσεως κρισίμων στοιχείων της υπόθεσης και με αυτεπάγγελτη ακόμη ενέργεια του δικαστηρίου από άλλα, πέραν από την αίτηση διαδικαστικά ή αποδεικτικά έγγραφα. Η εν λόγω ευχέρεια δεν είναι δυνατόν να καλύπτει εκτός από την πραγματική και την ενδεχόμενη νομική αοριστία της αίτησης. Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία στα Ιόνια νησιά. Στοιχεία ορισμένου αγωγής.
Aριθμός 6/2018
Αποτελούμενο από τη Δικαστή ΄Αννα Λεοντίου, Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο Εφετών, και την Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Νοεμβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η δικαστική αντιπρόσωπος του Ν.Σ.Κ. Βασιλική Καραγιάννη.
Της εφεσίβλητης: …, κατοίκου Γλυφάδας Αττικής, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Βασίλειος Γαλανόπουλος.
Η αρχικώς αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη, …, με την από 21-3-2009 αίτησή της και το αρχικώς κυρίως παρεμβαίνον και ήδη εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο, με την από 29-10-2009 κύρια παρέμβασή του, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτές.
Το ανωτέρω Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε την αίτηση και την κύρια παρέμβαση, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 86/2010 οριστική απόφασή του με την οποία έκανε δεκτή κατά ένα μέρος την αίτηση και απέρριψε την κύρια παρέμβαση.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε προς το Δικαστήριο τούτο το εκκαλούν με την από 4-12-2012 έφεσή του (αριθ. εκθ. κατ. 104/2012), ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν, και ζήτησαν όσα αναφέρονται σ’ αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 4-12-2012 και με αριθ. εκθ. καταθ. 104/4-12-2012 έφεση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθ. 86/2010 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. του ΚΠολΔ), κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, έχει ασκηθεί από το ηττηθέν στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει πριν την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 ΦΕΚ Α’ 87/23-7-2015, σε συνδ. με τα άρθρα 591 παρ. 1, 741, 760, 761 του ιδίου Κώδικα), δεδομένου ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε γίνεται επίκληση ότι εχώρησε τέτοια και επιπλέον η κατάθεση της εφέσεως έλαβε χώρα στις 4-12-2012 (βλ. την υπ’ αριθ. 104/2012 πράξη κατάθεσης δικογράφου έφεσης της Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, όπισθεν του δικογράφου της εφέσεως), δηλαδή εντός τριών ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, στις 30-4-2010, δεδομένου ότι η διετής προθεσμία άσκησης του ένδικου μέσου της εφέσεως σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 ΦΕΚ Α’ 87/23-7-2015, αφορά τις εκκαλούμενες αποφάσεις που έχουν δημοσιευθεί μετά την 1-1-2016 (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, «Η έφεση-Ερμηνεία-Νομολογία-Βιβλιογραφία-Ειδικές Διατάξεις, έκδ. 2015, σελ. 240-241, αριθ. 909β-912) και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011). Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο του παραβόλου, που προβλέπεται από το άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος την 2-4-2012, ήτοι, για τις κατατιθέμενες από τις 2.4.2012 και εφεξής εφέσεις κατά τα άρθρα 113 ν. 4055/2012 και 25 § 2 ΕισΝΚΠολΔ), δεδομένου ότι το Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (βλ. ΕφΠειρ. 69/2015, Δημοσίευση στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ – Μ. Μαργαρίτης, ΕρμηνΚΠολΔ, τόμος Α’, άρθρο 495, αριθ. 17, σελ. 849). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την έφεση στο δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο (άρθρο 522 του ΚΠολΔ).
Η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη, με την από 21-3-2009 (αριθ. εκθ. καταθ. 129/11-6-2009 αίτησή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας, ζήτησε να διορθωθούν οι αρχικές εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αργοστολίου, των περιγραφόμενων λεπτομερώς στην αίτηση ακινήτων, ήτοι: α) ενός αγροτεμαχίου εμβαδού 3.702,12 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Λαγκαδάκι» του Δ.Δ. Διλινάτων του Δήμου Αργοστολίου Νομού Κεφαλληνίας, που αποτελεί τμήμα του με ΚΑΕΚ … ακινήτου, το οποίο φέρεται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», β) ενός αγροτεμαχίου εμβαδού 21.585,73 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Πετρολίμπα» του Δ.Δ. Διλινάτων του Δήμου Αργοστολίου Νομού Κεφαλληνίας, το οποίο αποτελείται: 1) από τμήμα του γεωτεμαχίου που φέρει ΚΑΕΚ … εμβαδού, 9.086,91 τ.μ., το οποίο φέρεται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», 2) από τμήμα του γεωτεμαχίου που φέρει ΚΑΕΚ …, εμβαδού 4.491,28 τ.μ., το οποίο φέρεται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη» και 3) από τμήμα του γεωτεμαχίου που φέρει ΚΑΕΚ …, εμβαδού 3.705.25 τ.μ,, το οποίο φέρεται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», γ) ενός αγροτεμαχίου εμβαδού 5.156,59 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Μονοφριάνι» του Δ.Δ. Διλινάτων του Δήμου Αργοστολίου Νομού Κεφαλληνίας, το οποίο αποτελεί τμήμα του με ΚΑΕΚ … ακινήτου, το οποίο φέρεται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», των οποίων η αιτούσα είναι αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος και δ) ενός οικοπέδου (μετά των εντός αυτού ευρισκομένων κτισμάτων, ήτοι, προσεισμικής υποθήκης, ισογείου οικίας αρωγής με υπόγειο και ισογείου καταστήματος), εμβαδού 928,95 τ.μ.. που βρίσκεται στη θέση «Λαγκουσάτα» εντός των ορίων του οικισμού Διλινάτων του Δ.Δ. Διλινάτων του Δήμου Αργοστολίου Νομού Κεφαλληνίας, το οποίο αποτελεί τμήμα του με ΚΑΕΚ … ακινήτου που φέρεται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», του οποίου η αιτούσα έχει την κυριότητα, νομή και κατοχή κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, έτσι ώστε να καταχωριστούν αυτά ότι ανήκουν κατά πλήρη κυριότητα ή κατά το ανώτερο) ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου για το υπό στοιχείο δ ακίνητο στην ίδια, ισχυριζόμενη ότι τα ανωτέρω ακίνητα έχουν περιέλθει στην κυριότητά της με πρωτότυπο τρόπο κτήσης και συγκεκριμένα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού τα νέμεται ασκώντας επ’ αυτών τις αναφερόμενες στην αίτηση προσιδιάζουσες πράξεις νομής κατόπιν άτυπης δωρεάς εκ μέρους του πατέρα της, που έλαβε χώρα το έτος 1980, ήτοι για χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας, διότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης από παραδρομή αυτά εμφαίνονται στα οικεία κτηματολογικά βιβλία ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, γεγονός που καθιστά ανακριβή τη σχετική κτηματολογική εγγραφή στα αντίστοιχα για τα ακίνητα αυτά κτηματολογικά φύλλα του οικείου κτηματολογικού βιβλίου. Στη δίκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που διεξήχθη κατά την εκουσία δικαιοδοσία, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, άσκησε την από 29-10-2009 κύρια παρέμβασή του, με την οποία, ισχυριζόμενο ότι το ανωτέρω αναφερόμενο με στοιχείο β ακίνητο, που αποτελείται από τα γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ …, εμβαδού 9.086,91 τ.μ., …, εμβαδού 4.491,28 τ.μ. και …, εμβαδού 3.705,25 τ.μ., αποτελεί δασική έκταση και ότι κατά το χρόνο της ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα (1864) υπήρξε εξ υπαρχής αδέσποτο ως μην ανήκον στην κυριότητα κανενός και επομένως περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου σύμφωνα με το άρθρο 972 του ΑΚ, ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση της αιτούσας και να διορθωθούν οι προαναφερθείσες πρώτες εγγραφές των ανωτέρω επιμέρους επιδίκων γεωτεμαχίων που απαρτίζουν το υπό στοιχείο β’ ακίνητο, ως αγνώστου ιδιοκτήτη, ώστε να αναγραφεί το Ελληνικό Δημόσιο ως κύριος των γεωτεμαχίων αυτών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνεκδίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την αίτηση και την κύρια παρέμβαση, δέχθηκε εν μέρει την αίτηση, απορρίπτοντας αυτήν ως μη νόμιμη ως προς το με ΚΑΕΚ … επιμέρους γεωτεμάχιο που περιλαμβάνεται στο ανωτέρω αναφερόμενο με στοιχείο β μείζων ακίνητο με την αιτιολογία ότι ως προς αυτό απαραδέκτως σωρεύεται η αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 η οποία δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την κύρια παρέμβαση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση το κυρίως παρεμβαίνον, με την οποία ζητεί για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη προκειμένου να απορριφθεί η αίτηση και να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβαση. Ως προς το με ΚΑΕΚ … επιμέρους γεωτεμάχιο που περιλαμβάνεται στο ανωτέρω αναφερόμενο με στοιχείο β μείζων ακίνητο, για το οποίο η ένδικη αίτηση έχει απορριφθεί, η έφεση που άσκησε το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο είναι απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως για την άσκηση αυτής ως προς το ανωτέρω ακίνητο εννόμου συμφέροντός του.
Από τα άρθρα 1 παρ. 1α και 3, 6 παρ. 1-3, και 7, 9, 13, 15 του ν. 2664/1998, όπως ισχύουν μετά τους ν. 3127/2003, 3481/2006, 3559/2007 και Ν. 3983/2011, προκύπτει ότι όταν πρόκειται για ακίνητο το οποίο στα κτηματολογικά βιβλία και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές φέρεται ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, ο ισχυριζόμενος ότι είναι κύριος του ακινήτου αυτού ή δικαιούχος οποιουδήποτε άλλου εγγραπτέου στο Κτηματολόγιο δικαιώματος επί του ακινήτου, και επιπλέον, κατ αναλογική εφαρμογή της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου (6 του ν. 2664/1998), και όποιος έχει έννομο συμφέρον (π.χ. δανειστής του πραγματικού κυρίου), μπορεί, προκειμένου να διορθώσει την ανακριβή αυτή εγγραφή, να υποβάλει αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, δικάζοντος κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με την οποία θα ζητεί τη διόρθωση του οικείου κτηματολογικού φύλλου, ώστε αντί “άγνωστος” να αναγράφεται ο πραγματικός κύριος. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 3 του άρθρου 6 του ίδιου νόμου, η ρυθμιστέα έννομη σχέση που επιτρέπει ο νομοθέτης να εξεταστεί κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι η ορθότητα ή μη της πρώτης εγγραφής στις σχετικές κτηματολογικές εγγραφές οι οποίες αφορούν εγγραφή που έχει καταχωρηθεί σε “άγνωστο ιδιοκτήτη” και εξετάζεται υπό την προϋπόθεση ότι ο αιτών έχει εγγραπτέο στο κτηματολόγιο δικαίωμα, το οποίο ελέγχεται παρεμπιπτόντως, αφού αποτελεί προϋπόθεση για τη ζητούμενη διόρθωση, χωρίς όμως το ζήτημα αυτό, δηλαδή η ύπαρξη ή μη του εν λόγω δικαιώματος, να καλύπτεται από την απόφαση που εκδίδεται επί της εν λόγω αίτησης με ισχύ δεδικασμένου. Τα αυτά ισχύουν και για την κύρια παρέμβαση και, συνεπώς, όποιος έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης οφείλει αφενός μεν να εκθέτει ότι έχει εγγραπτέο στο κτηματολόγιο δικαίωμα και αφετέρου να ζητεί την εγγραφή αυτού του δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία. Σύμφωνα με τα παραπάνω, δηλαδή, αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, σύμφωνα με αυτή την διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητουμένου δικαιώματος, αφού η εγγραφή “αγνώστου ιδιοκτήτη” δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση αλλά ακριβώς την έλλειψη διαπίστωσης του υπάρχοντος δικαιώματος. Συνέπεια των προαναφερθέντων είναι: α) το ότι ο νόμος δεν προβλέπει την απεύθυνση της αίτησης εναντίον οποιουδήποτε, όπως του Ελληνικού Δημοσίου, του Ο.Κ.Χ.Ε. ή του Προϊσταμένου του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου ή άλλου, εάν δε τυχόν η αίτηση απευθυνθεί εναντίον τρίτου, δεν καθίσταται ο τελευταίος διάδικος από το γεγονός και μόνο τούτο, και β) το ότι δεν απαιτείται να ζητηθεί με την εν λόγω αίτηση η αναγνώριση δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, ούτε να περιληφθεί αντίστοιχη διάταξη στην απόφαση που θα εκδοθεί, καθώς αντικείμενο της δίκης που ανοίγεται δεν είναι η αυθεντική διάγνωση δικαιώματος που αμφισβητείται, ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος για την ζητούμενη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Γι΄ αυτό άλλωστε η διάταξη του άρθρου 6 παρ.3 του ν. 2664/1998, όπως αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3481/2006, αναφέρεται μόνο στη διόρθωση της πρώτης εγγραφής και όχι και στην αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. (ΑΠ 74/2015, ΑΠ 1364/2014, ΑΠ 1500/2013, ΑΠ 632/2013, ΑΠ 414/2013, ΑΠ 309/2012, ΕΦ ΑΘ 798/2012, Νόμος, ΕΦ ΑΘ 1374/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕΦ ΑΘ 731/2011 ΕλΔνη 2012.232, ΕΦ ΑΘ 813/2010 ΕΦΑΔ 2011.64, ΕΦ ΑΘ 4959/2010 ΕλΔνη 2011.576, ΕΦ ΑΘ 1543/2010 ΕΔΠΟΛ 2011.41, ΕΦ ΠΕΙΡ 199/2014 Νόμος). Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπραγμάτου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές, είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή όπως καθορίσθηκε με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ εάν δε ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης είναι η χρησικτησία, τότε η επικαλούμενη χρησιδεσπόζουσα νομή θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί πριν την έναρξη ισχύος του Εθνικού Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή (Δ. Παπαστερίου ο.π. σελ. 762, Γ. Διαμαντόπουλος – Κων. Εμμανουηλίδου Ζητήματα Κτηματολογικού Δικονομικού Δικαίου εκδ. 2014 σελ. 10, ΕΦ ΑΘ 618/2015, ΕφΛαρ 179/2012, ΕΦ ΘΡΑΚ 96/2015 Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των ορισμών του από 13/29 Δεκεμβρίου 1817 «Συντάγματος του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων» (Κεφ. Α άρθρο 2 Κεφ. Δ Τμήμα α΄ άρθρο 1,2,4 και 6 και Τμήμα β’ άρθρο 6) την από 6 Ιουνίου και 7 Ιουνίου 1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, της από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, του ν. ΡΝ/1866 «περί εισαγωγής εν Επτανήσω της εν τω λοιπώ Βασιλείω ισχυούσης νομοθεσίας» (άρθρο 10.11.13 και 14) του ν. ΣΟΕ/1868 και του ΝΑΦΙ/1887, συνάγεται ότι επί των στην Επτάνησο δασών το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει δικαιώματα κυριότητας, αφού κατά την ένωση αυτής με την Ελλάδα, ουδέν έλαβε, ούτε σαν διάδοχο του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, το οποίο δεν είχε δημόσια κτήματα και μάλιστα δάση στην ιδιοκτησία του, ούτε στη συνέχεια από την επιχώρια (ή εγχώρια ή κοινή) καθεμιάς Νήσου περιουσία δεδομένου ότι αυτή διανεμήθηκε μεταξύ των δήμων καθεμιάς Νήσου. Πράγματι δε, περί της, διανομής των εγχωρίων περιουσιών του ν. ΡΝ/1866 μερίμνησαν ακολούθως ο ν. ΥΙΓ/1871 για την Ζάκυνθο, ο ν. ΨΙ/1878 για την Κεφαλληνία, ο ν. ΨΞΣΤ/1879 για την Λευκάδα, ο ν. ΑΦΙ/1887 για την Κέρκυρα (η διαχείριση της εγχωρίου περιουσίας της οποίας είχε ρυθμισθεί ειδικότερα με το ν. ΣΟΕ71868 «περί της διαχειριστικής επιτροπής της κοινής της νήσου Κερκύρας περιουσίας»), και ο ν. 2355/1920 για τα Κύθηρα. Συνεπώς, επί των στην Επτάνησο Δασών, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή του υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, που θεσπίστηκε από το β.δ. της 16-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών», με το άρθρο 1 σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2 και 3 του οποίου αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των αποτελουσών δάση εκτάσεων, από την έναρξη της ισχύος του, με εξαίρεση τα δάση, τα οποία προ της ενάρξεως του απελευθερωτικού αγώνα ανήκουν σε ιδιώτες βάση εγγράφου αποδείξεως της Τουρκικής Αρχής, ή σε ιδιωτικά χωριά, των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από την επί των Οικονομικών Γραμματεία, στην οποία έπρεπε να υποβληθούν εντός του έτους από τη δημοσίευση του β.δ. αυτού. Τούτο άλλωστε καθιερώθηκε νομοθετικώς με το άρθρο 62 παρ.1 εδαφ. β’ του Ν. 998/1979 «Περί προστασίας των δασών ….», στο οποίο ορίζεται ότι: «Κατ’ εξαίρεσιν η διάταξις της παρ. 1 εδαφ. α’ του ίδιου άρθρου (καθιερούσα τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των δασών και των εν γένει δασικών εκτάσεων) δεν ισχύει εις τας περιφερείας των Πρωτοδικείων των Ιονίων νήσων…». Συνεπώς, προκειμένου περί δασών στην Επτάνησο μόνη η υπό του Δημοσίου επίκληση και σε περίπτωση αμφισβήτησης, απόδειξη της δασικής μορφής της διεκδικούμενης έκτασης, δεν αρκεί προς θεμελίωση δικαιώματος κυριότητας επ’ αυτής, αλλά απαιτείται προς παραδοχή τέτοιας κυριότητας του Δημοσίου η επίκληση και σε περίπτωση αμφισβήτησης, απόδειξη της κτήσεως κατά ένα από τους προβλεπόμενους από τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα, ή από τις 23-2-1946, του Αστικού Κώδικα, ή ενδεχομένως κάποιου ειδικού νόμου, τρόπου κτήσεως κυριότητας (ΑΠ 984/2017, ΑΠ 2243/2012, Δημοσίευση στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 340/1985 ΝοΒ 34,76, ΕΦ ΠΑΤΡ 11/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009.278, ΕΦΠΑΤΡ 42/2005 ΑΧΑΝΟΜ 2006.156, ΕΦ ΠΑΤΡ 766/2004 ΑΧΑΝΟΜ 2005,162, ΕΦ ΠΑΤΡ 1037/2002 ΑΧΑΝΟΜ 2003.121, ΕΦ ΠΑΤΡ 1005/2001 ΑΧΑΝΟΜ 2002.55, ΕΦ ΠΑΤΡ 98/2001 ΑΧΑΝΟΜ 2002.23, ΕΦΚΕΡΚ 3/2001 ΙΟΝΕΠΙΘΔ.2001,80, ΕΦΚΕΡΚ 22/1985 ΕλΔνη 26.902). Περαιτέρω κατά τα άρθρα 2, 13, 14 και 16 του περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων του νόμου της 21.6.1837, που ίσχυε στα Ιόνια Νησιά μετά την έκδοση του ν. ΡΝ/1866, με το άρθρο 2 του οποίου καταργήθηκαν τα έχοντα το ίδιο αντικείμενο άρθρα 402-409 του Ιόνιου Πολιτικού Κώδικα, δημόσια κτήματα είναι όσα ανήκουν στην Επικράτεια, όλα τα από ιδιώτες ή Κοινότητες μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα και τα κτήματα των αποθανόντων ακλήρων ή εγκαταλελειμμένα από τους κληρονόμους κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένες απαιτήσεις και συνεπώς και τα αδέσποτα δάση και εν γένει δασικές εκτάσεις ανήκουν στο Δημόσιο (σχετ. ΑΠ 1478/2000 ΕλΔνη 2001.675). Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι τα κατά την εισαγωγή του νόμου αυτού υπάρχοντα αδέσποτα περιήλθαν ex lege στο Δημόσιο, στο οποίο περιέρχονται και τα εκάστοτε καθιστάμενα αδέσποτα ακίνητα (εγκαταλελειμμένα από τους ιδιοκτήτες) καθώς και εκείνα των αποβιωσάντων χωρίς διαθήκη και κληρονόμους. Έπεται ότι τα αδέσποτα ακίνητα πρέπει να διακρίνονται από τα εγκαταλελειμμένα, τα οποία εξακολουθούν να ανήκουν στην κυριότητα κάποιου προσώπου αλλά ο κύριος αυτών εγκατέλειψε τη νομή ή κατοχή τους (δεδομένου ότι η κυριότητα ως απεριόριστο δικαίωμα περιλαμβάνει ακόμα και την ευχέρεια του κυρίου να μην κάνει καμία χρήση του ακινήτου) και είτε ουδείς τα κατέχει είτε κάποιος τρίτος τα κατέλαβε και τα κατέχει, χωρίς όμως ο κύριος να ασκήσει αγωγή κατά του κατόχου αυτού καθώς αυτά είναι δυνατόν να επανέλθουν στην ενεργό κυριότητα των εγκαίρως εμφανιζομένων ιδιοκτητών, είτε περιέρχονται στην κυριότητα των αληθώς και νομίμως χρησιδεσποσάντων αυτά, είτε τέλος καταλαμβάνονται από το δημόσιο προς δεκαετή διαχείριση, κατά τους όρους του σχετικού άρθρου 334 του α.ν. 1539/1938. Με το άρθρο 49 του ΕΙΣΝΑΚ ο εν λόγω νόμος «περί διακρίσεως κτημάτων» καταργήθηκε, αντ’ αυτού δε ισχύει η αποδίδουσα όμοιο δίκαιο διάταξη του άρθρου 972 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι τα αδέσποτα ακίνητα καθώς και οι περιουσίες όσων πεθαίνουν χωρίς κληρονόμους ανήκουν στο Δημόσιο. Τέλος κατά το σύστημα του προαναφερόμενου νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων» καθώς και εκείνο του Αστικού Κώδικα, τα αδέσποτα ακίνητα διακρίνονται: α) σε εκείνα τα οποία δεν υπήρξαν ποτέ στην κυριότητα κανενός, δηλ. τα εξ’ αρχής αδέσποτα και β) σε εκείνα τα οποία έγιναν μεταγενέστερα αδέσποτα με εγκατάλειψη του προηγουμένου κυρίου, οπότε, για το νομότυπο της εγκατάλειψης αυτής απαιτείται μονομερής δήλωση του κυρίου με συμβολαιογραφικό έγγραφο ότι παραιτείται από την κυριότητα επί ορισμένου ακινήτου και μεταγραφή αυτής, δοθέντος ότι υπόκειται δικαιοπραξία που περιέχει κατάργηση της κυριότητας. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 966-968, 972, 1033, 1134, 1169, 1192 εδ. α και 1319 Α.Κ. συνάγεται ότι απώλεια της κυριότητας ακινήτου επέρχεται και με παραίτηση (εγκατάλειψη) προς το σκοπό να καταστεί αυτό αδέσποτο ή κοινόχρηστο ή και με αναγνώριση της ιδιότητας του ακινήτου ως αδέσποτου ή κοινοχρήστου, για την παραίτηση δε αυτή, όπως και για την παραίτηση από κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου, απαιτείται μονομερής δήλωση του κυρίου με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή της δικαιοπραξίας, που περιέχει κατάργηση του εμπράγματου δικαιώματος της κυριότητας. Από και με τη μεταγραφή της σχετικής συμβολαιογραφικής πράξης αφενός απόλλυται η κυριότητα του μέχρι τούδε κυρίου και αφετέρου καθίσταται κύριος του πράγματος το Δημόσιο (ΑΠ 1335/2010 Νόμος, ΕΦΠΑΤΡ 42/2005 ο.π, ΕΦΚΕΡΚ 3/2001 ο.π).
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 115 παρ. 3, 237 παρ.1, 741 και 765 ΚΠολΔ στην εκούσια δικαιοδοσία μπορούν να υποβληθούν νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί και κατά τη δίκη στο Εφετείο με τις έγγραφες προτάσεις οι οποίες πρέπει να κατατεθούν μέχρι την έναρξη της συζήτησης μαζί με τα αποδεικτικά των ισχυρισμών αυτών έγγραφα (ΑΠ 684/1993 ΕλΔνη 1994.1286). Η διάταξη αυτή επεκτείνοντας τον κανόνα του άρθρ. 745 ΚΠολΔ στην έκκλητη δίκη, εισάγει απόκλιση από το άρθρο 527 και εν μέρει από το άρθρο 529 του ίδιου κώδικα. Ειδικότερα όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 744, 745, 751 του ΚΠολΔ, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της εκούσιας δικαιοδοσίας ως μέσον προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων, ο οποίος επιβάλλει την ενεργό συμμετοχή του δικαστή στη συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης, επιτρέπει τη δυνατότητα συμπλήρωσης με τις προτάσεις εκείνων των στοιχείων της αίτησης που αναφέρονται στο άρθρο 747 παρ. 2 του ιδίου κώδικα, αλλά και περαιτέρω την ευχέρεια αντλήσεως κρισίμων στοιχείων της υπόθεσης και με αυτεπάγγελτη ακόμη ενέργεια του δικαστηρίου από άλλα, πέραν από την αίτηση διαδικαστικά ή αποδεικτικά έγγραφα (ΑΠ 1131/87 ΝοΒ 36.1601, ΕΑ 4462/02 ΑρχΝ 2003.483, Π. Αρβανιτάκη στον ΚΠολΔ. Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, άρθρα 747, 765 αριθ. 7 και 1). Η εν λόγω ευχέρεια πάντως δεν είναι δυνατόν να καλύπτει εκτός από την πραγματική και την ενδεχόμενη νομική αοριστία της αίτησης (ΕΦ ΑΘ 2188/2008 Νόμος). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 593, 2092 και 2063 του Ιονίου Αστικού Κώδικα, που εφαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 64 και 65 του ΕισΝΑΚ στην έκτακτη χρησικτησία, όταν αυτή συμπληρώνεται πριν την εισαγωγή του ΑΚ ή μετά την εισαγωγή του ΑΚ, πριν όμως συμπληρωθεί εικοσαετία, προς κτήση κυριότητας ακινήτου με παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία), απαιτείται διακατοχή συνεχής, αδιάκοπος, ειρηνική, δημοσία, αναμφίβολος και επί λόγω κυριότητας για μια τριακονταετία. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1095 του Ιονίου Α.Κ, ο αποκτών με καλή πίστη και «δικαίω λόγω» ακίνητο, παραγράφει την κυριότητα αυτού διά της παρελεύσεως δεκαετίας, αν ο αληθής κύριος κατοικεί στη νήσο ή τα εξαρτήματα αυτής, όπου κείται το ακίνητο, διά παρελεύσεως δε είκοσι ετών αν κατοικεί εκτός της ως άνω νήσου ή των εξαρτημάτων αυτής. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι προς κτήση της κυριότητας ακινήτου στα νησιά του Ιονίου δια τριακονταετούς παραγραφής, αφενός μεν η καλή πίστη του διακατέχοντος είναι αδιάφορη, διότι διαφορετικά θα περιλαμβάνονταν και στο άρθρο 2063 του Ιονίου ΑΚ οι όροι καλή πίστη, οι οποίοι περιέχονται στο άρθρο 2095 αυτού, αφετέρου δε απαιτείται διακατοχή συνεχής και αδιάκοπος, ειρηνική, ήτοι ήσυχη και απαλλαγμένη βίας, δημόσια, ήτοι φανερώς ασκούμενη έναντι εκείνων, οι οποίοι έχουν συμφέρον να γνωρίζουν (για να αντιλέξουν) την ενέργεια των πράξεων διακατοχής, αναμφίβολος, ήτοι ασκούμενη όχι με πράξεις, που επιδέχονται διπλή ερμηνεία ως προς το χαρακτήρα τους και επί λόγω κυριότητας, ήτοι ασκούμενη με διάνοια κυρίου (ΑΠ 390/2012, ΑΠ 567/2012 Νόμος). Τα στοιχεία αυτά, προκειμένου για κτήση κυριότητας σε ακίνητο υπό την ισχύ του Ιονίου ΑΚ με παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία) πρέπει να αναφέρονται, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, στην αγωγή, διαφορετικά αυτή είναι αόριστη (ΑΠ 384/2010, ΑΠ 1346/2010 Νόμος, ΕΦ ΠΑΤΡ 11/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009.278). Στην κρινόμενη υπόθεση κατά τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, προβάλλει με τις προτάσεις του νέους συμπληρωματικούς πραγματικούς ισχυρισμούς, ως προς την κτήση κυριότητάς του επί των επιδίκων επιμέρους γεωτεμαχίων, επικαλούμενο ότι απέκτησε αυτή με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, καθόσον νεμόταν αυτό διανοία κυρίου με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο συνεχώς από την προσάρτηση των Ιονίων νήσων (1864) και εντεύθεν μέχρι την έναρξη του κτηματολογίου. Η αναφορά αυτή στις προτάσεις ως νέος συμπληρωματικός πραγματικός ισχυρισμός προς θεραπεία της νομικής αοριστίας των πρωτοδίκως υποβληθέντων ισχυρισμών του δεν λαμβάνεται υπόψη λόγο) της αοριστίας του, κατά τον πιο πάνω ισχυρισμό του περί κτήσης κυριότητας με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας και για το χρονικό διάστημα από το έτος 1864 έως τις 23-2-1946 και από την εισαγωγή του αστικού κώδικα και εφεξής, διότι δεν εκτίθεται σ’ αυτή σαφώς ότι συντρέχει το αναγκαίο για την εφαρμογή των άρθρων 1095 του Ιονίου Α.Κ και 1041 του Α.Κ στοιχείο της ύπαρξης συγκεκριμένου νόμιμου τίτλου για τη θεμελίωσή της. Περαιτέρω, ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η εν λόγω έλλειψη αφορά μόνον πραγματική αοριστία, ώστε να μπορεί να συμπληρωθεί από άλλα διαδικαστικά έγγραφα ή και από τις αποδείξεις, στην προκειμένη περίπτωση τέτοια συμπλήρωση δεν είναι δυνατή, από τα διαδικαστικά έγγραφα και τις αποδείξεις που προσκομίζονται. Επομένως απορριπτέος, ως αόριστος, κρίνεται ο συμπληρωματικός ισχυρισμός του ως προς την κτήση κυριότητας του εκκαλούντος επί των επιδίκων γεωτεμαχίων με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, συμπληρουμένων προς τούτο των σχετικών αιτιολογιών της εκκαλουμένης (άρθρ. 534 ΚΠολΔ). Εξάλλου, η ως άνω αναφορά ως προς τον πιο πάνω ισχυρισμό περί έκτακτης χρησικτησίας και για το χρονικό διάστημα από το έτος 1864 έως τις 23-2-1946, ομοίως δεν λαμβάνεται υπόψη λόγω της αοριστίας της, διότι δεν εκτίθενται σαφώς ότι συντρέχουν τα αναγκαία για την εφαρμογή του άρθρου 2063 του Ιονίου ΑΚ στοιχεία, αφού δεν μνημονεύονται τα ως άνω στοιχεία και ειδικώς η ειρηνική, δημόσια και αναμφίβολος διακατοχή, υπό την προεκτεθείσα έννοια κάθε όρου. Βέβαια, γίνεται μνεία για διακατοχή με καλή πίστη, η οποία όμως, εν προκειμένω, είναι αδιάφορος, όπως προαναφέρθηκε και σε κάθε περίπτωση δεν καλύπτει τα ελλείποντα ως άνω στοιχεία. Όσον αφορά όμως την επικαλούμενη κτήση κυριότητάς του με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά το χρονικό διάστημα από την εισαγωγή του αστικού κώδικα και εφεξής (από 23.2.1946) οι εν λόγω νέοι συμπληρωματικοί ισχυρισμοί του ισχυρισμού του, προβαλλόμενοι παραδεκτά, θα εξετασθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της αιτούσας, …, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά (το Ελληνικό Δημόσιο δεν εξέτασε μάρτυρα) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τα επίδικα ακίνητα είναι: α) ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 9.086,91 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στο Δ.Δ. Διλινάτων του δήμου Αργοστολίου στη θέση «Πετρολίμπα» Νομού Κεφαλληνίας, αποτελεί τμήμα ευρύτερου αγροτεμαχίου συνολικής εκτάσεως 21.585,73 τ.μ., εμφαίνεται με τα στοιχεία …, στο από Οκτωβρίου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου μηχανικού …, φέρει ΚΑΕΚ …. με ένδειξη «ιδιοκτησία αγνώστου» και συνορεύει με υπόλοιπο ακίνητο της αιτούσας, με ιδιοκτησία κληρ. …, με ιδιοκτησία … και με ιδιοκτησία κληρονόμων … και β) ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 3.705,25 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στο Δ.Δ. Διλινάτων του Δήμου Αργοστολίου στη θέση «Πετρολίμπα» Νομού Κεφαλληνίας, αποτελεί τμήμα ευρύτερου αγροτεμαχίου συνολικής εκτάσεως 21.585,73 τ.μ., εμφαίνεται με τα στοιχεία … στο από Οκτωβρίου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου μηχανικού …, φέρει ΚΑΕΚ … με ένδειξη «ιδιοκτησία αγνώστου» και συνορεύει με αγροτικό μονοπάτι και με υπόλοιπο ακίνητο της αιτούσας. Τα παραπάνω επίδικα ακίνητα, περιλαμβάνονται στο αναφερόμενο ανωτέρω υπό στοιχείο β μείζων ακίνητο εκτάσεως, 21.585,73 τ.μ. και περιήλθαν στην αιτούσα το έτος 1980, δυνάμει άτυπης δωρέας, από τον πατέρα της …, ο οποίος της παραχώρησε τη νομή του μείζονος ακινήτου και η οποία έκτοτε το κατείχε και το νέμονταν με διάνοια κυρίας ασκώντας διακατοχικές πράξεις επί αυτού που δείχνουν τη θέληση εξουσίασης και προσιδιάζουν στη φύση του μείζονος αγροτεμαχίου. Συγκεκριμένα, η αιτούσα επιμελείτο των ορίων του μείζονος αγροτεμαχίου και το μίσθωνε στον κο …, προκειμένου να βόσκει αυτός τα ζώα του, εισπράττοντας για μίσθωμα έναν αμνό το χρόνο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας (από το έτος 1980 έως και την άσκηση της υπό κρίση αίτησης). Το ανωτέρω μείζον ακίνητο ανήκε κατά κυριότητα στον πατέρα της αιτούσας …, στον οποίο είχε περιέλθει από τον δικό του πατέρα, και ο οποίος το διακατείχε με διάνοια κυρίου, συνεχώς αδιακόπως, ειρηνικώς, δημοσίως και αναμφιβόλως ασκώντας όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις, καλλιεργώντας το από το έτος 1948 σε μέρος της εκτάσεως του με φακές, εντός του οποίου σήμερα βρίσκονται 3-4 ελαιόδενδρα, όπως κατέθεσε και ο εξετασθείς μάρτυρας της αιτούσας. Έτσι ο ανωτέρω δικαιοπάροχος της αιτούσας κατέστη κύριος του εν λόγω μείζονος ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Ομοίως δε, η αιτούσα, από το χρόνο απόκτησης του ανωτέρω μείζονος ακινήτου το έτος 1980, μέχρι και το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αιτήσεώς της, ασκεί επ’ αυτού τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής, όπως αυτές προαναφέρθηκαν, καθιστάμενη έτσι κυρία αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρώντας στο χρόνο νομής της και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου της. Από πλευράς του το Ελληνικό Δημόσιο, επικαλείται ότι τα επιμέρους αγροτεμάχια του μείζονος ως άνω ακινήτου με ΚΑΕΚ … και με ΚΑΕΚ … που φέρονται ως αγνώστου ιδιοκτήτη, στα προσωρινά κτηματολογικά διαγράμματα της Β΄ ανάρτησης για τον ΟΤΑ Διλινάτων, εμφανίζονται ως: α) το μεν πρώτο ως (ΑΑ) άλλης μορφής έκταση μη δασική και (ΑΔ)-(ΔΔ) σε τμήμα (δηλαδή άλλης μορφής χρήσης έκταση στις Α/Φ παλαιότερης λήψης και αυτοψίες και δάση και δασικές εκτάσεις στις Α/Φ πρόσφατης λήψης και αυτοψίες καθώς και δάση και δασικές εκτάσεις στο παρελθόν και σήμερα), β) το δε δεύτερο ως (ΑΑ) και (ΑΔ) σε τμήμα (δηλαδή άλλης μορφής χρήση έκταση μη δασική έκταση και σε τμήμα του άλλης μορφής χρήσης έκταση στις Α/Φ παλαιότερης λήψης και δάση και δασικές εκτάσεις στις Α/Φ πρόσφατης λήψης και αυτοψίες). Ισχυρίζεται επίσης, ότι αμφότερα τα ανωτέρω ακίνητα εμπεριέχονται, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. πρωτ. …/21-10-2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Κεφαλληνίας προς την Κτηματική Υπηρεσία Κεφαλληνίας και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, στην ένσταση που έχει υποβάλει, σύμφωνα με το Ν. 2308/95 για τις δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις, που δεν έχουν αναγνωρισθεί αναμφισβήτητα ως ιδιωτικές με έναν από τους νόμιμους τρόπους και θεωρούνται δημόσιες, σύμφωνα με τα στοιχεία των προσωρινών δασικών χαρτών της μελέτης Μ1-18, που παραδόθηκαν για έλεγχο από την Κτηματολόγιο Α.Ε. και ελέγχθηκαν από την παραπάνω υπηρεσία της Δ/νσης δασών Ν. Κεφαλληνίας, χωρίς να έχουν θεωρηθεί από το Γ.Γ. Περιφέρειας Ιονίων Νησιών, κυρωθεί και αναρτηθεί σύμφωνα με το Ν. 2664/98 μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 27 του Ν. 2664/1998, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με την παρ. 1 άρθρου 26 Ν. 3889/2010 (ΦΕΚ Α 182/14.30.2010) μόνο από την ανάρτηση και την κύρωση των δασικών χαρτών, αυτοί έχουν πλήρη αποδεικτική ισχύ για τη δικαστική αρχή για το χαρακτήρα μιας έκτασης ως δασικής και κατά την εφαρμοζόμενη μετά την κατάργησή της, διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 17 του Ν. 3889/2010 από την ημερομηνία δημοσίευσής τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εξάλλου αναφορικά με την γεωργική καλλιέργεια στο ακίνητο, καταθέτει ο εξετασθείς στο ακροατήριο μάρτυρας της αιτούσας, ο οποίος ανέφερε ότι στην έκταση του μείζονος ακινήτου στο οποίο περιλαμβάνονται και τα επίδικα αγροτεμάχια, χωρίς να προσδιορίσει ειδικότερα, υπάρχουν διάσπαρτες 3-4 ελιές και πουρνάρια, ότι η περιοχή είναι κτηνοτροφική και αμφισβήτησε τον χαρακτήρα του ως δασικής εκτάσεως καταθέτοντας «ότι είναι και δεν είναι δασική η βλάστηση». Επομένως, το κυρίως παρεμβαίνον, ως προς το οποίο η δασική μορφή ακινήτου δεν αποτελεί απόδειξη ή τεκμήριο για τη θεμελίωση δικαιώματος κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, αφού, στα δάση των Ιονίων Νήσων δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, που θεσπίσθηκε με το β.δ της 16.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών», ουδέποτε διαχειρίστηκε τα επίδικα αγροτεμάχια, ως δασική έκταση, από το έτος 1960 και εφεξής, ώστε να καταστεί κύριο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο νεμήθηκε τα επίδικα διάνοια κυρίου. Περαιτέρω το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίσθηκε ότι από το χρόνο της ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα (1864) τα επίδικα ακίνητα-γεωτεμάχια υπήρξαν εξ υπαρχής αδέσποτα ως μη ανήκοντα στην κυριότητα κανενός και επομένως περιήλθαν στην κυριότητα του ιδίου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 του ν. της 21.6/10.7.1837 «περί διακρίσεως κτημάτων» και 972 ΑΚ, ως κτήματα μη δεσποζόμενα από τρίτον ιδιώτη ή κτήματα ακλήρων αποθανόντων ή ως εγκαταλελειμμένα από τυχόν κληρονόμους κτήματα, επί των οποίων δεν υπήρξαν κατά τον κρίσιμο χρόνο αποδεδειγμένες απαιτήσεις τρίτων, και έτσι δεν ήταν αναγκαία η κατάληψή τους, προκειμένου να περιέλθουν στην κυριότητά του. Σε κάθε όμως περίπτωση, και αν δηλαδή ήθελε γίνει δεκτό ότι τα επίδικα τμήματα σήμερα αποτελούν δασική έκταση λόγω της βλαστήσεως σε αυτά αγρίων ξυλωδών φυτών, δεν απέδειξε τούτο (Δημόσιο) με την προσαγωγή οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ότι τα ανώτερα εδαφικά τμήματα κατά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα σε ουδενός την κυριότητα ανήκαν ως εξ υπαρχής αδέσποτα. Επομένως ο ανωτέρω ισχυρισμός του πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων πλήρως αποδεικνύεται ότι η αιτούσα, η οποία συνεχώς από το έτος 1980, οπότε της παραχωρήθηκαν τα επίδικα ακίνητα από τον πατέρα της, νεμόταν αυτά με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, κατέστη κυρία αυτών με έκτακτη χρησικτησία, πριν από την έναρξη λειτουργίας του εθνικού κτηματολογίου στο Δ.Δ. Διλινάτων (πρώην κοινότητα Διλινάτων) του Δήμου Αργοστολίου του Νομού Κεφαλληνίας την 1-4-2014 (βλ. υπ’ αριθ. 223/2/30-3-2004 απόφαση του Δ.Σ. του ΟΚΧΕ (ΦΕΚ Β’ 548/2004), ενώ το κυρίως παρεμβαίνον δεν κατέστη κύριο, κατά τους επικαλούμενους με την κύρια παρέμβαση τρόπους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά την τηρούμενη διαδικασία κτηματογράφησης, τα ανωτέρω αγροτεμάχια-γεωτεμάχια, εκ παραδρομής, δεν καταχωρίστηκαν στους κτηματολογικούς πίνακες ως ιδιοκτησία της αιτούσας, των οποίων αυτή έχει καταστεί κυρία με έκτακτη χρησικτησία, με αποτέλεσμα σήμερα μετά το πέρας της κτηματογράφησης, τα ακίνητα αυτά που έχουν λάβει αριθμούς ΚΑΕΚ … και … να εμφανίζονται στα κτηματολογικά φύλλα των βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Αργοστολίου Κεφαλληνίας ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Κατόπιν τούτων, η αίτηση για τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αργοστολίου, των ακινήτων – γεωτεμαχίων με ΚΑΕΚ … και … αντί για την αρχική εγγραφή ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», έτσι ώστε να καταχωριστούν ότι ανήκουν κατά πλήρη κυριότητα στην αιτούσα με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν απορριπτόμενης της κύριας παρέμβασης του Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, και αφού απέρριψε την κύρια παρέμβαση ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, έκανε δεκτή την αίτηση ως ουσιαστικά βάσιμη, διατάσσοντάς την ως άνω διόρθωση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται κατά τα προεκτεθέντα (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και όσα αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν με τους σχετικούς λόγους της έφεσης του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Μετά από τα παραπάνω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως αβάσιμη στην ουσία της. Τέλος το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, που ηττάται, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατ’ αρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ, μειωμένη όμως, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με την 134423/8-12-1992 (ΦΕΚ Β΄11/20-1-1993) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει τυπικά την από 4-12-2012 (αρ. εκθ. κατ. 104/4-12-2012) έφεση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθ. 86/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μετά την απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης όσον αφορά το με ΚΑΕΚ … ακίνητο, εμβαδού 4.491.28 τ.μ., το οποίο φέρεται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
Και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν κατά το μέρος που έγινε τυπικά δεκτή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εκκαλούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Πάτρα και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ