Τι αναφέρει απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι προϋποθέσεις που ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει νέα δίκη.
Σε περίπτωση αδυναμίας εντοπισμού του, ο κατηγορούμενος μπορεί να δικαστεί και να καταδικαστεί ερήμην, αλλά δικαιούται, εν συνεχεία, να ζητήσει την επανάληψη της δίκης επί της ουσίας της υπόθεσης παρουσία του ιδίου. Αυτό αποφαίνεται το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), θέτοντας ορισμένες εξαιρέσεις.
Ειδικότερα, σημειώνει ότι «είναι δυνατόν να διεξαχθεί δίκη και, ενδεχομένως, να εκδοθεί καταδικαστική απόφαση ερήμην του κατηγορουμένου τον οποίο οι αρμόδιες εθνικές αρχές, παρά τις δέουσες προσπάθειες που κατέβαλαν προς τούτο, αδυνατούν να εντοπίσουν και στον οποίο δεν κατόρθωσαν, λόγω της αδυναμίας εντοπισμού του, να παρέχουν ενημέρωση σχετικά με τη δίκη του».
Επανάληψη δίκης: Τι αποφαίνεται το ΔΕΕ
Το ΔΕΕ υποστηρίζει πως «πρέπει όμως, στην περίπτωση αυτή, ο κατηγορούμενος να έχει καταρχήν τη δυνατότητα, αφότου λάβει γνώση της καταδίκης του, να επικαλεστεί ευθέως το δικαίωμα που του απονέμει η εν λόγω οδηγία, ζητώντας την επανάληψη της δίκης ή ασκώντας ισοδύναμο μέσο ένδικης προστασίας που οδηγεί σε επανεξέταση της ουσίας της υπόθεσης παρουσία του ιδίου».
Ωστόσο, διευκρινίζει ότι «το δικαίωμα αυτό μπορεί να μην αναγνωριστεί στον κατηγορούμενο αν από ακριβείς και αντικειμενικές ενδείξεις προκύπτει ότι έλαβε επαρκείς πληροφορίες ώστε να γνωρίζει ότι επρόκειτο να διεξαχθεί δίκη εις βάρος του και, ενεργώντας σκοπίμως και με πρόθεση να αποφύγει την κρίση του δικαστηρίου, παρεμπόδισε τις αρχές να του παράσχουν επισήμως πληροφορίες σχετικά με τη δίκη».
Επανάληψη δίκης: Η ενημέρωση από τα εθνικά δικαστήρια
Κατά το ΔΕΕ «η ερμηνεία αυτή εγγυάται την τήρηση του σκοπού της οδηγίας 2016/343, ο οποίος συνίσταται στην ενίσχυση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και στη συνακόλουθη ενίσχυση της εμπιστοσύνης κάθε κράτους μέλους στα συστήματα απονομής ποινικής δικαιοσύνης των άλλων κρατών μελών, καθώς και στη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, αποτρέποντας συγχρόνως το ενδεχόμενο πρόσωπο το οποίο παραιτήθηκε κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση από το δικαίωμα παράστασης στη δίκη του, καίτοι είχε ενημερωθεί σχετικά με τη δίκη, να δύναται να αξιώσει, μετά την έκδοση ερήμην καταδικαστικής αποφάσεως, τη διεξαγωγή νέας δίκης και, ως εκ τούτου, να παρακωλύσει καταχρηστικά την αποτελεσματικότητα της ποινικής διώξεως καθώς και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης».
Σημειώνει επίσης πως «όσον αφορά την ενημέρωση σχετικά με τη δίκη και τις συνέπειες της μη παράστασης, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν έχει εκδοθεί επίσημο έγγραφο υπόψιν του ενδιαφερομένου που να μνημονεύει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης και, σε περίπτωση μη εκπροσωπήσεως από εξουσιοδοτημένο δικηγόρο, τις συνέπειες της ενδεχόμενης μη παράστασης. Εξάλλου, στο εν λόγω δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν το έγγραφο αυτό κοινοποιήθηκε εγκαίρως ούτως ώστε ο ενδιαφερόμενος να είναι σε θέση να προετοιμάσει επωφελώς την υπεράσπισή του, αν αποφασίσει να μετάσχει στη δίκη».
Και καταλήγει: «Όσον αφορά, ειδικότερα, τους κατηγορουμένους που διέφυγαν, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η οδηγία 2016/343 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει το δικαίωμα σε νέα δίκη για τον λόγο και μόνον ότι ο ενδιαφερόμενος διέφυγε και οι αρχές δεν κατόρθωσαν να τον εντοπίσουν. Μόνον όταν από ακριβείς και αντικειμενικές ενδείξεις προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος, μολονότι έχει ενημερωθεί επισήμως ότι κατηγορείται για την τέλεση ποινικού αδικήματος, ούτως ώστε να γνωρίζει ότι επρόκειτο να διεξαχθεί δίκη εις βάρος του, ενεργεί εσκεμμένως κατά τρόπο που κατατείνει στο να μην καταστεί δυνατόν να λάβει επισήμως τις σχετικές με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης πληροφορίες, μπορεί να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό ενημερώθηκε σχετικά με τη δίκη και ότι παραιτήθηκε οικειοθελώς και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση από την άσκηση του δικαιώματος παράστασης στη δίκη του».