Ο Θουκυδίδης θεωρούσε ότι οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν στην ύπαιθρο της Αθήνας την άνοιξη του 431 επειδή η «μεγάλη ανάπτυξη της Αθήνας φόβισε τους Λακεδαιμόνιους». Η αποτίμηση αυτή, που είναι ελάχιστα ορθή υπό την αυστηρή έννοια των λέξεων, καθώς οι Αθηναίοι δεν έλεγχαν στην πραγματικότητα «όλη την Ελλάδα», αποτελεί εντούτοις ένα από τα βασικά θέματα της Ιστορίας του. Με άλλα λόγια, οι Σπαρτιάτες ξεκίνησαν τον πόλεμο με ένα προληπτικό χτύπημα στην Αττική. Αυτοί, και όχι οι Αθηναίοι, ήταν δυσαρεστημένοι με το status quo του 5ου αιώνα. Σε ένα άλλο χωρίο ο Θουκυδίδης παραδέχεται ότι ο φόβος τους πως, αν συνεχιζόταν η ειρήνη, θα έχαναν τη δύναμή τους, τους «ανάγκασε να πολεμήσουν».
«Τους ανάγκασε»; Ασφαλώς, φαινομενικά πάντα υφίστανται και άλλα πιο άμεσα προσχήματα για έναν πόλεμο, που ενδεχομένως καθιστούν αναπόφευκτη μια σύρραξη. Αυτό είναι αλήθεια. Όμως σε τελική ανάλυση, ο Θουκυδίδης πιστεύει εκ των υστέρων ότι, παρόλο που ίσως δεν αντιλαμβάνονταν οι σύγχρονοί του Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες, οι διαφορές ανάμεσα στις δύο δυνάμεις ήταν τόσο μεγάλες και βαθιές, ώστε τελικά οι πιο άμεσες (και ασήμαντες) διαφωνίες θα οδηγούσαν υποχρεωτικά σε μια καταστροφική αναμέτρηση.
Παρόλο που τα δύο μέρη διατείνονταν ότι εξαναγκάστηκαν να προσφύγουν στον πόλεμο, η αιτιοκρατική συλλογιστική του οδηγεί τον Θουκυδίδη στο συμπέρασμα ότι, ακόμα και αν η Σπάρτη δεν κήρυττε τον πόλεμο επικαλούμενη προσχηματικές αιτιάσεις των Κορινθίων και των Μεγαρέων εναντίων των Αθηναίων, ο δυναμισμός της ηγεμονικής κουλτούρας της Αθήνας του Περικλή – τα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, το αττικό δράμα, το ριζοσπαστικό δημοκρατικό πολίτευμα, η αύξηση του πληθυσμού και η ενδυνάμωση της υπερπόντιας ηγεμονίας – θα είχε ως συνέπεια την επέκτασή της και στη νότια Ελλάδα, που ανήκε στη σφαίρα επιρροής της Σπάρτης.
Οι Σπαρτιάτες θα μπορούσαν ενδεχομένως να συμβιώσουν με τον αθηναϊκό επεκτατισμό. Το είχαν άλλωστε κάνει στο μεγαλύτερο μέρος του πρώτου μισού του 5ου αιώνα. Όταν όμως η Αθήνα άρχιζε να συνδυάζει τη δίψα της για ισχύ με μια ριζοσπαστική ιδεολογία για την επέκταση της δημοκρατίας, τότε η Σπάρτη ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απειλή υπερέβαινε μια απλή αντιπαράθεση και ότι θα μόλυνε την καρδιά και το πνεύμα των Ελλήνων. Οι ανησυχίες της ήταν βάσιμες. Πράγματι, η αθηναϊκή δημοκρατία δεν ήταν μόνο επεκτατική και προσηλυτιστική, αλλά και αξιοθαύμαστα συνεκτική και σταθερή. Οι ολιγαρχικές επαναστάσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά το τέλος του, το 411 και το 403, δε διήρκεσαν πολύ, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπήρχε ένας σημαντικός βαθμός υποστήριξης προς το δημοκρατικό πολίτευμα, ο οποίος εκτεινόταν σε ένα ευρύ φάσμα Αθηναίων και δεν περιοριζόταν μόνο στους ακτήμονες φτωχούς.
Οι Σπαρτιάτες είχαν, επίσης, δει την αθηναϊκής έμπνευσης δημοκρατία να διαδίδεται σε όλο το Αιγαίο και στη Μικρά Ασία στη δεκαετία του 450. Δυσανασχετούσαν για την αθηναϊκή επιρροή στην υποτιθέμενη πανελλήνια αποικία των Θουρίων στη νότια Ιταλία. Οι ηγέτες του ήταν επίσης εξοργισμένοι από το γεγονός ότι το 440 είχαν συντριβεί οι φιλο-Λάκωνες ολιγαρχικοί στη Σάμο. Η ελίτ της Σπάρτης είχε συνταραχτεί από το γεγονός ότι οι πόλεις-κράτη που ήταν υποτελείς στην Αθήνα και απειθαρχούσαν, όπως η Ποτίδαια, δεν πολιορκούνταν μόνο, αλλά τους επιβαλλόταν ένα μόνιμο ριζοσπαστικό δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο διασφάλιζαν οι αθηναϊκές τριήρεις. Στην πραγματικότητα, δεν είχε μεγάλη σημασία το πόσο απειλητικές ήταν πράγματι, αυτές οι συνειδητές επιδείξεις της αθηναϊκής ισχύος· αρκούσε το γεγονός πως η Σπάρτη είχε πειστεί ότι αντιπροσώπευαν μια συστηματική και επικίνδυνη επίθεση. Οι εγγενείς φυλετικές και γλωσσικές διαφορές ανάμεσα στους Ίωνες Αθηναίους και στους Δωριείς Σπαρτιάτες είχαν ίσως αμβλυνθεί, όμως ο εν εξελίξει δημοκρατικός επεκτατισμός συνιστούσε μια ολοκληρωτική πρόκληση.
Αυτό το νέο αθηναϊκό «παγκόσμιο χωριό» μπορούσε να προσφέρει στους φίλους της Σπάρτης κίνητρα που μια πόλη οπλιτών με έντονο τοπικιστικό πνεύμα δεν μπορούσε καν να ελπίζει ότι θα ήταν δυνατό να συναγωνιστεί. Παρόμοια, οι φανατικοί πλούσιοι υποστηρικτές της Σπάρτης σε όλο το Αιγαίο θα πρέπει να αισθάνθηκαν ότι έχαναν την επιρροή τους στις κοινωνίες τους προς όφελος των ανερχόμενων φτωχών. Οι τελευταίοι, που δεν είχαν μεγάλη κτηματική περιουσία, δεν ίππευαν άλογα και δε σύχναζαν στα γυμναστήρια, ήταν ικανοποιημένοι από την ασφάλεια που τους παρείχε ο αθηναϊκός στόλος και αδιαφορούσαν για την υποχρέωση να καταβάλλονται φόροι υποτέλειας, με τους οποίους επιβαρύνονταν κυρίως οι πλούσιοι και οι αριστοκράτες μεγαλοκτηματίες. Ωστόσο, πίσω από όλους αυτούς τους ρεαλιστικούς υπολογισμούς υπήρχε το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Αθήνα συνέχιζε να αναπτύσσεται – ο βασιλιάς Αρχίδαμος πίστευε, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, ότι ήταν η μεγαλύτερη πόλη στον ελληνικό κόσμο – ενώ η Σπάρτη συρρικνωνόταν.
Ο «αθηναϊσμός» υπήρξε το πρώτο παράδειγμα της παγκοσμιοποίησης στο δυτικό κόσμο. Υπήρχε συγκεκριμένη λέξη στην ελληνική γλώσσα για τον αθηναϊκό επεκτατισμό, το ρήμα αττικίζω, που σημαίνει μιμούμαι τη γλώσσα και το ύφος των Αθηναίων. Οι σύγχρονοι αποδέχονταν το γεγονός ότι η Αθήνα επεδίωκε να προωθεί τα συμφέροντα του απλού λαού έξω από τα σύνορά της, όπου μπορούσε να το κάνει. Αντίθετα, όταν η Αθήνα υιοθετούσε μια Realpolitik – όπως όταν επιτέθηκε εναντίων των Συρακουσών, που είχαν ένα παρόμοιο συναινετικό πολίτευμα – χωρίς να υπάρχει ο αναγκαίος επαναστατικός ζήλος για τη δημοκρατία, πολύ συχνά αποτύγχανε.
Οι Σπαρτιάτες ήταν οι κατεξοχήν ολιγαρχικοί φονταμενταλιστές, μισούσαν τη λέξη «λαϊκή εξουσία» και τους κινδύνους που αντιπροσώπευε. Οι πολεμιστές-πολίτες της Σπάρτης ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί απέναντι στην επιθυμία για πολυτελή ζωή, η οποία είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μέσα στους κόλπους της αυστηρής της ελίτ με ένα ρυθμό που ήταν πιο γρήγορος από αυτόν που θα μπορούσαν να καταστείλουν. Αν και κατείχαν τα πρωτεία ανάμεσα στους Έλληνες τον 6ο και 5ο αιώνα, όταν ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, οι Σπαρτιάτες μπορούσαν να διαισθανθούν ότι η επιρροή τους έφθινε, καθώς βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στη φάλαγγα των οπλιτών και όχι στα πλοία ή στην αύξηση του πληθυσμού και στην οικονομική ανάπτυξη, που ήταν τα στοιχεία στα οποία βασίζονταν οι ολοένα και πιο άπληστοι και υπέρμαχοι της δημοκρατίας αντίπαλοί τους που σύμφωνα με τα λόγια του Περικλή: «Γινήκαμε ηγεμόνες πάρα πολλών Ελλήνων».
Για να αποφευχθεί ο πόλεμος με τη Σπάρτη, ζητήθηκε από την Αθήνα να σταματήσει την ηγεμονική επέκτασή της και ουσιαστικά να διαλύσει την ηγεμονία της: να σταματήσει να πολιορκεί πόλεις όπως η Ποτίδαια και να αφήσει τις γειτονικές πόλεις-κράτη, όπως η Αίγινα και τα Μέγαρα, να αποφασίζουν μόνες τους για τις υποθέσεις τους. Εν συντομία, «οι Λακεδαιμόνιοι θέλουν να…αφήσετε τους Έλληνες ανεξάρτητους». Όμως, η πραγματοποίηση όλων αυτών θα σήμαινε ότι η Αθήνα θα σταματούσε να είναι η Αθήνα του Περικλή και θα επέστρεφε στο ταπεινό αγροτικό παρελθόν της του προηγούμενου αιώνα, όταν δεν είχε πλοία και Μακρά Τείχη, δεν εισέπραττε φόρους υποτέλειας, δεν είχε έξοχους ναούς και δεν οργάνωνε μεγαλοπρεπείς δραματικούς αγώνες, αλλά ήταν μάλλον μια πολιτεία που δε διέφερε πολύ από τις άλλες μεγάλες ελληνικές πόλεις-κράτη.