ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΑΝΙΦΑΒΑ
Εάν θέλεις να πιεις φθηνό φρέσκο γάλα καλύτερα να ταξιδέψεις μέχρι την Ιβηρική Χερσόνησο. Αλλά ακόμη και μέχρι τη Γαλλία να φτάσεις, θα το πληρώσεις λιγότερο από ό,τι στην Ελλάδα. Αλλωστε στο Παρίσι μπορείς να αγοράσεις το ίδιο πακέτο μακαρόνια 31 λεπτά φθηνότερα από ό,τι στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς σου.
Μπορεί τα ενοίκια να είναι απλησίαστα στην Πόλη του Φωτός, όμως τον στιγμιαίο καφέ θα τον αγοράσεις από το σούπερ μάρκετ κατά 50% φθηνότερα από ό,τι στο ελληνικό σούπερ μάρκετ. Για οδοντόκρεμα, πάνες –είδος για το οποίο οι ελληνικές οικογένειες ξοδεύουν μια περιουσία–, αλλά και απορρυπαντικά καλύτερα είναι να πας κατά Βερολίνο μεριά. Διότι εκεί θα αγοράσεις το ίδιο ακριβώς προϊόν, του ίδιου πολυεθνικού ομίλου και μάλιστα χωρίς να αναζητάς ποιο σούπερ μάρκετ έχει προσφορά, καθώς η χαμηλή τιμή είναι η αρχική τιμή, χωρίς δηλαδή να εμπεριέχει προωθητική ενέργεια.
Με άλλα λόγια, ο πληθωρισμός που «χτυπάει» εμάς και την παγκόσμια κοινότητα είναι μεν εισαγόμενος σε σημαντικό βαθμό, λόγω κυρίως της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων –είτε πρόκειται για πετρέλαιο είτε για φυσικό αέριο–, πρώτων και δεύτερων υλών, από χάλυβα και πλαστικά έως καλαμπόκι για ζωοτροφές και μαλακό σιτάρι για αλεύρι, όμως δεν είναι η μοναδική αιτία που οι τιμές στην Ελλάδα σε βασικά αγαθά είναι τόσο σε απόλυτα μεγέθη υψηλές όσο και σε σχέση με την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
Ενα πλέγμα παραγόντων –που μπορεί να ξεκινάει από το γεγονός ότι το τριφύλλι στην Ελλάδα κοστίζει περισσότερο γιατί πρέπει να κάψεις πετρέλαιο ή ρεύμα για να αντλήσεις νερό και να το ποτίσεις και να φτάνει μέχρι την κυριαρχία των προσφορών στη λειτουργία των σούπερ μάρκετ, λειτουργία που κρατάει σε υψηλά επίπεδα τις ονομαστικές τιμές και στην ουσία δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού– βρίσκονται πίσω από την… ενδημική ακρίβεια. Στα παραπάνω, βεβαίως, θα πρέπει να προστεθούν και οι υψηλοί έμμεσοι φόροι, τόσο ο ΦΠΑ όσο και ο ΕΦΚ, φόροι που αυξήθηκαν ή ακόμη και εμφανίστηκαν για πρώτη φορά, όπως στην περίπτωση του ΕΦΚ στον καφέ, την περίοδο των μνημονίων χάριν δημοσιονομικής προσαρμογής –ή σε απλά ελληνικά για να αυξηθούν τα κρατικά έσοδα– και επιβεβαίωσαν τη γνωστή ρήση «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού». Στην Ισπανία, για παράδειγμα, βασικά είδη διατροφής, όπως το γάλα, το ψωμί, τα αυγά, το τυρί επιβαρύνονται με ΦΠΑ 4%, όμως στην Ελλάδα με 13%. Στη Γερμανία ορισμένα τρόφιμα επιβαρύνονται με ΦΠΑ 7%, ενώ ακόμη και στην Αυστρία ο ΦΠΑ στο γάλα και τα δημητριακά είναι 10%. Στη δε Γαλλία, όλα τα τρόφιμα με εξαίρεση τις σοκολάτες, τις μαργαρίνες – φυτικά λίπη και το…χαβιάρι επιβαρύνονται με ΦΠΑ μόλις 5,5%.
Στην Ελλάδα οποιαδήποτε συζήτηση για μείωση του ΦΠΑ, τουλάχιστον σε βασικά είδη διατροφής, σταματάει πριν καν αρχίσει, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις προς την κυβέρνηση από προμηθευτές και λιανεμπόρους, με την κυβέρνηση μεν να ισχυρίζεται ότι δεν το πράττει διότι φοβάται ότι δεν θα περάσουν οι μειώσεις στις τελικές τιμές, την ίδια ώρα δε να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τους εκπροσώπους της βιομηχανίας και του λιανεμπορίου επιστρατεύοντας την παρωχημένη και, όπως αποδείχθηκε στο παρελθόν, αναποτελεσματική πρακτική της «συμφωνίας κυρίων».
Ανω του ευρωπαϊκού μέσου όρου οι αυξήσεις στις τιμές τροφίμων
Το 2020, εν μέσω πανδημίας δηλαδή, αλλά προ της εμφάνισης των πληθωριστικών πιέσεων, οι τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, σε επίπεδα πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και συγκεκριμένα κατά 5,4%. Το 2020 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν στο 74% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, ενώ το 2021, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat, αυτό υποχώρησε περαιτέρω –λόγω πανδημίας– στο 65% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Τον Μάιο, εξάλλου, η Ελλάδα κατέγραψε τον πέμπτο υψηλότερο πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, με βάση τις εκτιμήσεις της Eurostat για τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή, κάτι που οφείλεται όχι μόνο στον πολύ υψηλό ενεργειακό πληθωρισμό, αλλά και στις πολύ μεγάλες ανατιμήσεις στα τρόφιμα. Υπενθυμίζεται ότι ήδη, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι τιμές των τροφίμων – μη αλκοολούχων ποτών αυξήθηκαν τον Απρίλιο στην Ελλάδα σε ετήσια βάση κατά 10,9%.
Από τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ότι η Ελλάδα έχει τον έκτο υψηλότερο πληθωρισμό τροφίμων τον Απρίλιο (11,3%) μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης και υψηλότερα από τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη (7,7%). Σε ορισμένα μάλιστα πολύ βασικά προϊόντα οι αυξήσεις είναι όχι μόνο πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, αλλά και μεταξύ των υψηλότερων που καταγράφηκαν. Ενδεικτικά, στο ψωμί αύξηση 13,1% (8,6% στην Ευρωζώνη), στο κρέας 14,3%, που αποτελεί την υψηλότερη αύξηση στην Ευρωζώνη και σχεδόν σε διπλάσια επίπεδα από τον μέσο όρο σε αυτήν (7,8%), στα γαλακτοκομικά – τυριά και αυγά 11,8% (7,3% στην Ευρωζώνη), στα λαχανικά 13,8% (9,3% στην Ευρωζώνη), στις βρεφικές τροφές 9,3% (4,2% στην Ευρωζώνη), στα φρούτα 7,9% (5,4% στην Ευρωζώνη).
«Μια από τις αιτίες για το εάν έχουμε μεγάλες ανατιμήσεις ή όχι είναι το πού παράγονται οι βασικές πρώτες ύλες και φυσικά τα τελικά προϊόντα. Για παράδειγμα, οι αυξήσεις στην τιμή του σκληρού σιταριού, προϊόν με σημαντική εγχώρια παραγωγή, ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (76,1% στην Ελλάδα έναντι 82,1% στην Ε.Ε. τον Απρίλιο του 2022 σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν), όμως στο καλαμπόκι το οποίο εισάγει σε μεγάλες ποσότητες η Ελλάδα για ζωοτροφές, η αύξηση των τιμών ήταν η υψηλότερη που καταγράφηκε στην Ε.Ε. (95,5% στην Ελλάδα έναντι 57,9% στην Ε.Ε.). Η ελληνική κτηνοτροφία στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ξηρά τροφή για τις ζωοτροφές σε σύγκριση με ό,τι συμβαίνει στις άλλες χώρες. Ακόμη δε και για τα χωράφια με τριφύλλι, στην Ελλάδα χρειάζεται να καταναλώσεις ενέργεια για να τα ποτίσεις, κάτι που στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη δεν είναι αναγκαίο λόγω των καιρικών συνθηκών», επισημαίνει στην «Κ» ο Στέφανος Κομνηνός, συνιδρυτής της εταιρείας συμβούλων Netrino, αναλυτής της αγοράς και πρώην γενικός γραμματέας Εμπορίου.
Πέρα όμως από το δομικό πρόβλημα, υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Μόλις στις αρχές της εβδομάδας ο επικεφαλής της γαλακτοβιομηχανίας Κρι Κρι επανέλαβε τις καταγγελίες του για τεχνητές ελλείψεις και κερδοσκοπικά παιχνίδια σε ό,τι αφορά τις πρώτες ύλες, καταγγελίες που είχαν γίνει από το «συγγενικό» Ινστιτούτο Ελληνικού Γάλακτος τον Απρίλιο. Ετσι η τιμή παραγωγού για το αγελαδινό γάλα έφτασε από τα 0,38 ευρώ/λίτρο στα 0,50 ευρώ/λίτρο και φυσικά πέρασε και θα περάσει στην τιμή λιανικής των γαλακτοκομικών. Η τιμή του φρέσκου γάλακτος στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 8,2% τον Απρίλιο, αύξηση που μπορεί να είναι ελαφρώς χαμηλότερη από αυτή στην Ευρωζώνη (8,5%). Το πρόβλημα, βεβαίως, είναι ότι παρά τα όσα έγιναν και πριν από μερικά χρόνια με την περίφημη «εργαλειοθήκη ανταγωνισμού του ΟΟΣΑ», η οποία προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και τριγμούς στη συγκυβέρνηση Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ, το γάλα στην Ελλάδα παραμένει ακριβό. Η μέση τιμή για 1 λίτρο φρέσκο γάλα είναι 1,24 ευρώ (σ.σ. η επικρατούσα τιμή αυτή τη στιγμή για τον μεγαλύτερο «παίκτη» στην κατηγορία είναι 1,48 ευρώ στο σούπερ μάρκετ, με τη συσκευασία να φτάνει τα 2 ευρώ στα μικρά σημεία πώλησης), πολύ υψηλότερη από τη μέση τιμή σε χώρες γενικά φθηνότερες, όπως η Ισπανία, αλλά και η Γαλλία και η Γερμανία.
Την ίδια ώρα, όμως, στην Ελλάδα καταγράφονται πολύ μεγάλες αυξήσεις σε φρούτα και λαχανικά, προϊόντα τα οποία παράγονται εδώ. Πέρα από την επιβάρυνση που υπάρχει σήμερα από τις πολύ μεγάλες αυξήσεις στα λιπάσματα και την ενέργεια η οποία απαιτείται για τα θερμοκήπια, την άρδευση, αλλά και για τη μεταφορά των προϊόντων, οι υψηλές τιμές αποδίδονται σε μια εγγενή αδυναμία: ο κατακερματισμός με την ύπαρξη πολλών μικρών παραγωγών και πωλητών σημαίνει μεγάλη επιβάρυνση κόστους σε κάθε στάδιο της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Το ίδιο προϊόν 2,5 φορές ακριβότερο από τη Γερμανία
Ακόμη και δυόμιση φορές πάνω μπορεί να πληρώνει ένα νοικοκυριό στην Ελλάδα τις βρεφικές πάνες, αλλά και αρκετά άλλα προϊόντα που παράγονται από τους πλέον γνωστούς πολυεθνικούς ομίλους, από ό,τι ένα νοικοκυριό στη Γερμανία. Το παράδειγμα δεν είναι τυχαίο και δυστυχώς δεν είναι το μοναδικό: ένα πακέτο βρεφικές πάνες 23 τεμαχίων κοστίζει στην Ελλάδα 8,98 ευρώ, ενώ στη Γερμανία μπορεί να το βρει κάποιος σε κατάστημα πολύ μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ προς 3,80 ευρώ. Πρόκειται δε για τιμές που δεν περιέχουν κάποια προσφορά. Στο ελληνικό σούπερ μάρκετ η τιμή με την τρέχουσα προσφορά κατεβαίνει μεν στα 6,78 ευρώ, αλλά και πάλι είναι υπερδιπλάσια της τιμής στη Γερμανία.
Το ζήτημα δεν είναι τωρινό, αλλά ούτε και συγκυριακό. Ούτε είναι αποτέλεσμα των «κακών πολυεθνικών» που εκμεταλλεύονται τους δυστυχείς Ελληνες. Συμβαίνει εδώ και χρόνια και είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων που σχετίζονται τόσο με την παραγωγική δομή της Ελλάδας και τη λειτουργία της εγχώριας αγοράς. Κατ’ αρχάς, σε αρκετές από τις ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν εργοστάσια παραγωγής των πολυεθνικών σε βασικά καταναλωτικά προϊόντα, πολύ περισσότερα από όσα υπάρχουν στην Ελλάδα. Δεύτερον, το μέγεθος της ελληνικής αγοράς είναι εκ των πραγμάτων μικρό, κάτι που δεν ευνοεί την ύπαρξη πολύ χαμηλών περιθωρίων κέρδους. Υπάρχουν, όμως, και δύο ακόμη σημαντικοί παράγοντες. «Στην Ελλάδα προμηθευτές και λιανέμποροι συνεχίζουν να δουλεύουν πάρα πολύ με τις προσφορές, διότι εκπαίδευσαν έτσι τους καταναλωτές και τώρα βρίσκονται σε έναν φαύλο κύκλο. Κρατούν λοιπόν τις ονομαστικές τιμές ψηλά για να είναι τον μισό χρόνο στο ράφι με μειωμένη τιμή. Αυτό που γίνεται εδώ ωθεί τον αγοραστή να μη λαμβάνει ορθολογικές αποφάσεις, ειδικά μάλιστα καθώς είναι ελάχιστοι εκείνοι που ελέγχουν στο ταμπελάκι και την τιμή ανά μονάδα προϊόντος», υποστηρίζει ο κ. Κομνηνός. Επιπλέον σε χώρες όπως για παράδειγμα η Γερμανία και η Ισπανία, το οργανωμένο λιανεμπόριο ελέγχεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εκπτωτικές αλυσίδες (discounters), με συνέπεια να συμπαρασύρουν προς τα κάτω και τις τιμές των επωνύμων.
«Μαύρη» πρωτιά στον ενεργειακό πληθωρισμό
Οι μεγάλες αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας οφείλονται και σε εξωγενείς παράγοντες, αλλά και σε ελληνικές ιδιαιτερότητες. Για αυτό ο ενεργειακός πληθωρισμός, δηλαδή η άνοδος των τιμών στην ενέργεια τον Μάιο (σε σχέση με τον Μάιο του 2021) ήταν στην Ελλάδα 60,9% έναντι 39,2% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Τον Απρίλιο ήταν 57,6% έναντι 37,5% στην Ευρωζώνη. Κι αυτές οι αποκλίσεις υπάρχουν μετά τις κρατικές επιδοτήσεις προς τους καταναλωτές, οι οποίες είναι από τις πιο γενναιόδωρες μεταξύ των κρατών-μελών του ενιαίου νομίσματος.
Τέσσερις είναι οι βασικοί λόγοι που οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνονται περισσότερο σε σχέση με την Ευρωζώνη:
Η υψηλότερη συμμετοχή του φυσικού αερίου στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής, που φτάνει το 40%. Αλλες χώρες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, ενίσχυσαν την παραγωγή ρεύματος από άνθρακα (η πρώτη) και από πυρηνικά (η δεύτερη).
Οι ΑΠΕ στην Ελλάδα πληρώνονται με εγγυημένες τιμές, με αποτέλεσμα να μην ορίζουν τιμή στο σύστημα, ακόμη και σε ημέρες που η παραγωγή τους κυριαρχεί στο ενεργειακό μείγμα.
Η έλλειψη διασυνδέσεων για φθηνότερες εισαγωγές, αν και όποτε υπάρχουν, και η στενότητα ισχύος, δηλαδή η οριακή κάλυψη της ζήτησης σε ρεύμα.
Η ανωριμότητα της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Η Ελλάδα είναι η μοναδική αγορά στην Ευρώπη όπου η αύξηση της τιμής στη χονδρεμπορική αγορά περνάει σε ποσοστό σχεδόν 100% στη λιανική, όταν σε άλλες χώρες αυτό περιορίζεται στο 20%-50% διότι λειτουργούν τα μακροπρόθεσμα διμερή συμβόλαια, που δεν υπόκεινται στις διακυμάνσεις της χρηματιστηριακής αγοράς.
Σε ό,τι αφορά τα καύσιμα, η υψηλή τιμή οφείλεται στους φόρους. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις 30 Μαΐου, η Ελλάδα είχε την τρίτη υψηλότερη τελική μέση τιμή αμόλυβδης στην Ευρώπη (2,277 ευρώ/λίτρο), μετά τη Φινλανδία και τη Δανία. Ωστόσο, η προ φόρων τιμή ήταν η 12η υψηλότερη.