Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής. Ακυρώνει απαίτηση από αγροτικό δάνειο λόγω εξόφλησης του διπλασίου των ληφθέντων κεφαλαίων βάσει άρθρ. 39 Ν. 3259/2004. Δεκτός λόγος ανακοπής για συμψηφισμό των αχρεωστήτως καταβληθέντων με άλλη νόμιμη απαίτηση. Πότε ο λογαριασμός δεν είναι αλληλόχρεος αλλά απλός δοσοληπτικός.
ΑΠΟΦΑΣΗ 45/2018
(αριθμός κατάθεσης ανακοπής …/2017)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ιωάννα Σουφλιά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Προϊσταμένη Πρόεδρο Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου Κατερίνης, και από τη Γραμματέα Παρασκευή Κυριακού.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Δεκεμβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: …. αγρότη, κατοίκου …, Δημοτικής Ενότητας Αιγινίου Δήμου … – Κολινδρού της Περιφερειακής Ενότητας Πιερίας, Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, με ΑΦΜ … της Δ.Ο.Υ. Κατερίνης, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Σερρών Φωτίου Βαγενά.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Της τράπεζας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ … Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου Κατερίνης Σταματίας Σάμαλη.
Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 3.4.2017 ανακοπή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 455/133/2017, γράφτηκε στο οικείο πινάκιο και προσδιορίστηκε να συζητηθεί αρχικά στη δικάσιμο της 1.6.2017 και κατόπιν αναβολής στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση ανακοπή, όπως αυτή παραδεκτά, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ανακόπτοντος που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις επί της έδρας κατατεθείσες προτάσεις του, ο ανακόπτων εκθέτει ότι σε βάρος του εκδόθηκε με αίτηση της καθ’ ης η υπ’ αριθμ. …/2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία του επιδόθηκε με την από 17.03.2017 επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, με την οποία επιτάσσεται να της καταβάλλει: α) απαίτηση της από την υπ’ αριθμ. 277/2006 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό (δάνειο αγροτών) το ποσό των 28.914,83, πλέον τόκων και εξόδων, και β) για απαίτηση της από την υπ’ αριθμ. 497/26.10.2005 σύμβαση ενιαίου μακροπρόθεσμου ανοικτού δανείου αγροτών το ποσό 139.598,36 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Για όσους, δε, λόγους εκθέτει στο δικόγραφο της ανακοπής, ζητεί: α) να ακυρωθεί η επίδικη διαταγή πληρωμής ως προς το ποσό των 139.598,36 ευρώ, και ως προς την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη κατά το ποσό των 4.597,62 ευρώ, β) να ακυρωθεί η επιταγή προς πληρωμή ως προς το υπερβάλλον ποσό των 22.835,70 ευρώ και των 3.000 ευρώ αναφορικά με την απαίτηση των 28.914,83 ευρώ, γ) να ακυρωθεί η επιταγή προς πληρωμή κατά το ποσό των 600,00 ευρώ που αποτελεί το επιτασσόμενο να καταβάλλει κονδύλιο για λήψη απογράφου, αντιγράφου και σύνταξη επιταγής. Τέλος, ζητεί να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της εκ μέρους του αναγνώρισης οφειλών που συνομολογήθηκε με τη δικαιοπάροχο της καθ’ ης με το από 26.10.2005 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης και διακανονισμού οφειλών, καθώς και με την υπ’ αριθμ. …/2005 σύμβαση «πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών», ποσού 117.000 ευρώ, λόγω αντίθεσης της σε διάταξη αναγκαστικού δικαίου (αρ. 174 και 39 ν. 3259/2004), και να καταδικασθεί η καθ’ ης στη δικαστική του δαπάνη (176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Η σώρευση στο υπό κρίση δικόγραφο αφενός της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, και αφετέρου της ανακοπής κατά της επιταγής προς εκτέλεση είναι παραδεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 218 ΚΠολΔ, καθόσον και οι δύο ανακοπές υπάγονται στην αρμοδιότητα αυτού του δικαστηρίου (632 παρ. 1, 933 παρ. 1 εδ. α’, και 584 ΚΠολΔ) και δικάζονται κατά την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ.), ενώ η σύγχρονη εκδίκαση τους δεν επιφέρει κατά την κρίση του Δικαστηρίου σύγχυση (ΕφΑθ 2497/1998 Δνη 39.916). Η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ασκήθηκε εμπρόθεσμα αφού η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 20.3.2017 (βλ. υπ’ αριθμ. 5683Ε’/20.3.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Κατερίνης …), η δε κρινόμενη ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 4.4.2017 και επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή στις 5.4.2017 (βλ. υπ’ αριθ. 3437Β/5.4.2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Κατερίνης …), ήτοι η άσκηση της ολοκληρώθηκε εντός της προθεσμίας των δέκα πέντε εργάσιμων ημερών, ενώ και η ανακοπή κατά της εκτέλεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι μετά την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή έλαβε χώρα άλλη πράξη εκτέλεσης (934 παρ. 1 εδ. α’ και β’ ΚΠολΔ). Είναι νόμιμες στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 1 εδ. α’ και 933 ΚΠολΔ μόνο κατά το μέρος με το οποίο ζητείται η ακύρωση της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή, αφού αίτημα των κρινόμενων ανακοπών μπορεί να είναι μόνο η ακύρωση των πράξεων αυτών. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές, και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά το μέρος που κρίθηκαν νόμιμες, ως προς το παραδεκτό, νόμω και ουσία βάσιμο των λόγων τους.
Ι.ι.) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 47, 64, 67 του Ν.Δ. 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”, 112 ΕισΝΑΚ, 668 ΕμπΝ και 361, 436,438 ΑΚ συνάγεται ότι αλληλόχρεος (ή ανοιχτός ή τρεχούμενος) λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα συμφωνούν με σύμβαση να μην επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένα οι εκατέρωθεν απαιτήσεις, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβήνονται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού, που θα γίνεται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα, με τρόπο ώστε μοναδική μεταξύ τους απαίτηση να αποτελέσει το κατάλοιπο του λογαριασμού, που τυχόν θα υπάρχει. Βασικό στοιχείο της έννοιας του αλληλοχρέου λογαριασμού είναι η ύπαρξη συμφωνίας υπαγωγής σε κοινό λογαριασμό απαιτήσεων και των δύο μερών και συνεπώς δεν υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός, εάν δεν υπάρχει η δυνατότητα, τουλάχιστον, αποστολών και από τα δύο μέρη. Η ύπαρξη απλώς της δυνατότητας αυτής είναι αρκετή για να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός και είναι αδιάφορο εάν πραγματικά έγιναν κατά τη διάρκεια λειτουργίας του αποστολές και από τα δύο μέρη ή μόνο από το ένα από αυτά (ΑΠ 1795/2007 ΧρΙΔ 2007.925, ΑΠ 79/1995 Νόμος, ΕφΑθ 483/2010 Νόμος, ΕφΑθ 4977/2008 ΕλλΔνη 2009.531, ΕφΑΘ 6480/2006 ΔΕΕ 2007.953). Επομένως δεν συντρέχει περίπτωση αλληλόχρεου λογαριασμού, όταν η συνδέουσα τα μέρη έννομη σχέση δεν είναι τραπεζικό άνοιγμα πίστωσης, αλλά κοινός δανεισμός, όταν δηλαδή η μεν δανείστρια τράπεζα καταβάλλει το δάνεισμα στον οφειλέτη ή με βάση σύμβαση υπόσχεσης δανείου εφάπαξ ή τμηματικά ο δε δανειζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να το επιστρέφει εφάπαξ ή τμηματικά όπως στην περίπτωση τοκοχρεολυτικού δανείου που αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποδώσει σε τακτές προσυμφωνημένες τοκοχρεωλυτικές δόσεις (ΕφΘεσ 3078/2002 ΔΕΕ 2003.958, ΕφΑθ 3345/1999 ΝοΒ 2000.54). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 806, 807 και 361 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι η σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, ήτοι εκείνη, κατά την οποία ο αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε τμηματικές καταβολές προς τη δανείστρια τράπεζα, καθορισμένες εκ των προτέρων κατά χρόνο και κατά ποσό για την κάλυψη παρασχεθέντος δανείου, είναι τελείως διαφορετική από εκείνη του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι δε δοσοληψίες από το τοκοχρεωλυτικό δάνειο, ως από τη φύση τους, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν με την τήρηση ανοικτού λογαριασμού, αφού δεν είναι απαιτητό από την αρχή το σύνολο του χρέους και για το λόγο αυτό : α) κάθε δόση είναι διακριτή από τις υπόλοιπες και διατηρεί την αυτοτέλεια και ατομικότητά της, και δεν είναι δυνατή η παρακολούθηση της ως μέρους ενός ετερογενούς συνόλου, που περιέχει κεφάλαιο και άληκτα χρεωλύσια, αλλά και κονδύλια του ίδιου λογαριασμού, τα οποία προέρχονται από διαφορετικές αιτίες, που επιβάλλουν ανομοιογενή μεταχείριση, και β) δεν είναι δυνατό το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού και ο ανά τρίμηνο ανατοκισμός του συνόλου του καταλοίπου, διότι κάθε δόση του τοκοχρεωλυτικού δανείου περιέχει και άληκτους τόκους οι οποίοι δεν είναι επιτρεπτό να εκτοκίζονται. Κάθε, δε, συνομολόγηση, κατά την οποία το τοκοχρεωλυτικό δάνειο θεωρείται ως ανοικτός λογαριασμός, είναι παράνομη, αφού γίνεται με τον πρόδηλο σκοπό να πορισθεί η τράπεζα έμμεσα και ανεπίτρεπτα ωφελήματα, που παρέχονται από το άρθρο 112 ΕισΝΑΚ και ιδίως τον ανά τρίμηνο ανατοκισμό (Εφθεσ 3078/2002 ΔΕΕ 2003.958). Άλλωστε, ο νομικός χαρακτηρισμός της συμβάσεως και η επιλογή των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο αποφαίνεται με βάση τα προτεινόμενα από τους διαδίκους και αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και είναι αδιάφορη η ονομασία, την οποία έδωσαν στη σύμβαση τα μέρη (ΑΠ 1468/2005 ΕλλΔνη 2006.90, ΑΠ 157/2004 ΕλλΔνη 2004.1642, ΕφΑΘ 5415/2003 ΕλλΔικ 2004.492, ΕφΘεσ 3078/2002 ΔΕΕ 2003.958) [§3], ΠΠρΑθ 65/2014, ΠΠρΑΘ 1822/2013, ΠΠρΑΘ 1550/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ι.ιι) Με τη διάταξη του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004 «Οφειλές προς πιστωτικά ιδρύματα» ορίζεται ότι: «1. Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσότερων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διορθώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου. 2. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύφος των απαιτήσεων τους σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου. Μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 οι οφειλέτες ή οι εγγυητές πρέπει να υποβάλλουν στα πιστωτικά ιδρύματα αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση …. 5. Προκειμένου περί οφειλών κατά κύριο επάγγελμα αγροτών σχετικών με την επαγγελματική τους αυτή δραστηριότητα, που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως ισχύει, το συνολικό ύψος τους δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών το διπλάσιο του ποσού της οφειλής, όπως διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση. Για δάνεια που χορηγήθηκαν πριν από το έτος 1990, εφόσον δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία των οφειλών αυτών για την ανεύρεση του αρχικού κεφαλαίου, η συνολική οφειλή δεν δύναται να υπερβαίνει ποσοστό 150% του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην τελευταία προ του έτους 1990 ρύθμιση. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να υπολογίζουν το ύψος της οφειλής της παρούσας παραγράφου, να τη γνωστοποιούν στον οφειλέτη και να συνομολογούν τη ρύθμιση εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης, η οποία πρέπει να υποβληθεί μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 το αργότερο. Και ως προς τις οφειλές αυτές ισχύουν οι λοιπές διατάξεις του παρόντος άρθρου. … 8. Καταβολές που έγιναν οποτεδήποτε από τον οφειλέτη, την εγγυητή ή τρίτο και αφορούν σε οφειλές ρυθμιζόμενες με τις ανωτέρω παραγράφους, αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος. … 12. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως ισχύει». Περαιτέρω το άρθρο 30 του Ν. 2789/2000 (προσαρμογή του ελληνικού δικαίου με την οδηγία 98/26/ΕΚ της 19.5.1998) όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 47 του νόμου 2873/2000 και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 42 του νόμου 2912/2001, εγκαθίδρυσε υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που έχουν καταγγελθεί ή λήξει μέχρι τις 31-12-2000, ώστε η εκάστοτε προς αυτό συνολική οφειλή, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί είτε με βάση τις ισχύουσες συμφωνίες, είτε με βάση τελεσίδικες αποφάσεις, να μην υπερβαίνει ορισμένα πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσοτέρων δανείων που περιοριστικά καθορίζει ο ίδιος ο νόμος. Με το άρθρο 42 του Ν. 2912/2001 ορίζονται τα εξής: “Κατ’ εξαίρεση των κειμένων διατάξεων η συνολική οφειλή από κάθε είδους δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί, ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή από τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31-12-2000, δεν δύναται να υπερβεί το παρακάτω πολλαπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων περισσοτέρων δανείων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ’ ανώτατο όριο. Προκειμένου για τον καθορισμό της βάσης του ποσού της οφειλής μετά την προσαύξηση των συμβατικών τόκων, τυχόν υπερβάλλον ποσό πέραν του 50% του ληφθέντος κεφαλαίου δεν υπολογίζεται πριν πολλαπλασιασθεί κατά περίπτωση: α) το τετραπλάσιο, εάν οι σχετικές συμβάσεις έχουν συναφθεί μέχρι τις 31-12-1985 ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, η λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου έγινε μέχρι την ημερομηνία αυτή, β) το τριπλάσιο, εάν τα άνω περιστατικά συνέβησαν μετά την υπό (α) ημερομηνία και μέχρις τις 31-12-1990, γ) το διπλάσιο, εάν συνέβησαν, μετά την υπό (β) ημερομηνία και μέχρι τις 31-12-2000. Σε κάθε περίπτωση στο ποσό που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού. Όλες οι καταβολές που έχουν γίνει οποτεδήποτε ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, μετά από τη λήψη του ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, υπό των οφειλετών ή τρίτων χάριν αυτών, αφαιρούνται από τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα προσδιορισθεί σύμφωνα με την παρ. 1 του παρόντος». Κατά, δε, το ποσό που η οφειλή υπερβαίνει τα πολλαπλάσια αυτά, θεωρείται εκ του νόμου μερικώς (ή και ολικώς) αποσβεσθείσα (ΑΠ 1127/2005 ΕλλΔνη 2007,860). Από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 30 του Ν. 2789/2000 και 42 του Ν. 2912/2001, προκύπτουν και τα ακόλουθα: 1) Με το άρθρο 39 του Ν. 3259/2004 περιορίσθηκε το οριζόμενο με το άρθρο 30 παρ. 1 του Ν. 2789/2000 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 § 1 του Ν. 2912/2001, ως ανώτατο όριο του τετραπλασίου της απαίτησης από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων με πιστωτικά ιδρύματα, στο τριπλάσιο αυτής και δεν καταργήθηκαν οι διαβαθμίσεις των οφειλών ανάλογα με το χρόνο κλεισίματος του λογαριασμού, ούτε αποκλείσθηκαν από τη ρύθμιση εκείνες οι οφειλές που δεν υπερέβαιναν το τριπλάσιο του ληφθέντος δανείου. 2) Εάν πρόκειται για περισσότερα δάνεια ή πιστώσεις, το τριπλάσιο υπολογίζεται επί του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων ή, προκειμένου για αλληλόχρεους λογαριασμούς, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού. 3) Προκειμένου για οφειλές κατά κύριο επάγγελμα αγροτών, οι οποίες είναι σχετικές με την επαγγελματική τους δραστηριότητα και έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 30 Ν. 2789/2000, τότε το συνολικό ύψος τους υπολογίζεται στο διπλάσιο του συνολικού κεφαλαίου που έχει ληφθεί με ένα ή περισσότερα δάνεια, τα οποία συνυπολογίζονται και δεν γίνεται ιδιαίτερος υπολογισμός της οφειλής για το καθένα χωριστά (ΑΠ 1224/2014, ΕφΔωδ 10/2014, ΕφΠειρ 655/2014, ΠΠρΒολ 104/2011, ΠΠρΑΘ 499/2014, ΠΠρΑΘ 7746/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής ο ανακόπτων εκθέτει ότι είναι αγρότης και ότι για την εξυπηρέτηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, κατήρτισε με την δικαιοπάροχο της καθ’ ης, τις αναφερόμενες στο δικόγραφο συμβάσεις δανείων, πίστωσης και ρύθμισης οφειλών, στο πλαίσιο των οποίων του καταβλήθηκε ως κεφάλαιο το συνολικό ποσό των 12.425.675 δρχ. Ότι για τον επαναπροσδιορισμό της οφειλής του με βάση το άρθρο 39 του ν. 3259/2004 υπέβαλλε στην… στις 12.10.2004 αίτηση διακανονισμού της οφειλής του, επί της οποίας η τελευταία του απάντησε ότι οι οφειλές του δεν επηρεάζονται από το νόμο αυτό, οπότε για όλες τις συνολικές οφειλές προς την υπογράφηκε το από 26.10.2005 συμφωνητικό αναγνώρισης και διακανονισμού οφειλών, και η υπ’ αριθμ. …/2005 σύμβαση ενιαίου μακροπρόθεσμου ανοικτού δανείου αγροτών, με την οποία ενοποιήθηκαν όλες οι οφειλές σε ένα δάνειο ποσού 117.000 ευρώ, το οποίο εξυπηρετούνταν έως τον Ιούνιο του 2013, και το οποίο η καθ’ ης κατήγγειλε στις 28.9.2016 με χρεωστικό υπόλοιπο 139.598,36 ευρώ. Ότι η σύμβαση αυτή είναι άκυρη γιατί έγινε κατά παράβαση του νόμου 3259/2004 και συνεπώς δεν παράγει έννομες συνέπειες. Ότι στην υπ’ αριθμ. …/2005 σύμβαση, η οποία δεν αποτελούσε δάνειο, αλλά διακανονισμό (ρύθμιση) παλαιότερων οφειλών περιέχονταν μόνο η υπ’ αριθμ. …/1999 σύμβαση (πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών) ποσού 120.596,56 ευρώ, που αναλύονταν σε κεφάλαιο 78.172,37 ευρώ, τόκους 38.165,11 ευρώ, και τόκους ποινής 3.809,08 ευρώ. Ότι η υπ’ αριθμ…/1999 σύμβαση – πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών περιελάμβανε τα δάνεια που αναφέρονται στο δικόγραφο αναλυτικά κατά είδος, ποσό και χρόνο εκταμίευσης, συνολικού ποσού κεφαλαίου 12.425.675 δρχ. Ότι σύμφωνα με το ανώτατο ποσό της οφειλής του ανέρχεται στο ποσό των 24.851.350 δρχ ή 72.931,33 ευρώ, έναντι του οποίου έχει ήδη καταβάλλει έως τις 31.12.2008 το ποσό των 95.767,03 ευρώ, με αποτέλεσμα να έχει επέλθει, δυνάμει του άρθρου 39 παρ. 4 του ν. 3259/2004 ολοσχερής απόσβεση της απαίτησης της καθ’ ης πριν εκδοθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Κατ’ ακολουθία αυτού ζητεί να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής κατά το ποσό των 139.598,36 ευρώ που επιτάσσεται να καταβάλλει στην καθ’ ης ως χρεωστικό υπόλοιπο της υπ’ αριθμ. …/2005 σύμβασης, και επιπλέον να ακυρωθεί μέρος της δικαστικής δαπάνης που αντιστοιχεί σε ανύπαρκτη απαίτηση, ήτοι από το ποσό των 5.550 ευρώ να ακυρωθεί το ποσό των 4.597,62 ευρώ, αφού η απαίτηση των 139.598,36 ευρώ συνδιαμόρφωσε σε ποσοστό 82,84% τη συνολική απαίτηση των 168.513,19 ευρώ για την οποία επιδικάστηκε δικαστική δαπάνη 5.550 ευρώ. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος στηριζόμενος κατά το πρώτο σκέλος του στις διατάξεις των άρθρων 174, 180 και 39 παρ. 5 του ν. 3259/2004, και κατά το δεύτερο στη διάταξη του άρθρου 178 ΚΠολΔ.
II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 440 του ΑΚ “ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες”, ενώ κατά τη διάταξη του επόμενου άρθρου 441 του ίδιου Κώδικα “ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν”. Κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων αυτών, οι οποίες περιέχονται στο περί απόσβεσης των ενοχών ένατο κεφάλαιο του ΑΚ και με τις οποίες και τις λοιπές εξ αυτών – μέχρι και εκείνη του άρθρου 452 – ρυθμίζεται ο μονομερής ή αναγκαστικός συμψηφισμός (ο εκούσιος ή συμβατικός είναι αναμφίβολος, ενόψει και της ΑΚ 361), η συνάντηση των αμοιβαίων απαιτήσεων, εφόσον είναι ομοειδείς και ληξιπρόθεσμες, παρέχει σε καθένα δικαιούχο το διαπλαστικό δικαίωμα να δηλώσει συμψηφισμό. Μέχρι να γίνει η περί τούτου δήλωση, οι αμοιβαίες απαιτήσεις διατηρούν την νομική τους υπόσταση, υποκείμενες αυτοτελώς σε κάθε αλλοίωση, όπως μεταβίβαση, άφεση, παραγραφή, υπερημερία, απόσβεση κλπ. Όταν, όμως, προταθεί ο συμψηφισμός, που είναι αδιάφορο πότε θα προταθεί, οι απαιτήσεις αυτές αποσβέννυνται αναδρομικώς από το χρόνο που συνυπήρξαν, ως τοιούτου, ήτοι ως χρόνου που συνυπήρξαν, νοουμένου του χρόνου κατά τον οποίο συνέτρεξαν και για τις δύο απαιτήσεις οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού (ΑΠ 1235/2012, ΑΠ 343/2009, ΑΠ 1438/2005, ΑΠ 1219/1997 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το αποσβεστικό αποτέλεσμα του συμψηφισμού επέρχεται αυτοδικαίως που σημαίνει ότι δεν εξαρτάται από την αποδοχή του από το άλλο μέρος (ΑΠ 410/1990, ΕφΘεσ. 2933/2005, ΕφΘεσ. 702/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η ανταπαίτηση του ανακόπτοντος κατά της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή, εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις συμψηφισμού αυτής, μπορεί να προταθεί και με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία έχει ως αντικείμενο την ακύρωση αυτής ως εκτελεστού τίτλου, καθόσον συνιστά ένσταση που αναφέρεται στην αμφισβήτηση της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε αυτή, δηλαδή αποσβεστική ένσταση, εξαιτίας της οποίας δεν ίσχυσε η οφειλή κατά το χρόνο που εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής (ΑΠ 1235/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 2 εδ. γ ν. 2789/2000, η οποία διατηρεί την ισχύ της σύμφωνα με την πρόβλεψη της παραγράφου 12 του άρθρου 39 του νόμου 3259/2004, «Καταβληθέντα οποτεδήποτε ποσά, ανεξαρτήτως ύψους, από τους οφειλέτες ή τρίτους είτε εκουσίως, είτε κατόπιν συμφωνίας ή οποιασδήποτε ρύθμισης, είτε συνεπεία διαδικασίας ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης, δεν αναζητούνται σε καμία περίπτωση και για καμία αιτία». Η διάταξη αυτή, με την οποία αποκλείεται η αναζήτηση των ποσών που καταβλήθηκαν για τις αναφερόμενες στην εν λόγω διάταξη περιπτώσεις, δεν αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και τα άρθρα 2 παρ. 1 και 17 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι τα καταβληθέντα αυτά ποσά, κατά τη δημοσίευση του νόμου, είχαν εξέλθει νομίμως της περιουσίας του καταβαλόντος και δεν αποτελούσαν πλέον περιουσιακό του στοιχείο ή κεκτημένο «οικονομικό συμφέρον» αυτού, και συνεπώς ο νομοθέτης αποκλείοντας την αναζήτηση τους, δεν παραβιάζει τους προαναφερθέντες υπέρτερης αξίας κανόνες (ΑΠ 478/2006, ΑΠ 222/2006, ΑΠ 1780/2005, ΑΠ 1284/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη αυτή, ωστόσο, αφορά ποσά που είχαν καταβληθεί στα πιστωτικά ιδρύματα, κατά τον διαλαμβανόμενο σ’ αυτές τρόπο, μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 3259/2004, και δεν αποκλείουν την αναζήτηση ποσών που καταβάλλονται υπό την ισχύ και κατά παράβαση του νόμου τούτου, ήτοι καθ’ υπέρβαση του τιθέμενου με την παρ. 4 αυτού ανώτατου νόμιμου ορίου της καταβλητέας συνολικής οφειλής (ΑΠ 45/2016, ΠΠρΒολ 104/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση ανακοπής ο ανακόπτων ζητεί να συμψηφισθεί η απορρέουσα από την υπ’ αριθμ. …/26.6.2006 σύμβαση πίστωσης απαίτησης της καθ΄ ης, ύψους 28.914,83 ευρώ, με τα ποσά που κατέβαλλε, προς εξόφληση της οφειλής του από την υπ’ αριθμ. …/26.10.2005 σύμβαση ενιαίου μακροπρόθεσμου ανοικτού δανείου αγροτών, μετά την δημοσίευση και ισχύ του ν. 3259/2004, οπότε είχε γεννηθεί η εκ του νόμου υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να προβούν σε επαναπροσδιορισμό οφειλών που ξεπερνούν τα εκ του νόμου ανώτατα επιβληθέντα όρια, τα οποία ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 22.835,70 ευρώ. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι στις 2.2.2017 κατέβαλλε στην καθ’ ης έναντι της απορρέουσας από την ανωτέρω αιτία οφειλής του το ποσό των 3.000 ευρώ, το οποίο η καθ’ ης δεν αφαίρεσε από την οφειλή του. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω ζητεί να ακυρωθεί η επιταγή προς πληρωμή αναφορικά με την απορρέουσα από την υπ’ αριθμ. …/2006 σύμβαση απαίτηση, κατά το ποσό των 22.835,70, στο οποίο ανέρχεται η ανταπαίτηση του, την οποία προτείνει σε συμψηφισμό, ώστε η οφειλή του να περιοριστεί στο ποσό των 6.079,13 ευρώ, και κατά το ποσό των 3.000 ευρώ, το οποίο είχε καταβληθεί προς εξόφληση της απορρέουσας από την ανωτέρω αιτία οφειλής, ώστε η οφειλή του να περιοριστεί περαιτέρω στο ποσό των 3.079,13 ευρώ. Ο λόγος αυτός της ανακοπής κατά το πρώτο σκέλος του είναι νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 440 επ., 904 επ. Α.Κ. και 39 παρ. 1, 2 και 5 του ν. 3259/2004, και κατά το δεύτερο στη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ. Συνεπώς πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία. Επικουρικά και για την περίπτωση που δεν γίνει δεκτός ο συμψηφισμός της ανταπαίτησης του με την απαίτηση της καθ’ ης από την προαναφερόμενη αιτία ζητεί η οφειλή του από αυτή να περιοριστεί στο ποσό των 26.930,85 ευρώ, ισχυριζόμενος ότι η οφειλή του από την αιτία αυτή στις 2.2.2017 επιβαρύνθηκε με τόκους υπερημερίας 1.016,02 ευρώ και άρα ανήλθε στο ποσό των 29.930,85 ευρώ, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό της γενόμενης καταβολής των 3.000 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος στηριζόμενος στο άρθρο 416 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.
III. Από τη διάταξη του άρθρου 924 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επιταγή με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του οφειλομένου ποσού, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ’ αρχήν, θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυριστεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης, ή την ανακρίβεια των κονδυλίων, ή τον εσφαλμένο υπολογισμό, ή το παράνομο των τόκων. Αν η επιταγή δεν περιέχει τα προαναφερόμενα στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον, κατά την κρίση του, από την αοριστία της επιταγής προκαλείται στον οφειλέτη δικονομική βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 37.101, ΕφΠατρ 1083/2006, ΑχαΝομ 2007.401, ΕφΠατρ 1108/2004, ΑχαΝομ 2005. 360, ΕφΑΘ 2838/2002 ΕλλΔνη 43.1460, ΕφΑΘ 3009/2001 ΕλλΔνη 42.1371). Η δε ακυρότητα αυτή επέρχεται ως προς το αντίστοιχο ελαττωματικό μέρος της διαδικαστικής πράξης, η οποία, όμως, δεν πλήττει την επιταγή στο σύνολο της, αλλά μόνο κατά το ελαττωματικό μέρος. Συνεπώς, κατά το υπόλοιπο μέρος η επιταγή παραμένει έγκυρη και η μερική ακυρότητα της δεν επιφέρει ακυρότητα των λοιπών πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας που έχουν τυχόν ακολουθήσει (ΑΠ 310/1992 Δ. 1992. 813, ΕφΠειρ 911/1994 ΕλλΔνη 1995.672).
Ειδικότερα, άκυρη είναι η επιταγή, εφόσον η δικαστική δαπάνη ορίζεται γενικά για αμοιβή δικηγόρου, σύνταξη επιταγής, για το απόγραφο, το αντίγραφο εξ απογράφου κλπ., χωρίς να διευκρινίζει αναλυτικά το ποσό για την καθεμία από τις παραπάνω δαπάνες, διότι δεν δύναται να κριθεί η νομιμότητα των επί μέρους κονδυλίων και δεν καθίσταται δυνατή η άμυνα του καθού η εκτέλεση ως προς καθένα εξ αυτών (ΕφΔυτΜακ(Μον) 73/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
.
Με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής ο ανακόπτων ζητεί να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή κατά το ποσό των 600,00 ευρώ που επιτάσσεται να καταβάλλει για λήψη απογράφου, αντιγράφου και σύνταξη επιταγής, το οποίο τυγχάνει αόριστο και ακυρωτέο, διότι ενώ προκύπτει από τρεις διαφορετικές αιτίες παραλείπεται η αναφορά του κόστους εκάστης εξ αυτών, ώστε να καθίσταται αδύνατη η εξέλεγξη και αντίκρουση του επιτασσόμενου κονδυλίου ανά αιτία δημιουργίας του. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 924 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.
Από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι, από το έτος τουλάχιστον 1983, κατά κύριο επάγγελμα αγρότης, δραστηριοποιούμενος στη …..
Προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της αγροτικής του δραστηριότητας κατήρτισε με την Τράπεζα της Ελλάδας, στη θέση της οποίας υπεισήλθε η καθ’ ης ως ειδική διάδοχος αυτής, δυνάμει της από 27.7.2012 σύμβασης μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού πιστωτικού ιδρύματος και κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθμ. 4/1/27.7.2012 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδας (ΦΕΚ τ. Β αρ. φύλλου 2209/27.7.2012) διάφορες συμβάσεις δανείων και πίστωσης. Συγκεκριμένα κατήρτισε: 1) το από 13.8.1993 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 200.000 δρχ. 2) το από 4.4.1994 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 804.017 δρχ. και 3) το από 1.12.1982 επταετές δάνειο ποσού 483.000 δρχ, τα οποία, επειδή είχαν καταστεί έστω εν μέρει ληξιπρόθεσμα, ρυθμίστηκαν με την υπ’ αριθμ. …/8.9.1999 πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών, στην οποία συμπεριλήφθηκαν δυο παλαιότερες ρυθμίσεις δανείων, και συγκεκριμένα η από 1.7.1997 ρύθμιση οφειλών ύψους 4.917.270 δρχ, και η από 19.8.1993 ρύθμιση οφειλών ύψους 8.895.000 δρχ., οι οποίες ρύθμισαν παλαιότερα δάνεια που είχε λάβει, ομοίως για την εξυπηρέτηση των αγροτικών δραστηριοτήτων του. Με την από 19.8.1993 πρόσθετη δανειστική σύμβαση ρύθμισης οφειλών ρυθμίστηκε: 1) δάνειο ποσού 600.000 δρχ. που είχε λάβει με την υπ’ αριθμ. …/9.7.1984 σύμβαση μεσοπρόθεσμου (εικοσαετούς) δανείου, 2) δάνειο (οκταετές) ποσού 800.000 δρχ. που είχε λάβει με την υπ’ αριθμ. …/7.11.1985 σύμβαση, 3) δάνειο ποσού 900.000 δρχ. που είχε λάβει με την υπ’ αριθμ. …/20.12.1985 σύμβαση, 4) δάνειο (μεσοπρόθεσμο) ποσού 140.000 δρχ. που είχε λάβει με την υπ’ αριθμ. …/15.4.1988 σύμβαση, 5) δάνειο (τριετές) ποσού 1.477.000 δρχ. που είχε λάβει με την υπ’ αριθμ. …/21.12.1989 σύμβαση, για την αποπληρωμή του οποίου εκχωρήθηκε στην ΑΤΕ το δικαίωμα είσπραξης ισόποσης επιδότησης-επιχορήγησης που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. …/12.12.1989 απόφαση έγκρισης σχεδίου βελτίωσης του Καν. 797/85 από την Διεύθυνση Γεωργίας της Νομαρχίας Πιερίας, και 6) δάνειο ποσού 3.465.000 δρχ. που είχε λάβει με την υπ’ αριθμ. …/21.12.1989 σύμβαση, ήτοι δάνεια συνολικού ποσού 7.382.000 δρχ., κατά κεφάλαιο, τα οποία είχαν καταστεί έστω εν μέρει ληξιπρόθεσμα. Περαιτέρω, αναφορικά με την από 1.9.1997 ρύθμιση, εφόσον με την υπ’ αριθμ. …/8.9.1999 ρύθμιση στην οποία περιέχεται, το άθροισμα των κεφαλαίων των δανείων ανέρχεται στο ποσό των 12.425.675 δρχ., εκ των οποίων το άθροισμα των κεφαλαίων των λοιπών δανείων (πλην της από 1.7.1997 ρύθμισης) είναι γνωστό και ανέρχεται στο ποσό των 8.869.017 (200.000+804.017+483=7.382.000=8.869.017), τότε το κεφάλαιο της αυτής ισούται με το ποσό των 3.556.658 δρχ (12.425.675 – 8.869.017). Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι δυνάμει των υπ’ αριθμ. 2, 3 και 9 όρων των υπ’ αριθμ. …/9.7.1984, 430/7.11.1985, 478/20.12.1985, 74/15.4.1988, 184/21.12.1989 και 183/21.12.1989 συμβάσεων παροχής πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό (μεσομακροπρόθεσμα δάνεια) συμφωνήθηκε ότι για τη λήψη των δανείων ο πιστούχος θα υπογράφει εντάλματα πληρωμής ή άλλα ειδικά έγγραφα από τα οποία θα αποδεικνύεται η χορήγηση των δανείων. Στα εντάλματα πληρωμής ή στα ειδικά αυτά έγγραφα θα αναγράφονται οι ειδικότεροι όροι χορήγησης τους και ιδιαίτερα ο ειδικός σκοπός τους, το επιτόκιο χορήγησης τους, η λήξης τους και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο ή ένδειξη, η διάρκεια τους, η ημερομηνία πληρωμής των τοκοχρεωλυτικών τους δόσεων και η τυχόν περίοδος χάριτος με την οποία χορηγούνται. Μετά τη λήξη κάθε ποσού ή δόσης δανείου ο πιστούχος θα πληρώνει τόκο υπερημερίας (άρθρο 3). Συνομολογείται, δε, ότι η Τράπεζα έχει δικαίωμα οποτεδήποτε, μονομερώς και ανεξάρτητα από υπερημερία να κηρύξει ληξιπρόθεσμα και απαιτητά τα επιμέρους δάνεια που θα καταβληθούν στον πιστούχο για να εκτελεσθεί η παρούσα σύμβαση (άρθρο 3). Τα δάνεια θα παρακολουθούνται σε χωριστή το καθένα υπομερίδα και η εξόφληση τους θα γίνεται σε ετήσιες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, που θα υπολογίζονται με το σύστημα της σύνθετης χρεωλυσίας. Σε κάθε δόση θα περιλαμβάνεται το χρεώλυτρο που αναλογεί σε κάθε έτος και οι τόκοι του κεφαλαίου που κάθε φορά θα μένει ανεξόφλητο (άρθρο 9). Με βάση τους ανωτέρω όρους οι συμβάσεις αυτές αποτελούν συμβάσεις δανείου και όχι συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που είχε δοθεί σε αυτές από τα συμβαλλόμενα μέρη, καθ’ όσον δεν προβλέπεται σε αυτές ότι οι εκατέρωθεν χρεοπιστώσεις θα χάνουν την αυτοτέλεια τους και η αξίωση της εναγομένης τράπεζας θα γεννάται από το προκύπτον κατάλοιπο, αλλά ότι η πληρωμή θα γίνεται σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, οι δε αναφερόμενοι σε αυτές λογαριασμοί για την παρακολούθηση των δανείων έχει την έννοια των απλών δοσοληπτικών λογαριασμών, αφού η τήρηση των λογαριασμών που απεικονίζουν, κατά τους κανόνες της λογιστικής, τις εκατέρωθεν τμηματικές παροχές, από τις οποίες οι παροχές του ενός μέρους αποτελούν καταβολές απέναντι στις εκ των παροχών του άλλου απαιτήσεις, οι οποίες δημιουργούνται εξαιτίας της μη άμεσης τακτοποίησης των δοσοληψιών τους, δεν αποτελούν τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού, αλλά έχουν χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού (Εφθρ 664/2004 ΔΕΕ 2005.391, ΕφΑΘ 1028/1987 ΕλλΔνη 1989.101, ΠΠρΑΘ 65/2014, ΠΠρΑΘ 1550/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δυνάμει των ως άνω συμβάσεων που καταρτίστηκαν μεταξύ του ενάγοντα για την εξυπηρέτηση της αγροτικής του δραστηριότητας (βλ. κείμενο συμβάσεων) και της δικαιοπαρόχου της καθ’ ης, και οι οποίες δεν αμφισβητούνται ειδικά από την εναγομένη, καταβλήθηκε στον ενάγοντα ως κεφάλαιο συνολικά το ποσό των 12.425.675 δρχ. ή 36.465,66 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων υπέβαλε προς την δικαιοπάροχο της καθ’ ης την από 12.10.2004 αίτησή του με την οποία ζητούσε να υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, να αναπροσαρμοσθεί το ύψος της οφειλής του και να ρυθμισθεί η αποπληρωμή αυτής σε δόσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού. Η δικαιοπάροχος της καθ’ ης με το από 15.11.2004 έγγραφο της του απάντησε ότι οι οφειλές του δεν επηρεάζονται από το άρθρο 39 του ν. 3259/2004. Ακολούθως ο ενάγων με τη δικαιοπάροχο της καθ’ ης κατήρτισαν το από 26.10.2005 συμφωνητικό αναγνώρισης και διακανονισμού οφειλών με το οποίο ο ενάγων αναγνώρισε την οφειλή του από την υπ’ αριθμ. …/1999 σύμβαση – πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών, η οποία σύμφωνα με αυτό είχε ανέλθει στο ποσό των 120.596,56 ευρώ, αναλυόμενο σε 78.172,37 ευρώ (ληγμένο 35.434,44 ευρώ και άληκτο 120.596,56 ευρώ) για κεφάλαιο, 38.615,11 ευρώ για τόκους συμβατικούς, και 3.809,08 ευρώ για τόκους ποινής. Από την οφειλή αυτή διαγράφηκε το ποσό των τόκων ποινής, και έτσι η οφειλή ανήλθε στο ποσό των 116.787,48 ευρώ. Σε εκτέλεση του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού καταρτίστηκε η υπ’ αριθμ. …/2005 σύμβαση ενιαίου μακροπρόθεσμου ανοικτού δανείου αγροτών, ποσού 117.000 ευρώ, με την οποία συμφωνήθηκε η οφειλή των 116.787,48 ευρώ, η οποία προκύπτει από την ανωτέρω αναφερόμενη υπ’ αριθμ. …/1999 σύμβαση ρύθμισης οφειλών να εξοφληθεί εντός προθεσμίας 10 ετών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατέβαλλε προς εξόφληση των ανωτέρω αναφερόμενων δανείων του : 1) στις 12.12.1986 ποσό 98.418 δρχ. 2) στις 13.10.1987 ποσό 194.264 δρχ. 3) στις 29.01.1998 ποσό 99.197 δρχ. 4) στις 5.12.1998 ποσό 303.571 δρχ. 5) στις 12.2.1990 ποσό 322.576 δρχ. 6) στις 19.2.1990 ποσό 110.829 δρχ. 7) στις 19.12.1990 ποσό 609.665 δρχ. 8) στις 20.12.1990 ποσό 188.848 δρχ. 9) στις 5.3.1991 ποσό 93.742 δρχ., 10) στις 20.2.1992 ποσό 232.470 δρχ., 11) στις 5.3.1992 ποσό 126.832 δρχ, 12) στις 6.4.1993 ποσό 127.074 δρχ, 13) στις 26.8.1993 ποσό 1.721.115 δρχ, 14) στις 18.3.1994 ποσό 447.014 δρχ, 15) στις 5.2.1998 ποσό 302.681 δρχ. 16) στις 4.3.1998 ποσό 200.000 δρχ, 17) στις 28.7.1998 ποσό 268.319 δρχ., 18) στις 14.4.1999 ποσό 190.160 δρχ., 19) στις 8.7.1999 ποσό 35.363 δρχ., 20) στις 27.8.1999 ποσό 2.761.834 δρχ., 21) στις 5.2.1998 ποσό 600.302 δρχ., 22) στις 28.1.2000 ποσό 3.426,67 ευρώ, 23) στις 11.1.2001 ποσό 77,21 ευρώ, 24) στις 20.3.2001 ποσό 11.404,13 ευρώ, 25) στις 20.3.2001 ποσό 1.767,96 ευρώ, 26) στις 13.2.2003 ποσό 6.000 ευρώ, 27) στις 28.11.2005 ποσό 3.613,28 ευρώ, 28) στις 19.12.2005 ποσό 4.967,40 ευρώ, 29) στις 27.12.2005 ποσό 1.124,42 ευρώ, 30) στις 26.6.2006 ποσό 3.135 ευρώ, 31) στις 4.1.2007 ποσό 3.150 ευρώ, 32) στις 29.6.2007 ποσό 2.200 ευρώ, 33) στις 18.12.2007 πόρο 19.300 ευρώ, 34) στις 31.12.2008 ποσό 384,00 ευρώ και 35) στις 31.12.2008 ποσό 96,00 ευρώ, ήτοι ο ενάγων κατέβαλε από τις 12.12.1986 έως τις 4.8.2004 το ποσό των 49.194.75 ευρώ, ενώ από τις 5.8.2004 έως τις 31.12.2008 το ποσό των 37.979,10 ευρώ (βλ. υπ’ αριθμ. πρωτ. 600/5.3.2009 έγγραφο της. Πέρα από τις ανωτέρω καταβολές, που συνομολογούνται από την εναγομένη δια του ανωτέρω εγγράφου της, αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα εντολές είσπραξης που δεν αμφισβητούνται ειδικά από την εναγόμενη ότι ο ενάγων κατέβαλλε, πέρα από το ποσό που αναφέρεται στο ανωτέρω έγγραφο της στις 14.4.1999 ποσό 56.240 δρχ. 2) στις 26.8.1993 ποσό 319.784, 3) στις 19.2.1990 ποσό 151.974 δρχ., 4) στις 18.3.1994 ποσό 531.786 δρχ. 5) στις 12.2.1990 ποσό 101.263 δρχ. 6) στις 19.12.1990 ποσό 63.455 δρχ. 7) στις 5.3.1992 ποσό 83.048 δρχ., 8) στις 20.12.1990 ποσό 36.460 δρχ., 9) στις 28.7.1998 ποσό 110.181 δρχ., ήτοι συνολικά κατέβαλε επιπλέον 1.454.191 δρχ. ή 4.267,62 ευρώ, ενώ η ΑΤΕ εισέπραξε το 1990 και επιδότηση του ενάγοντα από τη Νομαρχία Πιερίας για εγκριθέν σχέδιο βελτίωσης ποσού 1.477.000 δρχ ή 4.334,56 ευρώ. Συνεπώς ο ενάγων κατέβαλλε συνολικά έναντι των ως άνω οφειλών του το συνολικό ποσό των 95.767,03 ευρώ. Το διπλάσιο της οφειλής του ενάγοντος για τα ανωτέρω δάνεια ανέρχεται στο ποσό των 24.851,35 δρχ ή 72.931,33 ευρώ {200.000 δρχ (από 13.8.1993), 804.017 δρχ (από 4.4.1994), 483.000 δρχ (από 1.12.1982), 600.000 δρχ. (από 9.7.1984), 800.000 δρχ (από 7.11.1985), 900.000 δρχ (από 20.12.1985) 140.000 δρχ (από 18.4.1998), 1.477.000 (από 21.12.1989), 3.465.000 δρχ (από 21.12.1989), και 3.556.658 (από 1.9.1997 ρύθμιση) χ 2 = 24.851,35}. Ο ισχυρισμός της καθ’ ης ότι οι οφειλές του ενάγοντος έπρεπε να υπολογιστούν με συντελεστή 2, 3 ή 4 ανάλογα με το χρόνο σύναψης των δανείων είναι, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη, νόμω αβάσιμος, εφόσον πρόκειται για αγροτικά δάνεια, και ως εκ τούτου απορριπτέος (βλ. ΕφΔωδ 10/2014 ο.π., ΕφΠειρ 65/2014 ο.π., ΜΠρΚαστ 191/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ενάγων κατέβαλε συνολικά για τα ανωτέρω δάνεια το ποσό των 95.767,03 ευρώ, ήτοι κατέβαλε πλέον του διπλασίου του κεφαλαίου των ληφθέντων δανείων το ποσό των 22.835,10 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων σύνηψε με την δικαιοπάροχο της καθ’ ης και την υπ’ αριθμ. …/2006 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, σε συνδυασμό με τις υπ’ αριθμ. …/17.8.2007, …/16.11.2009, …/16.11.2010 και …/3/11.1.2012 πρόσθετες πράξεις πίστωσης, δυνάμει του οποίου η τελευταία του χορήγησε πίστωση μέχρι του ποσού των 25.000 ευρώ. Επειδή τόσο η υπ’ αριθμ. …/2006 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, όσο και η υπ’ αριθμ. …/2005 σύμβαση δεν εξυπηρετούνταν, η καθ’ ης κατήγγειλε αυτές, και με την από 14.3.2017 αίτηση της προς το Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου πέτυχε την έκδοση σε βάρος του ενάγοντος της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. …/2017 διαταγής πληρωμής με την οποία αυτός επιτάσσεται να καταβάλλει στην καθ’ ης το ποσό των 28.914,83 ευρώ νομιμοτόκως από 28.9.2016 ως χρεωστικό υπόλοιπο της υπ’ αριθμ. …/2006 σύμβασης πίστωσης, και το ποσό των 139.598,36 ευρώ νομιμοτόκως από 28.9.2016 ως χρεωστικό υπόλοιπο της υπ’ αριθμ. …/2005 σύμβασης, η οποία, όμως, τυγχάνει άκυρη καθώς με αυτή συνομολογήθηκε οφειλή του ενάγοντα κατά παράβαση του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, αφού ο ενάγων ως αγρότης, έχοντας καταρτίσει δάνεια με τη δικαιοπάροχο της καθ’ ης για την εξυπηρέτηση των αγροτικών του δραστηριοτήτων που είχαν καταστεί έστω εν μέρει ληξιπρόθεσμα ήδη από τις 31.12.2000, ενέπιπτε στις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 3259/2004 και συνεπώς η οφειλή του έπρεπε να ρυθμιστεί κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού (βλ. ΕφΠειρ 655/2014, ΕφΔωδ 10/2014, ΠΠρΒολ 104/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίγραφο εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής με την από 17.3.2017 επιταγή προς πληρωμή η καθ’ ης επέδωσε στον ανακόπτοντα στις 20.3.2017. Στην επιταγή αυτή η καθ’ ης επιτάσσει τον ανακόπτοντα να της καταβάλλει, μεταξύ άλλων, το ποσό των εξακοσίων ευρώ για λήψη απογράφου, αντιγράφου και σύνταξη επιταγής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της. Το κονδύλιο, ωστόσο, αυτό, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη (III) είναι αόριστο, αφού δεν εξειδικεύεται κατά ποσό η κάθε επιμέρους ενέργεια, και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή κατά το σκέλος της αυτός είναι ακυρωτέα, κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμου του τρίτου λόγου της υπό κρίση ανακοπής. Αποδείχθηκε ακόμα ότι ο ενάγων προς εξόφληση της οφειλής του από την υπ’ αριθμ. …/2006 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό κατέβαλε στην καθ’ ης στις 2.2.2017, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της κατάθεσης της αίτησης για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής το ποσό των 3.000 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα από 2.2.2017 αντίγραφο γραμματίου είσπραξης της καθ’ ης σε συνδυασμό με το από 2.2.2017 χαρτοφυλάκιο φυσικού προσώπου με κωδικό …), το οποίο η καθ’ ης δεν αφαίρεσε από το αιτούμενο με την ανωτέρω επιταγή προς πληρωμή ποσό οφειλής του από την ανωτέρω αιτία. Συνεπώς και εφόσον αποδείχθηκε κατά τα ανωτέρω ότι: 1) ο ανακόπτων έχει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, εξοφλήσει πλήρως την οφειλή του από τις συμβάσεις δανείων που ρυθμίστηκαν με την υπ’ αριθμ. …/2005 σύμβαση, 2) έχει καταβάλλει προς εξόφληση της υπ’ αριθμ. …/2006 σύμβασης το ποσό των 3.000 ευρώ το οποίο η καθ’ ης δεν προαφαίρεσε από την οφειλή του από την ανωτέρω αιτία κατά την κατάθεση της αίτησης προς έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, πρέπει: 1} να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της ανακοπής, κατά το πρώτο σκέλος του, και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής κατά το μέρος με το οποίο επιτάσσεται ο ανακόπτων να καταβάλλει στην καθ’ ης το ποσό των 139.598,36 ευρώ ως χρεωστικό υπόλοιπο της υπ’ αριθμ. …/2005 σύμβασης πίστωσης, και 2) να γίνει δεκτός και ο δεύτερος λόγος της ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος του και να ακυρωθεί η επιταγή προς πληρωμή αναφορικά με το ποσό των 28.914, 83 ευρώ που επιτάσσεται ο ανακόπτων να καταβάλλει στην καθ’ ης ως χρεωστικό υπόλοιπο της υπ’ αριθμ. …/2006 σύμβασης κατά 3.000 ευρώ. Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσία βάσιμος και ο δεύτερος λόγος της ανακοπής, κατά το πρώτο σκέλος του, ήτοι κατά το μέρος με το οποίο ο ανακόπτων προβάλλει σε συμψηφισμό κατά της απαίτησης της καθ’ ης από την υπ’ αριθμ. …/2006 σύμβαση την ανταπαίτηση του που προέρχεται από τις αχρεώστητες καταβολές στις οποίες προέβη μετά τις 5.8.2004 προς εξόφληση των ρυθμισθέντων δανείων του με την υπ’ αριθμ. …/2005 σύμβαση, συντρεχόντων εν προκειμένω των τασσόμενων από το νόμο προϋποθέσεων, εφόσον πρόκειται για ληξιπρόθεσμες και ομοειδείς κατά το αντικείμενο απαιτήσεις μεταξύ των ίδιων προσώπων, απορριπτόμενου ως νόμω αβάσιμου του ισχυρισμού της καθ’ ης ότι η ανταπαίτηση του ανακόπτοντος δεν είναι εκκαθαρισμένη για το λόγο ότι δεν κρίθηκε το ύψος αυτής με αναγνωριστική αγωγή, αφού η ύπαρξη δικαστικής απόφασης που να αναγνωρίζει την ύπαρξη και το ύψος της ανταπαίτησης δεν τίθεται ως προϋπόθεση για την προβολή ένστασης συμψηφισμού, τούτο δε άλλωστε, δηλαδή η ύπαρξη και το ύψος της ανταπαίτησης μπορεί να καταστεί αντικείμενο διερεύνησης και στη δίκη της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Συνεπώς πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή αναφορικά με το ποσό των 28.914,83 ευρώ που επιτάσσεται ο ανακόπτων να καταβάλλει στην καθ’ ης ως χρεωστικό υπόλοιπο της υπ’ αριθμ. …/2006 σύμβασης κατά το ποσό των 22.835,70 ευρώ. Περαιτέρω, πρέπει αφού ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής κατά το ποσό των 139.598,36 ευρώ, το οποίο συνδιαμόρφωσε σε ποσοστό 82,84% τη συνολική απαίτηση των 168.513,19 ευρώ, να ακυρωθεί και η διάταξη αυτής περί επιβολής της δικαστικής δαπάνης σε βάρος του ανακόπτοντος κατά το ποσό των 4.597,62 ευρώ από το συνολικό ποσό των 5.550 ευρώ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής: α) κατά το μέρος με το οποίο ο ανακόπτων επιτάσσεται να καταβάλλει στην καθ’ ης το ποσό των 139.598,36 ευρώ ως χρεωστικό υπόλοιπο της υπ’ αριθμ. …/2005 σύμβασης, και β) κατά το μέρος με το οποίο ο ανακόπτων επιτάσσεται να καταβάλλει ως δικαστική δαπάνη το ποσό των 4.597,62 ευρώ, και επιπλέον να ακυρωθεί η επιταγή προς πληρωμή : α) κατά το μέρος με το οποίο επιτάσσεται ο ανακόπτων να καταβάλλει, αναφορικά με την απορρέουσα από την υπ’ αριθμ. 277/2006 σύμβαση πίστωσης απαίτηση ποσού 28.914,83 ευρώ, το ποσό των 25.835,70 ευρώ, και β) κατά το σκέλος με το οποίο επιτάσσεται να καταβάλλει για λήψη απογράφου, αντιγράφου και σύνταξη επιταγής το ποσό των 600,00 ευρώ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος πρέπει, κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος του, να επιβληθούν στην καθ’ ης η ανακοπή, λόγω της ήττας της (αρ. 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθμ. …/2017 διαταγή πληρωμής του δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου κατά το μέρος με το οποίο ο ανακόπτων επιτάσσεται να καταβάλλει στην καθ’ ης το ποσό των 139.598,36 ευρώ ως χρεωστικό υπόλοιπο της υπ’ αριθμ. 497/2005 σύμβασης, και το ποσό των 4.597,62 ευρώ ως δικαστική δαπάνη.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 17.3.2017 επιταγή προς πληρωμή κατά το μέρος με το οποίο ο ανακόπτων επιτάσσεται να καταβάλλει στην καθ’ ης εκ του ποσού των 28.914,83 ως χρεωστικό υπόλοιπο της υπ’ αριθμ. …/2006 σύμβασης πλέον του ποσού των 25.835,70 ευρώ, και κατά το μέρος με το οποίο ο ανακόπτων επιτάσσεται να καταβάλλει στην καθ’ ης το ποσό των 600,00 ευρώ για λήψη απογράφου, αντιγράφου και σύνταξη επιταγής.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ης η ανακοπή στα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων (3(000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Κατερίνη στις 15 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»