Άκυρη ως καταχρηστική η μονομερής καταγγελία σύμβασης δανείου από την συμβαλλόμενη Τράπεζα. Κρίθηκε ότι η άσκησή της υπερέβη καταφανώς τον κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος της καταγγελίας. Εύλογη καθυστέρηση των συμβατικών υποχρεώσεων της δανειολήπτριας ενάγουσας που οφειλόταν σε οικονομική αδυναμία της, στην οποία συνετέλεσε η ίδια η εναγομένη τράπεζα. Αντισυνταγματικότητα επιβολής τέλους δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές. Παρεμπόδιση της ανοιχτής πρόσβασης κάθε πολίτη στη Δικαιοσύνη και έμμεση κατάργηση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να αφομοιωθεί συλλήβδην σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον που θα δικαιολογούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την παραβίαση των δικαιωμάτων του πολίτη. Δεν είναι εξαιρετέος μάρτυρας ο συγγενής, όποιος αναπτύσσει κοινή οικονομική δράση με έναν από τους διαδίκους, πρόσωπα που επιδεικνύουν έντονο ενδιαφέρον και αναμειγνύονται στη δίκη υπέρ ενός διαδίκου. Οι λόγοι που αποκλείουν την εξέταση μάρτυρα πρέπει να προτείνονται πριν ορκιστεί ο εξαιρετέος μάρτυρα, διαφορετικά είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
ΑΡΙΘΜΟΣ 104/2014
(Αρ. κατ. αγωγής: 4585/2011)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αννα Λεοντίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών. Ανθή Κίτσου, Πρωτοδίκη, Μαρία Παπακώστα, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, και από το Γραμματέα Βασίλειο Μπισμπίκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 2 Απριλίου 2013 για να δικάσει την επόμενη υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ομορρύθμου Εταιρίας με την επωνυμία «… & ΣΙΑ Ο.Ε.», που εδρεύει στην Πάτρα (οδός Νόρμαν αρ. 18-20) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία μετετράπη σε ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «… και Σία ΕΕ», η οποία παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου της … και δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Αλέκου Καρώκη.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ALPHA ΒΑΝΚ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σταδίου αρ. 40) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Χάρη Μαραγκού.
Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 22/11/2011 και με αριθμό καταθέσεως 4585/2011 αγωγή της, η οποία προσδιορίστηκε για την ανωτέρω αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διάδικοι ν ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 64-67 του ν.δ. από 17.7/ 13.8.1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών, όταν δύο πρόσωπα, ακό τα οποία τουλάχιστον το ένα είναι έμπορος, συμφωνούν να καταχωρίζουν τις μεταξύ τους δοσοληψίες σε κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, τα οποία, μολονότι διατηρούν το νομικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν από την καταχώρηση τους την αυτοτέλεια τους και δεν μπορούν πλέον να επιδιωχθούν ή να διατεθούν χωριστά, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνον το κατάλοιπο που προκύπτει κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, με την αντιπαραβολή των κονδυλίων (ΟλΑΠ 31/1997. ΑΠ 1543/2007). Με τη σύμβαση δηλαδή του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλομένων μια διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της σύμβασης προϋποθέτει χρονική διάρκεια, αλλά και δυνατότητα χρεώσεων και από τις δύο πλευρές των συμβαλλομένων, χωρίς κατά τα λοιπό, να ενδιαφέρει αν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασμού έγιναν πράγματι χρεώσεις και από τις δύο πλευρές ή μόνο από τη μια (ΑΠ 715/2009). Ο αλληλόχρεος λογαριασμός κλείνει περιοδικά κάθε εξάμηνο, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, όχι όμως και σε διαστήματα μικρότερα του τριμήνου, ενώ οριστικά κλείνει οποτεδήποτε με καταγγελία οποιουδήποτε των μερών, οπότε ο δικαιούχος του καταλοίπου έχει δικαίωμα να το απαιτήσει αμέσως (άρθρ. 112§2 ΕισΝΑΚ σε συνδυασμό και με άρθρ. 47§2 ν.δ. 17.7/13.8. 1923). Συνεπώς εφόσον ο ίδιος ο νόμος επιτρέπει στα μέρη του αλληλόχρεου λογαριασμού να τον καταγγείλουν μονομερώς και να τον κλείσουν οριστικά οποτεδήποτε, δεν είναι άκυρη και η τυχόν όμοια συμφωνία τους, η οποία δεν εμπίπτει έτσι στην ακυρότητα του άρθρ. 372 ΑΚ ως δήθεν συμφωνία ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής στη απόλυτη κρίση του ενός από τους συμβαλλομένους (ΑΠ 1524/1991). Εξ άλλου ναι μεν κατά το άρθρο 281 του ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκηση του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμα του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησης του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του. σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμα του στο χρόνο που το άσκησε, μ’ αποτέλεσμα η πρόωρη άσκηση του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων από αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178. 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι. σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ1 αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης και το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού τους, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ’ αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παράπονα) ενέργειες της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕΕΜΠΔ 2012/417). Περαιτέρω, το δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια αποτελεί θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος), το οποίο κατοχυρώνεται και από την κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ άρθρα 6 και 13) και αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Ο ουσιαστικός νόμος καθορίζει τις ειδικότερες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής στη Δικαιοσύνη θεσπίζοντας δικονομικές προϋποθέσεις, δαπανήματα και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, πλην όμως, ο κοινός νομοθέτης δεν έχει απεριόριστη εξουσία προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών. Οι ρυθμίσεις του ουσιαστικού νόμου πρέπει να συνάπτονται προς τη λειτουργία των Δικαστηρίου και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θέτουν αδικαιολόγητους δικονομικούς φραγμούς στην παροχή εννόμου προστασίας από τα Δικαστήρια, οι οποίοι ισοδυναμούν με κατάργηση, άμεση ή έμμεση, του σχετικού δικαιώματος, άλλως οι ρυθμίσεις αυτές είναι προδήλως αντισυνταγματικές και αντίκεινται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, η επιβολή φορολογικού βάρους με τη μορφή του τέλους δικαστικού ενσήμου μόνο στις καταψηφιστικές αγωγές δεν συνιστούσε στέρηση του δικαιώματος αυτού καθώς συναρτάτο με την εκτελεστότητα της απόφασης και όχι με την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, δεδομένου ότι το δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη προστατευόταν επαρκώς με δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικής αγωγής. Η διαφορετική αντιμετώπιση της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική αγωγή στο θέμα του δικαστικού ενσήμου, είχε επαρκή δικαιοπολιτική εξήγηση, καθώς οι αποφάσεις επί καταψηφιστικών αγωγών είναι το δίχως άλλο εκτελεστές, ενώ οι αποφάσεις επί των αναγνωριστικών αγωγών δεν είναι εκτελεστές, το δε Δημόσιο δεν στερείται του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου που καταβάλλεται όταν η αναγνωριστική απόφαση γίνει, με τους όρους που στο νόμο προβλέπονται, εκτελεστή. Η επέκταση του δικαστικού ενσήμου, όμως, και στις αναγνωριστικές αγωγές και μάλιστα πλέον σε ποσοστό διπλάσιο από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα (άρθρο 6α του ν. 4093/2012), σημαίνει ότι πλέον καθίσταται του παραδεκτού της παράστασης του διαδίκου, γεγονός προδήλους αντισυνταγματικό, καθώς, καθιστώντας δυσβάσταχτη οικονομικά την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, περιορίζει και σε πολλές περιπτώσεις στερεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας. Στα πλαίσια αυτά, ο Αρειος Πάγος με την υπ αριθμ. 675/2010 απόφαση του. έκρινε ότι η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές δεν αναιρεί το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του διαδίκου «λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικό, προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής». Είναι προφανές ότι η νομική παραδοχή του Αρείου Πάγου περί της συνταγματικότητας του δικαστικού ενσήμου προϋπέθετε την απολεσθείσα πλέον δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στα Δικαστήρια με αναγνωριστική αγωγή, η άσκηση της οποίας χωρίς υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου προστατεύει ικανοποιητικά το συνταγματικό δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας. Με την αιτιολογική έκθεση επί του σχεδίου νόμου για το άρθρο 70 φέρεται ως σκοπός της νέας διάταξης η αύξηση των δημοσίων εσόδων, πρόβλεψη που αποτυπώνεται και στην σχετική Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους επί του σχεδίου νόμου. Πλην όμως, σύμφωνα και με τον έντονο νομικό προβληματισμό που διατύπωσε η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής με την έκθεση της επί του συγκεκριμένου νομοσχεδίου και κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ, η επίκληση αμιγώς ταμειακών αναγκών του Δημοσίου χωρίς σύνδεση με τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή για τη θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας. Αντίστοιχη είναι και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), κατά την οποία μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να αφομοιωθεί συλλήβδην σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον, το οποίο θα δικαιολογούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την παραβίαση των δικαιωμάτων του πολίτη. Αλλωστε, η υποχρεωτική επιβολή δικαστικού ενσήμου σε όλες τις αγωγές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο ή είναι χρηματικά αποτιμητές δεν συνδέεται με τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί επαρκώς από τις ταμειακές ανάγκες του δημοσίου από την «κινητοποίηση ενός πολυδάπανου δημόσιου μηχανισμού», όπως αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση. Πρώτον, διότι το λειτουργικό κόστος της Δικαιοσύνης όχι μόνο δεν έχει αυξηθεί, αλλά αντίθετα έχει περιοριστεί κατά πολύ (όμοια και Γνωμοδότηση Κ. Χρυσόγονου – Α. Καϊδατζή, για τη συνταγματικότητα του σχεδίου νόμου «Έγκριση μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016» παρ. Γ 7). Δεύτερον, διότι η Δικαιοσύνη δεν αποτελεί «μηχανισμό», όπως εσφαλμένα αναφέρεται στην ως άνω αιτιολογική έκθεση, αλλά αποτελεί δημόσια λειτουργία, συνταγματικά κατοχυρωμένη και χρηματοδοτούμενη από το δημόσιο προϋπολογισμό και δεν λειτουργεί με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας. Τρίτον, διότι θα έπρεπε με την ίδια λογική το σχετικό τέλος να επεκταθεί σε όλες τις αγωγές και όχι μόνο στις χρηματικά αποτιμητές, καθώς οι λοιπές αγωγές κινητοποιούν τον ίδιο πολυδάπανο «μηχανισμό» κατά την έκφραση της αιτιολογικής έκθεσης. Φαίνεται, αντίθετα, ότι η ρύθμιση αποκτά αποτρεπτικό, καταρχήν, και, στη συνέχεια, κυρωτικό χαρακτήρα, ειδικά για τις χρηματικά αποτιμητές αγωγές, καθώς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, με την επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές επιδιώκεται «να αποτραπεί η συζήτηση προπετών και αβασίμων αγωγών». Ο πολίτης, για λόγους καθαρά εισπρακτικούς, στερείται του δικαιώματος να προσφύγει στη Δικαιοσύνη χωρίς να καταβάλει δικαστικό ένσημο για να εμποδίσει την παραγραφή του δικαιώματος του, να άρει υφιστάμενη αβεβαιότητα περί της ύπαρξης του δικαιώματος ή της έκτασης του, να εκδώσει αναγνωριστική απόφαση, όταν υπάρχει αμφιβολία για τη φερεγγυότητα του οφειλέτη και για τη δυνατότητα εκτέλεσης της απόφασης, χωρίς βεβαίως όλα αυτά να μπορούν να θεωρηθούν προπετείς και αβάσιμες αγωγές. Αλλωστε, κατά το Σύνταγμα, μόνο τα αρμόδια Δικαστήρια και ουδείς άλλος, και βεβαίως όχι προκαταβολικά, μπορεί να κρίνει αν οι αγωγές είναι πράγματι προπετείς και αβάσιμες, προβλέπονται δε στον ΚΠολΔ επαρκείς ποινές (άρθρο 205) και κυρώσεις (άρθρα 178-179 περί δικαστικής δαπάνης) για τις περιπτώσεις τέτοιων αγωγών, ώστε να μην χρειάζονται άλλες και σε καμία περίπτωση το δικαστικό ένσημο δεν μπορεί να αποτελέσει τέτοιου είδους κύρωση. Επιπλέον, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι λαμβάνεται υπόψη το δικαστικό ένσημο στον υπολογισμό της επιδικαζόμενης δικαστικής δαπάνης, το γεγονός αυτό αφορά στο χρόνο μετά την παροχή δικαστικής προστασίας και δεν εξισορροπεί τα εμπόδια που τίθενται στον πολίτη κατά το χρόνο προσφυγής του στη Δικαιοσύνη.
Συνεπώς, η υποχρεωτική προσκομιδή δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές και μάλιστα τέτοιου ύψους, ως προϋπόθεση προσφυγής στη Δικαιοσύνη. αποτελεί συνταγματικά ανεπίτρεπτο περιορισμό που παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη Δικαιοσύνη και ισοδυναμεί με έμμεση κατάργηση του προστατευόμενου και από την ΕΣΔΑ δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, καθώς προσβάλλει την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος (Ολ. ΣΤΗ 601/2012 NOB 2012.376, Ολ. ΣΤΕ 3087/2011, Ολ Ελ. Συν 2006/2008 Α Δημοσίευση Νόμος, Ολ. ΣΤΕ 647/2004 ΔΕΕ 2004.821, ΑΕΔ 33/1995 Δνη 1995.571, ΕΔΔΑ της 28-10-1998, Αit Mououb κατά Γαλλίας, της 15-2-2000 GarciaManipardo κατά Ισπανίας, της 19-5-2001 Kreuz κατά Πολωνίας, Απόφαση ΕΔΔΑ της 24-5-2006 επί της υπόθεσης Αιακόπουλου κατά Ελλάδος στην προσφυγή υπ αριθμ. 20627/2004, σχόλιο Κ.Μπέη κάτωθι της ΑΠ 9/2002 σε Δίκη 2002.686, Εφετείο Πειραιά 55/2009. Δίκη 2009.246 με σχόλιο Κ.Μπέη). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 400 περ. 3 του ΚΠολΔ, εξαιρετέοι μάρτυρες είναι, μεταξύ άλλων, και τα πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη. Το συμφέρον που είναι δυνατόν να έχει κάποιος μάρτυρας από την έκβαση της δίκης μπορεί να είναι ηθικό ή υλικό, αλλά πάντως άμεσο και όχι έμμεσο (βλ. Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ. 2000, τόμος I. άρθρα 1-590, άρ. 400 IV. αριθμ. 8 και 9, σελ. 757). Προς τούτο, απαιτείται επί πλέον, όπως η έκβαση της δίκης έχει για τον συγκεκριμένο μάρτυρα, ως αναγκαία συνέπεια, επίδραση στην οικονομική ή ηθική υπόσταση του ιδίου (βλ. ΑΠ 391/2003 ΕλλΔνη 45. 1654, ΕφΠειρ 766/2005 ΕλλΔνη 2006. 919, ΕφΑΘ 6435/2004, ΕλλΔνη 46. 566), γεγονός το οποίο συμβαίνει όταν το δεδικασμένο, η εκτελεστότητα ή οι αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης εκτείνονται και στον εξαιρετέο μάρτυρα (βλ. Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ. 2000, τόμος I, άρθρα 1-590, άρ. 400 – IV, αριθμ. 9, σελ. 75.7). Δεν έχει άμεσο συμφέρον από τη δίκη και, συνεπώς, δεν είναι εξαιρετέος μάρτυρας ο συγγενής, όποιος αναπτύσσει κοινή οικονομική δράση με έναν από χους διαδίκους, πρόσωπα που επιδεικνύουν έντονο ενδιαφέρον και αναμειγνύονται στη δίκη υπέρ ενός διαδίκου (ΑΠ 1134/1992 ΕΕΝ 1993.743, Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ. 2000, τόμος I, άρθρα 1-590, άρ. 400 – IV, αριθμ. 10, σελ. 757 – 758). Περαιτέρω, η ένσταση εξαίρεσης του μάρτυρα δεν είναι γνήσια, ως μη στηριζόμενη σε αυτοτελές δικαίωμα, η δε περιεχόμενη σ’ αυτήν αίτηση δεν αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και δεν προκύπτει εκκρεμοδικία, η τυχόν δε αποδοχή της από το Δικαστήριο οδηγεί στη μη λήψη υπ’ όψιν της συγκεκριμένης μαρτυρικής κατάθεσης (ΑΠ 366/2004 ΝοΒ 53.480, ΑΠ 819/2002 ΕλλΔνη 44. 974, ΕΦ ΑΙΓΑΙΟΥ 148/2012, δημοσίευση Νόμος, ΕφΑθ 1396/2012 Δ/ΝΗ 2012/1076). Από τις διατάξεις των άρθρων 400 και 403 § 3 και 5 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι που αποκλείουν την εξέταση μάρτυρα πρέπει να προτείνονται από τον διάδικο πριν ορκιστεί ο εξαιρετέος μάρτυρας, αν δε προτείνονται μετά την όρκιση του είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι (ΑΠ 95/2008 δημοσίευση Νόμος, ΕφΑΘ 3357/2007, ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, εκθέτει ότι περί τα μέσα του έτους 2006, τα αρμόδια όργανα αυτής απεφάσισαν, στα πλαίσια της δραστηριοποιήσει»ς της στον τομέα των τουριστικών υπηρεσιών, την επέκταση της εν λόγω δραστηριότητας της και στον τομέα των ξενοδοχειακών υπηρεσιών. Κατόπιν έρευνας δε που πραγματοποίησαν, εντόπισαν το περιγραφόμενο στην αγωγή ξενοδοχειακό συγκρότημα, ιδιοκτησίας της εταιρίας «… ΑΕ», το οποίο εμφάνιζε τα εκτιθέμενα σ’ αυτή (αγωγή) πλεονεκτήματα, συνεκτιμωμένης δε της δυνατότητος υπαγωγής στον αναπτυξιακό νόμο 3299/2004, αποφάσισαν να προβούν στην αγορά του με ταυτόχρονη δανειοδότηση από τραπεζικό ίδρυμα και υποβολή αιτήσεως υπαγωγής στον εν λόγω νόμο, ώστε να τους δοθεί επιχορήγηση. Προς τούτο, απευθύνθηκαν στο υπ’ αριθμ. … υποκατάστημα της εναγομένης στην Πάτρα, και αφού εξέθεσαν λεπτομερώς στα διευθυντικά στελέχη της το προαναφερθέν επιχειρηματικό τους πλάνο, ξεκίνησαν τις διαπραγματεύσεις για τη χορήγηση δανείου. Ειδικότερα, οι νόμιμοι εκπρόσωποι της ενάγουσας κατέστησαν εξ αρχής σαφές ότι δεν τους ενδιέφερε απλώς και μόνο η αγορά της ανωτέρω ξενοδοχειακής μονάδας, αλλά επιδίωκαν την επέκταση της, αντλώντας, οικονομικούς πόρους τόσο από την επιχορήγηση της ένταξης της στον επενδυτικό νόμο όσο και από τη δανειοδότηση της από χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, καθώς η ίδια δεν διέθετε από μόνη της τα απαιτούμενα προς τούτο κεφάλαια. Πράγματι, η εναγομένη επέδειξε ενδιαφέρον για τη χρηματοδότηση της, παραπέμποντας την στην συνεργαζόμενη με αυτή (εναγομένη) εταιρία παροχής επιχειρηματικών συμβουλευτικών υπηρεσιών «ΙCAP Α.Ε.», με σκοπό να συνταχθεί μελέτη βιωσιμότητας της επιχειρηματικής της επένδυσης. Η εν λόγω εταιρία συνέταξε, το Δεκέμβριο του έτους 2006, τη σχετική μελέτη, βάσει της οποίας το επιχειρηματικό σχέδιο της ενάγουσας ήταν βιώσιμο, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα, το δε κόστος της υλοποίησης του ανερχόταν στο ποσό των 600.000 ευρώ. Μετά την εκπόνηση της μελέτης, τα διευθυντικά στελέχη της εναγομένης ήλθαν σε επικοινωνία με τους εκπροσώπους της ενάγουσας, ενημερώνοντας τους ότι θα τη χρηματοδοτούσαν σε όλα τα απαιτούμενα στάδια της επένδυσης. Μάλιστα, τους πρότειναν να χορηγηθεί πρώτα το απαιτούμενο κεφάλαιο για την αγορά της ξενοδοχειακής μονάδας, ακολούθως τα φυσικά πρόσωπα – εταίροι της ενάγουσας να προβούν στην εξαγορά των μετοχών της εταιρίας «… ΑΕ» με ίδια κεφάλαια, ώστε να δανειοδοτηθεί με εικοσαετή διάρκεια αποπληρωμής του δανείου, στη συνέχεια η εταιρία «… ΑΕ» να μισθώσει την ξενοδοχειακή μονάδα, ώστε να εκμεταλλευτεί αυτή κατόπιν της υπαγωγής της ενάγουσας στον αναπτυξιακό νόμο, ενώ η αποπληρωμή του δανείου θα γινόταν μέσω των μισθωμάτων και των εσόδων του ξενοδοχείου, μέσω εκχώρησης τους από τη «.. ΑΕ» στην ενάγουσα. Τέλος, συμφώνησαν να δοθεί η πρόσθετη δανειοδότηση με την προέγκριση της υπαγωγής της ενάγουσας στο Ν. 3299/2004. Σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων, οι διάδικοι κατήρτησαν την υπ’ αριθμ. …/15-2-2007 σύμβαση πιστώσεως με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, με την οποία χορηγήθηκε στην ενάγουσα πίστωση ύψους 700.000 ευρώ για την αγορά της ξενοδοχειακής μονάδας, στην οποία σύμβαση περιελήφθη ο όρος η τελευταία να μην προβεί στη σύναψη δανείων ή στην παραχώρηση εμπραγμάτων ασφαλειών προς τρίτους χωρίς την έγγραφη συναίνεση της εναγομένης. Αμέσως μετά την παροχή της πιστώσεως, οι εταίροι της ενάγουσας προέβησαν στην αγορά της ξενοδοχειακής μονάδας, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/15-2-2007 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πύργου … έναντι αναγραφόμενου τιμήματος 206.000 ευρώ και στην πραγματικότητα 700.000 ευρώ, ενώ με την 1099/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών χορηγήθηκε η εγγραφή πρώτης τάξεως προσημειώσεως υποθήκης στο εν λόγω ακίνητο υπέρ της εναγομένης. Ακολούθως, στις 06/03/2007 οι εταίροι της ενάγουσας προέβησαν στην εξαγορά της εταιρίας «… ΑΕ» αντί του ποσού των 155.876 ευρώ και, κατόπιν αυτού, ανέθεσαν τη διεκπεραίωση της διαδικασίας υπαγωγής της στο Ν. 3299/2004 στην εταιρία «Noisis ΑΕ». Ωστόσο, τον Αύγουστο του έτους 2007, η ξενοδοχειακή μονάδα επλήγη από τις εκτεταμένες πυρκαγιές που μάστισαν το νομό Ηλείας, με αποτέλεσμα η εν λόγω μονάδα να επιχορηγείται τελικώς σε ποσοστό 60% εκ της υπαγωγής στο Ν. 3299/2004, ένεκα του ότι εβρίσκετο σε πυρόπληκτη περιοχή. Τον Νοέμβριο του ιδίου έτους τα στελέχη της εναγομένης ενημέρωσαν την ενάγουσα ότι το ποσό της πρόσθετης δανειοδότησης ήταν έτοιμο προς εκταμίευση με τη λήψη της προέγκρισης. Αρχές του έτους 2008, οι εκπρόσωποι της ενάγουσας επισκέφτηκαν το υποκατάστημα της εναγομένης στην Πάτρα, προκειμένου να την ενημερώσουν για τη νέα μελέτη που εκπόνησε η εταιρία «Noisis ΑΕ», μετά. το χαρακτηρισμό της μονάδος ως πυρόπληκτης και την ένεκα αυτού επιχορήγηση σε ποσοστό μόλις 15% αντί του αρχικώς προβλεπόμενου με βάση τη μελέτη της «ICAP ΑΕ» 35%, οπότε διαπίστωσαν την αντικατάσταση των διευθυντικών στελεχών της εναγομένης, με τα οποία γινόντουσαν μέχρι τότε οι συζητήσεις. Τα νέα διευθυντικά στελέχη ζήτησαν προθεσμία δέκα ημερών για να ενημερωθούν εκ του σχετικού φακέλου, μετά το πέρας δε αυτό ζητήθηκε νέα συνάντηση λόγω μη επαρκούς ενημέρωσής τους, χωρίς, ωστόσο, να διακοπεί η επικοινωνία των διαδίκων για διάστημα πέντε μηνών έκτοτε, κατά την οποία ελάμβαναν διαβεβαιώσεις περί χορηγήσεως της πρόσθετης χρηματοδότησης. Εν τω μεταξύ, η εναγομένη έδωσε παράταση χρόνου στη καταβολή της πρώτης δόσεως του ήδη χορηγηθέντος δανείου. Εν συνεχεία, την 1η/9/2008 κατατέθηκε αίτηση υπαγωγής στο ν. 3299/2004 και στις 5/12/2008 εδόθη η προέγκριση της υπαγωγής. Στις 2/1/2009 υπεγράφη από τους διαδίκους πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου και με επιδότηση επιτοκίου, με την οποία ορίστηκε η καταβολή της πρώτης δόσης στις 3 0/6/2010, της δεύτερης στις 31/12/2010 και της τρίτης στις 30/6/2011. Συγχρόνως, τα στελέχη της εναγομένης προέτρεψαν τους εκπροσώπους της ενάγουσας να χρηματοδοτήσουν την εταιρία «… ΑΕ» για να ξεκινήσουν τις εργασίες επέκτασης της ξενοδοχειακής μονάδας, όπως και έγινε στη συνέχεια, καθώς και να προβούν σε εκχώρηση μέρους της επιχορήγησης εκ της υπαγωγής στον αναπτυξιακό νόμο προς την εναγομένη, προκειμένου να γίνει πιο γρήγορα η εκταμίευση της επιχορήγησης. Κατόπιν αυτών, η ενάγουσα ανέθεσε την εκτέλεση των εργασιών στην εταιρία «…», οι οποίες διενεργήθηκαν με ίδια κεφάλαια τόσο της ενάγουσας όσο και της «… ΑΕ», με αποτέλεσμα τον Ιανουάριο του έτους 2010, αμφότερες οι εταιρίες να έχουν εξαντλήσει τα κεφάλαια τους,, ενώ οι εργασίες έφτασαν μόνο σε ποσοστό 45% εκ της συνολικής κατασκευής, οπότε απευθύνθηκαν στην εναγομένη αιτούμενοι την εκταμίευση του ήδη συμφωνηθέντος πρόσθετου δανεισμού, δεδομένου ότι είχε ήδη προεγκριθεί η αίτηση υπαγωγής στο Ν. 3299/2004. Ωστόσο, τα στελέχη της εναγομένης τους διαβεβαίωναν ότι ο πρόσθετος δανεισμός θα τους δοθεί με την τελική υπαγωγή στο ν. 329/2004, η οποία επετεύχθη εν τέλει στις 29/7/2010, η απόφαση δε της Κεντρικής Γνωμοδοτικής Επιτροπής δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ στις 26/11/2010 και δη για ποσό 1.870.000 ευρώ. Η εναγομένη, όμως, δεν προέβη στη χορήγηση της δανειοδότησης, παρά την λήψη προέγκρισης και την οριστική υπαγωγή στον επενδυτικό νόμο, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η εκταμίευση της πρώτης δόσεως της επιχορηγήσεως, δεδομένου ότι οι εργασίες επέκτασης του ξενοδοχείου δεν είχαν ολοκληρωθεί στο απαιτούμενο ποσοστό 50%, συγχρόνως δε δεν τους παρείχε ούτε εγγυητική επιστολή προς το Υπουργείο ούτε και τους χορηγούσε έστω ένα μικρότερο ποσό για να προχωρήσουν οι εργασίες επέκτασης στο 50% και ν’ αναληφθεί η πρώτη δόση. Περαιτέρω, οι εκπρόσωποι της ενάγουσας επικοινώνησαν εκ νέου με τα στελέχη της εναγομένης, τα οποία τους παρέπεμψαν στο Επιχειρηματικό Κέντρο Πελοποννήσου, διότι η συνολική δανειοδότηση υπερέβαινε στο σύνολο της το ποσό του 1.000.000 ευρώ (700.000 ευρώ η αρχική + 472.000 ευρώ η πρόσθετη). Στη συνέχεια, οι εκπρόσωποι της ενάγουσας συναντήθηκαν, στις 2/11/2010 με τον εισηγητή και τον υποδιευθυντή του Επιχειρηματικού Κέντρου Πελοποννήσου, οι οποίοι, αφού διαπίστωσαν ότι υπήρχαν και άλλα ακίνητα στα οποία θα μπορούσαν να εγγράψουν επιπλέον προσημειώσεις υποθηκών, τους διαβεβαίωσαν ότι θα συναντηθούν άμεσα για τη διευθέτηση των τελικών λεπτομερειών για τη χορήγηση της πρόσθετης δανειοδότησης. Στις 23/11/2010, ωστόσο, ουδέποτε συναντήθηκαν εκ νέου, αντιθέτως, τους ενημέρωσαν ότι επρόκειτο να πραγματοποιήσουν επιτόπια αυτοψία στο χώρο της ξενοδοχειακής μονάδας εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου του Δεκεμβρίου 2010. Στη συνέχεια και ενώ είχαν καταστεί ήδη απαιτητές οι δύο πρώτες δόσεις του δανείου, χωρίς, όμως, η εναγομένη να δύναται να καταβάλει αυτές ένεκα ελλείψεως ρευστότητος, στις 17/1/2011, η εναγομένη διαβεβαίωσε εκ νέου τους εκπροσώπους της ενάγουσας ότι θα της χορηγούσε την πρόσθετη δανειοδότηση, διαβεβαίωση η οποία δόθηκε και στις επανειλημμένες συναντήσεις τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο του ιδίου έτους. Εν τέλει, η αυτοψία διενεργήθηκε στις 16/4/2011 και στις 20/4/2011 στέλεχος του Επιχειρηματικού Κέντρου ενημέρωσε τηλεφωνικώς τους εταίρους της ενάγουσας ότι απερρίφθη το αίτημα της περί πρόσθετης δανειοδότησης, καθώς και περί εκδόσεως εγγυητικής επιστολής προς το Ελληνικό Δημόσιο, μετέπειτα δε αυτό βεβαιώθηκε και εγγράφως με την με αριθμ. …/13-05-2011 επιστολή. Στις 30/06/2011 κατέστη απαιτητή και η τρίτη δόση του δανείου, την οποία δεν εξόφλησε η ενάγουσα, με αποτέλεσμα η εναγομένη να της κοινοποιήσει αρχικώς την από 27/09/2011 επιστολή περί καταβολής καθυστερούμενων τόκων από 1/7/2011 ύψους 51.583,18 ευρώ και ακολούθως, μετά τη λήψη της από 10/10/2011 εξωδίκου δηλώσεως της ενάγουσας περί αδυναμίας καταβολής της δόσεως λόγω οικονομικής δυσχέρειας οφειλόμενης στην απατηλή εκ μέρους της εναγομένης συμπεριφοράς, την από 10/11/2011 εξώδικη μονομερή καταγγελία της υπ’ αριθμ. …/15-2-2007 συμβάσεως δανείου. Η καταγγελία αυτή της συμβάσεως δανείου είναι με βάση την προπεριγραφείσα συμπεριφορά της εναγομένης καταχρηστική, ως αντικείμενη στις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών και, ως εκ τούτου, άκυρη, άλλως και, εφόσον κριθεί έγκυρη η καταγγελία, η τελευταία αντίκειται στα χρηστά ήθη, υποχρεωμένης της εναγομένης ν’ αποκαταστήσει κάθε θετική και αποθετική ζημία που υπέστη η ενάγουσα, ενώ συγχρόνως πρέπει να αποκατασταθεί και η ηθική βλάβη, που της προκάλεσε η εν λόγω συμπεριφορά, αφού εξαιτίας αυτής επλήγη η πίστη και η επαγγελματική της φήμη. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα αιτείται, οπως αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 10/11/2011 εξωδίκου μονομερούς καταγγελίας της υπ’ αριθμ. …/15-2-2007 συμβάσεως δανείου, άλλως, και εφόσον αυτή κριθεί έγκυρη, ν’ αναγνωριστεί, όπως το αίτημα της αγωγής νομοτύπως ετράπη σε έντοκο αναγνωριστικό δια των εγγράφων προτάσεων της ενάγουσας καθώς και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της νομίμως καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, ότι η ως άνω σύμβαση δανείου λύθηκε χωρίς τη συνδρομή σπουδαίου λόγου, καθώς και ν αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 600.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της πρώτης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και, τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εσόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρ. 14, 18, 25 παρ. 2. 33 και 41 του ΚΠολΔ), προκειμένου να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία, είναι δε αρκούντως ορισμένη, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου γενικόλογου γυρισμού της εναγομένης, και νόμιμη ως προς αμφότερες τις βάσεις αυτής, στηριζόμενη σης διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσης, καθώς και σε αυτές των άρθρων 70 και 176 του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί κηρύξεως της εκδοθησομένης αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής, το τυγχάνει απορριπτέο ως νόμιμο, καθόσον προσωρινά εκτελεστές κηρύσσονται μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις. Επομένως, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η υπό κρίση αγωγή ως αναγνωριστική υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο ?2 § 14 του Ν. 3994/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 21 § 2 του Ν. 4055/2012, στην καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, ωστόσο, οι ρυθμίσεις των νόμων αυτών κρίνονται, με βάση τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσης, ως αντικείμενες στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ και, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέες, β) δεν απαιτείται για το παραδεκτό της συζητήσεως της κρινόμενης αγωγής η προσκόμιση δήλωσης αποτυχίας της απόπειρας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, ενόψει της αντικαταστάσεως του άρθρου 214Α του ΚΠολΔ από το άρθρο 19 του Ν. 3994/2011, δυνάμει του οποίου καταργήθηκε η προβλεπόμενη στην προγενέστερη διάταξη της παραγράφου 8 του ως άνω άρθρου διαδικασία της εξώδικης επίλυσης της διαφοράς και της εφαρμογής της νέας διάταξης ακόμη και για τις αγωγές που έχουν ασκηθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του ως άνω νόμου (ήτοι την 25η-07-2011, βλ. άρθρο 72 παρ. 3 του Ν. 3994/2011) και δεν έχουν ακόμα συζητηθεί.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που δόθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, καθώς λαμβάνεται υπόψη η κατάθεση της μάρτυρος αποδείξεως, αφού η προταθείσα δια της προσθήκης αξιολόγησης των αποδείξεων ένσταση εξαιρέσεως αυτής κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των ταυτάριθμων με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως σε συνάρτηση και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσης, δεν προτάθηκε με δήλωση καταχωρηθείσα στα εν λόγω πρακτικά πριν από την όρκιση της μάρτυρος, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τυγχάνει ετερόρρυθμη εταιρία, δραστηριοποιούμενη στον τομέα των τουριστικών υπηρεσιών, στα πλαίσια δε της δραστηριότητος της αυτής οι εταίροι της αποφάσισαν την επέκταση της στον τομέα των ξενοδοχειακών υπηρεσιών. Κατόπιν σχετικής έρευνας, απεφάσισαν την αγορά ενός ξενοδοχειακού συγκροτήματος, ιδιοκτησίας της εταιρίας με την επωνυμία «… ΑΕ», το οποίο εβρίσκετο επί οικοπέδου εκτάσεως 3.002,62 τ.μ., κείμενου στο δ.δ. Αρχαίας Πίσσας του Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας του Νομού Ηλείας, περιοχή ιδιαιτέρως τουριστική, αντί τιμήματος 700.000 ευρώ, με σκοπό την επέκταση του και όχι απλώς και μόνο την εκμετάλλευση της ήδη υπάρχουσας μονάδος, δεδομένου ότι το εν λόγω ακίνητο εμφάνιζε υπόλοιπο δόμησης 2.000 τ.μ., και την ταυτόχρονη υποβολή αιτήσεως υπαγωγής στο Ν. 3299/2004, ο οποίος προέβλεπε τη δυνατότητα επιχορηγήσεις ιδιωτικών επενδύσεων σε συνδυασμό με τραπεζική δανειοδότηση, αφού η ενάγουσα εταιρία, παρά την εύρωστη οικονομική της κατάσταση κατά το χρονικό αυτό σημείο, δεν διέθετε τα απαιτούμενα για την υλοποίηση του προπεριγραφέντος επιχειρηματικού της πλάνου κεφάλαια. Προς τούτο, άρχισε να διενεργεί έρευνα περί της δυνατότητος τραπεζικής δανειοδότησης του προρρηθέντος πλάνου της, για το λόγο δε αυτό οι εταίροι της επισκέφθηκαν το υποκατάστημα της εναγομένης στην Πάτρα επί της οδού …, όπου συναντήθηκαν με τα διευθυντικά στελέχη αυτής, … και …, στους οποίους εξέθεσαν το ανωτέρω αναφερόμενο επιχειρηματικό τους σχέδιο, καθιστώντας σαφές ότι δεν ενδιαφερόταν για την αγορά του ως άνω ακινήτου, αλλά για την επέκταση του με τη διοχέτευση ιδίων κεφαλαίων σε συνδυασμό με την υπαγωγή στο ν. 3299/2004 και την τραπεζική δανειοδότηση. Τα στελέχη της εναγομένης εξεδήλωσαν έντονο ενδιαφέρον για το πλάνο αυτό, ύστερα δε από αρκετές συναντήσεις με τους εταίρους της ενάγουσας, παρέπεμψαν την τελευταία στην εταιρία ερευνών και επενδύσεων με την επωνυμία «ICAP ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ, ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ», προκειμένου να εκπονήσει μελέτη βιωσιμότητας του επενδυτικού της πλάνου. Πράγματι, η, ενάγουσα απευθύνθηκε στην ανωτέρω αναφερόμενη εταιρία, η οποία, κατόπιν συνάψεως της από 9/11/2006 συμβάσεως έργου, εκπόνησε την από Δεκέμβριο του 2006 μελέτη σκοπιμότητος για την εξαγορά και επέκταση ξενοδοχειακής μονάδος, με βάση την οποία η επένδυση (ήτοι η αγορά και επέκταση της ξενοδοχειακής μονάδας, καθώς και εξαγορά της εταιρίας «… ΑΕ» με χρήση ίδιων κεφαλαίων και παράλληλη δανειοδότηση και επιχορήγηση) κρίθηκε συμφέρουσα σε όλα τα διερευνηθέντα σενάρια, καθώς παρουσιάζει θετική καθαρή παρούσα αξία και εσωτερικό συντελεστή απόδοσης μεγαλύτερο του κόστους κεφαλαίου ποσού 1.450.000 ευρώ. Τα στελέχη της εναγομένης, αφού έλαβαν γνώση της μελέτης της «ICAP ΑΕ», στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετείχε και η εναγομένη, θεωρώντας αυτή αξιόπιστη, ενημέρωσαν τους εκπροσώπους της ενάγουσας ότι θα χρηματοδοτούσαν το επιχειρηματικό τους πλάνο σε όλα τα απαιτούμενα στάδια αυτού. Μάλιστα, τους πρότειναν να χορηγηθεί πρώτα το απαιτούμενο κεφάλαιο για την αγορά της ξενοδοχειακής μονάδας, ακολούθως τα φυσικά πρόσωπα – εταίροι της ενάγουσας να προβούν στην εξαγορά των μετοχών της εταιρίας «… ΑΕ» με ίδια κεφάλαια (γεγονός το οποίο ελήφθη υπόψη κατά την εκπόνηση της μελέτης από την ICAP ΑΕ), ώστε η ενάγουσα να δανειοδοτηθεί με εικοσαετή διάρκεια αποπληρωμής του δανείου, αντί της πενταετούς διάρκειας που προβλεπόταν για τη δανειοδότηση εξαγοράς εταιριών, στη συνέχεια δε η εταιρία «… ΑΕ» να μισθώσει την ξενοδοχειακή μονάδα, ώστε να εκμεταλλευτεί αυτή, ενώ η αποπληρωμή του δανείου θα γινόταν μέσω των μισθωμάτων και των εσόδων του ξενοδοχείου, μέσω εκχώρησης τους από τη «… ΑΕ» στην ενάγουσα. Σε υλοποίηση των συμφωνηθέντων η εναγομένη προέβη αρχικώς στη δανειοδότηση της ενάγουσας, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η αγορά της ξενοδοχειακής μονάδος, χορηγώντας της, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/15-2-2007 συμβάσεως πιστώσεως με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, δάνειο ύψους 700.000 ευρώ. Περαιτέρω, με την από 15/02/2007 Πρόσθετη Πράξη, η διάρκεια του δανείου συμφωνήθηκε εικοσαετής με περίοδο χάριτος έως 28/02/2008 (όρος 6.1), ενώ ρητά ορίστηκε ότι το δάνειο χορηγήθηκε για την αγορά επαγγελματικού ακινήτου (όρος 4.1), συγχρόνως δε τα μέρη συμφώνησαν την εγγραφή α’ προσημειώσεως υποθήκης επί του ακινήτου (όρος 5.3), καθώς και ότι, αφενός, η εξόφληση του δανείου θα πραγματοποιηθεί σε τριμηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις της πρώτης εξ αυτών καταβλητέας στις 28/05/2008 της δε τελευταίας στις 28/02/2017 (όρος 6.2), αφετέρου, ότι η ενάγουσα, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση των οφειλών της που απορρέουν από το δάνειο, υποχρεούται α) να μην προβεί, χωρίς προηγούμενη συναίνεση της εναγομένης, σε σύναψη νέων μεσοπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων δανείων, β) να μη διακόψει αδικαιολόγητα τις εργασίες της επιχειρήσεως και γ) να μην επιβαρύνει περαιτέρω, χωρίς έγγραφη συναίνεση της εναγομένης ακίνητα ή εγκαταστάσεις τους, επί των οποίων η τελευταία έχει εγγράψει εμπράγματα βάρη (όρος 9.1). Επιπροσθέτως, με τον 10.2 όρο της υπ’ αριθμ. …/2007 συμβάσεως ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η εναγομένη τόσο σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε όρου της συμβάσεως αλλά οποτεδήποτε για οποιοδήποτε λόγο δικαιούται να κλείνει οριστικά την πίστωση και τους λογαριασμούς που την εξυπηρετούν, το κατάλοιπο των οποίων θα γίνεται αμέσως με το κλείσιμο τους απαιτητό. Σε εξυπηρέτηση της εν λόγω συμβάσεως δανείου ανοίχθηκε ο υπ’ αριθμόν … λογαριασμός, το συνολικό δε ποσό του δανείου εκταμιεύτηκε και αναλήφθηκε στις 06/03/2007. Μετά την εκταμίευση του δανείου, οι εκπρόσωποι της ενάγουσας προέβησαν στην αγορά του οικοπέδου μετά της επ’ αυτού υφιστάμενης ξενοδοχειακής μονάδος από την «… ΑΕ», δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/15-02-2007 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πύργου …, αντί εμφανιζομένου στο συμβόλαιο τιμήματος 206.000 ευρώ, στην πραγματικότητα, όμως, αντί του ποσού των 700.000 ευρώ, καταβληθέντος στις 06/03/2007 (ημέρα ανάληψης και του ποσού του δανείου), όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …/6-3-2007 πράξη εξόφλησης τιμήματος της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου. Σε εκτέλεση δε του όρου 5 της προαναφερθείσης πρόσθετης πράξεως ενεγράφη προσημείωση υποθήκης στο ως άνω ακίνητο με την 1099/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Ακολούθως, οι εταίροι της ενάγουσας, όπως τους είχαν υποδείξει τα διευθυντικά στελέχη της εναγομένης, προέβησαν στην εξαγορά του μετοχικού κεφαλαίου της «… ΑΕ» με ίδια κεφάλαια, δυνάμει των από 06/03/2007 ιδιωτικών συμφωνητικών. Καθ’ όλη τη διάρκεια των ενεργειών αυτών της ενάγουσας, τα διευθυντικά στελέχη της εναγομένης ήταν ενήμερα για την πορεία και εξέλιξη αυτών, αφού οι ενέργειες αυτές έγιναν καθ’ υπόδειξη τους, με αποτέλεσμα, τα στελέχη της να ενημερώσουν τους εταίρους της ενάγουσας ότι η πρόσθετη δανειοδότηση ποσού 260.000 ευρώ θα χορηγείτο με την προέγκριση της υπαγωγής της «… ΑΕ», εταιρίας συμφερόντων της ενάγουσας, στο Ν. 3299/2004. Εν τω μεταξύ, η ενάγουσα ήταν συνεπής ως προς τις δανειακές της υποχρεώσεις έχοντας καταβάλει τους οφειλόμενους μέχρι τότε τόκους. Ωστόσο, τον Αύγουστο του έτους 2007 η περιοχή, όπου βρισκόταν η ξενοδοχειακή μονάδα επλήγη από τις εκτεταμένες πυρκαγιές, που μάστισαν το νομό Ηλείας, υφιστάμενο ζημίες, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς ως πυρόπληκτο. Στη συνέχεια, υπεγράφη η υπ’ αριθμ. …/17-01-2008 σύμβαση μισθώσεως ξενοδοχείου της συμβολαιογράφου Πατρών …, όπως η εν λόγω σύμβαση διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. …/23-06-2009 πράξη της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, βάσει της οποίας η εταιρία «… ΑΕ» μίσθωσε από την ενάγουσα την ξενοδοχειακή μονάδα για χρονικό διάστημα δεκαεπτά ετών (17), έναντι ετησίου μισθώματος ύψους 10.000 ευρώ, προβλεπομένης της δυνατότητος κατασκευής νέων κτιρίων μέχρις εξαντλήσεως του συντελεστή δόμησης με δαπάνες της μισθώτριας. Περαιτέρω, η ενάγουσα ανέθεσε τη διεκπεραίωση της διαδικασίας υπαγωγής της στο Ν. 3299/2004 στην εταιρία «Noisis ΑΕ», στην οποία προβλεπόταν η κατασκευή ξενοδοχειακής μονάδος 39 κλίνων, τραπεζική συμμετοχή ποσοστού 15% αντί του αρχικά υπολογισθέντος 35%, ένεκα του χαρακτηρισμού της περιοχής της ξενοδοχειακής μονάδος ως πυρόπληκτης, ήτοι ποσού τραπεζικής δανειοδότησης ύψους 480.000 ευρώ περίπου αντί του αρχικώς εκτιμώμενου των 260.000 ευρώ. Ύστερα από τις εξελίξεις αυτές, οι εκπρόσωποι της ενάγουσας επισκέφτηκαν το υποκατάστημα της εναγομένης στην Πάτρα, προκειμένου να την ενημερώσουν για τη νέα μελέτη που εκπόνησε η εταιρία «Noisis ΑΕ», καθώς και για την τροποποίηση των μέχρι τότε δεδομένων, οπότε διαπίστωσαν την αντικατάσταση των διευθυντικών στελεχών της εναγομένη … και … από τους κ.κ. … αντίστοιχα, οι οποίοι ζήτησαν ολιγοήμερη προθεσμία για να ενημερωθούν για την υπόθεση της ενάγουσας, διατηρώντας, ωστόσο, επικοινωνία μαζί τους, κατά την οποία τους παρείχαν διαβεβαιώσεις ότι η υπόθεση τους βαίνει καλώς και δίχως ουδέποτε να τους αναφέρουν ότι υπάρχει πρόβλημα με την πρόσθετη δανειοδότηση. Ακολούθως, η εταιρία «Noisis ΑΕ» είχε ήδη καταθέσει την αίτηση της «… ΑΕ» για την υπαγωγή της στο ν. 3299/2004, η οποία αίτηση έλαβε προέγκριση για την κατ’ αρχήν πλήρωση των όρων επιλεξιμότητος, όπως γνωστοποιήθηκε στην αιτούσα εταιρία με την υπ’ αριθμ. πρωτ. …/05-12-2008 βεβαίωση της Γενικής Διεύθυνσης ιδιωτικών επενδύσεων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Ωστόσο, τα στελέχη της εναγομένης δεν προέβησαν στη χορήγηση της πρόσθετης δανειοδότησης, αντιθέτως μετακύλησαν τη χορήγηση της στην τελική υπαγωγή της εταιρίας στον αναπτυξιακό νόμο, χωρίς και πάλι, να ενημερώσουν την ενάγουσα ότι δεν επρόκειτο να της τη χορηγήσουν. Αργότερα και δη στις 02/01/2009 υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων η από 02/01/2009 Πρόσθετη Πράξη «αναγνωρίσεως και ρυθμίσεοχ οφείλουν επιχειρήσεων και επαγγελματιών νομών … Ηλείας…. πληγέντων εκ πυρκαγιών του έτους 2007 με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου και επιδότηση επιτοκίου» με την οποία δόθηκε, μεταξύ άλλων, περίοδος χάριτος μέχρι 01/01/2010 (όρος 5.3), συμφωνήθηκε δε ότι σε περίπτωση μη πληρωμής τριών (3) διαδοχικών δόσεων θα καθίσταται αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το ποσό της οφειλής και θα κινείται η διαδικασία καταπτώσεως της εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου (όρος 5.4). Μετά την προέγκριση της αιτήσεως υπαγωγής στον αναπτυξιακό νόμο και εκδοθείσης της υπ’ αριθμ. 190/2009 αδείας οικοδομής – ανέγερσης ξενοδοχείου τεσσάρων αστέρων με κατεδάφιση ισογείου κτιρίου, ανέγερση νέου και προσθήκη κατ’ επέκταση της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Πύργου, η ενάγουσα ανέθεσε την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής του ξενοδοχείου στην εταιρία «…», οι οποίες διενεργήθηκαν με ίδια κεφάλαια τόσο της ενάγουσας όσο και της «… ΑΕ» και συνεχίστηκαν μέχρι τις αρχές του έτους 2010 περίπου, έχοντας ολοκληρωθεί σε ποσοστό 45% εκ του συνόλου, έκτοτε δε διεκόπησαν, αφού αμφότερες οι εταιρίες είχαν εξαντλήσει τα κεφάλαια τους, οπότε απευθύνθηκαν στην εναγομένη αιτούμενοι τη χορήγηση του ήδη συμφωνηθέντος πρόσθετου δανεισμού, τα στελέχη της οποίας τους διαβεβαίωνναν ότι ο πρόσθετος δανεισμός θα τους δοθεί με την τελική υπαγωγή στο ν. 3299/2004. Την Ιη/ϊ0/2010 η αρμόδια Κεντρική Γνωμοδοτική Επιτροπή της Γενικής Διεύθυνσης ιδιωτικών επενδύσεων γνωμοδότησε θετικά ως προς την τελική υπαγωγή της «… ΑΕ» στο ν. 3299/2004 με επιχορήγηση ύψους 1.882.500 ευρώ. Στις 14/09/2010 ο Όμιλος … ΑΕ – …& Σία ΟΕ απηύθυνε εγγράφως στην εναγομένη αίτημα χρηματοδότησης της «.. ΑΕ», με το οποίο την ενημέρωνε ότι είχε εγκριθεί η τελική υπαγωγή της με ποσό επιχορήγησης 1.882.500 ευρώ, ότι η πρόοδος των εργασιών κατασκευής της ξενοδοχειακής μονάδας άγγιζε ποσοστό 45%, καθώς και ότι με την ολοκλήρωση των εργασιών σε ποσοστό 50% θα ελάμβανε το ήμισυ της επιχορήγησης. Με βάση αυτά ζητούσε από την εναγομένη I) την έγκριση εφάπαξ κεφαλαίου κίνησης 500.000 ευρώ με υποσχετική διάρκειας έξι (6) μηνών, το οποίο θα αφορά προχρηματοδότηση μέρους της εγκεκριμένης επιχορήγησης με πλήρη ειδική κάλυψη ή νομότυπη επιχορήγηση στην εναγομένη του ποσού 50% της επιχορήγησης, 2) την έγκριση μεσομακροπρόθεσμου δανείου παγίων ύψους 482.000 ευρώ σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις, που θα εξέταζε η εναγομένη. Επιπλέον, οι εκπρόσωποι της ενάγουσας επικοινώνησαν εκ νέου με τα στελέχη της εναγομένης, τα οποία αιφνιδίως τους ενημέρωσαν ότι έπρεπε να τους παραπέμψουν στο Επιχειρηματικό Κέντρο Πελοποννήσου, το οποίο ήταν πλέον αρμόδιο, διότι η συνολική δανειοδότηση υπερέβαινε στο σύνολο της το ποσό του 1.000.000 ευρώ (700.000 ευρώ η αρχική + 482.000 ευρώ η πρόσθετη). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι τον Ιούνιο και το Δεκέμβριο του έτους 2010 κατέστησαν ληξιπρόθεσμες οι δύο πρώτες δόσεις των τόκων του ήδη χορηγηθέντος δανείου, χωρίς η ενάγουσα να δύναται να τις αποπληρώσει λόγω της οικονομικής δυσπραγίας που αντιμετώπιζε από την ανάλωση των κεφαλαίων της για τις εργασίες επέκτασης του ξενοδοχείου. Πράγματι, οι εταίροι της ενάγουσας συναντήθηκαν περί τα τέλη του 2010 με τον εισηγητή του Επιχειρηματικού Κέντρου Πελοποννήσου, κ. Κ…, ο οποίος, αφού ενημερώθηκε εκ νέου σχετικά με την πρόσθετη δανειοδότηση της ενάγουσας, τους ζήτησε πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη ακινήτων ελεύθερων βαρών, προκειμένου να εγγραφούν προσημειώσεις υποθηκών ως επιπρόσθετη εμπράγματη ασφάλεια για την εναγομένη για την χορήγηση του πρόσθετου δανείου ύψους 480.000 ευρώ περίπου, χωρίς ουδέποτε να τους αναφέρει ότι το αίτημα τους εμφάνιζε δυσχέρειες ικανοποίησης του ή ότι επρόκειτο ν’ απορριφθεί, αντιθέτως, τους ενημέρωσαν ότι θα συναντηθούν εκ νέου για να ρυθμίσουν τις λεπτομέρειες του δανείου. Περαιτέρω, στις 05/11/2010 εξεδόθη η υπ’ αριθμ. πρωτ. 45148/ΥΠΕ/5/01326/Ε/ν.3299/2004 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομίας, ανταγωνιστικότητας και ναυτιλίας περί οριστικής υπαγωγής της «… ΑΕ» στο ν. 3299/2004, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ. με αριθμ. 1857/26-11-2010 και, ως εκ τούτου, ολοκληρώθηκε και τυπικά η σχετική διαδικασία υπαγωγής στον εν λόγω νόμο και δη για ποσό 1.882.500 ευρώ. Στην πορεία, όμως, η ενάγουσα ενημερώθηκε από τον κ. … ότι επρόκειτο να λάβει χώρα επιτόπια αυτοψία στο χώρο της ξενοδοχειακής μονάδας, η οποία και πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του έτους 2011. Ακολούθως, ο τελευταίος, στις 20/4/2011, ενημέρωσε τηλεφωνικώς τους εταίρους της ενάγουσας ότι απερρίφθη το αίτημα της περί πρόσθετης δανειοδότησης, καθώς και περί εκδόσεως εγγυητικής επιστολής προς το Ελληνικό Δημόσιο. Κατόπιν αυτού, η ενάγουσα απηύθυνε την από 21/4/2011 αίτηση της προς το Επιχειρηματικό Κέντρο Πελοποννήσου της εναγομένης, με την οποία, αφού εξέθετε τα προαναφερθέντα, ζητούσε να αναφέρει εγγράφως την απόρριψη του αιτήματος δανειοδότησης και τους λόγους αυτής. Η εναγομένη της απέστειλε την από 13/5/2011 έγγραφη απάντηση με την οποία ανέφερε ότι εξήτασαν το αίτημα της εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, δεδομένου ότι υπέβαλε (εγγράφως) αίτημα δανειοδότησης τον Οκτώβριο του έτους 2010 και μετά την πάροδο πέντε μηνών και αίτημα χορηγήσεως εγγυητικής επιστολής, και ενημερώθηκε προφορικά για τους λόγους απορρίψεως τους. Στις 30/06/2011 κατέστη ληξιπρόθεσμη και η τρίτη δόση του δανείου, δίχως πάλι να εξοφληθεί. Ένεκα τούτου, η εναγομένη απέστειλε στην ενάγουσα το από 27/9/2011 έγγραφο, με το οποίο, αφού την ενημέρωνε ότι ο υπ’ αριθμ. … λογαριασμός εμφάνιζε κατά την ως άνω ημερομηνία χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 757.872,52 ευρώ, εκ του οποίου καθυστερημένο υπόλοιπο ύψους 53.583, 18 ευρώ αφορά τόκους σε καθυστέρηση ήδη από 01 η 707/2010, την καλούσε όπως προβεί στην καταβολή του μέχρι τις 05/10/2011. Σε απάντηση του εν λόγω εγγράφου, η ενάγουσα απέστειλε, στις 10/10/2011, έγγραφη δήλωση, γνωστοποιώντας στην εναγομένη την οικονομική δυσχέρεια που αντιμετώπιζε ένεκα της εξάντλησης των κεφαλαίων της για την επέκταση της ξενοδοχειακής μονάδας, κατάσταση στη δημιουργία της οποίας συνέβαλε και η εναγομένη, λόγω της δημιουργίας ευλόγου πεποιθήσεως δανειοδοτήσεως της και λόγω των δικών της υποδείξεων, καλώντας τη συγχρόνως να επαναδιαπραγματευτούν χους όρους του ήδη χορηγηθέντος δανείου. Η εναγομένη, ωστόσο, στις 11/11/2011 κοινοποίησε στην ενάγουσα την από 10/11/2011 εξώδικη δήλωση, με την οποία, αφού της ανέφερε ότι προέβη στο οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, ο οποίος εμφάνισε οριστικό κατάλοιπο ύψους 799.911,74 ευρώ, το οποίο την καλούσε να καταβάλει, στη συνέχεια της δήλωσε ότι καταγγέλλει τη σύμβαση δανείου. Η μονομερής αυτή καταγγελία από την πλευρά της εναγομένης αποτελεί μεν ενάσκηση νομίμου δικαιώματος της κατά τα προβλεπόμενα στη σύμβαση δανείου και τις πρόσθετες πράξεις αυτής, δεδομένου ότι η ενάγουσα φάνηκε ασυνεπής ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων, η εν λόγω καταγγελία, ωστόσο, κρίνεται με βάση την προπεριγραφείσα συμπεριφορά της εναγομένης καταχρηστική, ως αντιβαίνουσα στις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών και, ως εκ τούτου, άκυρη. Ειδικότερα, η εναγομένη τράπεζα, ως χρηματοδοτικός οργανισμός οφείλει μεν να μεριμνά για την διασφάλιση των συμφερόντων της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, πλην όμως, έχει αυξημένη δε ευθύνη, κατά την ενάσκηση του χρηματοδοτικού της ρόλου, απορρέουσα εκ της φύσεως της πιστωτικής σχέσεως ως διαρκούς εννόμου σχέσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, να μεριμνά εξίσου για τη διασφάλιση των συμφερόντων των δανειοληπτών, ώστε να αποφεύγονται δυσμενείς ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες για τους τελευταίους, έχοντας σχετική υποχρέωση πίστης και προστασίας των συμφερόντων τους. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση αυτή επιβάλει όπως η άσκηση των δικαιωμάτων της διέπεται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (άρθ. 178, 200, 288 του ΑΚ). Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη τράπεζα γνώριζε επακριβώς το επιχειρηματικό πλάνο της ενάγουσας, η οποία δεν στόχευε αποκλειστικά και μόνο στην αγορά της τότε υφιστάμενης ξενοδοχειακής μονάδος 9 κλινών, αλλά επεδίωκε την επέκταση της με εκμετάλλευση και του υπολοίπου δόμησης, έχοντας καταστήσει σαφές ότι δεν εδύνατο να πραγματώσει τούτο μόνο με ίδια κεφάλαια αλλά συνδυαστικά, αφενός, με την υπαγωγή της στον αναπτυξιακό νόμο και την εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που αυτός προέβλεπε, και, αφετέρου με τραπεζική δανειοδότηση. Προς τούτο, άλλωστε, απευθύνθηκε και στην εναγομένη, προκειμένου, αφού της εκθέσει λεπτομερώς το προαναφερθέν πλάνο, να λάβει δανειοδότηση όχι μόνο για την αγορά του οικοπέδου μετά της επ’ αυτού κείμενης ξενοδοχειακής μονάδος, αλλά και για. την περαιτέρω επέκταση της μονάδος και εν γένει για την υλοποίηση του πλάνου της στο σύνολο αυτού. ʼλλωστε, η ενάγουσα δεν ενδιαφερόταν να συνεργαστεί με μία τράπεζα, η οποία δεν θα της εξασφάλιζε δανειοδότηση για το σύνολο του επιχειρηματικού της αυτού πλάνου, από την έναρξη μέχρι και τη λήξη του, αλλά τμηματική μόνο δανειοδότηση για την αγορά του ακινήτου. Αντιθέτως, εάν η εναγομένη είχε αρνηθεί ή έστω αφήσει μετέωρο το ενδεχόμενο απόρριψης της συνολικής δανειοδότησης, η ενάγουσα θα είχε απευθυνθεί σε έτερη τράπεζα, η οποία θα της διασφάλιζε την κάλυψη των δανειοδοτικών της αναγκών, ενόψει δε και του γεγονότος ότι ένεκα της τότε οικονομικής της ευρωστίας, είχε αγασθή συνεργασία με άλλες τράπεζες (Αγροτική, Εμπορική), και σε καμία περίπτωση δεν θα επέλεγε να συνάψει σύμβαση δανείου αποκλειστικής ουσιαστικά συνεργασίας με την εναγομένη, δεδομένου ότι με τον όρο 6 της από 15/02/2007 πρόσθετης πράξεως της υπ’ αριθμ. …/15-2-2007 συμβάσεως δανείου, η ενάγουσα αποδέχθηκε την υπέρμετρη δέσμευση της και δη για μία ολόκληρη εικοσαετία και συγκεκριμένα δεσμεύτηκε να μην προβεί, χωρίς προηγούμενη συναίνεση της εναγομένης, σε σύναψη νέων μεσοπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων δανείων, να μη διακόψει αδικαιολόγητα τις εργασίες της επιχειρήσεως και να μην επιβαρύνει περαιτέρω, χωρίς έγγραφη συναίνεση της εναγομένης ακίνητα ή εγκαταστάσεις τους, επί των οποίων η τελευταία έχει εγγράψει εμπράγματα βάρη, εάν δεν είχε την απόλυτη διαβεβαίωση και εύλογη πεποίθηση ότι η εναγομένη θα δανειοδοτούσε τόσο την αγορά του ακινήτου όσο και την μετέπειτα επέκταση της ξενοδοχειακής μονάδος. Αντιθέτους δε. αποδείχθηκε ότι οι άπαντες οι προστηθέντες – υπάλληλοι της εναγομένης, οι οποίοι ενεργούσαν για λογαριασμό της, είχαν κατανοήσει πλήρως το επιχειρηματικό σχέδιο της ενάγουσας και συνήνεσαν στην δανειοδότηση όλων των σταδίων αυτού, δεσμεύοντας την εναγομένη. Θέλοντας να διαπιστώσουν την βιωσιμότητα του εν λόγω πλάνου, καθώς και το αν ήταν επωφελές ή μη για την εναγομένη αναλόγως με τους επιχειρηματικούς κινδύνους που ελλόχευαν σε αυτό, ζήτησαν από την ενάγουσα την εκπόνηση μελέτης από την εταιρία «ICAP ΑΕ», την οποία η ενάγουσα θεωρούσε αξιόπιστη, δεδομένου ότι επρόκειτο για εταιρία ιδίων συμφερόντων με την εναγομένη, ενόψει του γεγονότος ότι η τελευταία συμμετείχε στο μετοχικό της κεφάλαιο σε ποσοστό 33% (βλ. ιδίως το σκεπτικό της 1917/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που εξεδόθη κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επί αιτήσεως αναστολής της 1730/2011 διαταγής πληρωμής, που άσκησε ενώπιον του η ενάγουσα κατά της εναγομένης). Ακολούθως, η εναγομένη, αφού έλαβε γνώση της μελέτης, η οποία έκρινε όχι μόνο επιτεύξιμο το επιχειρηματικό πλάνο, αλλά συγχρόνως και επικερδές για αμφότερους τους διαδίκους, λαμβάνοντας ως δεδομένο την τραπεζική δανειοδότηση σε δύο στάδια, δέχθηκε να χορηγήσει αρχική και πρόσθετη δανειοδότηση. Προς διασφάλιση δε των συμφερόντων αμφοτέρων των διαδίκων, τα στελέχη της εναγομένης συνέστησαν και τρόπους ευόδωσης του πλάνου της, ήτοι την εξαγορά της ιδιοκτήτριας εταιρίας της ξενοδοχειακής μονάδος «… ΑΕ» με ίδια κεφάλαια των εταίρων της (ενάγουσας), την εκμίσθωση του ξενοδοχείου στη «… ΑΕ» και την εκχώρηση των κερδών της στην ενάγουσα, καθώς και την υποβολή αίτηση υπαγωγής στο ν. 3299/2004 στο όνομα της «… ΑΕ», κινήσεις οι οποίες δεν υπήρχαν εξ αρχής στο πλάνο της ενάγουσας ούτε και υπήρχε λόγος να προβεί σε αυτές, αφού απαιτούσαν επιπλέον οικονομική επιβάρυνση λόγω της χρησιμοποίησης ιδίων κεφαλαίων της, αν η εναγομένη δεν της είχε δημιουργήσει την απόλυτη πεποίθηση ότι θα τη συνδράμει και με τη χορήγηση πρόσθετης δανειοδότησης και συγκεκριμένα με την προέγκριση της υπαγωγής στον αναπτυξιακό νόμο. Ακόμη κι όταν άλλαξαν τα οικονομικά δεδομένα της πρόσθετης δανειοδότησης, ένεκα του χαρακτηρισμού της περιοχής του ξενοδοχείου ως πυρόπληκτης σε συνάρτηση με τη νέα βελτιωμένη μελέτη της εταιρίας «Noisis ΑΕ», με αποτέλεσμα η απαιτούμενη πρόσθετη δανειοδότηση να ανέλθει από το αρχικώς υπολογισθέν ποσό των 260.000 ευρώ τελικώς στο ποσό των 480.000 ευρώ, η εναγομένη ενημερώθηκε σχετικά και ουδέποτε υπαναχώρησε ή δήλωσε ρητώς ότι αρνείται να χορηγήσει την πρόσθετη αυξημένη ή μη δανειοδότηση. Αντιθέτως, τόσο τα αρχικό, στελέχη της όσο και τα σε αντικατάσταση αυτών στο υποκατάστημα της στην Πάτρα, αλλά και στο Επιχειρηματικό Κέντρο Πελοποννήσου ουδέποτε από το 2006, οπότε ξεκίνησαν οι μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, έως και το έτος 2011, οπότε απερρίφθη τελικώς το αίτημα δανειοδότησης, ήτοι επί πέντε περίπου ολόκληρα συναπτά έτη, συνέχιζαν τη συνεργασία τους με την ενάγουσα, της πρότειναν λύσεις, την παρακίνησαν ουσιαστικά με τη συμπεριφορά τους να ξεκινήσει τις εργασίες επέκτασης, αφού ακόμη κι όταν ενημερώθηκαν ότι η αίτηση υπαγωγής στο ν. 3299/2004 έλαβε προέγκριση, δεν αρνήθηκαν την πρόσθετη δανειοδότηση, αντιθέτους, μετακύλησαν τη χορήγηση της κατά την οριστική έγκριση της. Ακόμη κι όταν, η ενάγουσα τους δήλωσε ότι θα απαιτείτο αύξηση του ποσού της πρόσθετης αυτής δανειοδότησης, ούτε και τότε αρνήθηκαν αυτή, αλλά ενίσχυσαν για ακόμη μία φορά την πεποίθηση της (της ενάγουσας) ότι θα της την χορηγήσουν, παραπέμποντας την στο Επιχειρηματικό Κέντρο Πελοποννήσου με τη δικαιολογία ότι πλέον αυτή ήταν αρμόδια ένεκα του ότι το συνολικό ποσό της δανειοδότησης (αρχικής και πρόσθετης) υπερέβαινε το ποσό του 1.000.000 ευρώ. Αλλά και όταν επικοινώνησαν με τους υπευθύνους του ανωτέρω Κέντρου, οι τελευταίοι έχοντας πλήρη γνώση του επιχειρηματικού πλάνου της ενάγουσας, εξακολούθησαν να ενισχύουν την πεποίθηση της, ζητώντας της μάλιστα και πρόσθετη εξασφάλιση με εγγραφή προσημειώσεων υποθήκης στη λοιπή ελεύθερη βαρών ακίνητη περιουσία των εταίρων της, καθώς και την προσκόμιση παραστατικών πραγματοποίησης δαπανών για τις εργασίες επέκτασης και των εν γένει οικονομικών στοιχείων της «… ΑΕ», χωρίς, ωστόσο, να εκδηλώσουν την έλλειψη ικανοποίησης τους ή την τυχόν αμφισβήτηση του είδους (πρωτότυπα ή φωτοτυπίες) των παραστατικών ή από τα όσα αυτά απεικόνιζαν. Αντιθέτως, προέβησαν, κατόπιν κωλυσιεργίας τους, σε επιτόπια αυτοψία του χώρου της επεκτεινόμενης ξενοδοχειακής μονάδος, οι εργασίες της οποίας είχαν ολοκληρωθεί σε ποσοστό 45 %, το οποίο επίσης ουδέποτε αμφισβήτησαν. Μετά τη διενέργεια της αυτοψίας, ήτοι το έτος 2010, και δίχως να προβούν σε καμία εκτίμηση του ακινήτου ή στη σύνταξη κάποιας έκθεσης, εντελώς αιφνιδιαστικά ενημέρωσαν τηλεφωνικώς τους εταίρους της ενάγουσας για την άρνηση της εναγομένης να της χορηγήσει την πρόσθετη δανειοδότηση, χωρίς καν να της παράσχουν κάποια αιτιολογία για την εν λόγω άρνηση ούτε και όταν η ενάγουσα το αιτήθηκε εγγράφως. Από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων σε συνάρτηση και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, προέκυψε ότι η εναγομένη, μολονότι από το έτος 2006 μέχρι και τα μέσα του έτους 2011 περίπου είχε δημιουργήσει στην ενάγουσα τη βεβαιότητα ή έστω την εύλογη πεποίθηση ότι θα της χορηγήσει την απαιτούμενη για την υλοποίηση του επιχειρηματικού της στόχου πρόσθετη δανειοδότηση, μετά την πάροδο πέντε σχεδόν ετών, μετέβαλε, όλως αιφνιδίως και αδικαιολογήτως, τη μέχρι τότε στάση της, υποκινούμενη από την οικονομική κρίση, η οποία είχε ήδη διαφανεί στην ελληνική Επικράτεια και τις τυχόν δυσμενείς μελλοντικές επιπτώσεις αυτής, αρνούμενη να της χορηγήσει το δάνειο. Περαιτέρω, αποσκοπώντας αποκλειστικώς και μόνο στην περιφρούρηση των απαιτήσεων της και αδιαφορώντας πλήρως για τα συμφέροντα της ενάγουσας, τη διασφάλιση των οποίων είχε, ως προελέχθη, αυξημένη υποχρέωση να προασπίζει, προέβη άνευ ετέρου και αμέσως μετά την αίτηση της ενάγουσας να της απαντήσει εγγράφως για τους λόγους απόρριψης του αιτήματος πρόσθετης δανειοδότησης, στην καταγγελία της υπ’ αριθμ. …/15-2-2007 συμβάσεως δανείου, αιτούμενη συγχρόνως και την κατάπτωση της εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου. Η καταγγελία αυτή αποτελεί μεν ενάσκηση νομίμου δικαιώματος, ωστόσο, υπερβαίνει καταφανώς τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό της και προσκρούει στα χρηστά ήθη και τις αρχές της καλής πίστης, αφού η ίδια η εναγομένη συνετέλεσε με την προπεριγραφείσα συμπεριφορά της στην οικονομική αδυναμία της ενάγουσας να καταβάλει τις τρεις ληξιπρόθεσμες δόσεις των τόκων του δανείου, η μη εξόφληση αυτών ήταν απόρροια της αρνήσεως της να της χορηγήσει το πρόσθετο δάνειο. Οι αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών επιβάλλουν στην εναγομένη την υποχρέωση να ανεχθεί την οφειλόμενη σε οικονομική αδυναμία της δανειολήπτριας ενάγουσας εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων, λαμβανομένου υπόψη μάλιστα ότι το ληξιπρόθεσμο ποσό ήταν ύψους μόλις 53.583,18 ευρώ έναντι του συνολικώς κατά το χρόνο της καταγγελίας (10/11/2011) οφειλόμενου ποσού των 799.911,74 ευρώ, προπαντός όταν οι απαιτήσεις της είναι ήδη ασφαλισμένες με προσημείωση υποθήκης και η ενάγουσα βρίσκεται σε απόλυτη οικονομική εξάρτηση απ αυτή λόγω της δέσμευσης της για «αποκλειστική συνεργασία» με την εναγομένη τράπεζα δυνάμει του προαναφερθέντος όρου 6 της συμβάσεως δανείου, ο οποίος δεν παραβιάστηκε από το γεγονός ότι η ενάγουσα προσκόμισε, κατά την υποβολή της αιτήσεως για την υπαγωγή της στο ν. 3299/2004 έγκριση δανειοδότησης από την Αγροτική τράπεζα, δεδομένου ότι η εν λόγω έγκριση ήταν εικονική, που έγινε χάριν εξυπηρετήσεως της ενάγουσας, λόγω της συνεργασίας που υπήρχε μεταξύ αυτής και της Αγροτικής τράπεζας ώστε να επιταχυνθεί η διαδικασία υπαγωγής, ενόψει του ότι η τραπεζική συμμετοχή με τη μορφή δανειοδότησης ήταν προαπαιτούμενο του ως άνω νόμου. Επιπροσθέτως, η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας είναι καταχρηστική ενόψει του ότι επιχειρήθηκε χωρίς ιδιαίτερα μεγάλο οικονομικό όφελος της εναγομένης. Συγκεκριμένα, η εναγομένη ήταν υπαίτια σε μεγάλο βαθμό για την οικονομική Κ Ε αδυναμία της ενάγουσας να φανεί συνεπής στις δανειακές της υποχρεώσεις, διότι με την επανειλημμένη καθυστέρηση από πλευράς της αναφορικά με τη χορήγηση της πρόσθετης δανειοδότησης, ώθησε τη δεύτερη στην εξάντληση των οικονομικών της δυνάμεων, ενώ η άρνηση της να της χορηγήσει το εν λόγω δάνειο ήταν άκρως αδικαιολόγητη και ασύμφορη και για την ίδια, αφού είχε απόλυτη γνώση ότι δίχως τη δική της δανειοδότηση η ενάγουσα δεν θα μπορούσε να ολοκληρώσει την επέκταση της ξενοδοχειακής μονάδος, να λειτουργήσει αυτή και μέσω των κερδών από τη λειτουργία του ξενοδοχείου ν’ αποπληρώνει το δάνειο. Περαιτέρω, η καταγγελία ήταν επιζήμια για την εναγομένη και για τον πρόσθετο λόγο ότι η ικανοποίηση των απαιτήσεων της ήταν επισφαλής, αφού, με βάση τα οικονομικά δεδομένα από το έτος 2010 και εξής, που επικρατούσαν στην Ελλάδα και την ραγδαία πτώση του αγοραστικού ενδιαφέροντος για τον τομέα των ακινήτων, ήταν σχεδόν απίθανο να επιτευχθεί ο πλειστηριασμός ενός ημιτελούς ξενοδοχείου. Αντιθέτως, εάν η εναγομένη παρείχε, όπως της ζητήθηκε, αν όχι το ποσό των 480.000 ευρώ. αλλά έστω το αρχικώς συμφωνηθέν ποσό της πρόσθετης δανειοδότησης ύψους 260.000 ευρώ ή έστω μία εγγυητική επιστολή, η οποία δεν θα συνεπαγόταν και άμεση εκταμίευση κεφαλαίου για την εναγομένη, τότε η ενάγουσα θα εδύνατο να ολοκληρώσει τις εργασίες επέκτασης του ξενοδοχείου σε ποσοστό 50%, ώστε να εκταμιευτεί αντίστοιχα το 50% της κρατικής επιχορήγησης και να ικανοποιηθούν οι δανειακές της απαιτήσεις σε πολύ μεγαλύτερο ποσό από το ήδη ληξιπρόθεσμο. Με την άρνηση, όμως, της εναγομένης να χορηγήσει τα ανωτέρω, ήταν, με βάση τους κανόνες της κοινής λογικής, βέβαιο ότι δεν θα ικανοποιούσε τις συμβατικές της απαιτήσεις, αφού η ενάγουσα ούτε τις εργασίες επέκτασης μπορούσε να συνεχίσει, ούτε να λειτουργήσει το ξενοδοχείο για να έχει εισροή χρημάτων, ούτε να εκταμιεύσει την κρατική επιχορήγηση ύψους 1.882.500 ευρώ, ούτε να συνεργαστεί με έτερη τράπεζα. Επιπροσθέτως, η καταγγελία της δανειακής συμβάσεως προκάλεσε δυσανάλογη και ανεπανόρθωτη βλάβη στην ενάγουσα, αφού δεν μπορούσε πλέον να υλοποιήσει τον επιχειρηματικό της σχεδιασμό, αλλά και να καλύψει τις οικονομικές της υποχρεώσεις, αφού τα οικονομικά της προβλήματα οφείλονταν αποκλειστικά στην άρνηση της εναγομένης να χορηγήσει την πρόσθετη δανειοδότηση, βλάβη η οποία δεν δικαιολογείται από το σκοπό της καταγγελίας, στην άσκηση της οποίας διαφαίνεται ότι υποκρυπτόταν κυρίως η επίτευξη της άμεσης κατάπτωσης της παρασχεθείσης εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου για τη μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της ενάγουσας. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι τα στελέχη της εναγομένης ουδέποτε αιτιολόγησαν την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας, αντιθέτως, αρνούνταν αδικαιολογήτως, μετά την κοινοποίηση της καταγγελίας, να διαπραγματευτούν με την ενάγουσα τους όρους του δανείου, ώστε να καταστεί δυνατή η ομαλή αποπληρωμή του, αντιθέτως δε
εφεύρισκαν διαρκώς προσχηματικές δικαιολογίες καθυστέρησης, δεδομένου ότι η
επικαλούμενη οικονομική κρίση δεν υφίστατο το έτος 2008, οπότε η αίτηση της ενάγουσας έλαβε την προέγκριση υπαγωγής στο νόμο 3299/2004, χρονικό σημείο που η ίδια η ενάγουσα είχε ορίσει για την χορήγηση της πρόσθετης δανειοδότησης. Συνακόλουθα, η από 10/11/2011 καταγγελία της υπ’ αριθμ. …./15-02-2007 συμβάσεως δανείου είναι άκυρη ως καταχρηστική], δεδομένου η άσκηση της υπερέβη καταφανώς τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος της καταγγελίας. Κατ ακολουθία ν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη ως προς την κύρια βάση αυτής, παρελκομένης, ως εκ τούτου, της εξετάσεως της επικουρικώς προβαλλόμενης βάσεως της, και να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη η ασκηθείσα από την εναγομένη «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ» από 10/11/2011 εξώδικη μονομερής καταγγελία της υπ’ αριθμόν …/15-02-2007 συμβάσεως δανείου, που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων και, τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης λόγω της ήττας της (άρ. 176 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή ως προς την κύρια βάση αυτής.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι είναι άκυρη η ασκηθείσα από την εναγομένη «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ» από 10/11/2011 εξώδικη μονομερής καταγγελία της υπ’ αριθμόν …/15-02-2007 συμβάσεως δανείου, που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Πάτρα στις 15-1-2014 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 28-2-2014 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγορούν τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ