Ο Ιμπραχίμ (μετέπειτα Γιάννης-Βασίλης) στην πορεία διαμαρτυρίας προς την Αγκυρα, το 2011, μετά τη σφαγή του Ρομπόσκι με θύματα 34 Κούρδους.
Ο Γιάννης-Βασίλης Γιαϊλαλί εξιστορεί στην «Κ» τη μετάβασή του από εγκληματία των «Γκρίζων Λύκων» σε εχθρό του Ερντογάν
Ο παππούς του γεννήθηκε το 1914, ενώ οι γονείς του, Κωνσταντίνος και Παρασκευή, ονόμασαν το μωρό Λευτέρη. Oμως, όλη τη ζωή του την έζησε ως Μεχμέτ. Κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, ο μικρός Λευτέρης χωρίστηκε από τους γονείς του. Αντί να πάει σε ελληνικό ορφανοτροφείο, οι Τούρκοι στρατιώτες τον έδωσαν σε μια τουρκική οικογένεια, η οποία τον μετονόμασε και αντί για το ελληνικό του επώνυμο, του έδωσαν το επίθετο Γιαϊλαλί, καθώς ήταν από το χωριό Γιαϊλά, στο όρος Νεμπιγιάν, στον δυτικό Πόντο. Δύο γενιές μετά, ο εγγονός του θα άλλαζε και αυτός ονόματα – εθελοντικά αυτή τη φορά, για να επανακτήσει την ταυτότητα που χάθηκε, που κλάπηκε, που για χρόνια αγνοούσε ότι είχε. Ο εγγονός του Λευτέρη-Μεχμέτ γεννήθηκε ως Ιμπραχίμ Γιαϊλαλί. Μεγάλωσε στην περιοχή Μπάφρα της Σαμψούντας. Για πολλά χρόνια, λέει, ήταν Τούρκος εθνικιστής, «φασίστας».
«Μεγαλώσαμε ως Τούρκοι εθνικιστές με τους “Γκρίζους Λύκους” και τους συλλόγους τους, μας έκαναν να είμαστε εχθροί όλων των μειονοτήτων, των Κούρδων, των Ποντίων, των χριστιανών», δηλώνει στην «Κ». «Στην περιοχή όπου μεγάλωσα», τονίζει, «ο “Ρωμιός”, ο “Ελληνας” ήταν βρισιά – ήμουν φασίστας και μου έμαθαν να μισώ τα πάντα». Το 1994, όταν ήταν 20 ετών, αποφάσισε να εκτίσει τη στρατιωτική θητεία του στις ειδικές δυνάμεις – «ως σκληρός Τούρκος εθνικιστής, ήθελα να υπηρετήσω στο Κουρδιστάν, να πολεμήσω τους Κούρδους», αναφέρει. Αλλά γρήγορα άρχισε να αμφισβητεί τις μεθόδους του στρατού.
«Εγινα μάρτυρας πολλών εγκλημάτων πολέμου, συμμετείχα και ο ίδιος σε αυτά, στα χωριά που δεν ήταν στο πλευρό του τουρκικού στρατού, κάναμε πολλά βασανιστήρια», εξηγεί, «τα καίγαμε». «Αυτή ήταν η κρατική πολιτική και άμα δεν την ακολουθούσαμε, δεχόμασταν εμείς οι ίδιοι επιθέσεις από τους ανωτέρους». Σε μια σύγκρουση με τους Κούρδους αντάρτες τραυματίσθηκε στο πόδι και έγινε αιχμάλωτός τους. Περίμενε για μήνες να τον βασανίσουν. «Ο τουρκικός στρατός τούς έκοβε τα αυτιά, τη μύτη, τη γλώσσα – αυτοί τι θα μου έκαναν;» σκεφτόταν. Αλλά τα βασανιστήρια δεν έρχονταν, οι αντάρτες του PKK τού φέρθηκαν καλά.
Οσα μέχρι τότε πίστευε άρχισαν να αποδομούνται. «Αλλαξαν οι απόψεις μου», λέει, «κατάλαβα πως το τουρκικό κράτος ήθελε να κάνει γενοκτονία και η ιδέα του μεγαλειώδους κράτους άρχισε να ξεφουσκώνει μέσα μου». Δεν είχε ολοκληρώσει χρόνο ως αιχμάλωτος των ανταρτών, όταν έμαθε κάτι που θα του άλλαζε τη ζωή. Το στρατόπεδο επισκέπτονταν συχνά δημοσιογράφοι, μέσω των οποίων οι όμηροι αντάλλασσαν μηνύματα με τους γονείς τους. Ετσι, έμαθε πως η τουρκική αστυνομία είχε απειλήσει τους γονείς του, οι οποίοι αγνοούσαν και ότι πολεμούσε στο Κουρδιστάν και ότι ήταν αιχμάλωτος.
«Γνωρίζουμε ότι έχετε ελληνικές ρίζες», τους είπαν, «πείτε στον γιο σας να μην αποκαλύψει μυστικά του κράτους». Το μήνυμα αυτό του μετέφερε ένας δημοσιογράφος και έτσι ο Ιμπραχίμ έμαθε πως είχε ελληνικές ρίζες. Οι γονείς του δεν του το είχαν αποκαλύψει μέχρι τότε, ώστε να τον προστατεύσουν από μια αλήθεια που μπορεί να τον έφερνε σε κίνδυνο στην περιοχή όπου ζούσε. Στην αρχή δεν το πίστεψε, αλλά όταν αφέθηκε ελεύθερος άρχισε να ερευνά την καταγωγή του. Η έρευνα αυτή άργησε βέβαια, γιατί, όταν ύστερα από σχεδόν δυόμισι χρόνια αιχμαλωσίας οι Κούρδοι αντάρτες τον απελευθέρωσαν, τον συνέλαβε η στρατονομική υπηρεσία λόγω των αποκαλύψεων που έκανε σε δημοσιογράφους σχετικά με τις πρακτικές του τουρκικού στρατού.
«Στην περιοχή όπου μεγάλωσα, ο “Ελληνας” ήταν βρισιά. Ημουν φασίστας και μου έμαθαν να μισώ τα πάντα».
Φυλακίστηκε και μετά τον ανάγκασαν να επιστρέψει για ένα διάστημα στο στρατόπεδο της μονάδας στο Κουρδιστάν. Για λίγα χρόνια έμεινε ξανά στο σπίτι του στην Μπάφρα, αλλά οι αστυνομικοί τον ενοχλούσαν συνέχεια και το 2005 αποφάσισε να μετακομίσει στην Κωνσταντινούπολη. Εγινε ακτιβιστής. «Ημουν σε αντιστρατιωτικό αγώνα και σε αλληλεγγύη με τους Κούρδους πάλευα για τα δικαιώματα των μειονοτήτων», αναφέρει.
Οταν, το 2011, έγινε η σφαγή του Ρομπόσκι, κατά την οποία 34 Κούρδοι πολίτες σκοτώθηκαν από τουρκικά F-16, ο ίδιος έκανε πορεία διαμαρτυρίας μέχρι την Αγκυρα, ξεκινώντας από την περιοχή Σιρνάκ. «Αυτή ήταν η περιοχή που είχαμε εκκενώσει όταν έκανα τη θητεία μου, ένιωθα σαν να είχα και εγώ ευθύνη», σημειώνει. Μέχρι το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, το κράτος μάζευε πληροφορίες για εκείνον, για τις διαμαρτυρίες του και όσα έγραφε για τον στρατό, για τους Κούρδους, για τους Ελληνες του Πόντου, για τους Αρμένιους. «Μετά το πραξικόπημα ξεκίνησε η καταστολή όλων των αντιπολιτευόμενων», αναφέρει.
Το 2017 φυλακίστηκε ξανά, αυτήν τη φορά στα κελιά υψίστης ασφαλείας τύπου F, επειδή έγραφε για τις Γενοκτονίες των Ποντίων και των Αρμενίων. «Μας βασάνιζαν συνέχεια», υπογραμμίζει, συμπληρώνοντας πως πέρασε ένα διάστημα σε απομόνωση και μια φορά οι φρουροί τον χτύπησαν γιατί είχε μαζί του μια εικόνα του Αγίου Παΐσιου. Καθότι γνωστός ακτιβιστής, το θέμα της κράτησής του άρχισε να παίρνει διαστάσεις –έγινε αναφορά και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο– και τον Ιούνιο του 2018 αφέθηκε ελεύθερος. Αλλά σύντομα άρχισε να κατηγορείται ως διεθνής πράκτορας. Ετσι, τον Ιανουάριο του 2019 πέρασε παράνομα στην Ελλάδα και έκανε αίτηση για πολιτικό άσυλο.
Το 2014, 100 χρόνια μετά τη γέννηση του παππού του Λευτέρη, άλλαξε το όνομά του. Ο Ιμπραχίμ έγινε Γιάννης-Βασίλης. Τον προηγούμενο μήνα, ζώντας στη Θεσσαλονίκη πια, αν και ακόμη περιμένει το άσυλο, ξεκίνησε τη διαδικασία για να αλλάξει το επώνυμό του σε Παρχαρίδης. «Από τότε που έμαθα για την καταγωγή μου ήθελα να αντικατοπτρίζει το όνομά μου τις ρίζες μου. Θέλω να αλλάξω το επώνυμό μου γιατί βρήκα την ταυτότητά μου ως Πόντιος Ελληνας». Είναι και αυτή μία ακόμη πράξη ακτιβισμού σχετικά με τις διακρίσεις κατά των μειονοτήτων: στην Τουρκία απαγορεύεται διά νόμου να έχει κάποιος επώνυμο που αντικατοπτρίζει μιαν άλλη εθνικότητα.
«Η γενοκτονία του λαού μας συνεχίζεται ακόμη μέσω των νόμων του κράτους», αναφέρει, «γι’ αυτό κατέθεσα μήνυση στα τουρκικά δικαστήρια – αυτή η υπόθεση δεν αφορά μόνο την περίπτωση του Γιάννη-Βασίλη Παρχαρίδη». Στην Ελλάδα βρίσκει ομορφιά τόσο στη χώρα όσο και στους ανθρώπους. Μένει στην Καλαμαριά και τα ονόματα των δρόμων τού θυμίζουν τον Πόντο. Του λείπει ο τόπος του και, παρότι ξέρει πως μια μέρα θα επιστρέψει, αυτή δεν θα έρθει σύντομα. «Το τουρκικό κράτος διανύει τη ρατσιστική και σοβινιστική του περίοδο – ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μπορεί να βάλει φωτιά στη Μέση Ανατολή για να μην πέσει από την εξουσία», σημειώνει.
Ο Γιάννης-Βασίλης λέει ότι για ένα διάστημα βρισκόταν στη χειρότερη πλευρά της ανθρωπότητας. «Πλήρωσα υψηλό τίμημα για να έρθω εδώ που είμαι σήμερα», επισημαίνει, «αλλά τώρα είμαι στη σωστή πλευρά».