ΑΠΟΦΑΣΗ
Savickis κ.α. κατά Λετονίας της 09.06.2022 (αρ. προσφ. 49270/11) ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης. Διακριτική ευχέρεια των κρατών στον καθορισμό των κριτηρίων απονομής σύνταξης.
Οι προσφεύγοντες είναι υπήκοοι Λετονίας που γεννήθηκαν σε τρίτα κράτη στα οποία και εργάστηκαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Κατέληξαν να ζουν στην Λετονία και χαρακτηρίστηκαν ως μία κατηγορία νομίμων και μονίμων διαμενόντων αλλοδαπών κατοίκων. Όταν απονεμήθηκε σε αυτούς η σύνταξη γήρατος, δεν προσμετρήθηκε στα συντάξιμα χρόνια, ο χρόνος εργασίας σε τρίτα κράτη εκτός Λετονίας και δεν είχαν δικαίωμα να αναγνωρίσουν ως πλασματικά χρόνια την στρατιωτική τους θητεία.
Άσκησαν προσφυγή για διακριτική μεταχείριση και παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία.
Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα κάθε κράτους πρέπει να ρυθμίζεται σύμφωνα με το άρθρο 14 της Σύμβασης.
Διαπίστωσε ότι η εθνικότητα ήταν το κριτήριο διάκρισης στην συγκεκριμένη περίπτωση. Θεώρησε επίσης ότι οι δεδηλωμένοι στόχοι του κράτους – η ανοικοδόμηση της ζωής του έθνους μετά την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας και η προστασία του οικονομικού συστήματος της χώρας – ήταν νόμιμοι. Τέλος σημείωσε ότι η απόκτηση της Λετονικής ιθαγένειας ήταν διαθέσιμη στους προσφεύγοντες, και ότι οι συντάξεις στη Λετονία βασίζονταν σε εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και στην αρχή της αλληλεγγύης.
Το ΕΔΔΑ έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι η διαφορετική μεταχείριση είχε επιδιώξει τους νόμιμους στόχους και ότι οι εγχώριες αρχές είχαν ενεργήσει κατά τη διακριτική τους ευχέρεια σχετικά με την αξιολόγηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των προσφευγόντων και, ως εκ τούτου, δεν διαπιστώθηκε παραβίαση της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 14,
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, Jurijs Savickis, Genādijs Ņesterovs, Vladimirs Podoļako, Asija Sivicka και Marzija Vagapova, είναι Λετονοί υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν μεταξύ 1938 και 1942 και ζουν στη Λετονία.
Το 1996 η Λετονία δημιούργησε ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που λάμβανε υπόψη περιόδους εργασίας στη Λετονία πριν από την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της. Για τους Λετονούς πολίτες η εργασία σε άλλα, εκτός της Σοβιετικής Ένωσης κράτη, προσμετρούσε στα έτη προϋπηρεσίας. Ωστόσο, για «μόνιμους κατοίκους μη υπηκόους» (nepilsoņi) – άτομα που μετανάστευσαν από άλλες δημοκρατίες κατά τη διάρκεια της σοβιετικής κατοχής της Λετονίας – η εργασία σε τρίτα κράτη θα λαμβάνονταν υπόψη μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όπως συνέβαινε στην περίπτωση των προσφευγόντων.
Ο Savickis γεννήθηκε στην περιφέρεια Kalinin στη Ρωσία. Εργάστηκε για περίπου 21 χρόνια εκεί. Κατόρθωσε να λάβει απόφαση σύμφωνα με την οποία θα προσμετρούσε αυτή η περίοδος στη σύνταξή του, αλλά η εν λόγω απόφαση δεν είχε αναδρομική ισχύ. Ο Savickis απεβίωσε. Δεν είχε κανένα στενό συγγενή πρόθυμο να συνεχίσει την υπόθεση στη θέση του.
Ο κ. Nesterovs γεννήθηκε στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν και, μετά από καιρό εργάστηκε στην ΕΣΣΔ και ως στρατεύσιμος στρατιωτικός στην Ανατολική Γερμανία. Άρχισε να εργάζεται στη Λετονία σε ηλικία 30 ετών. Στα συντάξιμά του χρόνια δεν προσμετρήθηκε η περίοδος εργασίας εκτός Λετονίας.
Ο κ. Podoļako γεννήθηκε στο Βλαδιβοστόκ της Ρωσίας. Ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία στη Ρωσία και εργάστηκε στη Λετονία από το 1968. Δεν του αναγνωρίστηκε δικαίωμα εξαγοράς της στρατιωτικής του θητείας και οι αρχές απέρριψαν αίτημα για πρόωρη συνταξιοδότηση με βάση αυτό το σκεπτικό.
Η κα Sivicka γεννήθηκε στο Termez του Ουζμπεκιστάν. Εργάστηκε στο Ουζμπεκιστάν, στην Γερμανία, στην Ρωσία και στην Λευκορωσία. Εργάστηκε επίσης στον στρατό ως εθελόντρια πριν αρχίσει να εργάζεται στη Λετονία σε ηλικία 41 ετών. Αρχικά η σύνταξή της υπολογίστηκε χωρίς να προσμετρηθεί ο χρόνος εργασίας της εκτός Λετονίας. Αργότερα αυτό τροποποιήθηκε αρχικά για να ληφθεί υπόψη ο χρόνος εργασίας της στην Λευκορωσία, και στη συνέχεια ο χρόνος εργασίας της στην Ρωσία, αλλά όχι η περίοδος εργασίας της στο Ουζμπεκιστάν. Η προσφεύγουσα δεν άσκησε προσφυγή σχετικά με την μη προσμέτρηση του χρόνου εργασίας στη Γερμανία ή στο στρατό.
Η κα Vagapova γεννήθηκε στο Syzran της Ρωσίας και εργάστηκε στο εν λόγω κράτος, στη συνέχεια εργάστηκε στο Ουζμπεκιστάν, στο Τουρκμενιστάν και στο Τατζικιστάν πριν μετακομίσει στη Λετονία σε ηλικία 44 ετών. Αρχικά δεν προσμετρήθηκε χρόνος που εργάστηκε στο εξωτερικό στους υπολογισμούς των συντάξιμων χρόνων. Αυτό τροποποιήθηκε αργότερα για να ληφθεί υπόψη ο χρόνος εργασίας στην Ρωσία και μόνο. Από τότε που προσέφυγε στο Δικαστήριο, η προσφεύγουσα απέκτησε τη ρωσική υπηκοότητα.
Στους τέσσερις από τους πέντε προσφεύγοντες αρνήθηκαν την πρόωρη συνταξιοδότηση βάσει αυτών των υπολογισμών των συντάξιμων χρόνων.
Σχετικές δικαστικές αποφάσεις
Το 2001 το Συνταγματικό Δικαστήριο της Λετονίας αποφάσισε επί του θέματος, θεωρώντας ότι η καταβολή συντάξεων βασίζονταν στην αρχή της αλληλεγγύης και ως εκ τούτου δεν υπήρχε σύνδεση μεταξύ των εισφορών και των μεταγενέστερων καταβολών και επομένως δεν αποτελούσαν δικαίωμα ιδιοκτησίας. Έκρινε ότι η Λετονία δεν θα έπρεπε να αναλάβει τις ευθύνες άλλων κρατών σχετικά με τέτοιες καταβολές.
Το 2009 το Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου εξέδωσε την απόφαση Andrejeva κατά Λετονίας (55707/00), θεωρώντας ότι υπήρξε αδικαιολόγητα διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των Λετονών υπηκόων και των «μόνιμων διαμενόντων αλλοδαπών» και ότι το Δημόσιο δεν μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη παρά την έλλειψη διμερών συμφωνιών που διέπουν την περιοχή και απέρριψε τους ισχυρισμούς της Κυβέρνησης ότι η κα Andrejeva θα μπορούσε να γίνει Λετονή πολίτης για να αποκτήσει τα δικαιώματα, διαπιστώνοντας παραβιάσεις του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Μετά την απόφαση Andrejeva, ο κ. Savickis, ο κ. Ņesterovs, η κα Sivicka και η κα Vagapova απέτυχαν να επανεξεταστούν τα αιτήματα για τον καθορισμό του ποσού των συντάξεων τους και έτσι κινήθηκαν διοικητικές διαδικασίες. Οι προσφυγές τους απορρίφθηκαν το 2009. Το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου αφορούσε μόνο την κα Andrejeva. Έκρινε ότι απαιτούνταν νομοθετική αλλαγή για να επιτραπεί η αναψηλάφηση της υπόθεσης. Αυτοί οι τέσσερις προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτηση αναθεώρησης της εν λόγω απόφασης στο Συνταγματικό Δικαστήριο βάσει ότι η καταγγέλλουσα διαφορά στη μεταχείριση μεταξύ πολιτών και «μονίμως διαμενόντων μη υπηκόων» κατά τον υπολογισμό των συντάξεων είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα και τη Σύμβαση. Η χωριστή προσφυγή του κ. Podoļako συσχετίστηκε αργότερα στη δική τους.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο δήλωσε ότι η Λετονία δεν ήταν διάδοχος των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της πρώην ΕΣΣΔ και έτσι «σύμφωνα με το δόγμα της κρατικής συνέχειας, το νέο κράτος δεν απαιτείται να αναλάβει υποχρεώσεις που απορρέουν από τις υποχρεώσεις του κράτους κατοχής». Έκρινε επιπλέον ότι «η διαφορά μεταχείρισης κατά τον υπολογισμό των συντάξεων για τους πολίτες και [«οι μη υπήκοοι μόνιμα διαμένοντες» είχαν] αντικειμενικούς και εύλογους λόγους».
Το δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν στερηθεί τις συντάξεις τους και ότι η διαφορά στη μεταχείριση ήταν δικαιολογημένη και ανάλογη και απέρριψε την υπόθεση.
Βασιζόμενοι στο άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν ότι ο διαχωρισμός τους ως «μονίμων διαμενόντων, μη υπηκόων» οδήγησε σε άνιση μεταχείριση αναφορικά με τον καθορισμό του ποσού της σύνταξης που δικαιούνταν και του δικαιώματος τους για πρόωρη συνταξιοδότηση.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε τον θάνατο του Savickis και ότι κανένας στενός συγγενής δεν επιθυμούσε να το αναλάβει την προσφυγή και διέγραψε την προσφυγή του.
Οι υπόλοιπες τέσσερις προσφυγές αφορούσαν μόνο εκείνες τις περιόδους που εργάζονταν εκτός του κράτους που θα είχε προσμετρηθεί στους υπολογισμούς της σύνταξης ενός Λετονού πολίτη. Αυτοί επίσης παραπονέθηκαν ότι τους αρνήθηκαν την πρόωρη συνταξιοδότηση λόγω της κατάστασής τους.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η Σύμβαση δεν παρέχει δικαίωμα σε σύνταξη ή σύνταξη συγκεκριμένου ποσού. Ωστόσο, εάν ένα κράτος δημιουργεί ένα συνταξιοδοτικό σύστημα, έπρεπε να το πράξει σύμφωνα με το άρθρο 14 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και το άρθρο 14 εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή.
Ειδικότερα, σημείωσε τα εξής: όλοι οι προσφεύγοντες πέραν του κ. Podoļako είχαν μετακομίσει στη Λετονία ως ενήλικες, υπήρχε έλλειψη διμερών συμφωνιών με το Αζερμπαϊτζάν και το Ουζμπεκιστάν που είχε επηρεάσει ορισμένες από τις συντάξεις των προσφευγόντων, δεν υπήρχε πρόβλεψη εξαγοράς της στρατιωτικής θητείας και υπήρχε επανυπολογισμός των συντάξεων μετά από διμερή συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ Λετονίας και Ρωσίας, η οποία είχε βελτιώσει ορισμένες από τις καταστάσεις των προσφευγόντων.
Το Δικαστήριο επανέλαβε το συμπέρασμά του από την απόφαση Andrejeva – ότι η εθνικότητα ήταν το μόνο κριτήριο διάκρισης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών στη Λετονία, σε συγκεκριμένους πολίτες και «μόνιμους κατοίκους μη υπηκόους» – και διαπίστωσε ότι αυτό ισχύει και στην εν λόγω υπόθεση. Δεδομένου αυτού, το Δικαστήριο ανέφερε ότι χρειάζονταν σοβαροί λόγοι για να δικαιολογηθεί μια τέτοια διαφορά, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης και τη διακριτική ευχέρεια («περιθώριο εκτίμησης») που επιτρέπεται στα κράτη-μέλη.
Το Δικαστήριο βεβαιώθηκε ότι οι προσφεύγοντες βρίσκονταν σε σχετικά παρόμοια κατάσταση με τους Λετονούς πολίτες σχετικά με τις συντάξεις. Θεώρησε επίσης ότι οι δεδηλωμένοι στόχοι του κράτους – η ανοικοδόμηση της ζωής μετά την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας και η προστασία του οικονομικού συστήματος της χώρας – ήταν νόμιμοι.
Όσον αφορά την αναλογικότητα των μέτρων που έλαβαν οι Λετονικές αρχές, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Λετονία δεν είχε καμία υποχρέωση να αναλάβει συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις που χρονολογούνται από τη σοβιετική περίοδο. Δήλωσε ότι υπήρχε προνομιακή μεταχείριση στους Λετονούς πολίτες σύμφωνα με τον στόχο της ανοικοδόμησης της ζωής του έθνους.
Σημείωσε ότι το νομικό καθεστώς των προσφευγόντων ήταν σε μεγάλο βαθμό θέμα προσωπικών φιλοδοξιών και όχι μια αμετάβλητη κατάσταση, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η μακρά περίοδος κατά την οποία οι προσφεύγοντες ήταν σε θέση να αποκτήσουν Λετονική υπηκοότητα, σε αντίθεση με την περίπτωση της κας Andrejeva. Οι προσφεύγοντες δεν είχαν στερηθεί τις βασικές συνταξιοδοτικές παροχές, ούτε είχαν επωμιστεί απώλεια των παροχών που προέρχονται από τις εν λόγω περιόδους απασχόλησης. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι συντάξεις στη Λετονία βασίζονταν σε εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και στην αρχή της αλληλεγγύης και ότι τα κράτη είχαν ευρεία διακριτική ευχέρεια στον τομέα αυτό. Το Δικαστήριο έμεινε ικανοποιημένο ότι η διαφορετική μεταχείριση είχε επιδιώξει τους αναφερόμενους στόχους και ότι οι λόγοι που προέβαλε η Κυβέρνηση για αυτό ήταν πράγματι αρκετά σοβαροί.
Έτσι, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εγχώριες αρχές είχαν ενεργήσει κατά τη διακριτική τους ευχέρεια σχετικά με την αξιολόγηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των προσφευγόντων και, ως εκ τούτου, δεν διαπιστώθηκε παραβίαση.
Ξεχωριστές απόψεις
Ο δικαστής Wojtyczek εξέφρασε σύμφωνη γνώμη. Οι δικαστές O’Leary, Grozev και Lemmens εξέφρασαν κοινή αντίθετη γνώμη. Οι δικαστές Seibert-Fohr εξέφρασαν αντίθετη γνώμη στην οποία συμμετείχαν οι δικαστές Turković, Lubarda και Chanturia. Οι απόψεις αυτές επισυνάπτονται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).