Όπως προκύπτει από τους ορισμούς που δίνει ο Ν. 2251/1994 μετά την τροποποίησή του από τον Ν. 4512/2018, αρκεί ένα φυσικό πρόσωπο να συναλλάσσεται για την κάλυψη ιδιωτικών αναγκών προκειμένου να θεωρηθεί καταναλωτής, ενώ αντίστροφα θεωρείται προμηθευτής, όταν συναλλάσσεται για σκοπούς επαγγελματικούς. Καθόσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, λοιπόν, κανένας δεν είναι a priori είτε καταναλωτής είτε προμηθευτής. Αντιθέτως, οι δύο αυτές ιδιότητες απονέμονται σήμερα συγκυριακά και εναλλακτικά, με την έννοια ότι το ίδιο πρόσωπο μπορεί να προσλαμβάνει άλλοτε τη μία και άλλοτε την άλλη, με μόνο κριτήριο το σκοπό για τον οποίο κάθε φορά συναλλάσσεται.
Κατά την εφαρμογή αυτού του «λειτουργικού» κριτηρίου διάκρισης καταναλωτή και προμηθευτή, προβληματική εμφανίζεται η περίπτωση των συμβάσεων διττού σκοπού. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε συμβάσεις που συνάπτονται για να εξυπηρετήσουν εν μέρει ιδιωτικές και εν μέρει επαγγελματικές ανάγκες ενός προσώπου. Τέτοια σύμβαση συντρέχει παραδείγματος χάριν, όταν ένας επαγγελματίας αγοράζει αυτοκίνητο για να πηγαίνει στη δουλειά του και να εξυπηρετείται στην ιδιωτική του ζωή. Εάν σε τέτοιες περιπτώσεις ο αγοραστής θα πρέπει να θεωρηθεί
καταναλωτής ή όχι, χρήζει ειδικής τεκμηρίωσης.
Η μελέτη «Τζούλια, Η εφαρμογή του δικαίου προστασίας καταναλωτή σε συμβάσεις «διττού σκοπού» (dual purpose) μετά τις Οδηγίες 2019/770 και 2019/771, ΕπισκΕΔ 2022, σελ. 53 επ. » αναζητά τη λύση που προκρίνει για το ζήτημα αυτό η
ΕΕ. Καταρχάς παρατηρεί, ότι σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα ισχύοντα, το κριτήριο που υιοθετείται σε Ενωσιακό επίπεδο για την ταξινόμηση των συμβάσεων διττού σκοπού σε καταναλωτικές και μη διαφέρει, αναλόγως εάν συναρτάται με την εφαρμογή του ουσιαστικού καταναλωτικού δικαίου ή τη θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας και την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου σε συναφείς διαφορές. Από την έκδοση της Οδηγίας 2011/83 και μετά, η εφαρμογή του ουσιαστικού καταναλωτικού δικαίου σε συμβάσεις διττού σκοπού εξαρτάται συγκεκριμένα από τον σκοπό που αυτές εξυπηρετούν «κυρίως». Πλούσια νομολογία από το ΔΕΕ έχει σκιαγραφήσει με σαφήνεια, πώς πρέπει να εξειδικεύεται από τα εθνικά δικαστήρια η έννοια του «προέχοντος σκοπού συναλλαγής» ανά περίπτωση.
Τη μελέτη απασχολεί, ειδικότερα, κατά πόσον επηρεάζεται η οικεία προσέγγιση από τις νέες Οδηγίες 2019/770 και 2019/771, που αφορούν τις καταναλωτικές συμβάσεις προμήθειας ψηφιακού περιεχομένου και πώλησης αγαθών αντίστοιχα. Η λειτουργία των dual purpose συμβάσεων εξετάζεται στα πλαίσια αυτά σφαιρικά, υπό το πρίσμα του ευρύτερου καταναλωτικού δικαίου και του ελληνικού ενοχικού δικαίου.